Το λαϊκιστικό φαινόμενο απέναντι στη θεωρία του Καρλ Σμιτ: αντανάκλαση ή αντεστραμμένο είδωλο;

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης

Εισαγωγή [1]

Σε συνθήκες κρίσης, οικονομικής, πολιτικής ή υγειονομικής, γεννιούνται κατά τεκμήριο αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους κόλπους μιας κοινωνίας, τα οποία μπορούν να εξελιχθούν όχι απλώς σε αμφισβήτηση των αποφάσεων της κρατικής εξουσίας, αλλά σε μια βαθύτερη τάση απονομιμοποίησης των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Πριν από περίπου έναν αιώνα, οι καταστροφικές συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου, αλλά και το ξέσπασμα της διεθνούς ύφεσης το 1929, επέφεραν αρχικά τη διάδοση αντικοινοβουλευτικών ιδεών στη Γηραιά Ήπειρο και στη συνέχεια την εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων. Στις μέρες μας, που τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά συντάγματα διαθέτουν πλέον βαθύτερες ρίζες στις συνειδήσεις των πολιτών, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 δεν οδήγησε μεν στην κατάλυσή τους, αλλά έχει προκαλέσει, σε διεθνές επίπεδο, την αμφισβήτηση των θεμελιωδών αξιών τους. Δεν είναι, άλλωστε, συμπτωματικό ότι κατά την τελευταία δεκαετία καταγράφεται μια προϊούσα ενίσχυση πολλών ριζοσπαστικών δυνάμεων, οι οποίες οραματίζονται τον μετασχηματισμό των κατεστημένων δομών εξουσίας, σε μια κατεύθυνση είτε εξισωτισμού και χειραφέτησης του αδύναμου, είτε περιθωριοποίησης και αποκλεισμού του ξένου. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, που οι λαοί αποφάσισαν να εμπιστευθούν τις τύχες τους σε ηγέτες με αιρετικό προφίλ και ξενοφοβικό λόγο, οι τελευταίοι δεν δίστασαν να επιτεθούν στους βασικούς πυλώνες του κράτους δικαίου, με απώτερο σκοπό να μετατρέψουν τα δημοκρατικά πολιτεύματα από φιλελεύθερα σε ανελεύθερα.

Σε μια κατάσταση εξαίρεσης, όταν επιδεινώνεται απότομα το βιοτικό επίπεδο της κοινωνικής πλειοψηφίας ή/και περιορίζονται συνταγματικά δικαιώματα, οι ιδεολογικές μετατοπίσεις, οι πολιτικές ανακατατάξεις και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε χρόνους πολύ πιο σύντομους απ’ ό,τι σε συνθήκες κανονικότητας. Αυτού του είδους οι εξελίξεις, που εκ των πραγμάτων οδηγούν στην απότομη υπέρβαση του παλιού κόσμου και την κυοφορία ενός – συνολικά ή εν μέρει – καινούριου, δεν είναι δυνατόν να αφήσουν ανεπηρέαστη την επιστήμη. Σε ό,τι αφορά ιδίως τα πεδία της πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας, οι εκπρόσωποί της διαχρονικά προσεγγίζουν τις κάθε λογής αλλαγές στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κράτους μέσω δύο διακριτών μεθοδολογικών δρόμων. Κάποιοι εξ αυτών αρκούνται στην περιγραφή της νέας πραγματικότητας και την ένταξή της σε πρωτότυπα ερμηνευτικά σχήματα, ενώ άλλοι αποφασίζουν, επιπλέον, να προσδώσουν κανονιστικά στοιχεία στη θεωρία τους, προκειμένου να συμβάλουν έτσι είτε στην ενίσχυση είτε στην ανακοπή της ορμής των εξελίξεων.

Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει αναμφίβολα και ο Καρλ Σμιτ, ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους και επιδραστικούς διανοητές του 20ου αιώνα, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή όχι μόνο στη σκέψη των ομοτέχνων του, αλλά και στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων από τους φορείς της πολιτικής εξουσίας. Το σημαντικότερο μέρος του έργου του Γερμανού συνταγματολόγου εκπονήθηκε κατά τον Μεσοπόλεμο και είχε ως κύρια χαρακτηριστικά αφενός τη διεπιστημονική προσέγγιση του κρατικού φαινομένου και αφετέρου τη σαφή πολιτική στράτευση. Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότερες σμιτιανές μελέτες, που συνιστούσαν ένα κράμα συνταγματικού δικαίου, φιλοσοφίας και πολιτικής θεωρίας, έστρεφαν την κριτική τους εναντίον του αναβαθμισμένου ρόλου των κοινοβουλίων μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της συνακόλουθης διαμόρφωσης του «κράτους των κομμάτων» (Parteienstaat). Κατά την άποψη του Σμιτ, η ορθή αρχιτεκτονική ενός δημοκρατικού πολιτεύματος προϋπέθετε τόσο την υποβάθμιση του πολιτικού πλουραλισμού όσο και τη συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χέρια ενός ισχυρού ηγέτη, ο οποίος θα ήταν σε θέση να εγγυηθεί την ενότητα του λαού. Με άλλα λόγια, βασικό πρόταγμα της σμιτιανής θεωρίας αποτελούσε η αποσύνδεση της δημοκρατίας από τον φιλελευθερισμό, ούτως ώστε να πάψει να δεσμεύεται η κρατική εξουσία από κάθε είδους πολιτικά και θεσμικά αντίβαρα.

Την τελευταία δεκαετία, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πολιτικά κόμματα και νέα κοινωνικά κινήματα, που άρχισαν να συγκροτούνται σε διεθνές επίπεδο, επιχείρησαν να εκφράσουν την αγανάκτηση και τις διεκδικήσεις των πληγέντων από τα μέτρα λιτότητας πολιτών. Παρά τις ετερογενείς τους ιδεολογικές καταβολές, οι οποίες ξεκινούν από τον ακροδεξιό εθνικισμό και φτάνουν ως τον σοσιαλισμό, οι οργανώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστικές, από τη στιγμή που διακηρύττουν ότι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα ολόκληρου του λαού έναντι εκείνων της ελίτ. Η ταχεία ανάπτυξη και η μαζική υποστήριξη των λαϊκιστικών δυνάμεων, που επέφερε την υποχώρηση παραδοσιακών κομμάτων και, συνεπώς, την αναδιάταξη αρκετών πολιτικών συστημάτων, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημόνων. Στο επίκεντρο της έρευνάς τους τέθηκε ως βασική υπόθεση εργασίας η διερεύνηση της σχέσης του λαϊκισμού με τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τα σχετικά πορίσματα δεν υπήρξαν ενιαία, καθώς αρκετοί θεωρητικοί χαρακτήρισαν το λαϊκιστικό φαινόμενο ως εξ ορισμού αυταρχικό, ενώ κάποιοι άλλοι ανέδειξαν τη σύνθετη φύση του και, μάλιστα, υποστήριξαν ότι η συμπεριληπτική του διάσταση μπορεί να έχει και θετική επίδραση στις σύγχρονες δημοκρατίες. Σύμφωνα με την πρώτη από τις δύο προσεγγίσεις, που θα μας απασχολήσει κατ’ αποκλειστικότητα, ο λαϊκισμός αποτελεί ένα πολιτικό ρεύμα με έντονα αντικοινοβουλευτικά και αντιπλουραλιστικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν ευθείες αναλογίες με το πολιτειακό ιδεώδες του Καρλ Σμιτ. Ειδικότερα, οι εκπρόσωποι αυτής της άποψης υποστηρίζουν ότι ο λόγος και η δράση των λαϊκιστών χαρακτηρίζονται από δύο σμιτιανής έμπνευσης θεωρητικά σχήματα: αφενός την περιγραφή του λαού ως ομοιογενούς συνόλου και αφετέρου την αντιμετώπιση του πολιτικού αντιπάλου με όρους εχθρότητας.

