Το εκλογικό σύστημα και το ύψος των αναθεωρητικών περιστάσεων

Γιώργος Πινακίδης, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, Δικηγόρος

Η πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει το εκλογικό σύστημα αποκτά μια κρίσιμη συνταγματική πτυχή, επειδή διασταυρώνεται με την εν εξελίξει διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Η προηγούμενη Βουλή διαπίστωσε την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος, «προς την κατεύθυνση», σύμφωνα με τη σχετική πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, «καθιέρωσης αναλογικού εκλογικού συστήματος». Η πρόταση αυτή υπερψηφίστηκε με πλειοψηφία μεγαλύτερη των 151 ψήφων (έλαβε 156) και επομένως για την αναθεώρηση της διάταξης απαιτείται κατά το Σύνταγμα (άρθρο 110 παρ. 2 – 4) πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών στην παρούσα αναθεωρητική Βουλή.

Ήδη κατά τις συζητήσεις στην προηγούμενη Βουλή τέθηκε με ένταση το ζήτημα, αν και σε ποιο μέτρο δεσμεύεται η αναθεωρητική Βουλή από τις κατευθύνσεις που τυχόν της έταξε η προτείνουσα με την απόφασή της. Πρόκειται για ζήτημα μείζονος επιστημονικού ενδιαφέροντος, με σημαντικές ωστόσο πολιτικές προεκτάσεις. Η μάλλον κρατούσα στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου άποψη δέχεται, ακολουθώντας την κλασική διδασκαλία, ότι η Βουλή που συντελεί την αναθεώρηση αποφαίνεται κυριαρχικά επί των αναθεωρητέων διατάξεων, χωρίς να υπόκειται σε περιορισμούς από τις κατευθύνσεις που ενδεχομένως τέθηκαν από την πρώτη Βουλή. Με εύλογα επιχειρήματα υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη. Σε κάθε περίπτωση – επ’ αυτού δεν υπάρχει διχογνωμία – η όποια δεσμευτικότητα δεν εκτείνεται ως και την υποχρέωση αναθεώρησης των διατάξεων που κρίθηκαν αναθεωρητέες. Η αναθεωρητική Βουλή μπορεί να μην προχωρήσει στην τροποποίησή τους, χωρίς να εγείρεται εξ αυτού του λόγου ένσταση από το άρθρο 110 του Συντάγματος.

Σε σχέση ειδικότερα με την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1, τίθεται το ερώτημα, αν ο αναθεωρητικός νομοθέτης οφείλει να σεβαστεί τη συγκεκριμένη κατεύθυνση (καθιέρωση αναλογικού συστήματος) ή μήπως μπορεί να κινηθεί σε άλλη, ακόμη και αντίθετη, π.χ. στην καθιέρωση πλειοψηφικού συστήματος. Ως προς το τελευταίο, το ζήτημα έχει μάλλον θεωρητική αξία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι εκλογές στη χώρα μας διεξάγονται με βάση αναλογικά εκλογικά συστήματα, κατά κανόνα ενισχυμένης αναλογικής (με την εξαίρεση της περιόδου 1989-1990, που ίσχυσε σύστημα απλής αναλογικής). Η εισαγωγή πλειοψηφικού συστήματος, παρόμοιου με αυτά που εφαρμόστηκαν σε ταραγμένες περιόδους της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, φαντάζει προοπτική εντελώς ξένη στο πλαίσιο του σύγχρονου κοινοβουλευτικού βίου. Ας σημειωθεί εδώ ότι στο περίφημο γερμανικό σύστημα, του οποίου η εισαγωγή συχνά συζητείται, οι έδρες των μονοεδρικών περιφερειών στις οποίες διαιρείται η επικράτεια και οι οποίες αποτελούν τις μισές περίπου έδρες του κοινοβουλίου, αποδίδονται μεν βάσει πλειοψηφικού συστήματος σε όποιον υποψήφιο κόμματος κατακτά τη σχετική πλειοψηφία, ωστόσο, κάθε σχηματισμός που υπερβαίνει το 5% των ψήφων λαμβάνει τελικά το σύνολο των εδρών που αναλογεί στο εθνικό ποσοστό του, συμπληρώνοντας όσες του λείπουν από τις ευρείες περιφέρειες, οι οποίες αντιστοιχούν στα κρατίδια και όπου οι βουλευτές εκλέγονται βάσει κομματικής λίστας. Κατά τούτο, το εκλογικό αυτό σύστημα κατατάσσεται στην κατηγορία των αναλογικών. 

