Τo πρόβλημα της θρησκευτικής ετερότητας στην Ευρώπη – Η λησμονημένη καθολικότητα του πολίτη

Χρήστος Ν.Ράμμος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.

Εισαγωγικά
Ο τίτλος της εισήγησής μου παραπέμπει εκ πρώτης όψεως προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα της θρησκευτικής ελευθερίας των μειονοτήτων. Όντως δεν νοείται δημοκρατική αντιμετώπιση της θρησκευτικής ετερότητας χωρίς πλήρη εξασφάλιση της θρησκευτικής ελευθερίας όλων και βεβαίως των θρησκευτικών μειονοτήτων. Όμως η θρησκευτική ελευθερία δεν είναι επαρκής όρος για την αντιμετώπιση του προβλήματος που πλήσσει τις ευρωπαϊκές (θα έλεγα όλες τις δυτικές) χώρες. Και που δεν είναι άλλο από την ελλιπή ενσωμάτωση των μη πλειοψηφικών και δη εξωευρωπαϊκών θρησκευτικών και πολιτιστικών κοινοτήτων, την απομόνωση τους (κυρίως της μουσουλμανικής) και τα τείχη μεταξύ της πλειοψηφίας και των μειοψηφιών, που οδηγεί στην αλληλοαποξένωση τους. Αυτό το τεράστιο πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί, κατά την γνώμη μου, με άλλο τρόπο πέρα από την αποκατάσταση της λησμονημένης στις μέρες μας , έννοιας του δημοκρατικού πολίτη. Στην εποχή μας κυριαρχεί η μετανεωτερική αντίληψη μιας παρεξηγημένης πολυπολιτισμικότητας.. Δημοκρατικός, όμως, πολίτης είναι μόνο αυτός που δεν περιορίζει τον ορίζοντά του στην κουλτούρα του ή στην θρησκεία του και έχει απογαλακτισθεί από την θρησκεία του, όχι με την έννοια ότι είναι άθρησκος, αλλά με την έννοια ότι την θρησκεία του την κρατάει για τον ιδιωτικό του χώρο και δεν την αναμειγνύει με την πολιτική του ιδιότητα. Είναι ο πολίτης που έχει ως υπέρτατο αξιακό του ορίζοντα τις αρχές της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτές που πρέπει να είναι το απαραίτητο κοινό υπόστρωμα για όλες τα θρησκευτικά δόγματα για όλες τις κουλτούρες. Εξ ου και η ανάγκη απόλυτης θρησκευτικής ουδετερότητας και υπέρβασης του μετανεωτερικού σχετικισμού που επικρατεί στις μέρες μας και σύμφωνα με τον οποίο οι αξίες του Διαφωτισμού και του φιλελεύθερου κράτους δικαίου είναι απολύτως ισότιμες ως τρόπος ζωής και δημόσιας δράσης με τα όποια θρησκευτικά δόγματα πχ Ισλάμ. Εξ ου, ακόμη και η ανάγκη υπέρβασης ενός ρηχού αβαθούς ιδεολογικού και αξιακού laissez faire laissez passer και αποδοχής των δογμάτων της κάθε δοξασίας, πλειοψηφικής ή μειοψηφικής αδιάφορο, ως δήθεν το αποκορύφωμα μιας σύγχρονης δημοκρατίας ενός σύγχρονου πλουραλισμού.
Η εισήγησή μου που έχει αυτές τις σκέψεις ως αφετηρία και θέση, θα επιχειρήσει να τις καταστήσει ανάγλυφες είτε θετικά είτε αποφατικά, εξ αντιδιαστολής, με βάση τη νομολογία ξένων διεθνών δικαιοδοσιών πχ ΕΔΔΑ , ΔΕΕ και ΓΟΣΔ και πως εντάσσεται στον συνταγματισμό μας και στις αρχές του κράτους δικαίου. Μετά μια νομολογιακή αυτή «επίσκεψη» θα επιχειρήσω να τεκμηριώσω περισσότερο τις σκέψεις μου πάνω σε αυτό το ζήτημα.

