Η βουλευτική ασυλία στις προτάσεις αναθεώρησης 2006-2017
Επιμέλεια: Aναστάσιος Παυλόπουλος, Υπ.Διδ. Νομική Σχολή ΑΠΘ, Ασπασία Θεοχάρη, ΜΔΕ Νομική Σχολή ΑΠΘ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η κατοχύρωση και λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος, ως σύγχρονης πολιτειακής μορφής, στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: στον αντιπροσωπευόμενο (= λαός), που στο πολίτευμα της σύγχρονης Δημοκρατίας είναι και ο φορέας της κρατικής κυριαρχίας και στον αντιπρόσωπο (= βουλευτής), ο οποίος ασκεί την κρατική εξουσία. Η σχέση μεταξύ των δύο αυτών πόλων του αντιπροσωπευτικού συστήματος εκφράζεται μέσα από τις δύο βασικές θεωρητικές εκδοχές, που εξειδικεύουν το περιεχόμενο του: την ελεύθερη και την επιτακτική εντολή. Ο πυρήνας της ελεύθερης εντολής, η οποία νοηματοδοτεί την αντιπροσωπευτική αρχή στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, συνίσταται στην άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων με πλήρη ελευθερία γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Ο βουλευτής, εν αντιθέσει με το καθεστώς της επιτακτικής εντολής, δεν δεσμεύεται από υποδείξεις των ψηφοφόρων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ούτε μπορεί να παυθεί από αυτούς κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας. Καθώς, όμως, η άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων πραγματοποιείται σε ένα συγκρουσιακό, κοινωνικά και πολιτικά, περιβάλλον, εντός του οποίου αναπτύσσονται κάθε είδους πιέσεις προς τους βουλευτές, ώστε να δράσουν ευνοϊκά ή εχθρικά προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, παρίσταται αναγκαία η περαιτέρω διασφάλιση του βουλευτή, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ελεύθερη εντολή να μην καταστεί «γράμμα κενό περιεχομένου».
Την λειτουργία αυτή επιτελεί ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας, ο οποίος έχει ως σκοπό την διασφάλιση του βουλευτή ως θεσμού και όχι ως προσώπου, προκειμένου να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα του ανεπηρέαστος από οποιασδήποτε φύσεως περισπασμούς, που θα απέβλεπαν στην χειραγώγηση του φρονήματός του.
Ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας εμφανίζεται ιστορικά στα συνταγματικά κείμενα του ύστερου μεσαίωνα και ιδίως κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και το πρώτο μισό του εικοστού, όταν επικρατούσαν καθεστώτα αστυνομικού κράτους, μοναρχιών και δικτατοριών. Έκδηλη ήταν τότε η δυσπιστία απέναντι στους δικαστές, οι οποίοι διορίζονταν από τον μονάρχη, χωρίς δικαιοκρατικές διαδικασίες. Έτσι η ασυλία του ανεύθυνου για πρώτη φορά απαντάται στο Bill of Rights του 1968 (άρθρο 9: «That the freedom of speech and debates or proceedings in Parliament ought not to be impeached or questioned in any court or place out of Parliament»), ενώ ακολούθως κατοχυρώνεται στο αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 (άρθρο 6 § 2: «for any Speech or Debate in either House, they shall not be questioned in any other Place») και στο γαλλικό Σύνταγμα του 1791 (: άρθρο 7, τμ.V: «Les représentants de la Nation sont inviolables : ils ne pourront être recherchés, accusés ni jugés en aucun temps pour ce qu’ils auront dit, écrit ou fait dans l’exercice de leurs fonctions de représentants»). Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι η ασυλία του ακαταδίωκτου είναι χρονικά μεταγενέστερη και απαντάται για πρώτη φορά στο άρθρο 8 τμ.V του γαλλικού συντάγματος του 1791 (: «Ils pourront, pour faits criminels, être saisis en flagrant délit, ou en vertu d’un mandat d’arrêt ; mais il en sera donné avis, sans délai, au Corps législatif ; et la poursuite ne pourra être continuée qu’après que le Corps législatif aura décidé qu’il y a lieu à accusation»).
