Ιθαγένεια στο προτεινόμενο σχέδιο Συντάγματος: μια παράλειψη με σημασία

Γρηγόρης Τσιούκας, ΔΝ ΑΠΘ, ειδικός επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη
Λέξεις-Κλειδιά:

Τις προηγούμενες μέρες είδε το φως της δημοσιότητας ένα ενδιαφέρον κείμενο-πρόταση Συντάγματος ομάδας δημόσιων προσώπων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται σημαντικοί συνταγματολόγοι της Χώρας. Στο λιτό και περιεκτικό αυτό κείμενο περιέχονται επιλογές νέας  συνταγματικής ρύθμισης για σειρά ζητημάτων που αφορούν τόσο το πεδίο της διαρρύθμισης των θεσμών της Πολιτείας και τον τρόπο λειτουργίας τους, όσο και το πεδίο των δικαιωμάτων. Αναμφίβολα, ζητήματα όπως αυτή της κατάργησης των ειδικών συνταγματικών προβλέψεων για τη σχέση του ελληνικού Κράτους και της Εκκλησίας της Ελλάδος, της ενίσχυσης των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, της συμπερίληψης στο Σύνταγμα βασικών αρχών του εκλογικού συστήματος, της απλούστευσης της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, της συγχώνευσης πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, της δυνατότητας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, των πιο περιορισμένων προβλέψεων σχετικά με τα κοινωνικά δικαιώματα κ.α. αναμένεται να προκαλέσουν ζωηρές συζητήσεις, καθώς οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες και πολλές από τις προτεινόμενες λύσεις είναι αμφιλεγόμενες. Όπως, άλλωστε, αμφιλεγόμενη είναι ακόμη και η ίδια η αναγκαιότητα έναρξης διαδικασιών αναθεώρησης στην παρούσα φάση ρευστότητας του πολιτικού συστήματος.  

Πέραν, όμως, των προαναφερόμενων βαρύνουσας σημασίας ζητημάτων που ανοίγουν και αφορούν την επερχόμενη παρέμβαση στο συνταγματικό πλαίσιο της Χώρας, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ένα – όπως φαίνεται – δευτερεύουσας σημασίας ζήτημα  που νομίζω ότι λείπει από το προτεινόμενο κείμενο Συντάγματος. Και αυτό δεν είναι άλλο από την απουσία οποιασδήποτε ρύθμισης αναφορικά με ζητήματα που θέτει η εδώ και 25 χρόνια παρουσία στη χώρα μη Ελλήνων πολιτών που σύμφωνα τουλάχιστον με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής αγγίζουν και μάλλον ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Και για ποιο λόγο θα ρωτούσε κάποιος είναι αναγκαία η πρόβλεψη ειδικών ρυθμίσεων για τους μετανάστες που διαμένουν στην Ελλάδα και εν τοις πράγμασι εντάσσονται στην ελληνική κοινωνία; Δεν επαρκούν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για τα δικαιώματα που κατ` αρχήν διατυπώνονται με τρόπο που καλύπτει κάθε πρόσωπο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο άσκησης αρμοδιοτήτων των ελληνικών αρχών;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι κατά τη γνώμη μου αρνητική. Και είναι αρνητική αντλώντας κυρίως από την εμπειρία του εντελώς πρόσφατου παρελθόντος και της αντιμετώπισης που επεφύλαξε το Συμβούλιο της Επικρατείας σε ορισμένες από τις διατάξεις του ν.3838/2010. Του νόμου δηλαδή που, υπηρετώντας τη λογική της θεσμικής υποβοήθησης της ενταξιακής πορείας των αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα, για πρώτη φορά περιέλαβε ρυθμίσεις διευκόλυνσης της πρόσβασης αλλοδαπών στην ελληνική ιθαγένεια, αλλά και προώθησης της πολιτικής τους συμμετοχής διά της αναγνώρισης του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση α΄ βαθμού. Δεν είναι του παρόντος η ανάλυση ούτε του νόμου που ψηφίστηκε το 2010, ούτε των αποφάσεων του αρμόδιου Τμήματος και της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά ούτε και η συνέχεια που δόθηκε στο ζήτημα με τις ρυθμίσεις του ν.4332/2015 που επιχειρεί εκ νέου να ρυθμίσει την απόκτηση ιθαγένειας από τη δεύτερη γενιά σε μια πιο περιοριστική κατεύθυνση σε σχέση με τις ρυθμίσεις του 2010, ενώ αποφεύγει να θέσει εκ νέου τη συμμετοχή αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές. Εν προκειμένω υπενθυμίζεται απλώς ότι οι μεν ρυθμίσεις του 2010 για την ιθαγένεια της δεύτερης γενιάς κρίθηκαν αντισυνταγματικές με επίκληση των συνταγματικών διατάξεων περί έθνους που κατά την άποψη του Δικαστηρίου περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια ρύθμισης του κοινού νομοθέτη – εν ολίγοις, δηλαδή, οι εν λόγω διατάξεις κρίθηκαν ως αντεθνικές – , ενώ οι ρυθμίσεις για τη συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές κρίθηκαν αντισυνταγματικές με επίκληση της έννοιας της λαϊκής κυριαρχίας και με το σκεπτικό ότι το παρόν Σύνταγμα επιφυλάσσει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εθνικές εκλογές ή εκλογές αυτοδιοίκησης, μόνο στους Έλληνες πολίτες. Ειδικά, μάλιστα, για το ζήτημα της συμμετοχής αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έλαβε καν υπόψη του τις περί του αντιθέτου ερμηνευτικές προσεγγίσεις που εκφράστηκαν κατά την αναθεωρητική διαδικασία από τους βασικούς εισηγητές της ρύθμισης σχετικά με την συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες για την αυτοδιοίκηση που περιέχεται στο παρόν Σύνταγμα, τις ερμηνευτικές δηλαδή προσεγγίσεις του ίδιου του συνταγματικού νομοθέτη.