Νομολογιακή παρουσίαση
1.Αρχίζω με τη νομολογία του ΕΔΔΑ σε θέματα συγκρούσεως ελευθερίας έκφρασης και θρησκευτικής ευαισθησίας με το θέμα κατά πόσο είναι επιτρεπτή η βλασφημία. Μια εισαγωγική παρατήρηση: Η λέξη αυτή έχει φορτισθεί αρνητικά διότι οι Εκκλησίες ή διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ονομάζουν βλασφημία ό,τιδήποτε αμφισβητεί κριτικά ή και απλώς ειρωνεύεται δόγματά της. Όμως, από πλευράς κοσμικής Πολιτείας τα θρησκευτικά δόγματα είναι απλώς κάποιες από τις πολλές άλλες δοξασίες ή ιδέες που κυκλοφορούν στον δημόσιο χώρο, στην δημόσια αγορά ιδεών. Όπως, λοιπόν, και όλες οι λοιπές, έτσι και τα θρησκευτικά δόγματα και ομολογίες οφείλουν να αποδέχονται την δημόσια κριτική ή σάτιρα ως μέρος της ελευθερίας έκφρασης των άλλων. Υπό τον αυτονόητο βέβαια όρο ότι δεν συνοδεύονται από κηρύγματα μίσους και βίας. Επομένως η λέξη βλασφημία δεν έχει θέση σε μια σύγχρονη δημοκρατική Πολιτεία Ξεκινάω με την απόφαση Οtto Preminger Institut κατά Αυστρίας (της 20.9.1994). Επρόκειτο για την απαγόρευση προβολής σε κλειστή κινηματογραφική αίθουσα της εικονοκλαστικής ταινίας “Η σύνοδος του έρωτα”. Στο έργο αυτό παρουσιάζονταν ο Θεός, ο Χριστός και η Παναγία ως κοινοί θνητοί απόλυτα διεφθαρμένοι, χυδαίοι και μοχθηροί. Η τοπική κυβέρνηση του Τυρόλου διέταξε την κατάσχεση της ταινίας και την απαγόρευση της προβολής της, με την αιτιολογία ότι ήταν εξόχως προσβλητική για τα κορυφαία σύμβολα της Καθολικής Εκκλησίας, στην οποία ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του εν λόγω ομοσπονδιακού κρατιδίου της Αυστρίας. Το ΕΔΔΑ στο οποίο έφτασε τελικά η υπόθεση επανέλαβε κατ’ αρχάς τις σκέψεις για την ελευθερία έκφρασης που είχε ήδη διατυπώσει στο παρελθόν στην περίφημη απόφαση Handyside της 7.12.1976. Παραθέτω: «“Η ελευθερία έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιωδέστερα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μια από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πρόοδο μιας κοινωνίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας των επιμέρους ατόμων. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 η ελευθερία αυτή ισχύει όχι μόνο για τις πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται αποδεκτές ευνοϊκά ή που θεωρούνται μη ενοχλητικές ή αδιάφορες αλλά και για εκείνες που θίγουν, προσβάλλουν, ενοχλούν ή προκαλούν ανησυχία στο Κράτος ή σε κάποιο τμήμα ή ομάδα της κοινωνίας. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.» Προχώρησε όμως περαιτέρω και σε μία σκέψη κάνοντας μια πρακτική εναρμόνιση μεταξύ του άρθρου 9 (προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας) και 10 (ελευθερία έκφρασης) ως εξής: “Όσοι επιλέγουν να ασκήσουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και να εκδηλωθούν υπέρ ενός θρησκευτικού δόγματος, είτε ανήκουν στην πλειοψηφία είτε σε μια θρησκευτική μειονότητα, δεν μπορούν λογικά να προσδοκούν ότι θα είναι προστατευμένοι από την οποιαδήποτε κριτική. Οφείλουν να ανέχονται και να αποδέχονται την απόρριψη εκ μέρους των άλλων των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ακόμη και την διάδοση από τους άλλους δοξασιών και απόψεων εχθρικών προς την πίστη τους.» . Ενώ όμως μας είπε όλα αυτά τα ωραία στην μείζονα, την οποία μάλιστα επαναλαμβάνει παγίως έκτοτε στην υπαγωγή