Αντικείμενο της παρούσας μελέτης, η οποία διαρθρώνεται σε τρία μέρη, συνιστά η κριτική πραγμάτευση των αναλογιών ανάμεσα στη σμιτιανή θεωρία και την πρόσληψη του λαϊκισμού ως ενός αμιγώς αυταρχικού φαινόμενου. Στο πρώτο μέρος εξετάζονται τα βασικά σημεία του έργου του Καρλ Σμιτ και, ιδίως, η ουσιοκρατική νοηματοδότηση της έννοιας «λαός» και η πολεμική διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού. Στο πλαίσιο του δεύτερου μέρους, αναλύονται τα συστατικά στοιχεία της αυταρχικής εκδοχής του λαϊκισμού, ο οποίος συγκροτείται γύρω από την ηθικοπολιτική σύγκρουση λαού και ελίτ, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται οι συγκλίσεις του με τη σμιτιανή σκέψη. Τέλος, στο τρίτο μέρος αναδεικνύονται οι ουσιώδεις αποκλίσεις μεταξύ μιας κανονιστικής θεωρίας, που τάσσεται υπέρ της προάσπισης του κοινωνικοπολιτικού συστήματος με όχημα τον αυταρχικό μετασχηματισμό του κράτους, και ενός πολιτικού φαινομένου, το οποίο, ακόμη και υπό την αντιδραστική του εκδοχή, απευθύνεται στις μάζες και τις καλεί να συγκρουστούν με το κατεστημένο.

 

 

 

 

Μέρος Α΄

Ο ομοιογενής λαός και οι εχθροί του στο έργο του Καρλ Σμιτ

 

Α.1. Η πολιτική ενότητα του λαού ως θεμέλιο του Συντάγματος

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ευρώπη κυριάρχησε ένα ορμητικό κύμα δημοκρατικού ριζοσπαστισμού, το οποίο δεν προκάλεσε μόνο κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, αλλά, επιπλέον, οδήγησε σε πολιτειακές τομές και μεταρρυθμίσεις. Η πτώση των αυτοκρατοριών, η καθιέρωση της κοινοβουλευτικής αρχής και η επέκταση του δικαιώματος ψήφου υπήρξαν οι κυριότερες από τις θεσμικές αλλαγές που σφράγισαν τη μετάβαση στον δημοκρατικό συνταγματισμό σε αρκετά κράτη της Γηραιάς Ηπείρου. Όπως ήταν επόμενο, αυτού του είδους οι εξελίξεις, που σήμαναν την ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου των κοινοβουλίων και των πολιτικών κομμάτων, επέφεραν μια ριζική ανανέωση και στο πεδίο της επιστήμης του δικαίου.

Κατά τη δεκαετία του 1920, ο νομικός που διατύπωσε την πιο συνεκτική θεωρία αναφορικά με την ουσία και τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, ήταν αναμφίβολα ο Χανς Κέλσεν. Σύμφωνα με τη βασική θέση του Αυστριακού στοχαστή, του οποίου το έργο επηρέασε, μεταξύ άλλων, και τους σπουδαιότερους Έλληνες συνταγματολόγους του 20ου αιώνα[2], φιλοσοφικό θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί ο σχετικισμός ή, με άλλα λόγια, η άρνηση της ταύτισης οποιασδήποτε πολιτικής άποψης ή ιδέας με την αλήθεια. Η θέση αυτή του Κέλσεν εκκινεί από μια κοινωνιολογικής φύσης παραδοχή. Από τη στιγμή που ο λαός διαπερνάται από μια σειρά αντιθέσεων – οικονομικών, πολιτικών ή θρησκευτικών -, η γενική βούληση δεν είναι δυνατόν να εκλαμβάνεται ως μία μονοσήμαντη έννοια, η οποία ταυτίζεται με το περιεχόμενο κάποιου συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος. Για τον λόγο αυτό καθίσταται απαραίτητη η λειτουργία των κομμάτων, τα οποία, ως ενδιάμεσος θεσμός ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία, επιτελούν μια διπλή αποστολή. Από τη μία πλευρά αντιπροσωπεύουν την πολλαπλότητα των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων και πολιτικών ιδεών[3], ενώ από την άλλη συνθέτουν, στο θεσμικό επίπεδο, τις αποκλίνουσες θέσεις τους και καταλήγουν στη λήψη αποφάσεων. Με βάση τα παραπάνω συνάγεται ότι η κοινοβουλευτική συζήτηση δεν αποτελεί μια διαδικασία ανταλλαγής επιχειρημάτων με σκοπό την ανεύρεση του ορθού ή του αληθούς, αλλά μία διαπραγμάτευση, η οποία οδηγεί στην τελική διαμόρφωση της κρατικής βούλησης μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς[4]. Αυτού του είδους η σχετικιστική πρόσληψη της δημοκρατικής διαδικασίας αρνείται να αναγορεύσει την πλειοψηφία σε φορέα της αλήθειας και, ως εκ τούτου, αναγνωρίζει στη μειοψηφία το διαρκές δικαίωμα να συνδιαμορφώνει, στον βαθμό που το επιτρέπει η κοινοβουλευτική της δύναμη, το περιεχόμενο κάθε πολιτικής απόφασης[5].

Στο πεδίο της πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας μπορεί να κυριάρχησαν, κατά τη δεκαετία του ’20, οι θέσεις που θεμελίωναν τον φιλελεύθερο και πλουραλιστικό χαρακτήρα της δημοκρατίας, αλλά, κατά την ίδια περίοδο, το ρεύμα του συντηρητισμού, με τον Καρλ Σμιτ στην πρωτοπορία, ανέλαβε να διατυπώσει τον αντίλογο. Σύμφωνα με μία από τις βασικές σμιτιανές θέσεις, η λειτουργία της δημοκρατίας προϋποθέτει την ομοιογένεια του λαού και, άρα, την εξάλειψη κάθε ετερογενούς στοιχείου. Κατ’ αντιστοιχία, ο Σμιτ υποστήριξε ότι η γενική βούληση της πολιτικής κοινότητας δεν πρέπει να αποτελεί το προϊόν του συμβιβασμού αντίθετων επιδιώξεων, αλλά την έκφραση της ομόφωνης άποψης όλων των πολιτών. Η ουσιοκρατική αυτή πρόσληψη τόσο του λαού όσο και της γενικής βούλησης καθιστούσε λογικά ασύμβατη τη σμιτιανή θεωρία της δημοκρατίας με την έννοια του πλουραλισμού και, άρα, συνεπαγόταν την καθολική της ρήξη με τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού. Από τη στιγμή, ιδίως, που οποιοδήποτε στοιχείο κοινωνικής ή ιδεολογικής ανομοιογένειας θεωρείτο δυνάμει επικίνδυνο για την υπόσταση της πολιτικής κοινότητας, το δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορούσε παρά να ορισθεί από τον Σμιτ ως η ταυτότητα κυβερνώντων και κυβερνωμένων[6].

Πέρα από την εναντίωση στον φιλελευθερισμό, η σμιτιανή συνταγματική σκέψη χαρακτηρίσθηκε και από την ιδέα του αντικοινοβουλευτισμού. Ειδικότερα, ο Σμιτ αναγόρευσε την πολιτική ενότητα του λαού σε πραγματικό θεμέλιο του Συντάγματος και, συνεπώς, υποστήριξε ότι το πρωταρχικό καθήκον όλων των κρατικών οργάνων συνίστατο στη διαφύλαξη του συγκεκριμένου αγαθού[7]. Εφόσον, λοιπόν, η σμιτιανή θεωρία θυσίασε τον αξιακό και ιδεολογικό πλουραλισμό στον βωμό της προάσπισης της πολιτικής ενότητας, ήταν επόμενο να υποβαθμίσει την αντιπροσωπευτική λειτουργία του Κοινοβουλίου και να αναδείξει ως βασική του αποστολή τον μετασχηματισμό των κάθε είδους αντιπαραθέσεων σε μια ενιαία πολιτική βούληση. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πολεμική του Σμιτ κατά του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, το οποίο υπονόμευε, κατά την άποψή του, τη λειτουργία του πολιτεύματος, από τη στιγμή που ενίσχυε την πλουραλιστική διάσπαση της λαϊκής αντιπροσωπείας[8]. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, θεωρούσε αναγκαία τη ριζική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του γερμανικού Ράιχσταγκ, ούτως ώστε οι αποφάσεις του να μη συνιστούν πλέον το προϊόν κομματικών συμβιβασμών, αλλά τη θεσμική έκφραση της ταυτότητας των θελήσεων όλων των πολιτών.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των κομμάτων και υπονόμευσε τη συνοχή των κυβερνήσεων, ο Σμιτ υποστήριξε ότι το θεμέλιο του Συντάγματος, δηλαδή η πολιτική ενότητα του λαού, βρισκόταν σε πραγματικό κίνδυνο. Σύμφωνα με το βασικό του επιχείρημα, το Κοινοβούλιο είχε μετατραπεί σε πεδίο πλουραλιστικού κατακερματισμού των οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων, εντός του οποίου ήταν πλέον ουσιαστικά αδύνατο να διαμορφωθεί μια ενιαία υπερκομματική βούληση. Ως θεσμικό αντίδοτο στη διακινδύνευση της ίδιας της υπόστασης του κράτους, ο Σμιτ πρότεινε την απονομή έκτακτων αρμοδιοτήτων σε ένα ανεξάρτητο και ουδέτερο όργανο, το οποίο θα είχε ως αποστολή να αποκαταστήσει την πολιτική ενότητα του λαού. Κατά την άποψή του, τον ρόλο αυτό έπρεπε να επιτελέσει ο Πρόεδρος του Ράιχ, ο οποίος, λόγω της άμεσης εκλογής του και της μακράς διάρκειας της θητείας του[9], μπορούσε όχι απλώς να αρθεί υπεράνω του κομματικού ανταγωνισμού, αλλά και να εκφράσει, βάσει του δικαίου της ανάγκης[10], τη συνολική βούληση της πολιτικής κοινότητας[11].