Κατά τη διαλεκτική πορεία της ιστορικής διαδικασίας, η ιστορική ratio της συνταγματικής κατοχύρωσης της ασυλίας έχει εν μέρει αλλοιωθεί, καθώς δεν δικαιολογείται εισέτι η δυσπιστία του συντακτικού νομοθέτη απέναντι στους δικαστές, μήπως δεν παραμείνουν ουδέτεροι σε περιπτώσεις ακραίας πολιτικής αντιδικίας. Στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα, τα οποία διαπνέονται από την θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, η δικαστική λειτουργία αποτελούσα ιδιαίτερη κρατική λειτουργία, απολαμβάνει εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, τόσο ως προς την επιλογή και το διορισμό των δικαστικών λειτουργών όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτοί ασκούν τα καθήκοντα τους. Και περαιτέρω -και τούτο αρμόζει να επιτονιστεί για τις ανάγκες της παρουσίασης που ακολουθεί- καθώς οι διαδικαστικοί τύποι του πολιτεύματος τηρούνται, οι βουλευτές όχι μόνο δεν κινδυνεύουν από μεθοδευμένες διώξεις, αλλά απεναντίας συχνά καταχρώνται τη θεσμική εγγύηση της βουλευτικής ασυλίας, ώστε να διαφύγουν των ευθυνών τους έναντι της τηρήσεως του νόμου.
Το φαινόμενο αυτό, μάλιστα, φαίνεται να είναι τόσο γενικευμένο, που έχει ανοίξει και τον επιστημονικό διάλογο για την αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, ώστε οι περί βουλευτικής ασυλίας διατάξεις να μην γίνονται, πλέον, αντικείμενο κατάχρησης. Με άλλα λόγια, αναδύεται η ανάγκη προσαρμογής του κειμένου του Συντάγματος στις νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, μέσω της οδού της συνταγματικής αναθεώρησης.
Η κατεύθυνση της αναθεώρησης που προτείνεται, όπως στη συνέχεια γίνεται φανερό, αφορά, πρώτον, τον περιορισμό του πεδίου αναφοράς της ασυλίας του ακαταδίωκτου: Οι προτάσεις προάγουν την ιδέα να καλύπτονται ρητά από την ασυλία, μόνο οι πράξεις που σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Δεύτερον, αφορά τους διαδικαστικούς τύπους της παρεχόμενης προστασίας: προτείνεται, κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, να ενεργοποιείται με απόφαση της βουλής, όχι η άρση της προστασίας (μέσω της παροχής άδειας από τη βουλή για την εξακολούθηση της δίωξης), αλλά η χορήγηση της προστασίας. Με διαφορετική διατύπωση, προτείνεται η αντιστροφή του σχήματος κανόνα-εξαίρεσης: ενώ ο κανόνας σήμερα είναι να καλύπτεται από την ασυλία ο βουλευτής και αυτή κατ’ εξαίρεση να αίρεται από την βουλή, προτείνεται ο κανόνας να είναι η υπαγωγή του βουλευτή στο ισχύον καθεστώς της ποινικής διαδικασίας, ενώ κατ’ εξαίρεση να εξαιρείται από αυτήν, με απόφαση της βουλής.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ήδη είχε συντελεστεί μία ερμηνευτική προσαρμογή του Συντάγματος, προς την κατεύθυνση του περιορισμού του πεδίου αναφοράς της ασυλίας, διά της ερμηνευτικής οδού, λόγω της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ: Το δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής του προσφεύγοντα για να υπερασπιστεί την τιμή του συνιστά άσκηση δικαιώματος αστικής φύσης, κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ και ότι το δικαίωμα αυτό τότε μόνο επιτρέπεται να περιορίζεται, όταν ο περιορισμός υπηρετεί θεμιτό σκοπό και σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, κάτι που, πράγματι συντρέχει στις περιπτώσεις που το συνταγματικό εμπόδιο προσφυγής στα δικαστήρια υπηρετεί τον θεμιτό και υπέρτερο σκοπό της ελεύθερης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης και της διάκρισης των εξουσιών. Έτσι σε μία απόφαση αρχής χαρακτηριστικά νομολόγησε ότι «δεν δικαιολογείται η άρνηση πρόσβασης σε δικαστήριο, με μοναδική δικαιολογία το ενδεχόμενο ότι αυτή η διαμάχη θα μπορούσε να είναι πολιτικής φύσεως ή να συνδέεται με πολιτική δραστηριότητα […]. Σε αντίθετη περίπτωση, θα περιοριζόταν ανεπίτρεπτα, και κατα παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο των ιδιωτών, οι οποίοι συκοφαντήθηκαν από μέλη του Κοινοβουλίου» [Υπόθεση Cordova, απόφαση της 30 Ιανουαρίου 2003].