τα ξέχασε κρίνοντας στην υπαγωγή. Η κρίση του Δικαστηρίου στην υπαγωγή ήταν ότι η ταινία ορθώς απαγορεύτηκε διότι προσέβαλε τα θρησκευτικά αισθήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του Τυρόλου. Έκτοτε το ΕΔΔΑ παραμένει τις περισσότερες φορές αρκετά δειλό στις υπαγωγές του και άλλοτε είναι συνεπές με την φιλόδοξη και ορθή μείζονά του (η οποία στοιχεί και με την υπερατλαντική αντίληψη για την ελευθερία έκφρασης, όπως έχει διαμορφωθεί από το Supreme Court των ΗΠΑ ). Παρά, όμως, το ότι το ΕΔΔΑ δεν τηρεί στις υπαγωγές του πάντα με συνέπεια αυτά που εξαγγέλλει στην μείζονα, το «απόσταγμα» της νομολογίας αυτής είναι ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να μην προσβάλλονται ή να μην υφίστανται κριτική οι θρησκευτικές μου πεποιθήσεις. Με άλλα λόγια το Δικαστήριο (καθώς εξ άλλου και το Supreme Court) δέχεται ότι η ελευθερία έκφρασης, που είναι η σημαντικότερη ελευθερία για να μπορεί κάποιος να λειτουργεί ως δημοκρατικός πολίτης είναι πιο σημαντική από την θρησκευτική ευαισθησία του άλλου (εκτός βέβαια από την περίπτωση της προσωπικής εξύβρισης και του ακραία μισαλλόδοξου λόγου όταν συνοδεύεται με απειλή βίας). Η θρησκευτική ευαισθησία δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που κατοχυρώνονται από την θρησκευτική ελευθερία. Ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα, ενώ η ελευθερία έκφρασης είναι δημόσιο αγαθό σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία , πολιτικό -εκτός από ατομικό- δικαίωμα,. Το συμπέρασμα είναι ότι σεβασμός στην θρησκευτική ελευθερία δεν σημαίνει (δεν ισούται με) υποχώρηση στις απαιτήσεις φανατισμένων ηγετών ή οπαδών θρησκευτικών δογμάτων, και τούτο είτε πλειοψηφικών είτε μειοψηφικών, να μην υφίστανται κριτική τα πιστεύω τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν νάρκη στα θεμέλια της δημοκρατίας και δεν είναι ο δημοκρατικός τρόπος αντιμετώπισης της ετερότητας
2. Θα ασχοληθώ στη συνέχεια με τη νομολογία για την δημόσια χρήση θρησκευτικών συμβόλων (ισλαμική μαντίλα, Εσταυρωμένος σε δημόσια κτίρια κλπ)
Ξεκινώ με την πιο σημαντική στο ζήτημα της μαντίλας απόφαση του ΕΔΔΑ την απόφαση SAS κατά Γαλλίας 1.7.2014. Γαλλικός νόμος του 2011 επικυρωθείς και από το Conseil Constitutionnel προέβλεψε την απαγόρευση της δημόσιας κάλυψης του προσώπου (της μπούρκας) για λόγους σεβασμού της ελευθερίας και συμμετοχής στην δημόσια ζωή των γυναικών και προώθησης της κοινωνικοποίησής τους. Επίσης και διότι δημιουργεί ανισότητα εις βάρος των γυναικών (εδώ όμως είναι οικειοθελής η επιλογή από τις ίδιες τις μουσουλμάνες) και επιπλέον και ένα πρόβλημα σοβαρό δημόσιας τάξης ασφάλειας συναλλαγών. Το ΕΔΔΑ στο οποίο έφτασε η υπόθεση ασχολήθηκε κυρίως με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (θρησκευτική ελευθερία).Έκρινε ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με τον επίμαχο νόμο για προστασία της δημόσιας ασφάλειας δεν είναι πειστικός με την έννοια ότι είναι δυσανάλογος καθώς δεν πρόκειται για απαγόρευση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά για γενική και απόλυτη απαγόρευση. Στα πλαίσια όμως της ανάγκης της προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων, που προβλέπεται ρητώς ως θεμιτός περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας από την παρ. 2 του άρθρου 