Ο Ευ. Βενιζέλος, διαπιστώνει σήμερα, με αναδρομικό πλην ιδιαιτέρως εύγλωττο τρόπο, ότι «παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του», καθώς «το μείγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο». Επειδή δε στα «ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου υπάρχει απόλυτη αξίωση και απόλυτη υποχρέωση σεβασμού, το μοντέλο πρέπει να αλλάξει αμέσως». Κατά την άποψη του Ν. Αλιβιζάτου, αντιθέτως, «δεν είναι ο «συγκεντρωτισμός» του σημερινού συστήματος που φταίει για όσα συνέβησαν, όσο η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων («αντίβαρα» τα λέμε εμείς οι συνταγματολόγοι), οι οποίοι, χωρίς να παρακωλύουν το έργο της διοίκησης στον ιδιαίτερα λεπτό και ευαίσθητο τομέα της εθνικής ασφάλειας, θα διασφαλίζουν την αναγκαία διαφάνεια και προπαντός τα δικαιώματα των πολιτών».
Η γενεαλογία της αντίληψης των «αντιβάρων» καταδεικνύει, ωστόσο, ότι η εξισορροπητική λειτουργία των “checks and balances” αποτελεί εξ ορισμού το «αντίπαλο δέος» του συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης, ο οποίος ρέπει εξ ορισμού σε αυταρχικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές. Η κλασική αυτή θεώρηση, εμπλουτισμένη με νέες και πιο εκλεπτυσμένες τυπολογίες αντιβάρων, συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάθε συνταγματική πολιτική που θέτει ως στόχο να περιορίσει τον ρόλο της πολιτικής αυθαιρεσίας στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος μέσω φραγμών, αλληλοελέγχων ή κάθε άλλου είδους εξισορροπητικές και συνεκτικές διαρρυθμίσεις που εγγυώνται ότι οι κρίσιμες αποφάσεις θα είναι συνετές και έλλογες ως αποτέλεσμα συμβιβασμών, συναινέσεων και διαβουλεύσεων και όχι ως προϊόν μονομερών εξουσιαστικών επιδιώξεων, όπως αυτές που ενθαρρύνουν τα προσωποπαγή συστήματα διακυβέρνησης.
Καθώς δεν είναι λίγες οι φωνές που ενοχοποιούν το πρωθυπουργοκεντρικό ή συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης για τις πρόσφατες εξελίξεις, κρίνονται σκόπιμες ορισμένες συνοπτικές παρατηρήσεις σχετικά με αυτό που αποκαλούμε συνήθως «παθογένεια του πρωθυπουργοκεντρισμού» στα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα. Κατ’ αρχήν, διευκρινίζουμε ότι ο «πρωθυπουργοκεντρισμός» δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με τη δεσπόζουσα θέση του Πρωθυπουργού στο Πολίτευμα ούτε με την υπέρμετρη ενίσχυση του ρόλου του στο πλαίσιο της ανακατανομής των λειτουργιών εντός της εκτελεστικής εξουσίας. Δεν αποτελεί, με άλλα λόγια, «πρωτογενές συνταγματικό φαινόμενο», αλλά ανάγεται σε παράγοντες που εντοπίζονται πρωτίστως στην εσωτερική δομή και λειτουργία του κομματικού συστήματος, στα ολιγαρχικά και αρχηγοκεντρικά χαρακτηριστικά του, τις συγκεντρωτικές οργανωτικές δομές και το βαθύτερο έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας των κομμάτων εξουσίας.
Η πρωθυπουργοκεντρική «παρέκκλιση» παραπέμπει περισσότερο στην εδραίωση ενός υπερσυγκεντρωτικού τρόπου διαχείρισης των εξουσιών του Πρωθυπουργού με την ενεργοποίηση προσωποπαγών, αρρύθμιστων και αδιαφανών κυκλωμάτων εξουσίας που αναφέρονται αποκλειστικά στον ίδιο, διαφεύγοντας από κάθε έλεγχο ή λογοδοσία.
Υπό την έννοια αυτή, ο πρωθυπουργοκεντρισμός δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως φυσική συνέπεια του κοινοβουλευτισμού, αλλά ως μείζων παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος, που αλλοιώνει τις θεσμικές ισορροπίες που καθιερώνει το Σύνταγμα, ανατρέπει τις προστατευτικές εγγυήσεις και ασφαλιστικές δικλείδες που αυτό ιδρύει και θέτει μείζον ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας του συστήματος διακυβέρνησης.
