Το άρθρο 32 παρ.1 του π.δ. 26/2012 όπως ισχύει, εισήγαγε στο ελληνικό δημόσιο δίκαιο τον θεσμό της μη εκλογιμότητας πολιτικών κομμάτων, στα οποία συμμετέχουν και διεκδικούν την ανάδειξη τους ως βουλευτών, πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί για την προσβολή εννόμων αγαθών στενά συνδεδεμένων με την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ή τα οποία καθοδηγούνται από τέτοια πρόσωπα, έστω και αν αυτά δεν συμμετέχουν στα ψηφοδέλτιά τους. Το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, με τις αποφάσεις του υπ’ αριθμόν 8/2023 και 95/2023 έκρινε ότι ο αποκλεισμός της εκλογιμότητας τέτοιων σχημάτων αποτελεί μέσο άμυνας του δημοκρατικού πολιτεύματος που βρίσκει το συνταγματικό θεμέλιο του στην υποχρέωση των κομμάτων κατά το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. να εξυπηρετούν με την οργάνωση και τη δράση τους την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και στην ίδια την έννοια της δημοκρατίας που θεσπίζει το άρθρο 1 παρ.1 Συντ., η οποία δεν περιλαμβάνει τη δυνατότητα χρήσης των δικαιωμάτων πολιτικής συμμετοχής με σκοπό τη διάβρωση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών.
Αποτελεί όμως μια εσωτερική αντίφαση της ισχύουσας έννομης τάξης, το γεγονός ότι η αυτοπροστασία της δημοκρατίας μέσω της ρύθμισης των προϋποθέσεων εκλογιμότητας των πολιτικών κομμάτων, δεν έχει επεκταθεί ακόμα στο επίπεδο των ΟΤΑ. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες είναι θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ.1 Συντ. και ένα από τα πρωταρχικά θεμέλια του («κύτταρα της δημοκρατίας»), και για τον λόγο αυτόν η «δημοκρατική ρήτρα» του άρθρου 29 παρ.1 Συντ. ισχύει και για τους συνδυασμούς των υποψηφίων στις εκλογές των ΟΤΑ, ανεξάρτητα αν υποστηρίζονται ή όχι από συγκεκριμένα κόμματα. Πολλώ δε μάλλον επειδή οι ΟΤΑ δεν είναι μόνο θεσμοί πολιτικής (τοπικής) αντιπροσώπευσης, αλλά και όργανα της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή ασκούν διοικητικές ή και κανονιστικές λειτουργίες, οι οποίες μάλιστα επηρεάζουν άμεσα την καθημερινή ζωή των πολιτών.
Υπάρχει άλλωστε και ένα ειδικό συνταγματικό θεμέλιο για τη θέσπιση κωλυμάτων εκλογιμότητας συνδυασμών υποψηφίων στις εκλογές των ΟΤΑ, συγκεκριμένα η επιφύλαξη του νόμου στο άρθρο 102 παρ.2 Συντ. που προστέθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και η οποία διευρύνει το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας του εκλογικού νομοθέτη των ΟΤΑ για τη ρύθμιση του ενεργητικού και παθητικού εκλογικού δικαιώματος στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Όπως προκύπτει και από την επεξήγηση του γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας Ευ. Βενιζέλου στη Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή, η προστιθέμενη αξία της προσθήκης «όπως νόμος ορίζει» στο άρθρο 102 παρ.2 Συντ. βρίσκεται ακριβώς στην κατοχύρωση της δυνατότητας ειδικότερης ρύθμισης των εκλογικών δικαιωμάτων στις εκλογές των ΟΤΑ (το ζήτημα τότε αφορούσε τη συγκρότηση του εκλογικού σώματος των ΟΤΑ, αλλά η γενικότητα της διατύπωσης δεν αποκλείει και τη θέσπιση ιδιαίτερων ρυθμίσεων για το παθητικό εκλογικό δικαίωμα).
Στο πλαίσιο αυτό ο εκλογικός νομοθέτης των ΟΤΑ μπορεί ή μάλλον υποχρεούται-για λόγους ενότητας της έννομης τάξης- να επεκτείνει, με τις κατάλληλες προσαρμογές, τη ρύθμιση του άρθρου 32 παρ.1 του π.δ. 26/2012 και στις εκλογές των ΟΤΑ, όπως διαλαμβάνει η πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ ακόμα και κατά παρέκκλιση από την προϋπόθεση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για τον περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Άλλωστε υπάρχει ήδη στην ισχύουσα νομοθεσία ένα απόλυτο κώλυμα εκλογιμότητας για όσους έχουν εκπέσει από οποιαδήποτε αιρετό αξίωμα των ΟΤΑ ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Ελεγκτή Νομιμότητας, χωρίς στην περίπτωση αυτήν να απαιτείται αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (βλ. άρθρο 10 παρ.3 περ. αβ του ν. 4804/2021).
Δημοσιευθηκε στα ΝΕΑ 22.8.2023