ΙΙ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Προτάσεις ΠΑΣΟΚ (08.06.2006)
Δεν περιλαμβάνεται σχετική πρόταση Προτείνεται μόνο η μείωση του ορίου του εκλέγεσθαι στα 21 έτη.
Προτάσεις Ν.Δ. (11.05.2006)
Η βουλή μπορεί να αρνηθεί την άρση της βουλευτικής ασυλίας, μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή ζητείται για πολιτικούς λόγους, ώστε να μην υποθάλπεται η ατιμωρησία των βουλευτών ούτε να προσφέρεται η αυλία ως ασπίδα για την συλλήβδην αποφυγή της δικαστικής του δίωξης
Προτάσεις Ν.Δ. (02.12.2014)
β) Κατά δεύτερο λόγο των εξής άρθρων, τα οποία αφορούν τα καθήκοντα και δικαιώματα των Βουλευτών, καθώς και την οργάνωση και λειτουργία της Βουλής κατά την άσκηση των νομοθετικών της αρμοδιοτήτων και του κοινοβουλευτικού ελέγχου:
β1) Του άρθρου 62, το οποίο καθιερώνει τον θεσμό της βουλευτικής ασυλίας. Η διάταξη αυτή συνδέεται στενά με την διάταξη του άρθρου 61, η οποία θεσπίζει το ανεύθυνο των Βουλευτών για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων. Οι δύο αυτές διατάξεις δημιουργούν ένα πλέγμα προστασίας του Βουλευτή, ώστε ν’ ασκεί ελεύθερα κι ανεμπόδιστα το λειτούργημά του, ανεπηρέαστος από καταχρηστικές απειλές και διώξεις, οι οποίες συχνά υποκρύπτουν πολιτικά κίνητρα ή γίνονται αβασάνιστα ή είναι προφανώς αστήρικτες. Ενώ, όμως, η διάταξη του άρθρου 61 είναι πλήρως δικαιολογημένη, καθώς είναι συνυφασμένη με την άσκηση των καθηκόντων του Βουλευτή, το άρθρο 62 εισάγει μια προνομιακή, σε σχέση με τους λοιπούς πολίτες, αντιμετώπιση του Βουλευτή, και μάλιστα για αδικήματα που δεν συνδέονται ευθέως με την βουλευτική ιδιότητα. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει ένα υπέρμετρα ευρύ κι αδικαιολόγητα ευνοϊκό καθεστώς ασυλίας για τους Βουλευτές κατά την διάρκεια της θητείας τους –ακόμη και προκειμένου για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου- η οποία δεν συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα ούτε με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων. Παράλληλα, απαξιώνει το βουλευτικό αξίωμα στα μάτια των πολιτών, δημιουργώντας σκιές κι εντυπώσεις εξυπηρέτησης συντεχνιακών συμφερόντων. Για όλους αυτούς τους λόγους προτείνουμε την αναθεώρηση του άρθρου 62, προκειμένου να προβλεφθεί ρητώς ότι η Βουλή μπορεί ν’ αρνηθεί την άρση της βουλευτικής ασυλίας μόνον εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή ζητείται για πολιτικούς λόγους, ιδίως δε για λόγους σχετικούς με την εν γένει κοινοβουλευτική δράση του Βουλευτή. Ώστε να μην υποθάλπεται η ατιμωρησία των Βουλευτών ούτε να προσφέρεται η ασυλία ως ασπίδα για την συλλήβδην αποφυγή της δικαστικής τους δίωξης. Αυτή, άλλωστε, η αντιμετώπιση επιβάλλεται και στο πλαίσιο σεβασμού του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 20 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο πολίτης που θεωρεί ότι θίγεται από την συμπεριφορά ενός Βουλευτή και ζητά δικαστική προστασία προσκρούει στην άρνηση της Βουλής να χορηγήσει την σχετική άδεια, προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματός του γι’ αποτελεσματική δικαστική προστασία. Επισημαίνεται και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο, σε παρόμοια περίπτωση, έχει καταδικάσει κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και την Ελλάδα. Μια πιο ριζοσπαστική –και, μάλλον, περισσότερο σύμφωνη με το πνεύμα των αρχών που προεκτέθηκαν ως προς το βουλευτικό αξίωμα- αναθεωρητική παρέμβαση στο άρθρο 62 είναι εκείνη, κατά την οποίαν η Βουλή επιλαμβάνεται του θέματος της άρσης ή μη της ασυλίας Βουλευτή μόνον εφόσον εκείνος το ζητήσει –με σχετική αίτηση στη Βουλή για χορήγηση ασυλίας- μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία. Ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση η δίωξη του Βουλευτή εξελίσσεται χωρίς καμία, απολύτως, παρέμβαση της Βουλής. Διευκρινίζεται ότι η πρότασή μας προκρίνει αυτήν ακριβώς την μορφή αναθεώρησης του άρθρου 62.