Τάσεις, βεβαίως, «πολιτικού συγκεντρωτισμού» αναπτύσσονται σε όλα τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά συστήματα εδώ και μια 30ετία, καθώς η ενίσχυση του πρωθυπουργικού «κέντρου διακυβέρνησης» περιβάλλεται, στο πολυσύνθετο και αβέβαιο περιβάλλον της παγκόσμιας κοινωνίας, από υψηλές προσδοκίες αποτελεσματικής διεύθυνσης, σταθερότητας και ασφάλειας. Οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν γρήγορα, ωστόσο, αφού ούτε η διευθυντική ικανότητα του πολιτικού συστήματος αναβαθμίστηκε μέσω του πολιτικού συγκεντρωτισμού, ενώ καιοι αυταρχικές και αντιδημοκρατικές ροπές οξύνθηκαν επικίνδυνα.
Στη χώρα μας, ο «υπερσυγκεντρωτικός
Παραδόξως, διακινείται σήμερα η άποψη ότι η παρακολούθηση υπουργών ή άλλων πολιτικών προσώπων αποτελεί εδραιωμένη πολιτική πρακτική, καθώς ανέκαθεν το πρωθυπουργικό γραφείο κυβερνούσε την χώρα, με εντολές των «εμπίστων» των πρωθυπουργών, που συχνά αυτονομούνταν από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι οι μυστικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως μοντέλου διακυβέρνησης, πάντοτε υπάγονταν πολιτικά -έστω de facto- στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας και ότι οι γκάφες, τα σφάλματα και οι παραλείψεις τους πάντοτε χρεώνονταν στον Πρωθυπουργό από την Αντιπολίτευση, ακόμη και όταν αυτός δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις ενέργειές τους.
Η αυτονόητη απάντηση στο αφήγημα αυτό είναι ότι το«Επιτελικό Κράτος» θεσπίστηκε ακριβώς στους αντίποδες αυτής της αντίληψης, ως το νομοθέτημα που φιλοδοξούσε να θεσπίσει σταθερούς μηχανισμούς διακυβέρνησης, ικανούς να εξασφαλίσουν τη συνοχή του κυβερνητικού έργου, να οριοθετήσουν την εξουσία του Πρωθυπουργού, αποτρέποντας τη μονοπρόσωπη άσκησή της και τις μεμονωμένες ενέργειες των προσώπων εμπιστοσύνης του. Η ratio αυτού του μοντέλου διακυβέρνησης ήταν η απεξάρτηση της πολιτικής από τα πρόσωπα και τις εμπνεύσεις τους, τα λάθη ή τις γκάφες τους, καθώς η τυποποίηση των διαδικασιών και οι θεσμικοί αυτοματισμοί θα έθεταν φραγμούς στην αυθαιρεσία της ηγεσίαςκαι θα καθιστούσαν περιττούς τους «έμπιστους» και την αφοσίωσή τους.
Και επειδή στον δημόσιο διάλογο επισημαίνονται εσχάτως αρκετές δομικές παθογένειες, θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε ότι μια βασική δομική παθογένεια που απειλεί τις σύγχρονες δημοκρατίες αφορά την υπερσυγκεντρωτική και προσωποποιημένη άσκηση της εξουσίας, που προσκρούει εξ ορισμού και στις προδιαγραφές μιας πραγματικής «επιτελικής διακυβέρνησης» αλλά και στις ανάγκες μιας δημοκρατικής και δικαιοκρατικά οριοθετημένης πολιτείας. Ορθώς, λοιπόν, επισημαίνεται ότι η παρούσα δημόσια αντιπαράθεση δεν αφορά πρωτίστως το διαχρονικό ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών και αποτελεσματικής προάσπισης της εθνικής ασφάλειας. Ούτε μόνο την καταχρηστική-διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» από τους εκάστοτε κρατούντες (Καραβοκύρης 2022) που επεσήμαινε ο Μάνεσης από το 1974.
Είναι, ίσως, ακόμη πιο σημαντικό να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους που ενισχύουν, ειδικά σήμερα, τη ροπή στις αντισυνταγματικές πρακτικές και να αναλύσουμε μεθοδικά τα συστατικά αυτού του «εκρηκτικού μείγματος» θεσμικών προδιαγραφών και πολιτικο-ιδεολογικών επιλογών (έλλειψη αντιβάρων, συγκεντρωτική διακυβέρνηση, προσωποπαγής άσκηση της εξουσίας, ολιγαρχική οργανωτική ιδεολογία), το οποίο μοιραία απολήγει σε μια επιζήμια αίσθηση παντοδυναμίας,απουσίας ορίων και άρνησης θεσμικής αυτοσυγκράτησης.
Και ενώ είναι μάλλον υπερβολικό να γίνεται λόγος για διάρρηξη του «δημοκρατικού consensus» της Μεταπολίτευσης, είναι εύλογο να διαπιστώνεται ότι οι πρόσφατες εξελίξεις κλονίζουν σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς διακυβέρνησης. Ο Fuller παρατη
Ο Απόστολος Παπατόλιας είναι διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Nanterre. Έχει δημοσιεύσει πρόσφατα τα βιβλία «Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους» (Σάκκουλας, 2021) και «Η αξιοκρατία ως αρχή και ως δικαίωμα» (Παπαζήση, 2019).