Το άρθρο 19 του Συντάγματος υπό την σκιά του “Μεγάλου Αδελφού”. Ο ν. 5002/2022 και η 1/2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

I.

Το απόρρητο της επικοινωνίας είναι ένα από τα πιο κρίσιμα ατομικά δικαιώματα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προστασία της ιδιωτικής αυτονομίας, αλλά και σε σχέση με την κατοχύρωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος απέναντι στις νέες απειλές που προκύπτουν από την πρόοδο της τεχνολογίας. Η συστηματική και διαρκής παραβίαση του απορρήτου από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες συνιστά ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της νόθευσης γενικότερα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της επιβολής ενός (ημι)αυταρχικού καθεστώτος, έστω υπό την κάλυψη εκλογικών προσχημάτων. Και βέβαια μια παρόμοια επιβολή διευκολύνεται μέσα από τα ελλείμματα δικαστικής ανεξαρτησίας, τα οποία υφίστανται στη χώρα μας( βλ. αναλυτικότερα Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδοση 2022, σ. 750 επ.). Αμφότερα τα προβλήματα αυτά τίθενται για μία ακόμη φορά επί τάπητος μέσα από την πρόσφατη υπ΄αριθμ. 1/2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

II.

Το πρώτο ερωτηματικό σε σχέση με την ανωτέρω γνωμοδότηση είναι το αν υφίσταται αρμοδιότητα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτεί επί ερωτημάτων που του υποβάλλονται από ιδιώτες, όπως στην προκειμένη περίπτωση οι ανώνυμες εταιρίες ΟΤΕ α.ε και COSMOTE α.ε. (το μετοχικό κεφάλαιο αμφοτέρων ανήκει κατά πλειοψηφία, άμεσα ή έμμεσα, σε αλλοδαπή εταιρία, όπως είναι κοινώς γνωστό). Το άρθρο 28 παρ. 5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 4938/2022) ορίζει ότι «Έχουν δικαίωμα να απευθύνουν παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους: α. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας. β. Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, καθώς και τους ληξιάρχους, υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών και πρωτοδικών, αντιστοίχως». Εξάλλου το άρθρο 29 παρ. 2 του ίδιου προσθέτει ότι: «Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους: α. όσοι αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 28, β. οι υπηρεσίες του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος».

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί και για άλλα θέματα, εκτός της ερμηνείας και εφαρμογής της ποινικής νομοθεσίας και/ή νομικών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους τα πρόσωπα της περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 28, όχι όμως κατόπιν ερωτήματος οποιουδήποτε. Με άλλες λέξεις, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 29 του Οργανισμού Δικαστηρίων διευρύνει τον θεματικό κύκλο των γνωμοδοτήσεων του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε σχέση με εκείνον των υπόλοιπων εισαγγελέων, όχι όμως και τον κύκλο των δικαιούμενων σε υποβολή ερωτήματος προσώπων. Η αντίθετη ερμηνεία, την οποία σιωπηρά υιοθετεί η 1/2023 γνωμοδότηση, δεν βρίσκει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 29 παρ.2, αφού εκεί γίνεται λόγος για «ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος» και όχι για πρόσωπα. Περαιτέρω όμως η ανωτέρω θέση της γνωμοδότησης οδηγεί στο άτοπο μιας de facto ιδιωτικοποίησης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, εφόσον αυτή θα μπορεί να λειτουργεί ως νομικός σύμβουλος ιδιωτών (προκαταλαμβάνοντας έτσι εν μέρει και τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, όταν εκείνες κληθούν να κρίνουν τη νομιμότητα ή μη της συμπεριφοράς των ιδιωτών, στο πλαίσιο της άσκησης ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων).

Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι, όπως δέχεται η νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την έννοια των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρα 1 παρ.3 και 26 Συντ.), δραστηριότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, οι οποίες συνιστούν κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, δεν επιτρέπεται να ανατεθούν σε ιδιώτες (ΣτΕ 1934/1998,Ολ., πρβλ. και ΣτΕ 1906/2014,Ολ. σκέψη 22, στην αρχή). Κατά προέκταση της ίδιας λογικής, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν θα ήταν επιτρεπτή όχι μόνο η οργανική (μετατροπή κρατικού οργάνου σε ιδιωτικό) αλλά ούτε και η λειτουργική εκδοχή ιδιωτικοποίησης του ανωτέρω πυρήνα της κρατικής εξουσίας, δηλ. η μετατροπή κρατικού οργάνου, όπως η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, σε νομικό σύμβουλο ιδιωτών και μάλιστα σε επιλεκτική βάση (εφόσον  και καθόσον η ίδια κρίνει ότι το τιθέμενο από τον ιδιώτη ζήτημα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος). Είναι άρα και για τον λόγο αυτόν επιβεβλημένη η ερμηνεία ότι το τελευταίο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 29 του Οργανισμού Δικαστηρίων αναφέρεται μόνο σε ζητήματα και όχι σε πρόσωπα.

Πάγια θέση της ίδιας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου εξάλλου, ερμηνεύοντας τις ταυτόσημες προς τα άρθρα 28-29 ν.4938/2022 διατάξεις του προϊσχύσαντος Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (άρθρα 24-25 ν.1756/1988), είναι ότι το αντικείμενο της γνωμοδότησής της πρέπει να αφορά ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, αφού μόνον τότε πρόκειται περί νομικού ζητήματος που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον και δεν νοείται τέτοια αρμοδιότητα επί υποβολής ερωτημάτων ιδιωτών επί μεμονωμένων νομικών θεμάτων που αντιμετωπίζουν κατά την καθημερινή τριβή τους με διάφορες υπηρεσίες δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, για τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν επαγγελματίες ιδιώτες νομικούς (ΓνωμΕισΑΠ 1/2005,10/2018,12/2020 κ.ά.). Και πάντως δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτεί επί θεμάτων που πρόκειται να απασχολήσουν τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια, προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους( πρβλ. και Γνωμ. ΕισΑΠ 15,20 και 22/2021,3,5 και 7/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, η τυχόν μη συμμόρφωση της ΟΤΕ α.ε. προς την κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 περ. β΄ ν.3115/2003 υποχρέωσή της να παρέχει πληροφορίες προς την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.),  για την εκπλήρωση της αποστολής της τελευταίας, μπορεί να επιφέρει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων με απόφαση της Α.Δ.Α.Ε. Κατά της απόφασης αυτής μπορούν να ασκηθούν τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και άρα η έκδοση της προαναφερόμενης 1/2023 γνωμοδότησής του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν εναρμονίζεται ούτε προς την προηγούμενη πρακτική της ίδιας Εισαγγελίας.

III.

Η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επιγράφεται «Ερμηνεία του Ν. 5002/2022 «Διαδικασία άρσης απορρήτου επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια, προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Ωστόσο η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει ασύνδετα από το άρθρο 19 του Συντάγματος, ούτε βέβαια μπορεί να θεωρηθεί ως εκ των προτέρων δεδομένη η συνταγματικότητα του ν.5002/2022 και/ή η συμφωνία του προς τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ.

Το εδ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 19 Συντ. επιτρέπει κατ’ εξαίρεση την άρση του απορρήτου από δικαστική αρχή για λόγους εθνικής ασφάλειας ή διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, κάτω από νομοθετικά καθορισμένο καθεστώς εγγυήσεων. Οι εγγυήσεις αυτές προφανώς οφείλουν να αποτρέπουν τη χρήση του μέτρου της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων για άλλους λόγους εκτός από τους παραπάνω, αλλά και να διασφαλίζουν τον σεβασμό προς τους «περιορισμούς των περιορισμών» των συνταγματικών δικαιωμάτων γενικά και ιδίως (ενόψει του άρθρου 25 παρ. 1 Συντ.) προς την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου η συνταγματική απαίτηση για την ανάθεση της αρμοδιότητας άρσης του απορρήτου αποκλειστικά σε δικαστική (και όχι διοικητική) αρχή δεν ικανοποιείται με τη νομοθετική πρόβλεψη της απλής παρεμβολής προσώπων τα οποία φέρουν την ιδιότητα του δικαστικού (ή εισαγγελικού) λειτουργού. Από τον συνδυασμό του άρθρου 19 παρ. 1 προς τις διατάξεις των άρθρων 87, 89 και 93 Συντ. προκύπτει ότι επιβάλλεται και η θέσπιση διαδικασίας προσήκουσας στον τρόπο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, δηλαδή η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας (με τελικό στόχο την αμεροληψία) της κρίσης των προσώπων εκείνων, καθώς και της αιτιολόγησης και της δυνατότητας ελέγχου της.