Προτάσεις Νέας Δημοκρατίας (02.06.2016)
- Η δραστική περιστολή της δικαστικής προστασίας πολιτικών προσώπων με την αφαίρεση δικαστικών αρμοδιοτήτων από τη Βουλή και την κατάργηση του άρθρου 86 περί ευθύνης Υπουργών. Επίσης, η βουλευτική ασυλία καλύπτει μόνο πολιτική δραστηριότητα των βουλευτών.
Προτάσεις Ανεξαρτήτων Ελλήνων (21.06.2016)
Δε περιλαμβάνεται πρόταση για την ασυλία, παρά μόνο για την καθιέρωση ανωτάτου ορίου βουλευτικής θητείας.
Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας (απόσπασμα ομιλίας στις 25.07.2016)
«Ενίσχυση, όμως, του Κράτους Δικαίου σημαίνει και απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της ισότητας μεταξύ των πολιτών.
Σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ρυθμίσεις που έχουν μετατρέψει Υπουργούς και Βουλευτές σε κάστα που απολαμβάνει ειδικά προνόμια και λειτουργεί ανεξέλεγκτα.
Είναι λοιπόν κάτι περισσότερο από αναγκαίο να καταργηθεί το ακατανόητο προνόμιο της ασυλίας και οι Βουλευτές να αντιμετωπίζονται ποινικά, όπως κάθε πολίτης, με την πιθανή, ενδεχομένως, εξαίρεση για αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως μελών της εθνικής αντιπροσωπείας».
Προτάσεις της Περιφέρειας Αττικής ( 02.11.2016 )
Δεν περιλαμβάνεται ιδιαίτερη πρόταση για τη βουλευτική ασυλία. Αφορά ιδίως θέματα αποκέντρωσης και τοπικής αυτοδιοίκησης.
Επίσης, στο ερωτηματολόγιο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, η σχετική ερώτηση που καλείται να απαντήσει ο πολίτης που συμμετέχει στη διαδικασία, είναι η εξής:
7) Οι βουλευτές θα πρέπει να διώκονται ποινικά: άρθρο 62
α. Μόνο με την άδεια της Βουλής για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη
β. Με την άδεια της Βουλής μόνο για πολιτικά εγκλήματα
γ. Χωρίς την άδεια της Βουλής για όλες τις αξιόποινες πράξεις τους
δ. Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ
III. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Περίοδος: ΙΒ, Σύνοδος: Α΄, Συνεδρίαση: Ε΄ 27/02/2008
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΒ’ – ΣΥΝΟΔΟΣ Α’ – ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Ε΄ -* Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008
Ο γενικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας κ. Παναγιωτόπουλος
Τώρα, επειδή ο χρόνος δεν επαρκεί, θα πω και δυο-τρία λόγια για το άρθρο 62, για το οποίο επίσης γίνεται αρκετός λόγος. Γιατί χρειάζεται η βουλευτική ασυλία; Ακούγονται πολλά, ότι οι Βουλευτές έχουν το ακαταδίωκτο κ.λπ.. Και ξέρετε, κάπου κάπου βολεύει και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ποιος φταίει για όλα; Οι Βουλευτές, οι τρισκατάρατοι Βουλευτές φταίνε για όλα.