Μεγαλύτερο πρακτικό ενδιαφέρον θα είχε το ενδεχόμενο να προβεί η αναθεωρητική Βουλή, εξειδικεύοντας περαιτέρω τη δοθείσα κατεύθυνση, σε ρητή καθιέρωση συστήματος «απλής» ή «ενισχυμένης» αναλογικής, πέραν βεβαίως των ερμηνευτικών δυσχερειών που θα προέκυπταν από το γεγονός ότι η ταξινόμηση των εκλογικών συστημάτων ενέχει στοιχεία υποκειμενισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και η αναθεωρητική πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν διστακτική στο σημείο αυτό, αποφεύγοντας τον ειδικότερο χαρακτηρισμό του προτεινόμενου αναλογικού συστήματος. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε ήδη ψηφίσει τον ν. 4406/2016 που χαρακτηρίζεται νόμος απλής αναλογικής, επειδή καταργεί το bonus εδρών που παραχωρούνται στο πρώτο κόμμα. Ενώ ούτε και η ερμηνευτική δήλωση που πρότεινε υπό το άρθρο 54 αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του αναλογικού συστήματος (πρόταση που έλαβε πλειοψηφία 155 ψήφων στην πρώτη Βουλή), παραπέμπει οπωσδήποτε, κατά το γράμμα της τουλάχιστον, σε σύστημα απλής αναλογικής – αυτό προκύπτει μόνο από την αιτιολογική της έκθεση. Σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση, «[ε]κλογικό σύστημα θεωρείται αναλογικό, εφόσον το τελικό ποσοστό κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν αποκλίνει περισσότερο από δέκα τοις εκατό από το αντίστοιχο ποσοστό ψήφων που έλαβε κάθε συνδυασμός στο σύνολο της Επικράτειας». Η αμφίσημη αυτή διατύπωση υπονοεί ένα σύστημα περισσότερο ή λιγότερο ενισχυμένης αναλογικής, αναλόγως της εκδοχής που θα προκριθεί, αν δηλαδή το ποσοστό απόκλισης (πριμοδότησης) υπολογίζεται επί του συνολικού αριθμού των βουλευτικών εδρών ή επί του αριθμού εδρών που θα ελάμβανε, με αναλογική κατανομή, κάθε σχηματισμός.

Αλλά και περαιτέρω: αν υποτεθεί ότι η δεύτερη Βουλή ενεργεί αδέσμευτη, μπορεί άραγε να αναθεωρήσει τη διάταξη καθ’ όλη της την έκταση και να καταπιαστεί με τμήμα του κανονιστικού της περιεχομένου, το οποίο δεν τέθηκε στη βάσανο της προτείνουσας Βουλής και πάντως δεν περιλήφθηκε με οποιοδήποτε τρόπο στην απόφασή της; Δύναται, πιο συγκεκριμένα, η παρούσα Βουλή να τροποποιήσει το άρθρο 54 παρ. 1 κατά το μέρος που ορίζει ότι ο εκλογικός νόμος ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν προβλέπεται η άμεση ισχύς του από τις επόμενες με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με πλειοψηφία δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, ελαττώνοντας ενδεχομένως την πλειοψηφία αυτή; Ο κανόνας αυτός δεν αφορά αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο του εκλογικού συστήματος, δηλαδή τον τρόπο κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών, αλλά το χρόνο εφαρμογής του (βλ. Χαρ. Ανθόπουλου, Αναθεώρηση και άρθρο 54, Τα Νέα, 17-07-2019, Ν. Παπασπύρου, Αναθεώρηση του Συντάγματος: συναινέσεις και δεσμεύσεις, constitutionalism.gr, 15-03-2019). Η πρόταση εξάλλου του ΣΥΡΙΖΑ αναφερόταν σε προσθήκη αυτοτελούς εδαφίου στην αρχή της παρ. 1 του άρθρου 54, αφήνοντας άθικτο κατά τα λοιπά το περιεχόμενο της διάταξης ως έχει σήμερα (βλ. Π. Παραρά, Η κατάργηση της απλής αναλογικής, Η Καθημερινή, 27-07-2019). Θέλησαν οι αναθεωρητικές δυνάμεις την τροποποίησή της και ως προς τον χρόνο εφαρμογής του εκλογικού συστήματος; Νομιμοποιείται η αναθεωρητική Βουλή να επιληφθεί και του θέματος αυτού;

