Β. Τζέμος (επιμ.), ΑΣΕΠ και δίκαιο ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023 [1]
Το ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού(εφεξής ΑΣΕΠ) αποτέλεσε μια μεγάλη τομή στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης αποτελεί κοινό τόπο στις συζητήσεις που σχετίζονται με την λειτουργία του δημοσίου. Μολονότι η τομή αυτή δεν αμφισβητείται από κανένα πολιτικό χώρο, η εικόνα της δημόσιας διοίκησης δεν έχει βελτιωθεί αισθητά, πέραν όσων υπηρεσιών εξυπηρετούνται μέσω της ψηφιοποίησή τους. Στην παρουσίασή μου θα επιχειρήσω μία εντελώς συνοπτική αναδρομή στις συνθήκες που οδήγησαν στην δημιουργία του ΑΣΕΠ ως θεσμού επιλογής του προσωπικού για την δημόσια διοίκηση και να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους υπονομεύτηκε η εφαρμογή του. Στην συνέχεια θα προσπαθήσω να αναλύσω τις προϋποθέσεις που κρίνονται αναγκαίες προκειμένου μια τέτοιου είδους μεταρρύθμιση να μπορεί να αποδώσει, δηλαδή να βελτιώσει την παραγωγή έργου από την δημόσια διοίκηση που είναι το μόνιμο αίτημα των πολιτών. Το πολύ εμπεριστατωμένο βιβλίο που αποτελεί την αφορμή για τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν μας δίνει τα εφόδια για μια παρόμοια συζήτηση και από την θέση αυτή θα ήθελα να συγχαρώ τον επιμελητή του έργου Επ. Καθηγητή Β. Τζέμο καθώς και όλους τους συγγραφείς των επιμέρους θεματικών.
Το ΑΣΕΠ ως μια μεταρρύθμιση για την αντιμετώπιση του πελατειακού κράτους που υπονομεύτηκε απ’ το πολιτικό σύστημα.
Ένα από τα βασικά στοιχεία που θεωρούνται ως αιτία της συνεχούς παραγωγής ρυθμίσεων (πολυνομία που, υπό όρους, οδηγεί σε κακονομία), ακόμα και αν αυτή δεν κρίνεται απαραίτητη, είναι ο χαμηλός δείκτης εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της κοινωνίας (πέραν της οικογένειας και του στενού περιβάλλοντος των φίλων), αλλά κυρίως μεταξύ δημοσιοϋπαλληλίας και πολιτικής εξουσίας. Πράγματι, έχει τεκμηριωθεί από ειδικές μελέτες αλλά προκύπτει και από την κοινή πείρα, ότι μετά την μεταπολίτευση η εκάστοτε κυβερνήσεις επεδίωκαν να στελεχώσουν τη δημόσια Διοίκηση με φιλικά προσκείμενα προς αυτούς πρόσωπα, κυρίως ως ανταπόδοση της υποστήριξής στο κόμμα που κατέχει την εξουσία. Αυτή η σχέση πελατειακής συναλλαγής εμπέδωσε την αντίληψη ότι η δημόσια διοίκηση είναι ένα λάφυρο, το οποίο νέμεται κατά βούληση το κυβερνών κόμμα προς ίδιον κομματικό όφελος. Έτσι φτάσαμε σε ένα καθεστώς πολιτικοποίησης–κομματικοποίησης της δημόσιας διοίκησης το οποίο, σε συνδυασμό με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αύξανε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και υπονόμευε σταδιακά τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δημοσιοϋπαλληλίας και πολιτικής εξουσίας. Αυτή η τακτική περιορίστηκε, δυστυχώς παροδικά, με τη δημιουργία του ΑΣΕΠ το 1994, και τη νομοθεσία που έθετε κανόνες και διαδικασίες για την πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων με σκοπό την απολιτικοποίηση της διαδικασίας των προσλήψεων. Ωστόσο, ακόμα και η εξαιρετικά αναλυτική ρύθμιση του άρθρου 103 του Συντάγματος που ενισχύθηκε με τρεις παραγράφους στην αναθεώρηση του 2001 δεν κατέστη δυνατόν να αποτρέψει την συστηματική υπονόμευση του θεσμού. Από την ίδρυση του ΑΣΕΠ και μέχρι σήμερα ο νομοθέτης με συνεχείς νομοθετημένες παρεκκλίσεις από την αδιάβλητη διαδικασία που προέβλεπε ο νόμος, εξαιρούσε ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων από την πάγια ρύθμιση και τους ενέτασσε στο δημόσιο με διαδικασίες που δεν εξασφάλιζαν την ισότητα μεταξύ των υποψηφίων, ούτε λάμβαναν, κατά κανόνα, υπόψη τις πραγματικές ανάγκες τις εκάστοτε υπηρεσίας. Στην πράξη διαιωνιζόταν το πελατειακό κράτος με ειδικές ρυθμίσεις που υπονόμευαν το ΑΣΕΠ και τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε.