Συμπερασματικά, ο Σμιτ ανέπτυξε ένα αντιφιλελεύθερο μοντέλο δημοκρατίας, το οποίο, ιδίως σε καταστάσεις εξαίρεσης, θα προσλάμβανε αυταρχικά χαρακτηριστικά. Συστατικά στοιχεία της θεωρίας του αποτελούσαν η ομοιογένεια του λαού, η υποβάθμιση του ρόλου της Βουλής και των κομμάτων, καθώς και η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Αρχηγού του Κράτους, ο οποίος ουσιαστικά θα ενσάρκωνε την ενιαία θέληση όλων των πολιτών. Αυτού του είδους η αντιπλουραλιστική πρόσληψη της αντιπροσώπευσης διαμόρφωνε μια ιδεατή ταυτότητα κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η οποία εξ αντικειμένου απέκλειε την πολιτική έκφραση οποιασδήποτε μειοψηφίας.

 

Α.2. Η διάκριση φίλου/εχθρού

Σύμφωνα με τη σμιτιανή θεωρία, η ομοιογένεια του λαού διαμορφώνεται στη βάση ενός πλέγματος αποφάσεων και παραδόσεων, οι οποίες συγκροτούν την ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε πολιτικής κοινότητας. Τέτοιου είδους ταυτοτικά χαρακτηριστικά αποτελούν, για παράδειγμα, η μορφή της πολιτειακής οργάνωσης του κράτους, η επικράτειά του, η εθνική συνείδηση, οι θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας της οικονομίας, η επίσημη θρησκεία, τα πολιτισμικά ήθη. Με βάση τον ορισμό του Σμιτ, εχθρός δεν κηρύσσεται αυτός που υποστηρίζει απλώς μια διαφορετική άποψη επί κάποιου ζητήματος, αλλά εκείνο το συλλογικό υποκείμενο, το οποίο εμφανίζεται να αρνείται τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης της πολιτικής κοινότητας και, μάλιστα, επιδιώκει να αλλοιώσει ένα ή περισσότερα από τα δομικά της στοιχεία. Αυτού του είδους η υπαρξιακή απειλή διαθέτει, κατά την άποψη του Σμιτ, έναν αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, η διάκριση φίλου/εχθρού επικαθορίζει την έννοια του πολιτικού και, συνεπώς, δεν ταυτίζεται με τις αντίστοιχες διαιρετικές τομές, οι οποίες διαπερνούν τα πεδία της ηθικής ή της αισθητικής. Κατά λογική συνέπεια, ο εχθρός της πολιτικής κοινότητας δεν χρειάζεται να είναι κατ’ ανάγκη ούτε «ηθικά κακός» ούτε «αισθητικά άσχημος»[12].

Περαιτέρω, ο Σμιτ αποσαφηνίζει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης του εχθρού δεν μπορεί παρά να διαμορφώσει μια εμπόλεμη κατάσταση. Δεδομένου, άλλωστε, ότι «ο πόλεμος είναι συνέπεια της εχθρότητας, διότι αυτή είναι η υπαρξιακή άρνηση μιας άλλης ύπαρξης»[13], το κράτος οφείλει να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε αφενός να εγγυηθεί την ειρήνη και αφετέρου να αποκρούσει την απειλή. Για τον σκοπό αυτό η σμιτιανή θεωρία αναγνωρίζει στο κράτος το jus belli, δηλαδή την αρμοδιότητα να προσδιορίσει τον εχθρό και να τον καταπολεμήσει με κάθε διαθέσιμο μέσο. Στην ειδική περίπτωση, εξάλλου, που το υπό διακινδύνευση αγαθό είναι αυτό της ενδοκρατικής ειρήνης, ο Σμιτ διευκρινίζει πως το κράτος οφείλει να κηρύξει τον πόλεμο στον «εσωτερικό εχθρό»[14].

Όταν, το καλοκαίρι του 1932, ήταν πλέον προφανές ότι το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα βρισκόταν προ των πυλών της εξουσίας, ο Καρλ Σμιτ αποφάσισε να επικαιροποιήσει τις θέσεις που είχε διατυπώσει, κατά τη δεκαετία του ’20, αναφορικά με τη μεταχείριση του εχθρού από την κρατική εξουσία[15]. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του έργου «Νομιμότητα και Νομιμοποίηση» πραγματεύθηκε τη φιλελεύθερη αρχή της ίσης ευκαιρίας, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα κάθε πολιτικής δύναμης να διεκδικεί την εξουσία, ανεξαρτήτως της ιδεολογίας και των προγραμματικών της στόχων. Κατά τη σμιτιανή άποψη, η αρχή αυτή έπρεπε οπωσδήποτε να ανανοηματοδοτηθεί, καθώς, σε περίπτωση που διατηρούσε το αξιακά ουδέτερο περιεχόμενό της, το πολίτευμα θα παρέμενε ουσιαστικά ανυπεράσπιστο. Ειδικότερα, ο Σμιτ υποστήριξε ότι έπρεπε να τίθενται εκτός νόμου εκείνα τα κόμματα, τα οποία είχαν ως σκοπό να ανέλθουν στην εξουσία με νόμιμα μέσα, προκειμένου στη συνέχεια να στερήσουν από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις τη δυνατότητα διεκδίκησης της νίκης στις επόμενες εκλογές[16]. Σε ό,τι αφορά το κρατικό όργανο, το οποίο θα είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει τους σκοπούς των πολιτικών κομμάτων, αυτό δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από τον συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα παρεχόταν η αντικειμενική δυνατότητα στην πλειοψηφία να θέσει υπό απαγόρευση τη μειοψηφία. Κατά συνέπεια, η κρίσιμη αποστολή της προστασίας του πολιτεύματος από τους εχθρούς του έπρεπε να ανατεθεί σε έναν ουδέτερο και αμερόληπτο θεσμό, ο οποίος, κατά την άποψη του Σμιτ, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Πρόεδρο του Ράιχ[17].

Πέρα από το περιεχόμενο της θεωρητικής του θέσης αναφορικά με τη διάκριση φίλου/εχθρού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απόφαση του Σμιτ να παρέμβει στη δημόσια σφαίρα, ούτως ώστε να κοινοποιήσει εγκαίρως την άποψή του για την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων σε βάρος των ακραίων κομμάτων. Ειδικότερα, τον Ιούλιο του 1932, λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των εκλογών που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα αναδείκνυαν θριαμβευτή τον Αδόλφο Χίτλερ, ο Σμιτ έκρινε σκόπιμο να δημοσιεύσει στον ημερήσιο τύπο κάποια αποσπάσματα από το ακόμη ανέκδοτο έργο του «Νομιμότητα και Νομιμοποίηση». Πρόθεση του ήταν να πείσει τόσο τον Πρόεδρο του Ράιχ όσο και την κοινή γνώμη ότι τη δεδομένη κρίσιμη συγκυρία δεν έπρεπε να δοθεί στους εχθρούς του πολιτεύματος η «ίση ευκαιρία» να διεκδικήσουν την εξουσία. Από τη στιγμή, δηλαδή, που ήταν προδιαγεγραμμένη η επικράτηση των ναζί στην αναμέτρηση της 31ης Ιουλίου, ο Αρχηγός του Κράτους, Paul von Hindenburg, έπρεπε να αναλάβει αμέσως δράση, προκειμένου να αποκρούσει τον εσωτερικό εχθρό. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι οι διατάξεις του Συντάγματος της Βαϊμάρης δεν απένεμαν στην κρατική εξουσία την αρμοδιότητα απαγόρευσης κομμάτων, ο Πρόεδρος του Ράιχ όφειλε, κατά την άποψη του Σμιτ, να στηριχθεί στο δίκαιο της ανάγκης και να θέσει εκτός νόμου τόσο το εθνικοσοσιαλιστικό όσο και το κομμουνιστικό κόμμα[18].

Όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, τέσσερα ήταν τα βασικά σημεία της σμιτιανής θεωρίας σχετικά με τη διάκριση φίλου/εχθρού: α) εχθρός κηρυσσόταν αυτός που απειλούσε την ομοιογένεια του λαού, β) η σύγκρουση φίλου/εχθρού ήταν πολιτική και, συνεπώς, δεν διέθετε κατ’ ανάγκη ηθικά ή αισθητικά χαρακτηριστικά, γ) η αρμοδιότητα του προσδιορισμού και της καταπολέμησης του εχθρού ανήκε αποκλειστικά στην κρατική εξουσία και δ) το πλέον κατάλληλο όργανο για την προστασία του πολιτεύματος ήταν ο Αρχηγός του Κράτους, ο οποίος μπορούσε να αρθεί υπεράνω του κομματικού ανταγωνισμού και να διασφαλίσει με αμερόληπτο τρόπο την πολιτική ενότητα του λαού.

 

Μέρος Β΄

Η σχέση του λαϊκισμού με τη φιλελεύθερη δημοκρατία

 

Β.1. Η εννοιολογική ευρύτητα του όρου «λαϊκισμός»

Η συζήτηση αναφορικά με τα θεμελιώδη γνωρίσματα του λαϊκισμού, η οποία απασχολεί τη θεωρία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα[19], επικαθορίζεται σε κάθε ιστορική συγκυρία αφενός από την ταυτότητα των διάφορων λαϊκιστών δρώντων και αφετέρου από τα εκάστοτε πολιτικά ή κοινωνικά επίδικα. Πριν αναφερθεί, όμως, κάποιος στις διάφορες όψεις του σύνθετου αυτού φαινομένου, αξίζει να εστιάσει στις δύο βασικές αιτίες, οι οποίες πυροδοτούν διαχρονικά την έξαρσή του. Η μεν πρώτη αφορά την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί με αποτελεσματικό τρόπο κρίσιμα κοινωνικά ή εθνικά ζητήματα, ενώ η δεύτερη συνδέεται με τη διάχυση ενός γενικευμένου αισθήματος ανασφάλειας, το οποίο προκαλεί τη διάρρηξη των δεσμών αντιπροσώπευσης ανάμεσα στην κοινωνία και την κρατική εξουσία[20]. Αμφότεροι αυτοί οι παράγοντες, άλλωστε, προκάλεσαν και στις μέρες μας την ανάπτυξη του λαϊκισμού, ο οποίος μετά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008 δεν απέκτησε απλώς μια ισχυρή πολιτική δυναμική, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις καθόρισε και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτού του είδους οι εξελίξεις δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη θεωρία, η οποία, κατά την τελευταία δεκαετία, επιχειρεί με συστηματικό τρόπο να καταγράψει και να ταξινομήσει τις μορφές του λαϊκιστικού φαινομένου, ώστε τελικά να ορίσει τόσο τα χαρακτηριστικά του όσο και τη σχέση του με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Το σημαίνον «λαϊκισμός» περιγράφει στην πραγματικότητα ένα πλέγμα ετερογενών πολιτικών φαινομένων. Από τη μία πλευρά, ο συγκεκριμένος όρος μπορεί να χαρακτηρίζει τον λόγο και τις πρακτικές πολιτικών ηγετών, αντιπολιτευτικών κομμάτων ή και κοινωνικών κινημάτων[21], ενώ, από την άλλη, οι λαϊκιστές δρώντες μπορεί να βρίσκουν απήχηση σε ολόκληρη την έκταση του πολιτικού φάσματος. Με δεδομένο, εξάλλου, ότι ο λαϊκισμός αποτελεί μια αβαθή ιδεολογία, στην πράξη δεν μπορεί παρά να συνδυασθεί με τις επονομαζόμενες «ιδεολογίες-ξενιστές», οι οποίες είναι σε θέση να τον στρέψουν όχι απλά σε διαφορετικές, αλλά σε πλήρως αντίρροπες κατευθύνσεις. Πιο συγκεκριμένα, η συνάντηση του λαϊκισμού με τον σοσιαλισμό διακρίνεται συνήθως για την συμπεριληπτική και εξισωτική της λογική, ενώ η σύμφυση με τον εθνικισμό διαπνέεται από τις ιδέες του αυταρχισμού και του αποκλεισμού[22]. Αυτού του είδους η πολυμορφία του λαϊκιστικού φαινομένου ήταν επόμενο να διχάσει τους εκπροσώπους της θεωρίας σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της φύσης του. Κάποιοι από αυτούς υποστήριξαν ότι ο λαϊκισμός μπορεί να λειτουργήσει είτε ως απειλή είτε ως διόρθωση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και, επομένως, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται a priori ούτε καλός ούτε κακός[23], ενώ άλλοι επέμειναν ότι, ανεξαρτήτως του πολιτικού του προσήμου, διακρίνεται εξ ορισμού για τις αντιφιλελεύθερες και αυταρχικές τάσεις του[24].

Η συγκριτική επισκόπηση όλων των ανωτέρω θεωρητικών ρευμάτων σαφώς υπερβαίνει το αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του δεύτερου αυτού μέρους επιχειρείται η πραγμάτευση εκείνων μόνο των θέσεων, οι οποίες εστιάζουν στον αντιπλουραλιστικό χαρακτήρα του λαϊκιστικού φαινομένου και, συνεπώς, τονίζουν τη διαβρωτική του επίδραση στη λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης προσέγγισης δεν περιορίζεται στην περιγραφή των δομικών χαρακτηριστικών του λαϊκισμού, αλλά ανάγεται και στην προσπάθεια ανάδειξης της ιδεολογικής συγγένειας των σύγχρονων μορφών του με τα θεωρητικά σχήματα του Καρλ Σμιτ. Ειδικότερα, αρκετοί μελετητές του λαϊκιστικού φαινομένου επιχειρούν να συσχετίσουν, τα τελευταία χρόνια, τις πρακτικές και τον λόγο των λαϊκιστών δρώντων με εκείνες τις πτυχές του σμιτιανού έργου, οι οποίες αφορούν αφενός την ουσιοκρατική πρόσληψη της έννοιας του λαού και αφετέρου τη διάκριση φίλου/εχθρού. Ακολουθεί η κριτική παρουσίαση αυτών των απόψεων, με σκοπό να αναδειχθούν, πέρα από την αναμφισβήτητη επικαιρότητα της σκέψης του Καρλ Σμιτ (Β.2.), και τα σημεία που αυτή αποκλίνει από βασικές παραδοχές των σύγχρονων θεωριών του λαϊκισμού (Μέρος Γ΄).

 

Β.2. Η διεφθαρμένη ελίτ ως εχθρός του αγνού λαού

Τρία είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λαϊκιστικού φαινομένου, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες θέσεις εκείνων των θεωρητικών, οι οποίοι δίνουν έμφαση στην αυταρχική του φύση: α) η διαίρεση του κοινωνικού πεδίου σε δύο στρατόπεδα, β) η θεώρηση του λαού ως ομοιογενούς συνόλου και γ) η ηθική διάσταση της σύγκρουσης ανάμεσα στον λαό και την ελίτ. Σημείο εκκίνησης της συγκεκριμένης ανάλυσης συνιστά η μονιστική και, συνεπώς, αντιπλουραλιστική πρόσληψη της έννοιας «λαός» από τους λαϊκιστές δρώντες. Πιο συγκεκριμένα, οι τελευταίοι αρνούνται, δια του λόγου και των πρακτικών τους, να αναγνωρίσουν την ύπαρξη αξιακών ή πολιτικών διαφορών στο εσωτερικό του λαού και, επομένως, υποστηρίζουν ότι η βούλησή του είναι ενιαία. Επιπρόσθετα, ο λαϊκισμός εκλαμβάνει τον λαό ως ένα αγνό πολιτικό υποκείμενο, το οποίο επιδιώκει να χειραφετηθεί από την καταπίεση της διεφθαρμένης ελίτ. Εφόσον, λοιπόν, προσδίδονται πρωτίστως ηθικά χαρακτηριστικά στην αντίθεση των δύο πόλων, η ελίτ δεν αντιμετωπίζεται ως πολιτικός αντίπαλος, αλλά χαρακτηρίζεται ως ξένο σώμα για την πολιτική κοινότητα, δηλαδή ως μία κοινωνική ομάδα, η οποία δεν αποτελεί μέρος του πραγματικού λαού[25]. Το συγκεκριμένο σχήμα, που αναφέρεται, στις μέρες μας, αφενός στη λειτουργία των ανελεύθερων δημοκρατιών και αφετέρου στην αμφισβήτηση του πολιτικού κατεστημένου από διαφόρων ειδών λαϊκιστικά κόμματα, συνδέεται από αρκετούς σύγχρονους μελετητές με το έργο του Καρλ Σμιτ. Σύμφωνα με την άποψή τους, δύο είναι οι πυλώνες της θεωρητικής αυτής συνάφειας. Από τη μία πλευρά, η πρόσληψη της γενικής βούλησης ως μονοσήμαντης έννοιας βρίσκεται στον πυρήνα τόσο του λαϊκιστικού φαινομένου όσο και των σμιτιανών αναλύσεων, ενώ, από την άλλη, το δίπολο λαός/ελίτ, όπως ακριβώς και η διάκριση φίλου/εχθρού, προσδίδει στον πολιτικό ανταγωνισμό μια διάσταση ολοκληρωτικής σύγκρουσης[26].