Ομόρροπες προς τις ανωτέρω δεσμεύσεις απορρέουν για τον κοινό νομοθέτη από το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Όπως δέχεται το ΕΔΔΑ, ένα σύστημα μυστικής παρακολούθησης οφείλει, ενόψει του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα επαλήθευσης και ελέγχου των λόγων οι οποίοι κατέστησαν αναγκαία τη λήψη ενός τέτοιου επαχθούς μέτρου που μπορεί «να υποβαθμίσει ή ακόμα και να καταστρέψει τη δημοκρατία κάτω από τον μανδύα της προστασίας της» (ΕΔΔΑ Klass κατά Γερμανίας, 6.9.1978, παρ. 50, Association for European Integration κατά Βουλγαρίας, 28.6.2007, § 77, Kennedy κατά Ηνωμ. Βασιλείου, 18.5.2010, § 153, Dragojevic κατά Κροατίας, 15.1.2015, § 83). Συνεπώς απαιτείται, ιδίως, το οικείο καθεστώς να χαρακτηρίζεται από ασφάλεια και προβλεψιμότητα ως προς την εφαρμογή του, και να παρέχονται επαρκείς και αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά των καταχρήσεων. Πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς οι όροι άρσης του απορρήτου και να καθορίζονται με σαφήνεια τα κριτήρια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των οργάνων. Για την επιβολή του μέτρου απαιτείται εύλογη υποψία, ιδίως βάσει πραγματικών ενδείξεων για το συγκεκριμένο πρόσωπο σχετικά με τέλεση ή σχεδιασμό πράξεων που δικαιολογούν την παρακολούθηση του, και κρίση ότι δεν μπορούν να εκπληρωθούν οι σκοποί με άλλο, ηπιότερο, μέτρο. Ως προς το στάδιο της διενέργειας της παρακολούθησης, απαιτείται να υπάρχει εποπτεία από ανεξάρτητο όργανο (και το ΕΔΔΑ έχει εκφράσει αμφιβολίες ως προς το αν η εμπλεκόμενη στην επιβολή του μέτρου εισαγγελική αρχή είναι ανεξάρτητο όργανο για τον έλεγχο παρακολούθησης του ίδιου του μέτρου) με πρόσβαση στα απαραίτητα έγγραφα και εξουσία άμεσης λήψης μέτρων (π.χ., διακοπής, αν η παρακολούθηση είναι μη νόμιμη), και να υπάρχει μέριμνα άμεσης καταστροφής του υλικού καταγραφής, εφόσον δεν σχετίζεται με τον σκοπό επιβολής του μέτρου. Τέλος, οι εγγυήσεις του εκ των υστέρων ελέγχου πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα παροχής αποτελεσματικής προστασίας στους θιγόμενους, όπως με τη (μεταγενέστερη) ενημέρωση τους (ΕΔΔΑ 4.12.2015, Zakharov κατά Ρωσίας, παρ. 280-281), ώστε να καθίσταται εφικτός και ο καταλογισμός ευθυνών σε όσους εμπλέκονται σε τυχόν παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.

