Η σχέση των δύο Βουλών στη συνταγματική αναθεώρηση

Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Η ισχύουσα ρύθμιση περί συνταγματικής αναθεώρησης από δύο Βουλές, σε δύο δηλαδή φάσεις με την παρεμβολή εκλογών, δημιουργεί ένα θεμελιώδες ζήτημα που ήδη έχει αρχίσει να απασχολεί την επικαιρότητα: Σε ποιο βαθμό δεσμεύεται η δεύτερη Βουλή από την πρώτη Βουλή; Το άρθρο 110 του Συντάγματος προβλέπει σχετικά ότι με την απόφαση της πρώτης Βουλής «καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν» και ότι η επόμενη Βουλή αποφασίζει «σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις».

Μέχρι το 2003 γινόταν γενικώς δεκτό ότι η πρώτη Βουλή αποφασίζει μόνο για το ποιες συνταγματικές διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν και ότι το περιεχόμενο των νέων διατάξεων το διαμορφώνει η δεύτερη Βουλή, χωρίς να περιορίζεται ως προς τη διατύπωση των νέων διατάξεων από τη βούληση της πρώτης Βουλής. Τότε όμως εκδόθηκε η 11/2003 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), επί τη βάσει της οποίας υποστηρίζεται σήμερα ότι η δεύτερη Βουλή δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις της πρώτης Βουλής. Με βάση το σκεπτικό αυτό, εάν λ.χ. η πρώτη Βουλή αποφασίσει την αναθεώρηση του άρθρου 101Α προς την κατεύθυνση της μείωσης της απαιτούμενης πλειοψηφίας στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για την επιλογή των μελών των Ανεξαρτήτων Διοικητικών Αρχών, τότε δεν θα μπορεί η δεύτερη Βουλή να αναθεωρήσει το ίδιο άρθρο αναθέτοντας την επιλογή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η άποψη αυτή περί δέσμευσης της δεύτερης από την πρώτη Βουλή δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει δεκτή. Καταρχάς, μία τέτοια δέσμευση δεν προκύπτει ούτε από το συνταγματικό κείμενο, αλλά ούτε και από την ΑΕΔ 11/2003. Η απόφαση αυτή απλώς δέχθηκε, παρεμπιπτόντως και χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, ότι γενικώς τα δικαστήρια ελέγχουν την  τήρηση της κατά το Σύνταγμα αναθεωρητικής διαδικασίας. Απέρριψε όμως τον ισχυρισμό ότι η δεύτερη Βουλή (του 2000) δεν τήρησε τις κατευθύνσεις της πρώτης Βουλής (του 1996) ως προς το θέμα του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών «προεχόντως» επειδή στην απόφαση της πρώτης Βουλής οι αναθεωρητέες διατάξεις καθορίστηκαν «μόνον αριθμητικά χωρίς οποιοδήποτε λεκτικό περιορισμό». Η λέξη «προεχόντως» σημαίνει ότι ο ίδιος ισχυρισμός θα μπορούσε ενδεχομένως να απορριφθεί από το ΑΕΔ και για άλλο λόγο. Έτσι, το Δικαστήριο δεν έλαβε σαφή θέση ως προς το εάν η δεύτερη Βουλή θα δεσμευόταν εάν υπήρχαν λεκτικές διατυπώσεις της πρώτης Βουλής του τύπου «να αναθεωρηθεί το άρθρο τάδε προς την κατεύθυνση τάδε».

Η  άποψη ότι η πρώτη Βουλή δεσμεύει με τις κατευθύνσεις της τη δεύτερη Βουλή και ότι στις ψηφοφορίες στην πρώτη Βουλή θα πρέπει να έχουμε λεκτικές διατυπώσεις, αντιμετωπίζει πολύ σημαντικές πρακτικές δυσχέρειες. Με δεδομένο ότι απαιτείται στην πρώτη Βουλή πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών, ανακύπτει το ερώτημα τι θα συμβεί λ.χ. στην περίπτωση που 120 βουλευτές ψηφίσουν για την αναθεώρηση μιας συνταγματικής διάταξης προς μια κατεύθυνση και 130 βουλευτές ψηφίσουν την αναθεώρηση της ίδιας διάταξης αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα μπορούμε τότε να προχωρήσουμε στη δεύτερη φάση της διαδικασίας αναθεώρησης ή όχι;

Άλλος όμως είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η δεύτερη Βουλή δεν μπορεί να δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις της πρώτης Βουλής. Ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Βουλής μεσολαβούν εκλογές, δηλαδή ο λαός, και κανένας δεν μπορεί να στερήσει από τον λαό τη δυνατότητα να επιδοκιμάσει ή να αποδοκιμάσει τις συγκεκριμένες προτάσεις της πρώτης Βουλής. Αυτό είναι άλλωστε και το νόημα της παρεμβολής του εκλογικού σώματος μεταξύ των δύο Βουλών.

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 24-11-2018