9, έκρινε το Δικαστήριο ότι μπορεί να υπαχθεί σε αυτή την εξαίρεση η επιδιωκόμενη από τον εν λόγω νόμο στοχοθεσία της ανάγκη προστασίας της κοινής συμβίωσης που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της γαλλικής δικαιοταξίας η οποία στηρίζεται στην αδελφότητα και στην αλληλεγγύη δηλ στην συνύπαρξη και όχι στον αποκλεισμό ομάδων του πληθυσμού. Ανάγκη προστασίας της κοινής συμβίωσης που υπονομεύεται με τον αποκλεισμό μιας μερίδας που καλύπτει ολοκληρωτικά το πρόσωπό της. Δεν έχει κανείς την αίσθηση ότι έχει απέναντί του ένα άνθρωπο αλλά ένα άμορφο όγκο, όπως σημειώνεται σε κάποιο σημείο της απόφασης. Και ναι μεν υπάρχει ο κίνδυνος με τις διατάξεις αυτές να στοχοποιηθεί μια συγκεκριμένη ομάδα με βάση τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά της (εν προκειμένω οι μουσουλμάνοι) κάτι που ανησυχεί ιδιαίτερα το δικαστήριο , διότι από το 9 απορρέει η ανάγκη να συμβιώνουν ισότιμα και από κοινού οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες και να μην καθίσταται δακτυλοδεικτούμενη μια από αυτές (κάτι που πρέπει να αποτελεί βασική επιδίωξη ενός κράτους), πλην ενόψει της θεμελιώδους για μια δημοκρατική κοινωνία ανάγκης της συμβίωσης εν κοινωνικότητι κατέληξε στην κρίση ότι ο νόμος δεν προσκρούει στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Εδώ εξ άλλου προσέθεσε η πλειοψηφία δεν πρόκειται για ένα απλό θρησκευτικό σύμβολο αλλά για πλήρη κάλυψη του ανθρωπίνου σώματος. Αυτή η απόφαση παρά την κριτική που έχει υποστεί για τη νομική της θεμελίωση που στηρίζει ως θεμιτό σκοπό περιορισμού της θρησκευτικής ή αν θέλετε πολιτιστικής αυτοέκφρασης την ανάγκη να επικοινωνούν οι άνθρωποι με αποκεκαλυμμένα τα πρόσωπά τους στην περίπτωση των δικαιωμάτων των τρίτων της παρ. 2 του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ είναι, κατά την γνώμη μου, η πιο εμβληματική για την άποψη που υποστηρίζω. Υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό, αλλά στην ρεπουμπλικανική εκδοχή του και όχι στην αμιγή εκδοχή του. Υποστηρίζει δηλαδή την μαχόμενη δημοκρατία (wehrhafte Demokratie).
Παρόμοια κρίση υπάρχει και στην υπόθεση Leyla Sahin κατά Τουρκίας 10.11.2005 του ΕΔΔΑ. Εδώ επρόκειτο για απαγόρευση όχι της μπούρκας αλλά για ισλαμικό φουλάρι φοιτήτριας ιατρικής σε κρατικό Πανεπιστήμιο της Τουρκίας. Κρίθηκε δε από το ΕΔΔΑ ότι η αρχή της προστασίας του κοσμικού χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης δικαιολογεί την απαγόρευση. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αποφάσεις του αυτού Δικαστηρίου Osmanoğlu et Kocabaş κατά Ελβετίας της 10.1.2017 και Ahmet Arslan κατά Τουρκίας 23.2.2010. Με την πρώτη κρίθηκε ότι ποινή προστίμου που επιβλήθηκε σε μουσουλμάνους, οι οποίοι αρνούντο να επιτρέψουν στις ανήλικες κόρες τους να συμμετάσχουν σε κοινό μάθημα κολύμβησης για όλη την τάξη, με την αιτιολογία ότι το μάθημα γίνονταν από κοινού με αγόρια, δεν παραβιάζει την θρησκευτική τους ελευθερία, διότι αυτή δεν εκτείνεται μέχρι του σημείου να μην εφαρμόζουν τη νομοθεσία της χώρας υποδοχής (εν προκειμένω της Ελβετίας) ως προς τον τρόπο λειτουργίας των δημοσίων σχολείων. Με την δεύτερη κρίθηκε επιτρεπτή από την άποψη του άρθρου 9 απαγόρευση σε ισλαμικούς κληρικούς να εμφανιστούν σε τουρκικό δικαστήριο με την στολή που φέρουν όταν ιερουργούν.