Κάποια στιγμή πρέπει να συζητήσουμε και για το ρόλο του Βουλευτή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα σήμερα. Ποια είναι η πραγματική εξουσία της Βουλής; Πώς πρέπει να ισορροπεί ο Βουλευτής μεταξύ του δικαιώματος να εκφράζει την άποψή του κατά συνείδηση, που του το κατοχυρώνει το Σύνταγμα, και της ανάγκης βεβαίως –γιατί πρέπει να ισορροπεί- να συναποτελεί μέρος του συνεκτικού ιστού ενός πολιτικού κόμματος, διότι μέσω των πολιτικών κομμάτων πραγματώνεται η λαϊκή κυριαρχία; Πώς, λοιπόν, πρέπει να ισορροπεί ο Βουλευτής;
Ο Βουλευτής έχει υποχρεώσεις. Βεβαίως έχει υποχρεώσεις, βαρύτατες. Δεν έχει όμως και δικαιώματα; Πώς θα μπορεί ο Βουλευτής να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις του, όταν δεν μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του με αποτελεσματικότητα και όταν δεν του αναγνωρίζονται τα δικαιώματα που πρέπει να έχει;
Δεν θέλω να μιλήσω από κυβέρνηση σε κυβέρνηση για την ανάγκη αρκετών συναδέλφων να περιμένουν στον προθάλαμο όχι Υπουργών, γιατί οι Υπουργοί έχουν την ευαισθησία, γιατί προέρχονται από το Εθνικό Κοινοβούλιο, υφίστανται την βάσανο της ψήφου του ελληνικού λαού και της κριτικής.
Πόσες φορές όμως δεν έχω ακούσει για συναδέλφους, οι οποίοι υποχρεούνται να περιμένουν στον προθάλαμο ή στο γραφείο της γραμματέως του οποιουδήποτε ημιμαθούς ή ανεγκέφαλου κρατικού αξιωματούχου, ο οποίος δεν βγαίνει με την ψήφο και είναι διορισθείς στη θέση του και στο αξίωμά του;
Λοιπόν, η βουλευτική ασυλία, εάν υπάρχει ως θεσμός –να το ξεκαθαρίσουμε- υπάρχει όχι για να είναι επ’ ωφελεία του Βουλευτού, υπάρχει για να είναι επ’ ωφελεία του πολίτη, τον οποίο εκπροσωπεί ο Βουλευτής, για να μπορεί ο Βουλευτής να εκπροσωπεί τον πολίτη με τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάνουν τα αιτήματά του στην Αίθουσα του Εθνικού Κοινοβουλίου. Η βουλευτική ασυλία είναι υπέρ του πολίτη, είναι υπέρ του συστήματος αντιπροσώπευσης και όχι προνόμιο του Βουλευτή. Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό προς κάθε κατεύθυνση.
Είναι αλήθεια όμως ότι τα τελευταία χρόνια η κοινή γνώμη εισέπραξε από διάφορες εκδηλώσεις του Εθνικού Κοινοβουλίου μια αρνητική εικόνα. Δηλαδή, για αρκετά χρόνια είχε εμπεδωθεί μία κακή πρακτική, ότι δεν αίρεται η βουλευτική ασυλία για τον οιονδήποτε και για οποιαδήποτε κατηγορία. Αυτή η εικόνα ήταν απαράδεκτη και πρέπει να έχουμε το θάρρος να το παραδεχτούμε. Και είναι σημαντικό ότι σε επίπεδο πρακτικής τα τελευταία χρόνια αυτή η εικόνα άλλαξε και άλλαξε άρδην.
Τι λέμε, λοιπόν, εμείς εδώ; Ότι δεν μπορεί να νοείται βουλευτική ασυλία, εάν η πράξη για την οποία κατηγορείσαι δεν έχει καμμία σχέση με την άσκηση της πολιτικής σου δραστηριότητας. Τελεία και παύλα. Εάν όμως έχει σχέση με την άσκηση της πολιτικής σου δραστηριότητας, η βουλευτική ασυλία πρέπει να παρέχεται.
Προτείνουμε και μία διαδικασία, για την οποία ξέρω ότι θα υπάρχουν συζητήσεις και θα τις ακούσω. Ξέρετε ότι συμμετέχω κι εγώ στον σχετικό προβληματισμό, αλλά δεν παύω να στηρίζω την πρότασή μας, γιατί θεωρώ υπό τις παρούσες συνθήκες ότι είναι μία πρόταση, που προωθεί την κοινή υπόθεση του πολιτικού κόσμου της χώρας, δηλαδή την αναβάθμιση της εικόνας της πολιτικής στην Ελλάδα την προωθεί προς τα εμπρός.