Με βάση τα παραπάνω, εφόσον δεν περιληφθούν στο μελλοντικό Σύνταγμα της Χώρας ρυθμίσεις τόσο για την ιθαγένεια, όσο και για τα πολιτικά δικαιώματα των αλλοδαπών, το πλαίσιο άσκησης πολιτικής στα ζητήματα αυτά θα παραμείνει δεσμευμένο από την περιοριστική και ανελαστική προσέγγιση της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και αν για τα ζητήματα που αφορούν την πρόσβαση στην ιθαγένεια υπάρχει περιθώριο να ευελπιστεί κανείς ότι μπορεί να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία υπό τις ισχύουσες σήμερα συνταγματικές προβλέψεις και στο πλαίσιο των περιθωρίων που αφήνει η απόφαση που εξέδωσε το 2013 η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, για το ζήτημα της άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων από αλλοδαπούς, όπως η συμμετοχή τους στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, βρισκόμαστε σε αδιέξοδο που δύσκολα θα μπορούσε να αρθεί χωρίς παρέμβαση του συνταγματικού νομοθέτη.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, βεβαίως, ότι όλα αυτά είναι δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα που δεν ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία, η οποία έχει να αντιμετωπίσει άλλα πολύ πιο κρίσιμα θέματα όπως λ.χ. το περιεχόμενο των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μια τέτοια θέση, ωστόσο, θα παραγνώριζε ότι μιλάμε για τη θεσμική μεταχείριση που επιφυλάσσει η Πολιτεία στο 10% του πληθυσμού της Χώρας, σε ανθρώπους που και αυτοί αποτελούν εδώ και χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και έχουν εύλογες προσδοκίες ως προς την πορεία και τη θέση τους στο θεσμικό μας περιβάλλον. Αλλά το ζήτημα δεν είναι σημαντικό μόνο από τη σκοπιά του ενδιαφέροντος για τους αλλοδαπούς, από τη σκοπιά των δικαιωμάτων ή από τη σκοπιά εννοιών όπως «ένταξη» και «κοινωνική συνοχή». Είναι ακόμη σημαντικότερο γιατί αφορά υπαρξιακά πρωτίστως εμάς τους σημερινούς Έλληνες και τους Έλληνες του αύριο. Τους Έλληνες ως πολίτες, ως «Λαού», ως θεμελιώδους συστατικού της Πολιτείας . Συνιστά, επομένως, αντικείμενο που δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει κατ` εξοχήν τον συνταγματικό νομοθέτη, ιδίως ενόψει της εμπειρίας των τελευταίων ετών και της αντιμετώπισης που έτυχε η σχετική παρέμβαση του νομοθέτη το 2010. Είναι, τέλος, ακόμη σημαντικότερο στο βαθμό που προσδιορίζει το πρόσημο της στρατηγικής της χώρας για το μέλλον της, του περιβόητου και πανταχόθεν αναζητούμενου «εθνικού σχεδίου». Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε ζητήματα ένταξης και δικαιωμάτων για τους αλλοδαπούς, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε ζητήματα πρόσβασης στην ελληνική ιθαγένεια, στα πολιτικά δικαιώματα και εν τέλει στην πολιτική κοινότητα των Ελλήνων θα αποτελούσε ένδειξη ότι το νέο αυτό σχέδιο, η νέα στρατηγική δεν εδράζεται σε μια περιεκτική αντίληψη για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, αλλά σε μια αντίληψη αποκλεισμού και περιχαράκωσης, σε μια αντίληψη κλειστής κοινωνίας.

 

 

One thought on “Ιθαγένεια στο προτεινόμενο σχέδιο Συντάγματος: μια παράλειψη με σημασία

  1. Pingback: Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα – A new constitution for Greece: Κείμενα εργασίας | constitutionalism.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

seven + twenty =