Με το θέμα των θρησκευτικών συμβόλων στην δημόσια εκπαίδευση έχει ασχοληθεί και το ΓΟΣΔ με δύο αποφάσεις του της 24.9.2003 και της 27.1.2015, με τις οποίες δέχτηκε ότι είναι επιτρεπτή κατ’ αρχήν η απαγόρευση σε διδάσκοντες στην δημόσια εκπαίδευση να φέρουν εμφανή θρησκευτικά σύμβολα, υπό την προϋπόθεση ότι η απαγόρευση θεσπίζεται με νόμο ή ύστερα από εξουσιοδότηση νόμου και ότι γίνεται στάθμιση μεταξύ της θρησκευτικής ελευθερίας του διδάσκοντος αφενός και της ουδετερότητας της δημόσιας υπηρεσίας που είναι το δημόσιο σχολείο καθώς και της απαίτησης των γονιών να μην υφίστανται τα παιδιά τους προσηλυτισμό υπέρ δοξασιών αντιθέτων με τις δικές τους. Το εν λόγω Δικαστήριο εφαρμόζοντας όμως την αρχή της αναλογικότητας δεν δέχεται απόλυτες και γενικές απαγορεύσεις, αλλά επιζητεί να έχει γίνει η σχετική στάθμιση με τρόπο εξειδικευμένο, ενόψει της σοβαρότητας των συνεπειών για τους φορείς της θρησκευτικής ελευθερίας.
Τέλος για το θέμα της μαντίλας υπάρχει νομολογία του ΔΕΕ. Πρόκειται για τις αποφάσεις της 14.3.2017 και οι δύο (C-157/15 Achbita και C-157/15 Bougnaoui). Περιέχουν πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις, αλλά δεν θα αναφερθώ σε αυτές διότι προσεγγίζουν το ζήτημα όχι από την σκοπιά της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά από την σκοπιά της απαγόρευσης διακριτικής μεταχείρισης, που συνδέεται πιο χαλαρά με την σκοπιά της σημερινής εισήγησής μου.
Για την ανάγκη τα σχολεία να μην γίνονται χώρος προσηλυτισμού των παιδιών σε συγκεκριμένες ομολογίες που ευνοεί το κράτος δύο είναι οι βασικότερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Πρώτον η Folgerø κατά Νορβηγίας της 29.6.2007 και η Grzelak κατά Πολωνίας της 15.6.2010. Κεντρική ιδέα της σχετικής νομολογίας είναι ότι το ΕΔΔΑ θέλει ένα μάθημα θρησκευτικών πλουραλιστικό, κριτικό και αντικειμενικό, αλλά αν αυτό δεν υπάρχει, τότε απαιτείται διαδικασία απαλλαγής που δεν προσβάλλει κανένα δικαίωμα των μαθητών ή των γονέων τους, αναγκάζοντάς τους να αποκαλύπτουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή να χάνουν ώρες διδασκαλίας οι απαλλαγέντες. Απαιτεί δηλαδή τα παιδιά και οι γονείς τους να μην καλούνται να επιλέξουν μεταξύ δικαιωμάτων τους.
