Περίληψη
Η παρούσα μελέτη [*] εξετάζει τη σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία και τους δύο θεμελιακούς πυλώνες στους οποίους στηρίζεται: τη διαδικαστική δημοκρατία και το κράτος δικαίου, καθώς και τις προκλήσεις που το τελευταίο αντιμετωπίζει στη σύγχρονη εποχή.
Σημείο εκκίνησης της μελέτης αποτελεί η περιγραφή του βέλτιστου κατά τις διδαχές του Αριστοτέλη πολιτεύματος: της πολιτείας. Πρόκειται για μια μετριασμένη δημοκρατία ένα μικτό πολίτευμα, το οποίο συγκεράζει δημοκρατικά και αριστοκρατικά στοιχεία, επιτρέποντας τη συμμετοχή στην εξουσία κάθε ελεύθερου πολίτη, ανεξαρτήτως καταγωγής και πλούτου, με την αναγνώριση της αξίας, που συνήθως έχουν όσοι προέρχονται από την αριστοκρατία. Στο πλαίσιο του καλύτερου πολιτεύματος, ο Αριστοτέλης προτάσσει την κυριαρχία των νόμων έναντι εκείνης των ανθρώπων, δεδομένου ότι οι νόμοι περιφρουρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως εκ τούτου, το καλύτερο πολίτευμα, όπως περιγράφεται από τον Αριστοτέλη, δομείται σε τρία στέρεα θεμέλια, και συγκεκριμένα την πολιτική ισότητα, την κυριαρχίας του νόμου και την αξιοκρατία.
Τα θεμέλια αυτά ανευρίσκονται στη βάση της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας, η οποία αντιμετωπίζεται ως το ιδανικό πολίτευμα του δυτικού κόσμου. Ερείδεται δε στην ισορροπία δύο βασικών πυλώνων: της διαδικαστικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ο πρώτος πυλώνας (ο διαδικαστικός) αντικατοπτρίζει την άσκηση της εξουσίας από τον λαό μέσω ελεύθερων εκλογών με καθολικό εκλογικό δικαίωμα· εδώ η πολιτική ελευθερία κατακτάται μέσα από την πολιτική συμμετοχή. Αντιστάθμισμα στον κίνδυνο επιβολής μιας πιθανής τυραννίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της πλειοψηφίας συνιστά ο δεύτερος πυλώνας της συνταγματικής δημοκρατίας, το κράτος δικαίου.
Οι αξίες μετά την αναδιαμόρφωση που υπέστησαν τους τελευταίους τρεις αιώνες ενσωματώνονται στα σύγχρονα ευρωπαϊκά Συντάγματα, τα οποία εγκολπώνονται με τον τρόπο αυτό το τρίπτυχο της γαλλικής επανάστασης, δηλαδή την ελευθερία, την πολιτική ισότητα και την αλληλεγγύη. Το κράτος δικαίου, λοιπόν, πέραν της τυπικής, διαδικαστικής συνιστώσας, εμπερικλείει και την ουσιαστική συνιστώσα, η οποία έγκειται στις αρχές και αξίες που διατρέχουν και νομιμοποιούν τη δράση του κράτους, με προεξάρχουσα την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ έχει υποστηριχθεί και η ύπαρξη μιας κοινωνικής συνιστώσας του κράτους δικαίου. Επί τη βάσει των αξιών αυτών ασκείται η νομοθετική λειτουργία, η οποία -και αυτή- υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων.
Πέραν των εσωτερικών αντιβάρων, η εξουσία στα ευρωπαϊκά κράτη, ως κράτη μέλη διεθνών οργανισμών, οριοθετείται και από τα υπερεθνικά δικαστήρια. Δεν είναι τυχαίο ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μετατραπεί, τα τελευταία χρόνια, σε άγρυπνο φρουρό της δικαστικής ανεξαρτησίας. Γενικά, παρατηρείται μια μετατόπιση των θεσμικών αντιβάρων στους εξωγενείς θεσμούς, η οποία δικαιολογείται πλήρως στο πλαίσιο της παραχώρησης του κανονιστικού μονοπωλίου καθώς και της διεθνοποίησης και του «εξευρωπαϊσμού» του εθνικού Συντάγματος.
Παρά την αδιαμφισβήτητη ζωτική σημασία του για τη συνταγματική δημοκρατία, το κράτος δικαίου αντιμετωπίζει πλήθος προκλήσεων στη σύγχρονη εποχή, με σημαντικότερη τη ναρκοθέτησή του από πολιτικές εξουσίας με αυταρχικά χαρακτηριστικά. Έτσι, ενόψει της ανάδυσης καθεστώτων «ανελεύθερης δημοκρατίας» (“illiberal democracies”), αναδύεται το ερώτημα κατά πόσο δύναται να σταθεί αυτοτελώς η (διαδικαστική) δημοκρατίας χωρίς κράτος δικαίου ή το αντίστροφο. Όπως αποδεικνύεται εμπειρικά, η συνταγματική μοναρχία δεν μπορεί να διαρκέσει σε βάθος χρόνου. Η αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων οδηγεί αναπόδραστα στην αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων και αντιστρόφως. Άλλωστε, η ατομική αυτονομία κάθε ατόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πάγιο αίτημα να συγκαθορίζει με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας την πολιτική κοινότητα. Αντίστροφα, δεν υφίσταται διαδικαστική δημοκρατία χωρίς τις ασφαλιστικές δικλείδες της ατομικής ελευθερίας και της ουσιαστικής ισότητας.
Εντούτοις, αναδύονται σήμερα τέτοιου είδους καθεστώτα «ανελεύθερη δημοκρατίας», ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου η δικαστική εξουσία στερείται ανεξαρτησίας εξαιτίας απροκάλυπτων παρεμβάσεων σε αυτή εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές τις περιπτώσεις, αν και όχι ιδιαιτέρως δυναμική, ακόμη, πρέπει να καταγραφεί θετικά, ιδίως ενόψει της κονιορτοποίησης των εσωτερικών θεσμικών αντιβάρων. Αξιοπρόσεκτη είναι και η ανταπάντηση των αυταρχικών και λαϊκιστικών καθεστώτων σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις των υπερεθνικών οργανισμών (εν προκειμένω της Πολωνίας και της Ουγγαρίας), που τις χαρακτηρίζουν «ως αντιδημοκρατικές», αποδίδοντας στη δημοκρατία την έννοια της διαδικαστικής υπερίσχυσης της πλειοψηφίας, χωρίς άλλες δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Η ένσταση εδώ είναι τόσο θετικιστική, υπό την έννοια ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν αποδεχτεί τις σχετικές υποχρεώσεις του ενωσιακού δικαίου, όσο και φιλοσοφική, δεδομένου ότι η λαϊκή κυριαρχία και το κράτος δικαίου είναι έννοιες αδιάσπαστες που συνθέτουν στην εναρμόνισή τους της έννοια του συνταγματικού κράτους.
[*] Προδημοσίευση από Τόμο προς τιμήν της Αυτής Εξοχότητας, Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, που θα εκδώσει η Ελληνική Εταιρεία Δικαίου του Περιβάλλοντος (υπό έκδοση)