Η συζήτηση, όμως, για τη σχέση του λαϊκιστικού φαινομένου με τη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν περιορίζεται στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας, αλλά εκτείνεται και σε αυτό της λειτουργίας των θεσμών. Ειδικότερα, εφόσον οι όροι διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού ηθικοποιούνται από τους λαϊκιστές δρώντες και ο αντίπαλος αντιμετωπίζεται ως η ενσάρκωση του απόλυτου κακού, μοιραία παύει να υφίσταται κάθε περιθώριο διαπραγμάτευσης μαζί του. Στο θεσμικό επίπεδο, επομένως, η καταστατική άρνηση των λαϊκιστικών κομμάτων να προχωρήσουν σε οποιουδήποτε είδους συνεννόηση με τους αντιπροσώπους της ελίτ καθιστά εξ αντικειμένου αδύνατη τη σύνθεση διαφορετικών απόψεων. Με άλλα λόγια, η κοινοβουλευτική συζήτηση, ως διαλεκτική διαδικασία διαμόρφωσης της κρατικής βούλησης, δεν υποβαθμίζεται απλώς, αλλά στερείται σταδιακά το νόημά της[27]. Αυτού του είδους η αντιφιλελεύθερη αντίληψη για τη λειτουργία των θεσμών, η οποία μετατρέπεται σε συνταγματική πρακτική στις περιπτώσεις που οι λαϊκιστές δρώντες ανέρχονται στην εξουσία, εμφανίζει δύο επιπλέον κοινά χαρακτηριστικά με τη σμιτιανή θεωρία. Το πρώτο από αυτά εντοπίζεται στην εχθρική στάση της πολιτικής ηγεσίας απέναντι στον πολυκομματισμό και, άρα, στην προσπάθεια εξάλειψης κάθε μειοψηφικής άποψης, η οποία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ομοιογένεια του λαού. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο συνάφειας της αυταρχικής εκδοχής του λαϊκισμού με το έργο του Καρλ Σμιτ, αυτό συνίσταται στην καταστρατήγηση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών και την εξουδετέρωση της ισχύος των θεσμικών αντιβάρων, όπως της αντιπολίτευσης και της δικαστικής εξουσίας. Κοινή συνισταμένη αυτού του αντιπλουραλιστικού πνεύματος, το οποίο στρέφεται, τόσο στη μεσοπολεμική όσο και στη σύγχρονη εκδοχή του, εναντίον της Βουλής και των κομμάτων, αποτελεί η ανάδειξη του ηγέτη σε μοναδικό αυθεντικό εκφραστή της λαϊκής βούλησης[28].

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η αυταρχική όψη του λαϊκιστικού φαινομένου και η σμιτιανή θεωρία συναντώνται κατ’ αρχήν στην απόρριψη του φιλοσοφικού θεμελίου της δημοκρατίας, το οποίο δεν είναι άλλο από τον σχετικισμό. Σύμφωνα με την κοινή αντιφιλελεύθερη παραδοχή τους, πραγματική αξία μπορεί να αποδίδεται μόνο σε ένα πολιτικό σχέδιο, εκείνο των αντιπροσώπων του ομοιογενούς λαού, ενώ, από την άλλη πλευρά, κάθε διαφορετική άποψη πρέπει να αποκηρύσσεται ως εχθρική προς την ίδια την ύπαρξη της πολιτικής κοινότητας. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, που η συγκεκριμένη πρόσληψη του πολιτικού κατορθώσει να καταστεί πλειοψηφική, ολόκληρο το οικοδόμημα ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος, το οποίο στηρίζεται στον αξιακό πλουραλισμό και τη λειτουργία των αντιβάρων, μετατρέπεται σταδιακά σε κενό κέλυφος. Κύρια μορφή έκφρασης μιας τέτοιου είδους αυταρχικής διολίσθησης αποτελεί η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και η συνακόλουθη υποβάθμιση του Κοινοβουλίου, εντός του οποίου παύουν να συντίθενται διαφορετικές απόψεις και να επιτυγχάνονται πολιτικοί συμβιβασμοί. Συμπερασματικά, κοινό καταστατικό στόχο τόσο των λαϊκιστών δρώντων όσο και της κανονιστικής σμιτιανής θεωρίας συνιστά η επικράτηση μιας απόλυτης, και εν τέλει αποπνικτικής, ταύτισης ανάμεσα στη βούληση της πλειοψηφίας και τη γενική βούληση της πολιτικής κοινότητας[29].

Στο σημείο αυτό αξίζει να διατυπωθεί το ερώτημα αν η σύγχρονη αυταρχική εκδοχή του λαϊκιστικού φαινομένου, όπως αυτή έχει εκδηλωθεί μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος πραγμάτωσης των ιδεών του Καρλ Σμιτ. Από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, η οποία εστιάζει κατά κύριο λόγο στις αναλογίες της σμιτιανής θεωρίας με τη δράση των λαϊκιστών, μπορεί να συναχθεί μία κατ’ αρχήν καταφατική απάντηση. Αν, όμως, επιχειρήσει κάποιος μια συνολική σύγκριση των δύο αυτών μορφών άρνησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τότε θα έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι ο λαϊκισμός δεν παρουσιάζει μόνο συγκλίσεις με το σμιτιανό έργο.

 

Μέρος Γ΄

Οι αποκλίσεις του λαϊκιστικού φαινομένου

από τη σμιτιανή θεωρία

Η πρόσληψη του λαϊκισμού ως ενός πολιτικού φαινομένου όχι πολύμορφου[30], αλλά καταστατικά ανταγωνιστικού προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, επέφερε μια τάση ευθείας συσχέτισης της φύσης του με τις βασικές θεωρητικές θέσεις του Καρλ Σμιτ. Αυτού του είδους η σύνδεση μπορεί να είναι εν μέρει ακριβής, στην πραγματικότητα, όμως, συνυπάρχει με μια σειρά ουσιωδών διαφορών, οι οποίες αναδεικνύονται από τη συγκριτική μελέτη της θεωρίας περί αυταρχικού λαϊκισμού και της σμιτιανής νοηματοδότησης της έννοιας του πολιτικού. Σε μια προσπάθεια κωδικοποίησης των βασικών πτυχών αυτής της απόκλισης, θα άξιζε να σταθεί κανείς στις διακριτές απαντήσεις που δίνουν τα δύο αυτά θεωρητικά συστήματα στα ακόλουθα ερωτήματα: α) Η διαχωριστική γραμμή, η οποία διαιρεί το κοινωνικό σύνολο σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, χαράσσεται μόνο από τα όργανα του κράτους ή και την ίδια την κοινωνία; β) Η σύγκρουση του λαού με τους εχθρούς του διαθέτει πρωτίστως πολιτικά ή ηθικά χαρακτηριστικά; γ) Οι εχθροί του ομοιογενούς λαού είναι φορείς ριζοσπαστικών αιτημάτων και, επομένως, συνιστούν απειλή για την κρατική εξουσία ή, αντιστρόφως, προέρχονται από τους κόλπους του κατεστημένου και επιδιώκουν την υπεράσπισή του;