Α. Κανταρτζής εκ μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Για την αναθεώρηση του άρθρου 62, για τη βουλευτική ασυλία. Δεν θέλω να κάνω ιστορική αναφορά στο παρελθόν. Είναι γνωστό για ποιους λόγους καθιερώθηκε η βουλευτική ασυλία. Καθιερώθηκε, για να προστατευθεί η ελεύθερη πολιτική δραστηριότητα, η ελεύθερη άσκηση των καθηκόντων των Βουλευτών και των κομμάτων. Έγινε πολύ συζήτηση τα προηγούμενα χρόνια, όσον αφορά την ασυλία με πολλές και διάφορες αφορμές. Και καταλήξαμε στη γνωστή ομόφωνη τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, πριν από μία πενταετία, όπου δόθηκε και η ερμηνεία για ποιες πολιτικές δραστηριότητες μιλάμε. Νομίζω ότι αυτή η διάταξη είναι επαρκής. Δεν χρειάζεται αναθεώρηση, στο σχετικό άρθρο του Συντάγματος. Ο θεσμός της ασυλίας, επαναλαμβάνω, δόθηκε για να προστατευθεί η πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή και του κάθε κόμματος και είναι γνωστό και από προηγούμενες δεκαετίες, πως χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι τρόποι, για να παρεμποδιστεί αυτή η δραστηριότητα. Για παράδειγμα, το κόμμα μας σε προηγούμενες δεκαετίες που υπήρχε καθεστώς διώξεων, αναγκαζόταν για να προστατεύσει κεντρικά στελέχη την ελεύθερη έκδοση εφημερίδας ή άλλων εντύπων, τους επικεφαλείς αυτών των τμημάτων, να τους στέλνει στη Βουλή να εκλέγονται Βουλευτές, για να μπορεί, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να συνεχίζεται απρόσκοπτα η ελεύθερη δραστηριότητα του κόμματος.
Αν πάμε τώρα να περιορίσουμε το ποια είναι η «πολιτική δραστηριότητα», η διατύπωση η οποία προτείνεται περιορίζει κατά πολύ το τι εννοούμε ως «πολιτική δραστηριότητα». Πολλές φορές δεν φαίνεται πίσω από τη δίωξη, αν υποκρύπτεται η πολιτική δίωξη για πολιτική δράση, ή όχι. Εγώ να σας θυμίσω μερικά απλά παραδείγματα. Όταν για παράδειγμα οι συνδικαλιστές παραπέμπονταν για τη συμμετοχή τους στα αγροτικά μπλόκα, δεν παραπέμπονταν με κάποιο άρθρο, για να φαίνεται η πολιτική δίωξη. Για παρεμπόδιση κυκλοφορίας παραπέμπονταν. Ή όταν εν πάση περιπτώσει μπορεί να ασκούνται συστηματικά μηνύσεις και δεν αναφέρομαι μόνο στις μηνύσεις σε βάρος ενός Βουλευτή, που αρχίζει το όριο της πολιτικής δραστηριότητας και που μπορεί να υποκρύπτονται άλλου είδους επιδιώξεις.
Νομίζω ότι η αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής είναι επαρκής. Δεν πρέπει να πάμε σε ερμηνείες οι οποίες μπορεί να στενέψουν αυτές τις έννοιες και συνεπώς να περιορίσουν ακόμη περισσότερο ή με άλλα λόγια να ανοίξουν το δρόμο, να διευκολύνουν διώξεις Βουλευτών, παρ’ όλο ότι οι διώξεις αυτές συνδέονται με την ευρύτερη πολιτική τους δραστηριότητα. Είμαστε αντίθετοι στην αναθεώρηση του άρθρου 62, όπως επίσης και στο εκλογοδικείο, για το λόγο ότι είμαστε αντίθετοι στο συνταγματικό δικαστήριο. Ας παραμείνει η εκδίκαση του κύρους στο εκλογοδικείο, όπως γίνεται μέχρι σήμερα.
Φ. Κουβέλης εκ μέρους του Συνασπισμού
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 62, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επίσης δεν χρειάζεται, αναφορικά με τη βουλευτική ασυλία, καμιά αναθεώρηση της σχετικής διάταξης. Έχει επάρκεια η διάταξη. Απλώς, το ζήτημα της ορθής εφαρμογής της τίθεται. Και είναι ακριβές αυτό το οποίο ακούστηκε, ότι τα τελευταία χρόνια, πράγματι, η Βουλή έχει περιορίσει τη μη άρση μόνο για πράξεις οι οποίες αφορούν την πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή, για τον οποίο ζητείται η άρση της ασυλίας του ή και για περιπτώσεις που υπάρχει επιλογή προσβολής της βουλευτικής ιδιότητας του Βουλευτή.