Η σχετική κοινή νομοθεσία, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 5002/2022, δεν ανταποκρίνεται όμως στις προδιαγραφές ούτε του Συντάγματος ούτε της ΕΣΔΑ, ιδίως σε ό,τι αφορά την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτή διενεργείται με εισαγγελική διάταξη χωρίς πρόβλεψη αιτιολογίας (άρθρο 4 παρ. 4), ενώ δεν γνωστοποιείται στον θιγόμενο παρά μόνο μετά την πάροδο τριετίας από την παύση της ισχύος της και υπό την προϋπόθεση ότι ο ίδιος θα έχει μαντικές ικανότητες, ώστε να υποβάλει σχετικό αίτημα, καθώς και ότι το τελευταίο θα εγκριθεί από τριμελές όργανο, στο οποίο η πλειοψηφία αποτελείται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που εξέδωσαν ή ενέκριναν την άρση (άρθρο 4 παρ. 7). Ο ένας από τους δύο μετέχοντες στη διαδικασία εισαγγελείς είναι «ιδρυματικός» (δηλ. αποσπασμένος στις κρατικές μυστικές υπηρεσίες ή τις αστυνομικές αρχές κατά παράβαση και του άρθρου 89 παρ. 3 Συντ.) και ο άλλος ορίζεται με απόφαση του (επιλεγμένου από την εκάστοτε κυβέρνηση) Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 4 παρ. 2). Η τριετία μετά την παύση της ισχύος εισαγγελικής διάταξης είναι διάστημα υπέρμετρο και πάντως καθορισμένο κατά τρόπο παντελώς αυθαίρετο εκ των προτέρων. Το χειρότερο είναι ότι έτσι θα καταλήγει στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι επιτρεπτή κατά νόμο μόνο η ενημέρωση του θιγομένου μετά το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου (άρα και της κυβερνητικής θητείας) κατά την οποία έλαβε χώρα η παρακολούθηση του, με αποτέλεσμα (ιδίως επί πολιτικών προσώπων) να αποφύγει η κυβέρνηση (και ο Πρόεδρος της Βουλής) τη δημόσια κατακραυγή και το συνακόλουθο πολιτικό κόστος σε ενεστώτα κάθε φορά χρόνο. Περαιτέρω, το τριμελές όργανο δεν παρέχει καμία εγγύηση αμεροληψίας, με την εξαίρεση του τρίτου μέλους του (πρόεδρος Α.Δ.Α.Ε.), ενώ η απλή γνωστοποίηση του γεγονότος της παρακολούθησης στον θιγόμενο, χωρίς μνεία του δικαιολογητικού της λόγου, δεν συνιστά αποτελεσματικό μέσο για να διεκδικήσει εκείνος στη συνέχεια έννομη προστασία. Εξάλλου αντισυνταγματική είναι και η ερμηνεία των λόγων εθνικής ασφάλειας του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. από τον κοινό νομοθέτη (άρθρο 3 περ. α’) όχι μόνο ως σχετικών με την προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων, όπως θα όφειλε (πρβλ. Π. Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, 2002, 110 επ), αλλά γενικά και αόριστα ως συναφών με «την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων».

Περαιτέρω αντισυνταγματική είναι και η καθιέρωση της δυνατότητας παρακολούθησης των βουλευτών (και των ευρωβουλευτών, των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, ακόμη και του Προέδρου της Δημοκρατίας!) ύστερα από άδεια του Προέδρου της Βουλής (άρθρα 3 περ. β’ και 4 παρ. 3 ν. 5002/2022). Και τούτο διότι παρόμοια παρακολούθηση παραβιάζει έμμεσα το κατ’ άρθρο 61 παρ. 3 Συντ. βουλευτικό απόρρητο, ενώ πάντως οι βουλευτές, ως αντιπρόσωποι του έθνους (άρθρο 51 παρ. 1 Συντ.), δεν μπορεί να συνιστούν κίνδυνο για την ασφάλειά του κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. (βλ. αναλυτικότερα Κ. Χρυσόγονου, Το απόρρητο της επικοινωνίας και το πρόβλημα της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος, ΝοΒ 2022, 1487 επ).

IV.

