Υποστηρίζεται ότι η με κάθε τρόπο ελεύθερη ανταπόκριση ή επικοινωνία του βουλευτή είναι απολύτως απαραβίαστη κατά το άρθρο 19 Σ. και ότι το απόρρητο αυτής δεν αίρεται παρά μόνο με άδεια της Βουλής. Ότι αυτό προκύπτει από τα άρθρα 61 παρ. 3 και 62 Σ. που καθιερώνουν το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας του βουλευτή και το ακαταδίωκτό του.
Για την έννοια των διατάξεων των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 Σ. σε σχέση με την άρση του απορρήτου του βουλευτή για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτολμώ διαφορετική άποψη από την ανωτέρω υποστηριζόμενη.
Προκαταρκτικώς τονίζεται ότι έτερον μεν η άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή, εκάτερον δε η πολιτική δραστηριότητά του. Η διάστιξη προκύπτει από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 61 παρ. 3 Σ. που αναφέρεται στην άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή και του άρθρου 62 Σ. που διαλαμβάνει περί των καθηκόντων του βουλευτή ή της πολιτικής δραστηριότητάς του. Η πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή είναι ευρύτερη έννοια, αφού εκτείνεται και πέραν των καθηκόντων του, τα οποία πάντως μπορούν να ασκούνται είτε εντός είτε και εκτός Βουλής.
Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας καθορίζεται στο άρθρο 61 παρ. 3 Σ. ως εξής: «Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε».
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων ως προϋπόθεση του δικαιώματος άρνησης μαρτυρίας αφορά μόνο τις πληροφορίες που δίδει ο βουλευτής, και όχι και αυτές που λαμβάνει. Διότι αυτές που λαμβάνει δεν τις λαμβάνει προφανώς κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εντός ή εκτός Βουλής, αλλά ίσως, το πολύ, προς τον σκοπό της άσκησης των καθηκόντων του (π.χ. για να υποβάλει ερώτηση στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ή για να ψηφίσει εναντίον υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας).
Από τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 3 Σ. προκύπτει επίσης ότι το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας αφορά σε όλες τις πληροφορίες που ο βουλευτής έλαβε παντοιοτρόπως καθώς και στις πληροφορίες που δόθηκαν από αυτόν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και όχι και εκ της πολιτικής δραστηριότητάς του εν γένει. Άρα το δικαίωμα δεν υφίσταται, αν τις πληροφορίες που έδωσε δεν τις έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Σε κάθε περίπτωση η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 61 παρ. 3 Σ. έχει μια πλημμέλεια: ότι ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας ούτε για τα πρόσωπα, στα οποία έδωσε τις πληροφορίες. Τα πρόσωπα που γίνονται δέκτες των πληροφοριών είναι όμως αυτά, στα οποία απευθύνεται ο βουλευτής κατά την άσκηση των καθηκόντων του (έκφραση γνώμης, συμμετοχή του σε ψηφοφορίες, άσκηση νομοθετικού έργου και κοινοβουλευτικού ελέγχου κλπ.). Πρόκειται δηλαδή για πρόσωπα γνωστά εκ των προτέρων (βουλευτές, υπουργοί κλπ. και μέσω αυτών λόγω της δημοσιότητας της λειτουργίας της Βουλής, και τα πρόσωπα που συναπαρτίζουν τον λαό). Επομένως, η φράση «ή στα οποία [τα πρόσωπα που] αυτός τις έδωσε [τις πληροφορίες]» είναι άνευ νοήματος και συνεπώς πρέπει να θεωρείται ως μη γεγραμμένη.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτόν παντοιοτρόπως ή τις οποίες παρέσχε αλλά μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Έχει όμως υποχρέωση μαρτυρίας για τις πληροφορίες που παρέσχε εκτός της άσκησης των καθηκόντων του. Η δε υποχρέωση της κρατικής εξουσίας που αντιστοιχεί στο δικαίωμα του βουλευτή για άρνηση μαρτυρίας περιορίζεται στο ακριβές και συνταγματικά οριοθετημένο δικαίωμά του, και όχι εν γένει σε κάποιο δήθεν «φυσικό» και καθολικό – απροϋπόθετο δικαίωμά του για μετάδοση πάσης πληροφορίας που έλαβε ή κατασκεύασε κλπ.
Το άρθρο 62 Σ. αφορά το ακαταδίωκτο του βουλευτή για τυχόν αδικήματά του: «… ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος … Η σχετική άδεια δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά, εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα, το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή … Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα». Το άρθρο 62 δεν αφορά ζητήματα εθνικής ασφάλειας αλλά αδικήματα του βουλευτή. Παρακολούθηση του βουλευτή, που συνιστά ασφαλώς περιορισμό του, δεν είναι επιτρεπτή χωρίς άδεια της Βουλής, αν πρόκειται για αδίκημα ή πάντως αν του παρακωλύει την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, όχι όμως και για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Η διαφοροποίηση για το ακαταδίωκτο του βουλευτή μεταξύ αδικήματος που τυχόν τέλεσε και λόγων εθνικής ασφάλειας είναι επιβεβλημένη από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β΄ Σ.: «… η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο [της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας] για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Αφού το άρθρο 62 Σ. αφορά το ακαταδίωκτο του βουλευτή για τυχόν αδικήματά του και αποσκοπεί εν γένει στην μη παρεμπόδιση της άσκησης των βουλευτικών καθηκόντων του, λόγοι εθνικής ασφάλειας δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα να αποτελούν τη βάση για την παρακολούθηση (= τον περιορισμό) του βουλευτή.
Τα ανωτέρω αφορούν αυστηρά την ερμηνεία των άρθρων 61 παρ. 3 και 62 Σ., και όχι την εφαρμογή τους στις υποθέσεις Ανδρουλάκη και λοιπών, ούτε στη συνταγματικότητα των νομοθετικών διατάξεων για τις παρακολουθήσεις και επισυνδέσεις. Την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών δεν τη γνωρίζω. Si Deus daretur, τη γνωρίζει ο Θεός. Κατά τα λοιπά η αλήθεια είναι υποκειμενική, η δε μόνη νομικά αντικειμενική (και δεσμευτική) είναι η δικονομική.