Ι. Η πρόκληση του συναινετικού μοντέλου
Στις 21 Μαΐου, ο λαός καλείται να ψηφίσει για τη νέα Βουλή. Καθώς οι εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, το πρώτο διακύβευμα είναι η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Εν τέλει, η δυνατότητα μετάβασης σε ένα συναινετικό μοντέλο διακυβέρνησης. Οι συνθήκες φυσικά κάθε άλλο παρά συναίνεση φωτογραφίζουν. Με υπόστρωμα την υπόθεση των υποκλοπών και φόρτιση από την τραγωδία των Τεμπών.
Το πλειοψηφικό μοντέλο που γνώρισε η χώρα μας (ο πρώτος γίνεται πρωθυπουργός και κυβερνά ανενόχλητος) εξυπηρέτησε την μεταπολίτευση, εγγυώμενο την ειρηνική εναλλαγή στην εξουσία κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς. Δοκιμάστηκε στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, δίχως ωστόσο ουσιαστική μεταβολή. Διότι τα κόμματα παρέμειναν αρχηγικά και αντιμετώπιζαν ευκαιριακά τους συνομιλητές τους. Δοκιμάζεται και σήμερα υπό το φως της αποτυχίας του δικομματικού μοντέλου να αναδιαρθρώσει το κράτος και να εγγυηθεί βασικές δημόσιες υπηρεσίες στους πολίτες.[1] Και παράλληλα, της κρίσης εμπιστοσύνης (υπόθεση υποκλοπών), αλλά και των αδυναμιών στα ίδια τα κόμματα να προβαίνουν σε αναγκαία αυτό-κάθαρση.
ΙΙ. Το πρόσωπο του πρωθυπουργού
Σε αυτό το πλαίσιο συζητήθηκε τις προηγούμενες ημέρες και η επιλογή του προσώπου του Πρωθυπουργού. Το Σύνταγμα, όπως είναι γνωστό, δεν φωτογραφίζει Πρωθυπουργό – όταν δεν υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία. Η απόφαση ανήκει στους κυβερνητικούς εταίρους, οι οποίοι υποδεικνύουν κυβέρνηση που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αυτό μπορεί να το πράξουν ακόμη και στο στάδιο των διερευνητικών εντολών. Στη συνέχεια, εγγυώνται πολιτικώς τη σταθερότητά της. Ο πρωθυπουργός ασκεί τον επιτελικό του ρόλο και τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, στο πολιτικό ωστόσο πλαίσιο της κυβερνητικής συνεννόησης.[2]
Στη δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία της συναινετικής εκδοχής, η επιλογή του προσώπου του Πρωθυπουργού στηρίζεται στους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων και την μεταξύ τους εμπιστοσύνη. Συχνά είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος. Όχι όμως απαραίτητα. Έτσι, ο (από το 2020) Πρωθυπουργός του Βελγίου είναι μεν πολιτικό πρόσωπο, όχι όμως αρχηγός κόμματος. Το κόμμα του στις τελευταίες εκλογές έλαβε 8,5% και διαθέτει μόλις 12 βουλευτές. Αντίστοιχα, ο νυν Πρωθυπουργός της Πορτογαλίας είχε αρχικά (2015) ανέβη στην εξουσία ως αρχηγός του δεύτερου κόμματος (δηλαδή της καθ’ ημάς «κυβέρνησης των ηττημένων»). Έβγαλε την Πορτογαλία από την κρίση και σήμερα, μετά τις εκλογές του 2022, διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία. Μία σύντομη συγκριτική επισκόπηση μπορεί να παραθέσει πολλά ακόμη παραδείγματα (π.χ. συμφωνημένη εναλλαγή στο αξίωμα του Πρωθυπουργού, Ιρλανδία).