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μια λαϊκιστική κινητοποίηση είναι πιθανό να προέρχεται από την πολιτική ηγεσία, ένα κοινωνικό κίνημα ή ένα πολιτικό κόμμα. Με άλλα λόγια, οι λαϊκιστές δρώντες, οι οποίοι επιχειρούν να οργανώσουν τον αγώνα του λαού εναντίον της ελίτ, μπορεί να βρίσκονται στη θέση είτε της πλειοψηφίας είτε της μειοψηφίας. Στη μεν πρώτη περίπτωση ο λαϊκισμός προσδίδει στη λειτουργία του κράτους αυταρχικά χαρακτηριστικά, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες ανελεύθερες δημοκρατίες, ενώ στη δεύτερη αποσκοπεί στην πλήρη απονομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, ο Καρλ Σμιτ, ως πολέμιος του κοινοβουλευτισμού και θιασώτης του αυταρχικού κράτους, υποστηρίζει ότι ο ομοιογενής λαός μπορεί να αντιπροσωπευθεί μόνο από τον ηγέτη του και όχι από αντιπολιτευόμενα κόμματα ή κινήματα. Για τον λόγο αυτό αναγνωρίζει αποκλειστικά στα όργανα του κράτους τη δυνατότητα να εντοπίσουν εκείνες τις οργανωμένες ομάδες, οι οποίες απειλούν την ενότητα του λαού, και να τις θέσουν άμεσα εκτός νόμου. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο Σμιτ επέλεξε το καλοκαίρι του 1932, όταν προδιαγραφόταν η εκλογική νίκη του Χίτλερ και η κατάλυση του πολιτεύματος, να ταχθεί υπέρ της προληπτικής απαγόρευσης του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, παρ’ ότι το τελευταίο διέθετε σαφή λαϊκιστικά χαρακτηριστικά[31]. Εφόσον, λοιπόν, η σμιτιανή θεωρία απονέμει αποκλειστικά στην κρατική εξουσία την αρμοδιότητα κήρυξης του πολέμου στους εχθρούς του λαού[32], ο λαϊκισμός θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηρισθεί ως ένα σμιτιανής έμπνευσης φαινόμενο μόνο στις περιπτώσεις που έχει καταστεί πλειοψηφικός. Αντιθέτως, κάθε λαϊκιστική κινητοποίηση, η οποία οργανώνεται από κάποια μειοψηφία και αποσκοπεί στην ανατροπή του κατεστημένου, είναι απολύτως ξένη προς τη σκέψη και το έργο του Καρλ Σμιτ.

Η αξιολόγηση της ιδιαίτερης φύσης της σύγκρουσης ανάμεσα στον ομοιογενή λαό και τους εχθρούς του αποτελεί το δεύτερο ζήτημα, στο οποίο καταγράφεται μια ουσιώδης απόκλιση του λαϊκιστικού λόγου από τη σμιτιανή θεωρία. Από τη μία πλευρά, οι λαϊκιστές δρώντες προσδίδουν στη διαπάλη των δύο στρατοπέδων έναν πρωτίστως ηθικό χαρακτήρα, καθώς ταυτίζουν τον μεν λαό με την αγνότητα, τη δε ελίτ με τη διαφθορά. Ο Καρλ Σμιτ, από την άλλη, επισημαίνει με ρητό τρόπο ότι η σύγκρουση φίλου/εχθρού εκτυλίσσεται στο πεδίο της πολιτικής και, μάλιστα, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι ο «πολιτικός Εχθρός δεν χρειάζεται να είναι ηθικά κακός»[33]. Κατά συνέπεια, το λαϊκιστικό φαινόμενο μπορεί να ακολουθεί τη σμιτιανή σκέψη ως προς την ολοκληρωτική διάσταση που αποδίδει στη σύγκρουση του λαού με την ελίτ, αλλά ταυτόχρονα θεμελιώνει σε διαφορετική βάση τη συγκεκριμένη αντίθεση, αφού προτάσσει τον ηθικό έναντι του πολιτικού της χαρακτήρα. Σύμφωνα με τους λαϊκιστές, δηλαδή, ο εχθρός δεν είναι κάποιος που απειλεί, από θεσμική/πολιτειακή η κοινωνική/οικονομική σκοπιά, τον «υπαρξιακό τρόπο ζωής» της πολιτικής κοινότητας[34], αλλά κάποιος που μετέρχεται ανήθικες μεθόδους προκειμένου να εδραιώσει την οικονομική και πολιτική του κυριαρχία.

Η τρίτη, και σίγουρα σημαντικότερη, απόκλιση της αυταρχικής εκδοχής του λαϊκισμού από τη σμιτιανή θεωρία εντοπίζεται στο ζήτημα της ταυτότητας του κοινωνικού ή πολιτικού υποκειμένου, το οποίο τελεί σε σχέση αμοιβαίας εχθρότητας με τον ομοιογενή λαό. Ειδικότερα, ενώ το λαϊκιστικό φαινόμενο συγκροτείται στη βάση της απόλυτης σύγκρουσης του λαού με τους εκπροσώπους της ελίτ, ο Σμιτ αποφεύγει να αναγάγει την έννοια του πολιτικού σε μια διαιρετική τομή που θα υποδήλωνε την ύπαρξη σχέσεων κοινωνικού ανταγωνισμού και κυριαρχίας. Από τη στιγμή, άλλωστε, που ο Γερμανός στοχαστής δεν διατύπωσε τη θεωρία του από τη θέση ενός ουδέτερου παρατηρητή των εξελίξεων, αλλά είχε αναπτύξει ιδιαίτερους δεσμούς με την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας[35], δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να προσδώσει στο έργο του μια αντι-ελιτίστικη διάσταση. Αντιθέτως, βασική πολιτική και θεωρητική του μέριμνα αποτελούσε η παρουσίαση των συμφερόντων της ελίτ, όπως αυτά εκπροσωπούνταν στο θεσμικό επίπεδο από τον Πρόεδρο του Ράιχ, ως ταυτόσημων με τις ανάγκες και τη βούληση του λαού. Από την άλλη πλευρά, όλοι ανεξαιρέτως οι λαϊκιστές δρώντες, ακόμη και αν οι ίδιοι προέρχονται από τους κόλπους της ελίτ, φροντίζουν να διαμορφώσουν ένα πολιτικό προφίλ «αουτσάιντερ» έναντι του κατεστημένου[36]. Συμπερασματικά, η μεν σμιτιανή θεωρία, που διαθέτει έναν ελιτίστικο και συντηρητικό χαρακτήρα, αξιολογεί ως εχθρό οποιονδήποτε επιχειρεί να υπονομεύσει τις παγιωμένες δομές μιας πολιτικής κοινότητας, ενώ, αντιστρόφως, ο λαϊκισμός θέτει σε κίνηση μια διαδικασία αμφισβήτησης και ανατροπής, η οποία στρέφεται πρωτίστως εναντίον της κατεστημένης ελίτ[37].

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η αυταρχική εκδοχή του λαϊκιστικού φαινομένου νοηματοδοτεί με ουσιωδώς διαφορετικό τρόπο από τη σμιτιανή θεωρία τα δομικά χαρακτηριστικά της σύγκρουσης του λαού με την ολότητα εκείνη που απειλεί την ομοιογένειά του. Ειδικότερα, κατά τους λαϊκιστές δρώντες, η οιονεί πολεμική αυτή μάχη, πρώτον, δεν κηρύσσεται μόνο από το κράτος, αλλά και από τις πολιτικές ή κοινωνικές μειοψηφίες, δεύτερον, δεν αφορά πρωτίστως το πεδίο της πολιτικής, αλλά αυτό της ηθικής, και, τρίτον, δεν επιδιώκει την υπεράσπιση, αλλά την ανατροπή του κατεστημένου. Ο λαϊκισμός και το σμιτιανό έργο, συνεπώς, μπορεί μεν να εκκινούν από μια κοινή θεωρητική αφετηρία, αυτήν της απόρριψης του φιλελευθερισμού, αλλά αποκλίνουν ως προς το περιεχόμενο τόσο των πολιτικών τους στοχεύσεων όσο και των κοινωνικών τους αναφορών.

 

Συμπέρασμα

Η φιλελεύθερη δημοκρατία στηρίζεται στο πλήθος των φίλων της, συχνά όμως αναγκάζεται να τεθεί αντιμέτωπη και με διαφόρων ειδών εχθρούς. Στις περιπτώσεις, ιδίως, που η λειτουργία της διέρχεται κρίση, οι κάθε λογής πολέμιοι του πολιτικού πλουραλισμού θέτουν ως βασική προτεραιότητα την απαξίωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ούτως ώστε να επιτύχουν τελικά τον αυταρχικό μετασχηματισμό του κράτους. Η συγκεκριμένη λογική διαπνέει ασφαλώς τόσο το έργο του Καρλ Σμιτ όσο και την αντιδραστική εκδοχή του λαϊκιστικού φαινομένου. Το ζήτημα της κατ’ αρχήν συνάφειας των δύο αντιφιλελεύθερων αυτών προσλήψεων του πολιτικού ήταν μοιραίο να απασχολήσει έντονα τους εκπροσώπους της θεωρίας, οι οποίοι εστίασαν στα ακόλουθα κοινά τους σημεία: α) την ουσιοκρατική πρόσληψη του λαού ως ομοιογενούς συνόλου, β) την υποβάθμιση του ρόλου της Βουλής και των κομμάτων, και γ) την αντιμετώπιση με όρους όχι σχετικής αντιπαλότητας, αλλά απόλυτης εχθρότητας του υποκειμένου εκείνου που απειλεί την ενότητα του λαού. Παρά την ορθή επισήμανση, όμως, των ανωτέρω συγκλίσεων, η επίκληση της αναλογίας μεταξύ της σμιτιανής σκέψης και του λαϊκισμού κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί επιφανειακή, εφόσον δεν οριοθετείται και δεν αποσαφηνίζει ότι πρόκειται για δύο διακριτές μορφές επίθεσης στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ειδικότερα, η εν λόγω συγκριτική θεώρηση δεν μπορεί να παραβλέπει ότι ο μεν Σμιτ επιχειρεί μία από τα πάνω (top-down) νομιμοποίηση της μετάβασης στον αυταρχισμό, ενώ οι λαϊκιστές δρώντες επιδιώκουν να θέσουν σε κίνηση μία από τα κάτω (bottom-up) διαδικασία υπονόμευσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών.