Η υπ’ αριθμ. 1/2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν παραθέτει τα ερωτήματα της ΟΤΕ α.ε. και της COSMOTE α.ε. επί των οποίων απαντά(;). Αναφέρει μόνο ότι πρόκειται για έγγραφα «σχετικά με τη νομιμότητα της διεξαγωγής ελέγχου σε αρχεία, τράπεζες δεδομένων, έγγραφα, βιβλία και στοιχεία» των ανωτέρω εταιρειών από την Α.Δ.Α.Ε., « μετά από καταγγελία-αίτημα ελέγχου από ιδιώτη». Ούτε και ευθεία απάντηση όμως δίδεται στα γενικώς περιγραφόμενα και μη μνημονευόμενα κατά λέξη ερωτήματα αυτά. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρκείται στην παράθεση σκέψεων για την έννοια διαφόρων διατάξεων α) του «παλαιού» θεσμικού πλαισίου (ν.2225/1994), β) του «νέου» θεσμικού πλασίου (ν.5002/2022),γ) άλλων διατάξεων των ν. 4790/2021 και 5002/2022,δ) του ν.3115/2003, ε) του άρθρου 19 του Συντάγματος, χωρίς όμως να αφιερώνει έστω και μία σκέψη στην αξιολόγηση της αντισυνταγματικότητας και/ή αντίθεσης στην ΕΣΔΑ διατάξεων του ν.5002/2022, την οποία δεν φαίνεται καν να υποψιάζεται, στ) διατάξεων σχετικών με τις αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε., ζ) διατάξεων, και πάλι, του ν.5002/2022, την ισχύ του οποίου εκλαμβάνει ως θέσφατο, προκειμένου να καταλήξει σε μία γενική μνεία περί ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους μέλους της Α.Δ.Α.Ε. όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων. Από τη συρραφή αυτή δεν προκύπτει σαφής απάντηση σε σαφώς προσδιορισμένο ερώτημα και, ως εκ τούτου, είναι δυσχερής ο επιστημονικός σχολιασμός της γνωμοδότησης.

Το ζήτημα ωστόσο που τέθηκε ξανά με την αφορμή αυτή είναι γενικότερο, όπως προαναφέρθηκε. Η ζοφερή πραγματικότητα είναι η συστηματική και διαρκής παραβίαση του κατοχυρωμένου στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ απορρήτου της επικοινωνίας , όπως τούτο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό, υπό μορφή κακοήθους όγκου, των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους, υποτίθεται, «εθνικής ασφαλείας», από τις 406 το έτος 2005 στις 15.475 το έτος 2021( βλ. Εκθέσεις Πεπραγμένων ΑΔΑΕ 2017, σ.55 και 2021, σ.60), με αδιάπτωτη κατ’ έτος αύξησή τους στο ενδιάμεσο διάστημα. Και επειδή, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, οι απειλές για την εθνική ασφάλεια προδήλως δεν πολλαπλασιάσθηκαν κατά 38(!) φορές μεταξύ του 2005 και του 2021, ώστε να δικαιολογείται η αύξηση σε τέτοιον βαθμό του αριθμού των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, το συμπέρασμα είναι ότι οι αρμόδιοι εισαγγελικοί λειτουργοί άκριτα και αβασάνιστα αποδέχονται τις σχετικές εισηγήσεις των κρατικών μυστικών υπηρεσιών, ενώ αποτελεί κοινό μυστικό ότι το ποσοστό απόρριψης των σχετικών αιτημάτων τους είναι αμελητέο . Εντελώς συμπτωματικά ( λόγω της ιδιότητας του στόχου της παρακολούθησης ως ευρωβουλευτή και της δυνατότητας του, ως εκ τούτου, να προσφύγει στη συνδρομή των υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)αποκαλύφθηκε ότι το 2021 μια από τις διατάξεις εκείνες οδήγησε στην παρακολούθηση υποψηφίου αρχηγού κόμματος της αντιπολίτευσης κατά την εσωκομματική προεκλογική περίοδο του κόμματος. Και βέβαια, κατά οργουελικό τρόπο, η αντισυνταγματική αυτή υποκλοπή βαπτίσθηκε «νόμιμη επισύνδεση» από την κυβέρνηση.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με το φάσμα της επιβολής του, κατά George Orwell, «Μεγάλου Αδελφού». Για την αποκατάσταση ενός στοιχειωδώς ανεκτού επιπέδου πραγματικής (και όχι κατά φαντασίαν) προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας, θα ήταν ευκταία η αφαίρεση της αρμοδιότητας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας από τις εισαγγελικές αρχές, που αποδείχθηκαν αδύναμες να το προστατεύσουν, και η ανάθεσή της σε δικαστικά συμβούλια, κατά το πρότυπο της διαδικασίας η οποία ακολουθείται σε σχέση με τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Διαφορετικά η σκιά του «Μεγάλου Αδελφού» απειλεί να επικαλύψει τη χώρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

four × two =