Ακόμα και σήμερα, -όπου έχουμε ένα συνολικό νέο νόμο (4755/2021) που αναλύεται υποδειγματικά στο βιβλίο- διατηρούνται σημαντικές εξαιρέσεις από την εφαρμογή του και επιπλέον, όπως είδαμε από την πρόσφατη κυβερνητική επιλογή π.χ να δοθεί η δυνατότητα ένταξης στο δημόσιο των συγγενών των θυμάτων στα Τέμπη, κυριαρχεί η αντίληψη ότι η θέση στο δημόσιο είναι ένα δώρο ή ένας τίτλος που απονέμεται ακόμα και σε όσους συνάντησαν μια μεγάλη ατυχία στην ζωή και όχι μια θέση που απαιτεί προσόντα και ικανότητες για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου.
Αυτή η τακτική είχε και μια άλλη βαθύτερη συνέπεια που αφορούσε την απουσία εργασιακού ήθους από μεγάλη μερίδα των υπαλλήλων, διότι αντιλαμβάνονταν ότι η κομματική νομιμοφροσύνη και όχι τα ουσιαστικά προσόντα θα τους εξασφάλιζαν μακροημέρευση στην υπηρεσία. Έτσι, η δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από περιορισμένη διοικητική ικανότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης ενισχύεται και από ένα άλλο χαρακτηριστικό του διοικητικού μας βίου. Η δημόσια διοίκηση δεν βασίζει την λειτουργία της σε πάγιους και αφηρημένους κανόνες μακράς διάρκειας, αλλά σε εμβαλωματικές λύσεις συγκυριακού χαρακτήρα που παράγει ο εκάστοτε νομοθέτης. Έτσι η έλλειψη εμπιστοσύνης και η παραφύσιν εξάρτηση της διοίκησης από την κυβέρνηση την στερεί από την αναγκαία αυτονομία και αντανακλάται και στην συνεχή παραγωγή εγκυκλίων που ερμηνεύουν τους νόμους και υπερισχύουν στην πράξη αυτών, ενώ καθιστούν το ήδη περίπλοκο νομοθετικό περιβάλλον, περαιτέρω δυσχερές και δυσκολοεφάρμοστο.
Η σοβούσα πολυνομία ενδυναμώνει την καχυποψία, το φόβο και την ανασφάλεια των υπαλλήλων στην εφαρμογή των νόμων με αποτέλεσμα να ζητούν συνεχώς διευκρινήσεις από τους ιεραρχικώς προϋσταμένους και να διστάζουν να πάρουν ευθύνες παράγοντας φαινόμενα ευθυνοφοβίας και διοικητικής αδράνειας. Το καθεστώς αυτό της ατυπικότητας παρά την ύπαρξη πολλών νόμων και εγκυκλίων βολεύει πολλούς εντός του πολιτικού συστήματος και της διοίκησης εκτός από τον πολίτη.