Πρωταρχικό στόχο της σμιτιανής θεωρίας αποτελούσε η σταδιακή εκκαθάριση του πολιτικού πεδίου τόσο από τον ιό του πλουραλισμού όσο και από τις δυνάμεις εκείνες που απειλούσαν τη συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης της κρατικής εξουσίας. Για το μεν πρώτο φαινόμενο, που ήταν συνυφασμένο με τον πολυκομματισμό, αντίδοτο συνιστούσε η υποβάθμιση του ρόλου της Βουλής και η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του πολιτικού εχθρού προβλεπόταν η θέση του εκτός νόμου. Και στις δύο περιπτώσεις αρμόδιος να λάβει τις κρίσιμες αποφάσεις ήταν ο Αρχηγός του Κράτους, ο οποίος όφειλε να εγγυηθεί αφενός την έκφραση της γενικής βούλησης και αφετέρου την κοινωνική ειρήνη, ακόμη και κατά παράβαση της συνταγματικής νομιμότητας. Κατά την άποψη του Σμιτ, δηλαδή, ο ηγέτης έπρεπε να εφοδιάζεται με δικτατορικές εξουσίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ούτως ώστε να διασφαλίζει, και μάλιστα με απόλυτο τρόπο, τους όρους αναπαραγωγής του υφιστάμενου status quo. Για τους λόγους αυτούς, ο αντιφιλελευθερισμός της σμιτιανής σκέψης διακρίνεται κατ’ αρχήν για τον αμυντικό του χαρακτήρα ή, με άλλα λόγια, τη συντηρητική του φύση.

Από την άλλη πλευρά, το λαϊκιστικό φαινόμενο δεν αποσκοπεί στην καταστολή της πολιτικής σύγκρουσης, αλλά, αντιθέτως, επιδιώκει την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιφέρει την ανατροπή της διεφθαρμένης ελίτ. Ακόμη, μάλιστα, και υπό την αντιδραστική του εκδοχή, η οποία συνδέει τον αντι-ελιτισμό με τον εθνικισμό και τον αποκλεισμό του ξένου, ο λαϊκισμός δεν κατατείνει σε έναν άνωθεν μετασχηματισμό του κράτους. Απεναντίας, οι λαϊκιστές δρώντες, είτε είναι κόμματα είτε χαρισματικοί ηγέτες, επιχειρούν την κινητοποίηση των πολιτών, ούτως ώστε οι τελευταίοι να απονομιμοποιήσουν, με τη δράση και την ψήφο τους, τόσο την πολιτική των εχθρών του λαού όσο και την ίδια τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Με άλλα λόγια, φορέα της λαϊκιστικής επίθεσης στη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν συνιστά κάποιο όργανο του κράτους, το οποίο, κατά το σμιτιανό πρότυπο, λειτουργεί ως θεματοφύλακας της σταθερότητας, αλλά, κατ’ αρχήν, ένα κοινωνικό υποκείμενο, το οποίο εφορμά στο πολιτικό προσκήνιο ως μια δύναμη αμφισβήτησης και αποσταθεροποίησης. Από τη στιγμή, επομένως, που το λαϊκιστικό φαινόμενο ευαγγελίζεται μια εκ βάθρων αλλαγή του κατεστημένου συστήματος εξουσίας, διακρίνεται για τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα, ακόμη και αν αυτός διαθέτει αντιπλουραλιστικό και, ως εκ τούτου, αυταρχικό πρόσημο.

Σε τελευταία ανάλυση, ο λαϊκισμός παρουσιάζει παρεμφερή στοιχεία με τη σμιτιανή θεωρία κυρίως σε ό,τι αφορά την αντιφιλελεύθερη μορφή του. Εντούτοις, η κινηματική του φύση, η σχετική του αυτονομία από το κράτος και οι ανατρεπτικές του τάσεις προσδίδουν στο συγκεκριμένο φαινόμενο μία πολιτική δυναμική, η οποία είναι συνήθως αντίρροπη από εκείνη που ασκεί, σε συνθήκες κρίσης, ο σμιτιανός Κυρίαρχος. Με άλλα λόγια, απέναντι στον καθρέφτη μιας αυταρχικής, χομπσιανού τύπου, κρατικής εξουσίας, ο λαϊκισμός, υπό την αντιδραστική εκδοχή του, δεν εμφανίζεται παρά ως ένα αντεστραμμένο είδωλο, τουλάχιστον για όσο διάστημα παραμένει μειοψηφικός και διχαστικός. Σε περίπτωση, όμως, που οι αντιφιλελεύθεροι λαϊκιστές δρώντες αναδειχθούν σε πλειοψηφική δύναμη και ελέγξουν τον κρατικό μηχανισμό, όπως συνέβη πρόσφατα σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τότε το φάντασμα του Καρλ Σμιτ αρχίζει και πάλι να πλανάται πάνω από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες.

 

[1] Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον Καθηγητή Κώστα Μαυριά.

[2] Σχετικά με την επιρροή που άσκησε η θεωρία του Κέλσεν στο έργο του Αλέξανδρου Σβώλου, βλ. Γ. Πάσχος, Κράτος και πολιτεύματα στο έργο του Αλ. Σβώλου. Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής πολιτικής επιστήμης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1981, σελ. 93 επ. και Αλ. Κεσσόπουλος, Πολιτική ελευθερία και φιλοσοφικός σχετικισμός. Παράλληλες θεωρητικές διαδρομές των Χανς Κέλσεν και Αλέξανδρου Σβώλου, ΕφημΔΔ, 2016, σελ. 490. Για το αποτύπωμα των ιδεών του Χανς Κέλσεν στη σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση, βλ. Αντ. Μανιτάκης, Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση και οι λογικές και ιστορικές προεκτάσεις της, σε: Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση, Κράτος, Σύνταγμα και Δημοκρατία στο έργο του, τομ. 1, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 337-357.

[3] H. Kelsen, La démocratie. Sa nature – savaleur, traduction Ch. Eisenmann, Editions Économica, Paris, 1988, σελ. 28 επ.

[4] H. Kelsen, όπ. π., σελ. 30 επ. και 59 επ., S. Baume, Χανς Κέλσεν. Συνηγορία υπέρ της δημοκρατίας, μετάφραση Β. Βουτσάκης, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2016, σελ. 55-56. Βλ. επίσης, Αλ. Σβώλος, Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σελ. 137-138 και Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμος ΙΙ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 203-204.

[5] H. Kelsen, όπ. π., σελ. 90-92.

[6] C. Schmitt, The crisis of parliamentary democracy, translated by E. Kennedy, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts and London, England, 2000, σελ. 9, 13-14. Βλ. επίσης, M. Stolleis, Geschichte des öffentlichen Rechts in Deutschland. Weimarer Republik und Nationalsozialismus, Verlag C.H. Beck, München, 2002, σελ. 178-179.

[7] C. Schmitt, Verfassungslehre, Dunker & Humblot, Berlin, 1983, σελ. 3 επ. και 75 επ. Βλ. επίσης, H. Hofmann, Legitimität gegen Legalität. Der Weg der politischen Philosophie Carl Schmitts, Luchterhand, Neuwied und Berlin, 1964, σελ. 124-130.

[8] C. Schmitt, Der Hüter der Verfassung, Dunker & Humblot, Berlin, 1983, σελ. 85 επ.

[9] Σύμφωνα με το άρθρο 43 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, η θητεία του Προέδρου του Ράιχ είχε επταετή διάρκεια.