Θα κλείσω αυτή τη νομολογιακή επισκόπηση με το θέμα της ανάρτησης του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες. Εμβληματικές ως προς το θέμα αυτό είναι οι δύο πολύ γνωστές αποφάσεις Lautsi του ΕΔΔΑ. Αφορούν και οι δύο την ανάρτηση του Εσταυρωμένου στα ιταλικά σχολεία. Με την πρώτη από τις δύο αυτές αποφάσεις που εκδόθηκε στις 3.11.2009 το Δικαστήριο δικαίωσε την προσφεύγουσα κρίνοντας ότι η υποχρεωτική ανάρτηση του Εσταυρωμένου στα δημόσια σχολεία της Ιταλίας προσκρούει στο άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλου της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της Σύμβασης. Η Ιταλική όμως κυβέρνηση ζήτησε, όπως είχε δικαίωμα, την εισαγωγή της υπόθεσης στην Ευρεία Σύνθεση του Δικαστηρίου, το οποίο με απόφασή του της 18.3.2011 ανέτρεψε την πιο πάνω απόφαση και έκρινε ότι τελικά αυτή η ανάρτηση δεν προσκρούει σε κανένα άρθρο της ΕΣΔΑ. Το Δικαστηρίου επισήμανε ότι το θέμα είναι πολύ ευαίσθητο για κάθε κράτος και δεν υπάρχει ενιαία γραμμή στα θέματα αυτά στις χώρες της Ευρώπης. Η «καρδιά» της αιτιολογίας που στήριξε την τελική κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι ναι μεν ο Σταυρός είναι σαφώς θρησκευτικό σύμβολο, πλην όμως για ορισμένες χώρες, όπως η Ιταλία έχει καταστεί πολιτιστικό σύμβολο της Ιστορίας της και παραπέμπει στην συνολική πολιτιστική ταυτότητά της και όχι στον Καθολικισμό. Το επιχείρημα δεν είναι πειστικό, κατά την γνώμη, μου. Πρώτα απ’ όλα το ότι ο Σταυρός έχει ήδη καταστεί σύμβολο της δυτικής πολιτιστικής παράδοσης δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι προεχόντως το βασικό σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας. Περαιτέρω, η παρουσία του Σταυρού στις σχολικές αίθουσες ( όπου συναθροίζονται μικρά παιδιά τα οποία είναι ιδιαίτερα εύπλαστα) δημιουργεί στις μειονότητες την αίσθηση ότι το κράτος δεν είναι δικό τους, ότι είναι κατά κάποιο τρόπο ξένοι σ’αυτό και, επομένως, καλλιεργεί ειδικά στα παιδιά και τους εφήβους, που δεν έχουν διαμορφώσει μια ώριμη προσωπικότητα με ισχυρά πιστεύω, την τάση να προσχωρήσουν στην πλειοψηφική κουλτούρα, που εν προκειμένω είναι μια θρησκευτική ανάγνωση αυτής της κουλτούρας, που δεν επιτρέπει στα παιδιά να κάνουν αυτή την διάκριση. Μια τέτοια πολιτική δεν θα την ονόμαζε κάποιος ουδετερόθρησκη, ούτε βοηθάει στην ενσωμάτωση των αλλοδόξων ή των αθέων κλπ. Oύτε φυσικά σέβεται το δικαίωμα των γονέων που είναι αντίθετοι με την πλειοψηφική κουλτούρα και θρησκεία να μην είναι εκτεθιμένα τα παιδιά τους σε σύμβολο θρησκείας που δεν είναι δική τους. Η κριτική αυτή ταυτίζεται με τις θέσεις τόσο της προαναφερθείσας πρώτης απόφασης της ελάσσονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Lautsi όσο και με την πρωτοποριακή για την εποχή της απόφαση τη 16.5.1995 -του ΓΟΣΔ η γνωστή Kruzifix-Beschluss, για το θέμα της ανάρτησης του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες της Βαυαρίας.