Η πρόκριση του αρχηγού του πρώτου κόμματος αποσκοπεί ιδίως να διασφαλίσει την υποστήριξη μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος και να αναγνωρίσει στον εκλογικό ανταγωνισμό συμβολικό αντίκρισμα. Υποχωρεί όμως όπου δεν ανταποκρίνεται στους εκλογικούς συσχετισμούς, στις τάσεις του εκλογικού σώματος και τις σχέσεις εμπιστοσύνης.
ΙΙΙ. Λίγα λόγια για τα συστήματα κυβερνήσεως
Για να κατανοήσουμε αυτή την παρατήρηση, αξίζει να σταθούμε λίγο πιο προσεκτικά στη λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Στο προεδρικό πολίτευμα ο πρώτος πράγματι αναλαμβάνει την ευθύνη της εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο, πρόκειται, κατά κανόνα για πρόσωπο που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων (ή, κατά περίπτωση, των εκλεκτόρων). Όχι βεβαίως ποσοστά της τάξης του 38%. Εξάλλου, στο προεδρικό πολίτευμα, η εκτελεστική εξουσία υπόκειται σε πλήρες σύστημα πολιτικών αντιβάρων, και δεν διαθέτει την εξουσία πρόωρης διάλυσης της Βουλής.
Στο κοινοβουλευτικό σύστημα, αντίθετα, κρίσιμη είναι η ικανότητα της κυβερνήσεως να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή την εμπιστοσύνη του αντιπροσωπευτικού σώματος. Έτσι, το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν έχει τα ισχυρά πολιτικά αντίβαρα του προεδρικού συστήματος (η αρχή της εμπιστοσύνης διαμορφώνει μία πολιτική ενότητα μεταξύ κυβερνήσεως και, κατά κανόνα, κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας). Αυτό δικαιολογείται με το σκεπτικό ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει μία ανέκκλητη εντολή απευθείας από το λαό, αλλά στηρίζεται στην εμπιστοσύνη ενός σώματος κατά βάση αντιπροσωπευτικού.[3] Εδώ αναδεικνύεται και η δυσχέρεια στην αρμονική λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος: βασική λειτουργία της Βουλής είναι να νομιμοποιεί, διά της παροχής εμπιστοσύνης, κυβέρνηση, και αντιστρόφως, δεν νοείται Βουλή (η οποία δεν είναι διαρκές όργανο) δίχως κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Ο συγκερασμός αυτών των παραμέτρων και μάλιστα υπό όρους που διασφαλίζουν δύο ακόμη θεμελιώδη συνταγματικά αγαθά, την εναλλαγή στην εξουσία και την κυβερνητική σταθερότητα, επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους:
α) Στις συναινετικές δημοκρατίες, με σχηματισμούς συνεργασίας, όπως αυτοί που προαναφέραμε, εφόσον πάντως είναι βιώσιμοι.
β) Στις πλειοψηφικές δημοκρατίες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, με εναλλαγή δύο βασικών παρατάξεων και υπόστρωμα ανεξάρτητης διοίκησης και δικαιοσύνης, καθώς και εσωτερικού ελέγχου στα κυβερνητικά κόμματα (όλοι σχεδόν οι πρωθυπουργοί των τελευταίων δεκαετιών στο συντηρητικό κόμμα παραιτήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους συνεπεία εσωκομματικού ελέγχου). Προϋπόθεση βεβαίως είναι ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα που διασφαλίζει δημοκρατική νομιμοποίηση και εναλλαγή στην εξουσία. Το εκλογικό σύστημα ανατροφοδοτεί το δικομματισμό, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αναγκαίες για τη διατήρηση και την εξημέρωσή του κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