Το ζήτημα αποκτά αναπάντεχη κρισιμότητα, λόγω της διαβολικής συνάντησης της συνταγματικής συγκυρίας με την κοινοβουλευτική αριθμητική. Με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, Ν.Δ. και Κίνημα Αλλαγής αθροίζουν ακριβώς 180 έδρες, συγκροτούν δηλαδή την απαραίτητη για την αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 πλειοψηφία. Εν όψει αυτού διατυπώθηκε από έγκριτη μερίδα της θεωρίας (βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Δεν χρειάζονται 200 ψήφοι για τον εκλογικό νόμο, Η Καθημερινή, 14-04-2019) η άποψη ότι είναι δυνατή με τη σύμπραξη των δύο πολιτικών δυνάμεων η τροποποίηση της συνταγματικής διάταξης στην κατεύθυνση μείωσης της απαιτούμενης πλειοψηφίας από τα δύο τρίτα στα τρία πέμπτα και εν συνεχεία η από κοινού ψήφιση από την ίδια πλειοψηφία νέου εκλογικού νόμου, ο οποίος θα ισχύει πλέον, δυνάμει της αναθεωρηθείσας διάταξης, από τις αμέσως επόμενες εκλογές. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να παρακαμφθεί το εμπόδιο των 200 ψήφων που θέτει το άρθρο 54 παρ. 1 υπό τη σημερινή μορφή του, να ψηφιστεί νόμος ενισχυμένης αναλογικής με άμεση ισχύ και να αποφευχθεί η διενέργεια εκλογών με το ισχύον σύστημα απλής αναλογικής.

Είναι προφανές ότι, αν παραμερίσουμε τις εκτεθείσες επιφυλάξεις σε σχέση με το δυνητικό εύρος της αναθεώρησης, το γράμμα του Συντάγματος επιτρέπει τον παραπάνω χειρισμό. Η ανάληψη όμως μιας τέτοιας πρωτοβουλίας γεννά ορισμένους προβληματισμούς.

Η ρύθμιση περί της ισχύος του εκλογικού συστήματος από τις μεθεπόμενες ή τις επόμενες, κατά περίπτωση, εκλογές, εισήχθη κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 με ευρύτατη συναίνεση. Απηχούσε την πρόθεση του τότε αναθεωρητικού νομοθέτη να αφαιρέσει από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία τη δυνατότητα να διαμορφώνει τον εκλογικό νόμο κατά τα συμφέροντά της εν όψει των επικείμενων κάθε φορά εκλογών, πολύ περισσότερο όταν μπορούσε η ίδια να καθορίσει το χρόνο διεξαγωγής τους. Η ρύθμιση έθετε φραγμό στην πρακτική αυτή, τον οποίο η κυβερνητική πλειοψηφία μπορούσε να υπερβεί μόνο με τη συγκατάθεση της αντιπολίτευσης και δη της αξιωματικής (βλ. Ευ. Βενιζέλου, Το Αναθεωρητικό Κεκτημένο, 2002, σ. 244), αφού με βάση τα αριθμητικά δεδομένα του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτισμού μόνο με τη δική της συνδρομή μπορούσε να επιτευχθεί πλειοψηφία δύο τρίτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1981 έως το 2007 το δεύτερο κόμμα καταλάμβανε σταθερά πάνω από 100 έδρες, και μάλιστα ακόμη και υπό την ισχύ νόμων απλής αναλογικής, όπως συνέβη την περίοδο 1989-1990. Ειρήσθω εν παρόδω, το αυτό θα συνέβαινε αν οι τελευταίες εκλογές είχαν διεξαχθεί με τον ισχύοντα νόμο απλής αναλογικής (ν. 4406/2016), με βάση τα ποσοστά που έλαβαν τα κόμματα.