[10] Ο Σμιτ υποστήριζε ότι έπρεπε να ερμηνεύεται διασταλτικά το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, το οποίο απένεμε στον Αρχηγό του Κράτους την αρμοδιότητα να λαμβάνει έκτακτα μέτρα σε περιπτώσεις σοβαρής διατάραξης ή διακινδύνευσης της δημόσιας ασφάλειας και τάξης. Σύμφωνα, δηλαδή, με τη θεωρητική αυτή προσέγγιση, το δίκαιο της ανάγκης δεν παρείχε στον Πρόεδρο του Ράιχ μόνο αστυνομικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, αλλά τον εξουσιοδοτούσε να λειτουργεί και ως εναλλακτικό νομοθετικό όργανο σε συνθήκες κρίσης, εφόσον η Βουλή αδυνατούσε να επιτελέσει τον θεσμικό της ρόλο.

[11] C. Schmitt, Der Hüter der Verfassung, όπ. π., σελ. 132 και 156 επ. Βλ. επίσης, D. Dyzenhaus, Legality and legitimacy. Carl Schmitt, Hans Kelsen and Hermann Heller in Weimar, Clarendon Press, Oxford, 1997, σελ. 77, G. Schwab, The challenge of the exception. An introduction to the ideas of Carl Schmitt between 1921 and 1936, Dunker & Humblot, Berlin, 1970, σελ. 81-83, Β. Χρήστου, Ο λαός, η αντιπροσώπευση και η ατομικήδημοκρατία, ΕφημΔΔ, 2018, σελ. 353-356.

[12] Κ. Σμιτ, Η έννοια του πολιτικού, μετάφραση A. Λαβράνου, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2009, σελ. 60-66. Βλ. επίσης, H. Hofmann, όπ. π., σελ. 104-107, D. Dyzenhaus, όπ. π., σελ. 47-49.

[13] Κ. Σμιτ, όπ. π., σελ. 70.

[14] Κ. Σμιτ, όπ. π., σελ. 89-92. Βλ. επίσης, Αλ. Κεσσόπουλος, Η αυτοκτονία του δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα, 2018, σελ. 249.

[15] Στην αρχική της μορφή, «Η έννοια του πολιτικού» δημοσιεύθηκε το 1927. Βλ. σχετικά Κ. Σμιτ, όπ. π., σελ. 13.

[16] Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Σμιτ, ένα κόμμα έπρεπε να απαγορευθεί, εφόσον εικαζόταν βάσιμα ότι, εάν κατακτούσε νόμιμα την εξουσία, θα έκλεινε την πόρτα της νομιμότητας πίσω του.

[17] C. Schmitt, Legalität und Legitimität, Dunker & Humblot, Berlin, 1932, σελ. 31-33, 35-38. Βλ. επίσης, G. Schwab, όπ. π., σελ. 94-97, Αλ. Κεσσόπουλος, Η αυτοκτονία του δήμου, όπ. π., σελ. 250-251.

[18] C. Schmitt, Legality and Legitimacy, Duke University Press, Durham & London, 2004, σελ. xviii-xix (από την εισαγωγή του John McCormick) και E. Kennedy, Constitutional failure. Carl Schmitt in Weimar, Duke University Press, Durham & London, 2004, σελ. 164-165.

[19] Σχετικά με τη γενεαλογία του λαϊκισμού, Βλ. C. Mudde/C. R. Kaltwasser, Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα, 2017, σελ. 42 επ. και Γ. Σταυρακάκης, Λαϊκισμός, Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί, Εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα, 2019, σελ. 25 επ.

[20] C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 142 επ.

[21] Οι Mudde και Kaltwasser διακρίνουν τρείς τύπους λαϊκιστικής κινητοποίησης: από πάνω προς τα κάτω (ηγετική μορφή), από τα κάτω προς τα πάνω (κοινωνικό κίνημα) και αμφίδρομη κίνηση (πολιτικό κόμμα). Βλ. σχετικά, C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 68 επ.

[22] C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 40-41 και Γ. Σταυρακάκης, όπ. π., σελ. 97-98.

[23] Σχετικά με τη συμπεριληπτική λειτουργία του λαϊκισμού, η οποία συνίσταται στην ενθάρρυνση της κινητοποίησης αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων και τη δημοκρατική εκπροσώπηση των αιτημάτων τους, βλ. E. Laclau, On populist reason, Verso, London and New York, 2005, σελ. 153 επ., C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 18, Γ. Σταυρακάκης, όπ. π., σελ. 95-96.

[24] C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 117-118 και S. Rummens, Populism as a threat to liberal democracy, σε: C. R. Kaltwasser/P. Taggart/P. Ochoa Espejo/P. Ostiguy (eds), The Oxford handbook of populism, Oxford University Press, Oxford, 2017, σελ. 554.

[25] J. W. Müller, What is populism?, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2016, σελ. 19-26, J. W. Müller, Populism and constitutionalism, σε: C. R. Kaltwasser/P. Taggart/P. Ochoa Espejo/P. Ostiguy (eds), The Oxford handbook of populism, όπ. π., σελ. 592-594, C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ.21, 34 επ., C. Mudde, Populism. An ideational approach, σε: C. R. Kaltwasser/P. Taggart/P. Ochoa Espejo/P. Ostiguy (eds), The Oxford handbook of populism, όπ. π., σελ. 29-30, N. Urbinati, Democracy disfigured. Opinion, truth, and the people, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts and London, England, 2014, σελ. 131 επ.

[26] C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 37 και J. W. Müller, What is populism?, όπ. π., σελ. 26-28.

[27] N. Urbinati, Democracy disfigured, όπ. π., σελ.128-129, J. W. Müller, What is populism?, όπ. π., σελ. 78-79.

[28] N. Urbinati, Populism and the principle of majority, σε: C. R. Kaltwasser/P. Taggart/P. Ochoa Espejo/P. Ostiguy (eds), The Oxford handbook of populism, όπ. π., σελ. 576-578 και N. Urbinati, Democracy disfigured, όπ. π., σελ. 136-137.

[29] C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 132 και N. Urbinati, Democracy disfigured, όπ. π., σελ. 149-151.

[30] Σχετικά με την πολυμορφία του λαϊκιστικού φαινομένου, το οποίο μπορεί να λειτουργεί είτε ως διόρθωση είτε ως απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, βλ. ανωτέρω την ενότητα Β.1.

[31] Για την πρωτοβουλία του Σμιτ να προτείνει την κήρυξη των ακραίων κομμάτων εκτός νόμου, βλ. ανωτέρω την ενότητα Α.2.

[32] Σύμφωνα με τη σχετική διατύπωση του Σμιτ, «[σ]το κράτος ως μια ουσιώδη πολιτική ενότητα ανήκει το jus belli, δηλαδή η πραγματική δυνατότητα να καθορίζει στη δεδομένη περίπτωση δυνάμει δικής του απόφασης τον Εχθρό και να τον καταπολεμά». Βλ. Κ. Σμιτ, όπ. π., σελ. 89.

[33] Κ. Σμιτ, όπ. π., σελ. 61.

[34] Τέτοιου είδους απειλές κατά του υπαρξιακού τρόπου ζωής της πολιτικής κοινότητας συνιστούσαν, κατά τη σμιτιανή θεωρία, το εθνικοσοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

[35] Για τις σχέσεις που δημιούργησε ο Σμιτ, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, με την πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας και ιδίως για τη στενή του συνεργασία με το περιβάλλον του στρατηγού, και μετέπειτα καγκελαρίου, Κουρτ φον Σλάιχερ, βλ. R. Cristi, Carl Schmitt and authoritarian liberalism. Strong state, free economy, University of Wales Press, Cardiff, 1998, σελ. 5 (υποσημείωση 7), N. Vagdoutis, Hans Kelsen and Carl Schmitt in Weimar: a riddle of political constitutionalism, University of Glasgow, PhD Thesis, 2018, σελ. 183-184, Αλ. Κεσσόπουλος, Η αυτοκτονία του δήμου, όπ. π., σελ. 159 (υποσημείωση 238).

[36] C. Mudde/C. R. Kaltwasser, όπ. π., σελ. 95-96, 103 και 106-108.

[37] Το ριζοσπαστικό στοιχείο, βέβαια, της αυταρχικής εκδοχής του λαϊκισμού δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση προοδευτικό πρόσημο, εφόσον κατά τεκμήριο καταγγέλλει τους εκπροσώπους του κατεστημένου για την υπερβολική τους ανοχή έναντι του ξένου ή του διαφορετικού. Παρά την αντιδραστική του φύση, όμως, ο αυταρχικός λαϊκισμός δεν παύει να χαρακτηρίζεται από την τάση ανατροπής και όχι προστασίας του υφιστάμενου status quo.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

seven − 5 =