- IV. Το πλειοψηφικό μοντέλο στη χώρα μας
Αυτό αντίθετα που δεν υπάρχει στις ώριμες φιλελεύθερες δημοκρατίες, είτε προεδρικές, είτε κοινοβουλευτικές (πλειοψηφικές ή συναινετικές), είναι ότι όποιος πλειοψηφεί σχετικώς στις εκλογές αναδεικνύεται «κυβερνήτης». Και κυβερνά ανενόχλητα. Η εν λόγω ιδέα παραπέμπει σε προσωποπαγή συστήματα εξουσίας, και σε μας γίνεται αντιληπτή υπό το φως του έντονα διχαστικού χαρακτήρα της πολιτειακής μας διαδρομής (1915-1974), των αναγκών της μεταπολίτευσης, αλλά και του συστήματος πατρωνίας στις σχέσεις κράτους-κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια, έχουμε ενώπιόν μας δύο εναλλακτικές οδούς για την ορθολογική λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας συστήματος: είτε, να ελέγξουμε τις παρεκκλίσεις του πλειοψηφικού μοντέλου, κάτι το οποίο ωστόσο πεισματικά αποφεύγουμε[4]. Άλλως, να εξετάσουμε τη δυνατότητα μετάβασης σε ένα βιώσιμο συναινετικό μοντέλο, το οποίο ωστόσο προϋποθέτει να μετριάσουμε τις αρχηγικές υπερβολές του πολιτικού μας συστήματος και την αντίληψη ότι στις εκλογές εκλέγουμε «κυβερνήτη». Ανεξάρτητα όμως από τί θέλουμε και μπορούμε, οφείλουμε να διακρίνουμε αμφότερες τις οδούς από το προσωρινό μπάλωμα, για να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα συγκυρία.
- V. Τα επόμενα βήματα – και ο εκλογικός νόμος
Από όσο αντιλαμβανόμαστε, η πρόσφατη δημόσια συζήτηση έθεσε το πρόσωπο του επόμενου Πρωθυπουργού στο κέντρο της εκλογικής κονίστρας. Η ελάσσων αντιπολίτευση εκτιμά ότι στις εκλογές θα αποδοκιμαστεί το πρόσωπο του νυν Πρωθυπουργού. Η κυβέρνηση σήκωσε το γάντι, προσδοκώντας σε συσπείρωση των οπαδών της. Επ΄ αυτού, θα αποφανθεί πλέον ο λαός.
Βασικό ζητούμενο βεβαίως παραμένει η δυνατότητα αληθινής προγραμματικής σύγκλισης. Αυτό αφορά στην ουσία της πολιτικής. Βασικό ζητούμενο είναι επίσης η συναινετική προδιάθεση. Σε τυχόν προοπτική εμπέδωσης της τελευταίας, τίθεται και το ζήτημα του εκλογικού νόμου. Διότι ουδείς σοβαρός πολιτικός σχηματισμός θα προσφερθεί να στηρίξει ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα αν θεωρεί ότι θα φορεθεί ως πουκάμισο. Εδώ ίσως παιχθεί το τελευταίο δρώμενο.
Τί εκλογικό σύστημα μπορεί όμως να πλαισιώσει ένα σταθερό σύστημα συναινέσεων; Δεν νομίζουμε ότι η απλή αναλογική (και αντιστοίχως η απαίτηση για ποσοστά που προσεγγίζουν την απόλυτη πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα) ανταποκρίνεται στην ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα μας. Για όσους προσβλέπουν στο συναινετικό μοντέλο, ένα περιορισμένο μπόνους, το οποίο ενδεχομένως θα δίδεται (κλιμακωτά) σε κάθε κόμμα που ξεπερνά π.χ. το 25%, θα ήταν πιο πρόσφορη λύση. Ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία, θεμελιώδες στοιχείο της δημοκρατίας. Και να έχουν νόημα οι διερευνητικές συζητήσεις. Η θέση των μικρότερων κομμάτων θα ενισχύεται πρωτίστως εκ του αποτελέσματος, διότι δεν θα έχει μονοπωλιακή ισχύ το πρώτο κόμμα.