Συνέπεια των παραπάνω είναι η αδυναμία της διοίκησης να σχεδιάσει, να προγραμματίσει και να παραγάγει έργο, διότι δεν έχει την κατάλληλη στελέχωση και διότι οι εκάστοτε πολιτικοί προϊστάμενοι προσπαθούν να παράγουν έργο με τη βοήθεια ειδικών συμβούλων–μετακλητών υπαλλήλων που κατά τεκμήριο διαθέτουν τεχνοκρατική επάρκεια, περιβάλλονται με αμοιβαία εμπιστοσύνη και έχουν θεωρητικά τις ικανότητες που δεν διαθέτει ο μέσος υπάλληλος.
Επιπλέον η κυρίαρχη τάση είναι να αυξάνεται ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων και όσων καλύπτουν εποχιακές ανάγκες με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ενώ η συνταγματική απαγόρευση της μονιμοποίησης συμβασιούχων ορισμένου χρόνου συχνά παρακάμπτεται με την αυξημένη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας τους στην οποία έβαλε προσωρινό φρένο το ΣτΕ (ΣτΕ 192-193/2022).
Επιπλέον, όπως φάνηκε και από τον πρόσφατο μεγάλο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ οι προσλήψεις προγραμματίζονται με βάση τα κενά που υπάρχουν στα ψηφιακά οργανογράμματα των υπηρεσιών και των ΝΠΔΔ και όχι με βάση τις πραγματικές τους ανάγκες.
Η απουσία αισθήματος συλλογικής ευθύνης και περηφάνιας για το δημόσιο συμφέρον, που πρέπει να υπηρετεί η δημόσια διοίκηση, και η έλλειψη αξιολόγησης και επιβράβευσης για το παραγόμενο έργο αφαιρεί από τους δημοσίους υπαλλήλους την επιθυμία δημιουργίας. Επιβαρυντική συνθήκη της παραπάνω κατάστασης είναι και οι συνεχείς αλλαγές στο οργανόγραμμα των δημοσίων υπηρεσιών. Η σχέση διευθυντών με προϊσταμένους που συνεχώς μεταβάλλεται, ο τρόπος ανέλιξης από βαθμίδα σε βαθμίδα στην ιεραρχία των δημοσίων υπαλλήλων, οι αλλαγές των ίδιων των βαθμίδων, τα διαφορετικά νομικά καθεστώτα που διέπουν τις κατηγορίες των υπαλλήλων του δημοσίου, οι μεταθέσεις, μετατάξεις και προαγωγές, η απουσία ενιαίου μισθολογίου, τα εκατοντάδες επιδόματα που ευτυχώς περιορίστηκαν την περίοδο των μνημονίων, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα μιας διοίκησης που δεν έχει μια παγιωμένη δομή ώστε να εμπνέει σιγουριά, σταθερότητα και αίσθημα δικαίου στους υπαλλήλους και στην ελληνική κοινωνία.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η πολιτική ηγεσία, όταν θέλει να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις, συχνά παραμερίζει τη δημόσια διοίκηση, η οποία, όχι σπάνια, ανθίστανται σε αλλαγές που την ξεβολεύουν, και μεταφέρει τις ουσιαστικές αρμοδιότητες στους συμβούλους–μετακλητούς υπαλλήλους. Στην πράξη, οι μετακλητοί και οι τεχνοκράτες σύμβουλοι δεν συμπληρώνουν αλλά υποκαθιστούν τη δημόσια διοίκηση, ενώ είναι συχνό το φαινόμενο της ανάθεσης σημαντικών έργων σε εξωτερικά γραφεία συνεργατών (π.χ. προετοιμασία νομοσχεδίων από δικηγορικές εταιρίες).
Οι οργανωτικές ανεπάρκειες ενός στρεβλού διοικητικού συστήματος ως τροχοπέδη στην αξιοποίηση του ΑΣΕΠ.