Η αναθεώρηση εκείνη διεξήχθη στον αστερισμό του κραταιού ακόμη τότε  δικομματισμού που ήταν συνυφασμένος με την εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία (ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Ν.Δ.). Η συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην άμεση εφαρμογή του εκλογικού συστήματος αποτελούσε εγγύηση ότι η απερχόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θα μπορούσε να μεθοδεύσει την ψήφιση ενός νόμου, ο οποίος αφενός θα δυσκόλευε την αυτοδυναμία του αντίπαλου κόμματος και εικαζόμενου νικητή στις επικείμενες εκλογές, αφετέρου θα εξασφάλιζε την κατά το δυνατόν ευρύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση για το δεύτερο κόμμα. Μέσα από αυτό το σκεπτικό πρέπει να ερμηνευθεί η ιδιαιτέρως αυξημένη πλειοψηφία δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών που τελικά υιοθετήθηκε, πλειοψηφία που υπερβαίνει ακόμη και την προβλεπόμενη για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Επρόκειτο αναμφισβήτητα για ρύθμιση εξορθολογισμού του πολιτικού παιχνιδιού και εκκαθάρισής του από εκλογικούς τακτικισμούς, οι οποίοι ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τον μετεκλογικό συσχετισμό κοινοβουλευτικών δυνάμεων και, βέβαια, τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η αναγκαία δε σύμπραξη της αντιπολίτευσης εξασφάλιζε ότι η άμεση εφαρμογή του εκλογικού συστήματος θα γινόταν για σοβαρούς λόγους που συνδέονταν με την εύρυθμη λειτουργία και σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και όχι προς  εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων.

Με βάση όμως το προτεινόμενο σενάριο τροποποίησης του άρθρου 54 παρ. 1, μια πλειοψηφία τριών πέμπτων, δηλαδή μια πλειοψηφία ενδεχομένως του πρώτου με το τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα, κατά παράκαμψη του δευτέρου, θα μπορεί να επιβάλει την άμεση εφαρμογή ενός εκλογικού συστήματος. Γυρίζουμε δηλαδή στο προ της αναθεώρησης του 2001 καθεστώς, με μόνη διαφορά ότι τώρα δεν θα αρκεί κατά κανόνα η κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά θα απαιτείται και η συνδρομή μερίδας της αντιπολίτευσης.

Το ζήτημα δεν αφορά, όπως είναι ευνόητο, απλώς το ύψος της απαιτούμενης συνταγματικά πλειοψηφίας. Συνδέεται με το αν η άμεση ισχύς του εκλογικού συστήματος θα εξαρτάται από το σχηματισμό μιας ad hoc πλειοψηφίας, αυξημένης έστω, αλλά αδιάφορης κομματικής σύνθεσης ή από τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων που ενσαρκώνουν την κυρίαρχη αντίθεση εντός της κοινωνίας και συγκροτούν τους κύριους πόλους του πολιτικού συστήματος. Αυτό ήταν κατά βάθος το νόημα της τροποποίησης του άρθρου 54 παρ. 1 τότε και αυτό είναι το πολιτικό διακύβευμα τώρα. Τίθεται έτσι το ερώτημα, μήπως με την προτεινόμενη αλλαγή επέρχεται έκπτωση από ένα κεκτημένο επίπεδο ορθολογικής ρύθμισης των όρων διεξαγωγής του εκλογικού ανταγωνισμού. Αν, με άλλες λέξεις, διασαλεύεται μια εσωτερική θεσμική ισορροπία του πολιτικού συστήματος που αφορά την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων λειτουργίας του.

Δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι η πλειοψηφία τριών πέμπτων εναρμονίζεται περισσότερο προς τη συμμετρία των αυξημένων πλειοψηφιών που προβλέπονται σε επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος. Ούτε ασφαλώς ότι τα χαρακτηριστικά του παλιού δικομματισμού έχουν εν τω μεταξύ μεταβληθεί, όπως έδειξαν οι εξελίξεις των ετών 2012 – 2019, παρότι βέβαια οι τελευταίες εκλογές παρείχαν δείγματα ανάκαμψής του. Διερωτάται λοιπόν κανείς, μήπως η πλειοψηφία δύο τρίτων που θεσπίσθηκε υπό το κράτος άλλων πολιτικών παραστάσεων είναι υπό τις παρούσες συνθήκες αδικαιολόγητα υψηλή, δημιουργεί δε ενδεχομένως αγκυλώσεις και αδιέξοδα. Ούτως ή άλλως, η εγγύηση αυτή έχει πρακτικά νόημα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η κοινοβουλευτική δύναμη του δεύτερου κόμματος υπερβαίνει τις 100 έδρες, ώστε να μπορεί να μπλοκάρει την εις βάρος του αλλαγή και άμεση εφαρμογή εκλογικού συστήματος (όρος που δεν συντρέχει για παράδειγμα στην παρούσα Βουλή). Δεν αποτελεί επομένως a priori θεσμική εξασφάλιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι επισημάνσεις όμως αυτές δε μειώνουν σε τίποτα τη σημασία του άρθρου 54 παρ. 1. Ακόμη και όταν ελλείπει το αυθεντικό πραγματολογικό υπόβαθρο θέσπισής της, η αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων λειτουργεί, νομίζουμε, ηθικοπολιτικά και συμβολικά, ως υπόδειξη σεβασμού των όρων του πολιτικού παιχνιδιού μέσω της συναίνεσης των βασικών παικτών του.

Η αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ. 1 εγγράφεται πιθανώς σε έναν ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό των δυνάμεων που πρόκειται να συμπράξουν, ο οποίος ως πρώτο σταθμό θα έχει την αναθεώρηση της συνταγματικής διάταξης και ως δεύτερο την ψήφιση και άμεση ισχύ νέου εκλογικού συστήματος. Δεν αποκλείεται μάλιστα ο σχεδιασμός να περιλαμβάνει και άλλα ζητήματα, όπως π.χ. συμφωνία για την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, μιας και η σχετική διάταξη κρίθηκε επίσης αναθεωρητέα (αν και εδώ απαιτούνται 151 ψήφοι) ή και για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας εν όψει της επικείμενης εκλογής του.

Τέτοιες συμφωνίες δεν είναι ασυνήθεις στο πλαίσιο μιας δυναμικής πολιτικής διαδικασίας. Άλλωστε τα πολιτικά κόμματα είναι οι «κύριοι» της αναθεώρησης, αυτά αναθεωρούν το Σύνταγμα. Είναι αναπόφευκτο να υπεισέρχονται και στο πεδίο αυτό εκτιμήσεις που σχετίζονται με την πολιτική συγκυρία ή, ακόμη χειρότερα, εκπορεύονται από στενά κομματικά ή εσωκομματικά συμφέροντα. Αυτά όμως δεν μπορούν να καθοδηγούν τη συνταγματική πολιτική. Η ίδια η διαδικασία της αναθεώρησης θέτει τα κόμματα και τις ηγεσίες τους προ των ευθυνών τους. Τους καλεί να αρθούν στο ύψος των αναθεωρητικών περιστάσεων.

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα anixneuseis.gr, 11.09.2019