Νομίζω ότι μπορεί να μείνει ως έχει. Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Θα σας έλεγα, όμως, συναφώς ότι υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο έχει προκύψει με ένταση ιδιαίτερα την τελευταία τετραετία. Πράξεις οι οποίες καλύπτονται από τη βουλευτική ασυλία οδηγούνται να κριθούν στα δικαστήρια, όχι στα ποινικά, αλλά στα πολιτικά δικαστήρια, τα λεγόμενα αστικά, όπως τα λέει ο κόσμος, με τη γνωστή μέθοδο και διαδικασία της αστικής αδικοπραξίας. Και εδώ νομίζω, κυρία Πρόεδρε, ότι υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, διότι σχετικοποιείται η ασυλία του Βουλευτή, όταν συντρέχουν λόγοι να υπάρχει ασυλία, από την ώρα που υπάρχει η δυνατότητα να προσφύγει κάποιος εναντίον του Βουλευτή για πράξη η οποία εκρίθη ότι καλύπτεται, επαναλαμβάνω, από τη βουλευτική ασυλία, στα πολιτικά δικαστήρια και να ζητήσει την καταδίκη του σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο και πολλές φορές δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Αλλά και αυτό νομίζω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας και δεν χρειάζεται καμμιά αναθεώρηση του άρθρου 62.
Α. Πλεύρης εκ μέρους ΛΑΟΣ
Τέλος, θα αναφερθώ στην ασυλία. Η ασυλία αυτήν τη στιγμή –ειπώθηκε και από τις άλλες πλευρές- δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προνόμιο του Βουλευτή. Είναι ουσιαστικά μία βασική προϋπόθεση, ώστε το Κοινοβούλιο να λειτουργεί ορθώς, ο Βουλευτής να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του ως Βουλευτού και αντίστοιχα το Κοινοβούλιο, να έχει μία εύρυθμη λειτουργία και να μην υπάρχουν προβλήματα από συνεχείς διώξεις Βουλευτών.
Υπ’ αυτήν την έννοια, εμείς πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να υπήρχε η σύνδεση του Βουλευτή με τη δραστηριότητά του ως Βουλευτού και παράλληλα και με τυχόν άλλες ατυχείς σκόπιμες πολιτικές διώξεις, δηλαδή μηνύσεις που γίνονται και έχουν ως μοναδικό στόχο να πλήξουν το Βουλευτή.
Ο Κανονισμός της Βουλής, πράγματι, έχει δώσει μία τέτοια ερμηνεία, σαν αυτή που ήρθε σήμερα στην αναθεωρητέα αυτή διάταξη. Θα μπορούσε όμως κάποιος να πει σε θεωρητικό επίπεδο το εξής: Μήπως αυτήν τη στιγμή, όπως είναι ο Κανονισμός, δεν ερμηνεύει απόλυτα το Σύνταγμα; Κατά την άποψή μου, αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί, γιατί αν κάποιος διαβάσει το άρθρο 62, θα πει «για ποιο λόγο εγώ πρέπει να πάρω απόφαση μέσα στο Κοινοβούλιο, με το αν μία δίωξη είναι πολιτικής φύσεως ή δεν είναι;».
Συνεπώς νομίζουμε ότι χρήζει συνταγματικής αναθεώρησης η συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου, πράγματι, η άρνηση άρσης ασυλίας σε Βουλευτές, να είναι μόνο σε περιπτώσεις που είναι άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων ή προφανώς πρόκειται για διώξεις, που έχουν ως σκοπό να εξοντώσουν πολιτικά το Βουλευτή.
Εμείς ελέγχουμε και μία άλλη παράμετρο, την οποία θα ήθελα να δει με προσοχή ειδικά η Πλειοψηφία, που ουσιαστικά αυτή προκαλεί τη συγκεκριμένη αναθεώρηση. Μήπως είμαστε πλέον σε μια εποχή, που θα έπρεπε να μην αναφερόμαστε στις ποινικές διώξεις που έχουν ασκηθεί, πριν κάποιος ανακηρυχθεί Βουλευτής;
Για ποιο λόγο πρέπει να προστατεύουμε κάποιον –δεν σας λέω για μήνυση που έχει υποβληθεί ή έκκληση- όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη πριν αποκτήσει τη βουλευτική ιδιότητα; Για ποιο λόγο πρέπει η Βουλή, να προστατεύει το συγκεκριμένο πρόσωπο; Διότι προφανώς, από τη στιγμή που η ποινική δίωξη ασκήθηκε πριν αποκτήσει τη βουλευτική ιδιότητα, είχε τα ίδια ακριβώς δικαιώματα με τον απλό πολίτη.