Αυτό ίσως ηχεί παράδοξο. Ωστόσο, όταν δεν υπάρχουν συνθήκες ισχυρού δικομματισμού, η σειρά των κομμάτων στις εκλογές έχει βεβαίως πολιτική αξία (π.χ. διότι δίδει συμβολισμό στον εκλογικό ανταγωνισμό) δεν είναι όμως η πλέον κρίσιμη. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι να μπορούν πολιτικές δυνάμεις με επαρκή λαϊκή νομιμοποίηση να επιτύχουν, κατά σταθερό και όχι ευκαιριακό τρόπο, κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη. Σε τέτοιες συνθήκες, το εκλογικό σύστημα πρέπει να επιτυγχάνει τρεις σκοπούς: να ενισχύει τα μεγαλύτερα κόμματα, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί σταθερή κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο, να μην εγκλωβίζει το πολιτικό σύστημα πριμοδοτώντας μόνο ένα κόμμα και τέλος να έχει έναν πυρήνα αναλογικότητας.
Αυτά είναι ορισμένα διλήμματα, αν ο ελληνικός λαός επιλέξει το συναινετικό μοντέλο. Και αν τα κόμματα είναι ικανά να το διαχειριστούν.
[1] Το πλειοψηφικό μοντέλο διευκολύνει την ταχύτητα και ενότητα στη λήψη αποφάσεων, αλλά αντιμάχεται τη συνέχεια. Περαιτέρω, σε στιγμές κρίσης, ενθαρρύνει τη ριζοσπαστική ασυνέχεια. Από τη διεθνή εμπειρία, κλασικό παράδειγμα είναι η καταστροφική εναλλαγή κρατικοποιήσεων και αποκρατικοποιήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τον πόλεμο. Στη χώρα μας, ο κίνδυνος ριζοσπαστικής εναλλαγής ήταν ένας βασικός λόγος που ο Κ. Καραμανλής το 1975 ήθελε ισχυρό Πρόεδρο της Δημοκρατίας (προβλέποντας ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα γινόταν πρωθυπουργός και προσβλέποντας σε ήπια μεταβίβαση εξουσίας).
[2] Όπως εξηγεί ο Ε. Βενιζέλος, ο πρωθυπουργοκεντρικός χαρακτήρας που πολιτεύματος δεν αποτελεί μονοσήμαντη συνταγματική επιταγή, αλλά συναρτάται με τους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων στο Κοινοβούλιο και άλλους συναφείς παράγοντες (π.χ. εσωκομματική ισχύ). Τι είναι και τι δεν είναι το «επιτελικό κράτος», Το Βήμα 19 Μαρτίου 2023 (προσβάσιμο σε Τι είναι και τι δεν είναι το «επιτελικό κράτος» – ΤΟ ΒΗΜΑ (tovima.gr)).
[3] Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η κυβέρνηση είναι εντολοδόχος της Βουλής. Έχει αυτοτελή πολιτειακή θέση, συγκροτείται μετά τα αποτελέσματα των εκλογών και πριν την λήψη ψήφου εμπιστοσύνης, και μπορεί να επιτυγχάνει την πρόωρη διάλυση της Βουλής.
[4] Έχουμε υποστηρίξει ότι η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος είχε βασικό προσανατολισμό να κυβερνά η σχετικώς πλειοψηφούσα παράταξη ανενόχλητα. Η φυσιογνωμία της αναθεώρησης του 2019, ΕφημΔΔ 6/2021. Βλ. και Ξενοφών Κοντιάδης, Το μετέωρο βήμα από τον συναινετικό στον συγκρουσιακό κοινοβουλευτισμό. Συγκρίνοντας τις αναθεωρήσεις του 2001 και του 2019, e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ 2/2022. Ως προς την (περιορισμένη) δυνατότητα συμβολής του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας στην εξημέρωση ενός οιονεί καισαρικού κοινοβουλευτισμού, πβλ. τις σκέψεις μας στο Το Σύνταγμα και οι «υπερεξουσίες», Η Καθημερινή, 10.11.2020 (προσβάσιμο σε https://www.kathimerini.gr/politics/561149056/to-syntagma-kai-oi-yperexoysies/).
Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ, 29 Μαρτίου 2023 (σε επαυξημένη μορφή).