Συμπέρασμα
Και τώρα έρχομαι στο συμπέρασμα το οποίο θέλω να υποστηρίξω. To συμπέρασμά μου μοιάζει να είναι πολιτικοϊδεολογικό. Είναι ωστόσο και πλήρως νομικό. Τόσο διότι η πολιτική υφίσταται όλο και περισσότερο μια διαρκή «εκνόμευση», με αποτέλεσμα τα όρια μεταξύ δικαίου και πολιτικής να έχουν γίνει πιο δυσδιάκριτα απ’ ότι ήταν παλιότερα, όσο και διότι η συνταγματική ύλη της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και της ισοπολιτείας είναι στον σκληρό πυρήνα του Δικαίου, όσο και αν προσδιορίζονται από πολιτικοφιλοσοφικές επιλογές. Ειδικά δε σήμερα που αποτελεί αντικείμενο ενός πολυεπιπέδου συνταγματισμού. Νομίζω, λοιπόν, ότι οι βασικές σκέψεις που απορρέουν διαχρονικά ως πορίσματα της νομολογίας, που σας παρουσίασα, είναι μια συνηγορία υπέρ της πλήρους κοσμικότητας του κράτους. Ένα κράτος που θρησκεύεται ή έστω θρησκεύεται εν μέρει δεν μπορεί ποτέ να πείσει τις μειονότητές του να υπαχθούν στη νομοθεσία του. Είναι, ακόμη, οι σκέψεις αυτές και μια συνηγορία κατά της περιχαράκωσης των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού των κρατών (πλειοψηφικών ή μειοψηφικών) και της μεταξύ τους απομόνωσης με βάση τα θρησκευτικά ή πολιτικά χαρακτηριστικά τους. Η πραγματική ελευθερία, ισοπολιτεία και κοινωνική συνοχή μπορούν να στηριχθούν μόνο στο «κοινό» δημόσιο πράγμα (chose publique) και δεν είναι το άθροισμα των ατομικών δικαιωμάτων ούτε εξαντλείται σε αυτά. Αυτό που ενώνει όλους, που είναι η ιδιότητα του πολίτη, αυτό είναι το κοινό. Του δημοκρατικού πολίτη που πάνω απ’ όλα πιστεύει στο κοινωνικό συμβόλαιο της συνταγματικής δημοκρατίας. Οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες φυσικά και γίνονται σεβαστές στον ιδιωτικό χώρο, αλλά είναι και πρέπει να παραμείνουν ξένες από την λειτουργία του κράτους, της πολιτείας. Υποχωρούν δε πλήρως , όταν προσκρούουν στις αρχές του κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις οποίες δεν νοούνται εκπτώσεις(πχ ισότητα των φύλων, άρνηση της ελευθερίας λόγου που συνεπάγεται και την κριτική του θρησκευτικού φαινομένου).
Αυτό είναι επείγον να το ξαναθυμηθούμε και να το συνειδητοποιήσουμε στην εποχή μας, στην οποία πέφτουν εκ των πραγμάτων τα σύνορα παγκοσμίως, οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές είναι σχεδόν αδύνατο να ανακοπούν και στην οποία, στην Ευρώπη, τουλάχιστον, το στοιχείο της ταυτότητας καθίσταται η κύρια διαχωριστική γραμμή της πολιτικής σύγκρουσης, χωρίς να έχει βέβαια εξαφανιστεί και η σύγκρουση στην βάση των οικονομικών ανισοτήτων. Αυτό το ταυτοτικό στοιχείο σύγκρουσης με την σειρά του τροφοδοτεί αφενός το αίσθημα αποκλεισμού των μειονοτήτων (κυρίως των ισλαμικών που έχουν έντονη θρησκευτική σφραγίδα στην ταυτότητά τους) με συνέπεια την ροπή προς τρομοκρατικές πράξεις, και αφετέρου. την αντίδραση των πλειοψηφιών που αισθάνονται απειλούμενες από την μουσουλμανική «εισβολή» και γίνονται βορά των εθνικολαϊκιστικών κινημάτων..