Πέραν όμως των θεμάτων του προσωπικού και του τρόπου επιλογής του η γενικότερη εικόνα της δημόσιας διοίκησης παραμένει αρνητική καθώς οι περισσότεροι ειδικοί συγκλίνουν στην διαπίστωση ότι η διοίκησή μας είναι ανορθολογική και απαιτεί μεταρρυθμίσεις που να αφορούν στην ίδια την οργανωτική της δομή και μόνο η ανατροπή αυτής της εικόνας θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένα θεσμό με τα χαρακτηριστικά του ΑΣΕΠ. Πίσω από τις μεγάλες καταστροφές που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια -Μάτι, Μάνδρα, πυρκαγιές σε Ηλεία και Εύβοια, Τέμπη- όπως αποδεικνύουν οι σχετικές εκθέσεις, αναδεικνύονται οργανωτικές- διοικητικές αβελτηρίες που συνέβαλαν στα τραγικά αποτελέσματα ανεξάρτητα από τις ποινικές ευθύνες των φυσικών προσώπων. Αλλά και πίσω από τις επιτυχίες, όπως η οργάνωση του εμβολιασμού κρύβονται διοικητικές καινοτομίες και επιτυχημένα πρότυπα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Κάθε φορά που συμβαίνει μια μεγάλη φυσική καταστροφή ή μια οργανωτική αστοχία ενός κρατικού οργανισμού, επανέρχεται μια πολωτική κομματική αντιπαράθεση που υπερ-πολιτικοποιεί τα ζητήματα και συσκοτίζει το ουσιώδες που είναι η αναζήτηση των οργανωτικών αιτίων και ελλείψεων που θα προκύψει ως αποτέλεσμα μιας σοβαρής διερεύνησης των περιστατικών. Αυτό είναι δουλειά της δημόσιας διοίκησης πρωτίστως και δευτερευόντως της δικαιοσύνης. Η εμπλοκή της δικαιοσύνης αποτελεί ένα κοινό σύμπτωμα σε παρόμοιες καταστάσεις καθώς η δικαστικοποίηση ενός ατυχήματος και η απόδοση των τυχόν νομικών ευθυνών(αστικών, ποινικών, διοικητικών) σε πρόσωπα δεν λειτουργεί βελτιωτικά διότι δεν αναδεικνύει αστοχίες και ελλείψεις σε συστήματα διοίκησης και διαχείρισης, ούτε υποδεικνύει επανασχεδιασμούς οργανισμών και διαδικασιών και γενικότερα απαιτούμενων αλλαγών που είναι αναγκαίες, διότι δεν είναι αυτός ο ρόλος της. Όταν όμως υπερτονίζεται ο ρόλος της δικαιοσύνης στην επίλυση του προβλήματος και στην διεκδικούμενη από τους πολίτες κάθαρση, τότε παραμελούνται όλα τα υπόλοιπα σοβαρά οργανωτικά ζητήματα.
Η υπέρ-πολιτικοποίηση και υπέρ- δικαστικοποίηση των φαινομένων αυτών ως αποτέλεσμα της κομματικής πόλωσης δεν βοηθά την δημόσια διοίκηση να διδάσκεται από τα λάθη της και να τα αποφεύγει στο μέλλον. Επιβεβαίωση αυτού είναι τα περίφημα πορίσματα των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής που είναι τόσα όσα και τα συμμετέχοντα κόμματα. Δεν υπάρχει συναίνεση γύρω από την εγκυρότητα πορισμάτων ανεξαρτήτων αρχών, ούτε διερεύνηση των κρίσεων με καθολικά αποδεκτό τρόπο, ενώ οι σχετικοί θεσμοί δεν διαθέτουν διοικητική αυτοτέλεια έναντι της πολιτικής εξουσίας και την αυτονόητη θεσμική ωριμότητα που διακρίνει τον πολιτικό σχεδιασμό και την εποπτεία που ασκεί το πολιτικό σύστημα από την επιχειρησιακή επάρκεια ενός οργανισμού που είναι ευθύνη της διοίκησης.
Με άλλα λόγια, αν το γενικό ζητούμενο είναι μια σύγχρονη αποτελεσματική, ταχεία και οικονομικώς αποδοτική διοίκηση που θα επιτυγχάνει τους στόχους που θέτει, τότε ο ΑΣΕΠ αποτελεί μια μόνο ψηφίδα, έστω και σημαντική, στο παζλ της συνολικής λειτουργίας της. Παρόλο που η νομοθεσία περί ΑΣΕΠ έχει δημιουργήσει μια Ανεξάρτητη Αρχή για την επιλογή του προσωπικού στο δημόσιο με όρους διαφάνειας, αξιοκρατίας και ισότητας, δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο, ως αναγκαία προϋπόθεση μιας ορθής επιλογής, ποιος ασκεί ποια αρμοδιότητα σε ποιο χρόνο και με ποιο αποτέλεσμα και εν τέλει πως θα αξιολογηθούν όσοι έχουν προσληφθεί με αντικειμενικές και αξιόπιστες διαδικασίες.
Αυτά τα κρίσιμα, συνήθως αναπάντητα, ερωτήματα βρίσκονται διαχρονικά στην πυρήνα της παθογένειας της δημόσιας διοίκησης και εμποδίζουν -αν δεν ακυρώνουν- την επιρροή ενός σημαντικού θεσμού όπως ο ΑΣΕΠ στην συνολική λειτουργία. Αν δεν είναι αποσαφηνισμένα και οριοθετημένα τα διαδικαστικά βήματα και οι προϋποθέσεις για την αναζήτηση του κατάλληλου διοικητικού προσωπικού και δεν υπάρχει γνώση για την αξιοποίηση και κατόπιν αξιολόγησή του σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί εκ των προτέρων, τότε, αναπόφευκτα, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι αποκαρδιωτικό.
Το κράτος μας είναι συγκεντρωτικό -αν και συχνά οι πολιτικοί φορείς ομνύουν στην αποκέντρωση- με πολλά καθήκοντα και χιλιάδες αρμοδιότητες που λειτουργεί υπό την ασφυκτική πίεση των ποικίλων ομάδων που υπηρετούν συνήθως αντικρουόμενα συμφέροντα και επιδιώκουν συχνά την εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες και την εφαρμογή προνομοιακών ρυθμίσεων, εξού και η νοσηρή πρακτική των συνεχών τροπολογιών. Με τόσες πολλές αρμοδιότητες και πιέσεις προκύπτει το φαινόμενο της σύγχυσης αρμοδιοτήτων(διαφορετικά όργανα, ασκούν την ίδια αρμοδιότητα ή μια πτυχή αυτής, κατά τρόπο μη απολύτως οριοθετημένο) καθώς το ελληνικό πελατειακό κράτος ανταποκρίνεται στα σχετικά αιτήματα για ρυθμίσεις κατά παράβαση της ισότητας και των αρχών του κράτους δικαίου.
Μεταξύ των τριών επιπέδων λειτουργίας ενός κράτους, δηλαδή μεταξύ εκείνου που νομοθετεί, εκείνου που εφαρμόζει και εκείνου που ελέγχει δεν υπάρχει σωστή επικοινωνία. Παραδείγματος χάριν η διοίκηση δεν συμβάλλει όσο θα ήταν αναγκαίο στην νομοθέτηση με την συμμετοχή στελεχών της, ώστε να γνωρίζουν και να συναινούν στις λύσεις που επιλέχθηκαν και επιπλέον δεν αξιοποιείται, όταν δεν εκπονείται προσχηματικά, η μελέτη των επιπτώσεων του νόμου, ώστε να επισημανθούν εκ των υστέρων τα προβλήματα στην εφαρμογή και οι τυχόν νομοθετικές αστοχίες. Χωρίς την ύπαρξη μεγάλων δεδομένων που να τροφοδοτούν με στοιχεία τον νομοθέτη δεν υπάρχει γνώση των επιπτώσεων της νομοθέτησης και των ρυθμίσεων που επιβάλλεται να τροποποιηθούν σε έγκαιρο χρόνο.