Η απάντηση, λοιπόν, στο οξύτατο και απειλητικό αυτό πρόβλημα δεν είναι μόνο ο πλήρης σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας των μειονοτήτων. Ούτε μόνο η προσπάθεια οικονομικής ενσωμάτωσής τους. Είναι ακόμη και θα έλεγα παράλληλα αν όχι κυρίως και ένα τεράστιο παιδευτικό έργο, που παραμελείται μέσα στον γενικό εφησυχασμό. Και αυτό δεν είναι άλλο από το να ξαναεξηγηθεί και εν ανάγκη να επιβληθεί σε όσους εκ των νεοαφικνουμένων στην Ευρώπη επιμένουν να εφαρμόζουν τις θρησκευτικές και πολιτιστικές τους συνήθειες, ακόμη και όταν έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της φιλελεύθερης ρεπουμπλικανικής πολιτείας, ότι, αφ’ης στιγμής εγκαθίστανται στο ευρωπαϊκό έδαφος το νέο κοινωνικό τους συμβόλαιο είναι πάνω απ’ όλα οι τελευταίες αυτές αρχές και ό,τι είναι συμβατό με αυτές. Για να ξεκινήσει όμως ένα τέτοιο παιδευτικό έργο πρέπει προηγουμένως εμείς οι ίδιοι να ξαναποκτήσουμε αυτή την πολιτική πίστη στην δημοκρατία και να θυμηθούμε όσοι τείνουμε, μέσα στα πλαίσια του ιδεολογικού μετανεωτερικού ρηχού πνευματικά σχετικισμού, να ξεχνάμε τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η δημοκρατία μας και να θεωρούμε ότι δημοκρατία είναι να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, δημοκρατική δε πολιτεία είναι η πολιτεία που επιτρέπει στις επιμέρους κοινότητες να ζούν παράλληλα ως αυτόνομες πολιτείες χωρίς καμία αξιακή πυξίδα, και όχι μαζί η μια με την άλλη. Σε αυτό το μείζον θέμα των αξιών δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή υποχώρηση. Είναι θέμα επιβίωσης της δημοκρατίας. Μιλάω λοιπόν για την υπεράσπιση μιας μορφής laicité. Όχι απαραίτητα της γιακωβίνικης γαλλικής, αλλά για την ανυποχώρητη υπεράσπιση του «γενικού», του «συνολικού» που υπερβαίνει το μερικό και που είναι το νεωτερικό κοσμικό κράτος του Διαφωτισμού και οι αξίες του. Χωρίς πολιτικούς στόχους που να τους κινητοποιούν, οι άνθρωποι παύουν να αισθάνονται μέρος της «πόλεως» και να είναι πολίτες, χάνουν το αίσθημα του συνανήκειν και ομαδοποιούνται με αγελαίο τρόπο, αναδιπλώνονται στο άμεσο περιβάλλον τους και κλείνονται σε αυτό που εκ φύσεως είναι, ή που νομίζουν πως είναι. Εκεί που οι συλλογικές πολιτικές δομές υποχωρούν, εκεί που αποδυναμώνεται η πρόταση της οικουμενικότητας και εισάγεται η πρόταση του κατακερματισμού και της μερικότητας, τα άτομα συγκεντρώνονται σε κοινότητες με βάση την καταγωγή, το θρήσκευμα, το χρώμα του δέρματος.
Τείνουμε να συγχέουμε τον κοσμοπολιτισμό και τον πλουραλισμό με αυτό που αποκαλούμε πολυπολιτισμικότητα. Ο κοσμοπολιτισμός και ο πλουραλισμός επιδιώκουν να οικοδομήσουν να συνθέσουν ένα ενοποιημένο πολιτικό σώμα από διαφορετικές κοινωνικές, εθνοτικές και θρησκευτικές καταβολές. Είναι κάτι που χτίζεται διαρκώς, ένα διαρκές αίτημα. Σεβόμενος τις ιδιαιτερότητες ο πλουραλισμός επιδιώκει την δημιουργία του αισθήματος του συνανήκειν. Ό,τι δηλαδή όλοι μας ανεξαιρέτως μοιραζόμαστε κάτι που μας ενώνει και μας είναι κοινό. Η πολυπολιτισμικότητα αντίθετα μετατρέπει άκριτα σε ιδεολογία την υπάρχουσα κατάσταση, που συνίσταται στο ότι διαφορετικές κουλτούρες συνυπάρχουν στο έδαφος ενός έθνους.
Όπως γράφει ο Μακιαβέλι στις Διατριβές του «μια ελεύθερη Πόλις δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς κοινή « πολιτική» θρησκεία». Ο δημοκρατικός μας νομικός πολιτισμός χρειάζεται ξανά την κινητοποίηση μας για να τον υπερασπιστούμε. Γι’ αυτό όμως πρέπει να ξαναθυμηθούμε ότι πριν και πάνω απ’ ό,τιδήποτε άλλο είμαστε όλοι μας δημοκρατικοί πολίτες. Μόνο αν δώσουμε με επιτυχία αυτή την μάχη οι θρησκευτικές μειονότητες θα πάψουν να είναι περίκλειστες και οι πλειοψηφίες κατά το δυνατό απαλλαγμένες από ανασφάλεια και ξενοφοβία. Μόνο έτσι θα ωριμάσουν όλοι μαζί.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

17 − four =