Ανάμεσα στο νομοθέτη που σχεδιάζει και σε αυτόν που καλείται να υλοποιήσει τις λύσεις υπάρχει μεγάλο κενό και ενώ έχουμε νομοθεσία για τα πάντα, ο πολίτης εισπράττει ένα ανεπαρκές αποτέλεσμα και έτσι κλονίζεται και η δική του εμπιστοσύνη προς το κράτος και την διοίκηση, ενώ απαξιώνει συλλήβδην τους πολιτικούς.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν εκδοχές κακοδιοίκησης και στρεβλωτικής χρήσης της γραφειοκρατίας που επηρεάζουν και το τρίτο επίπεδο που είναι ο έλεγχος από την δικαιοσύνη. Η κακοδιοίκηση και οι εμπλοκές στο σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και διοίκησης επιβαρύνουν την δικαιοσύνη με αχρείαστες αντιδικίες με άμεση συνέπεια την καθυστέρηση στην απονομή της και εντέλει την αποθάρρυνση στην προσέλκυση επενδύσεων. Δεν υπάρχει διεθνής οικονομικός οργανισμός που να μην επισημάνει την αρνητική επιρροή των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης στην οικονομική ανάπτυξη, ως ένα από τα βασικά προβλήματα της χώρας. Πίσω όμως από αυτό υπάρχει μια δυσλειτουργική διοίκηση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οποίας οριακή μεταβολή θα επιφέρει στα μείζονα ζητήματα, αν και θα ανακουφίσει τον πολίτη σε ένα επίπεδο ενός πρωτοβάθμιου επιπέδου σχέσεων με την διοίκηση.
Συνεπώς, η νομοθεσία μας έχει ανάγκη κωδικοποίησης και απλοποίησης σε κάθε επιμέρους τομέα προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες των οργάνων και επιπλέον ένα σχέδιο δράσης που να ξεκαθαρίζει ποιος θα εφαρμόσει με ποιο τρόπο και σε ποιο επίπεδο την εκάστοτε νομοθετική επιλογή. Όταν τα παραπάνω αποκτήσουν απτά χαρακτηριστικά και εμπεδωθούν ως νομοθετικές και διοικητικές πρακτικές τότε θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις να μιλήσουμε για το προσωπικό της δημόσιας διοίκησης και το νέο διευρυμένο ρόλο του ΑΣΕΠ που με το ν. 4765/2021 -που καθιερώνει ως βασικό σύστημα πρόσληψης τον γραπτό διαγωνισμό- κάνει μια προσπάθεια να ανακτήσει τον παλιό του ρόλο όπως προσδιορίζονταν απ’ την νομοθεσία του 1994, που υπονομεύτηκε από τις συνεχείς τροποποιήσεις.
Με βάση τα παραπάνω αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι αν δεν προηγηθεί ένα περίγραμμα των θέσεων που χρειάζεται η διοίκηση επί την βάση ξεκάθαρων μετρήσιμων στόχων, τότε δεν θα μπορεί να ζητά υπαλλήλους συγκεκριμένων προσόντων που να τους αξιολογεί ως προς την απόδοσή τους και να τους ανταμείβει ή να τους επιπλήττει. Διαφορετικά οι δημόσιοι υπάλληλοι θα ζουν σε ένα καθεστώς αργομισθίας, απαξίωσης και ψυχικής ταλαιπωρίας χωρίς κίνητρα και στόχους και η διοίκηση θα καρκινοβατεί.
[1] Το κείμενο αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή της προφορικής εισήγησης μου στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου μαζί με τους καθηγητές Σ. Βλαχόπουλο και Χ. Χρυσανθάκη του ΕΚΠΑ και τον επιμελητή επ. καθηγητή Β. Τζέμο στην αίθουσα Χ.Καρατζάς των εκδόσεων Νομική Βιβλιοθήκη(Αθήνα 10/5/2023).