Δεν υπήρχε κάποιος λόγος προστασίας της δραστηριότητας του Βουλευτή και οπωσδήποτε δεν τίθεται θέμα και εύρυθμης λειτουργίας του Κοινοβουλίου. Είναι προφανώς για πράξεις, που τελέστηκαν πριν ανακηρυχθεί Βουλευτής.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα έπρεπε να το δούμε με μια προσοχή. Πραγματικά για τις περιπτώσεις που έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις σε κάποιον, πριν γίνει Βουλευτής, δεν θα έπρεπε να υπήρχε αυτή η ευεργετική διάταξη δημοσίας φύσεως, διότι δεν είναι προς το συμφέρον του Βουλευτή, αλλά προς το συμφέρον του Κοινοβουλίου και της λειτουργίας του.
Ν.-Γ. Δένδιας εκ μέρους της Ν.Δ.
Ας πάμε τώρα στο άρθρο 62. Πάλι θα μου πει ο κ. Κανταρτζής, «άφησέ το τώρα, δεν πειράζει, έχει εκδοθεί απόφαση». Θα συμφωνήσω σε μεγάλο βαθμό, κατ’ αρχάς με το σκεπτικό όσων προηγουμένως μίλησαν και σαφέστατα τοποθετήθηκαν υπέρ της βουλευτικής ασυλίας ως θεσμού, ο οποίος δεν προστατεύει το Βουλευτή ως φυσικό πρόσωπο, αλλά τη λαϊκή κυριαρχία. Άλλωστε η ιστορία της βουλευτικής ασυλίας, είναι γνωστή πως ξεκίνησε, γιατί υπάρχει. Υπάρχει για να προασπίσει τους εκπροσώπους του λαού από την αυθαιρεσία του μονάρχη. Αυτή είναι η ιστορία, πίσω από αυτό το συγκεκριμένο άρθρο.
Θα μου επιτρέψετε πάντως να πω, ότι κι εδώ η προσπάθεια που γίνεται από τη Νέα Δημοκρατία, γίνεται για να αντιμετωπιστεί ένα αίτημα της κοινωνίας, να αντιμετωπιστεί η αντίληψη ότι οι Βουλευτές ως φορείς εξουσίας, δικαιούνται και να αυθαιρετούν. Βεβαίως, εμείς ξέρουμε εδώ –και όσοι ασχολούνται, το ξέρουν- ότι αυτό δεν είναι πραγματικό πρόβλημα.
Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να πω το εξής: Ας κοιτάξει κάποιος με ψυχραιμία τις τρεις εξουσίες, τη θεωρητικά κορυφαία νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Και ανοίγω παρένθεση, για να πω ότι η ύπαρξη τριών εξουσιών, δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι αυτές οι τρεις εξουσίες είναι και ισότιμες. Με κανένα τρόπο. Είναι διακεκριμένες, αλλά όχι ισότιμες. Είναι προφανές ότι η νομοθετική εξουσία είναι στην κορυφή. Αυτό βεβαίως ξέρουμε καλά όλοι σ’ αυτήν την Αίθουσα ότι στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Έχουμε οδηγηθεί, πέρα από κυβερνήσεις και κόμματα, σε μία συνολική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος.
Αυτό το οποίο, λοιπόν, έχει έννοια -και δεδομένου ότι εσείς δηλώσατε ότι δεν θα ψηφίσετε οποιαδήποτε τροποποίηση του άρθρου 62 και άρα θεωρώ ότι δεν υπάρχει έννοια συζητήσεως επί του συγκεκριμένου κειμένου επί μακρόν- και ίσως θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο, είναι να δούμε με καθαρό μάτι, το πως έχουν αλλάξει οι συνθήκες λειτουργίας του πολιτεύματος, το πως δεν επιτυγχάνεται πλέον η διάκριση των εξουσιών, πως δεν επιτυγχάνεται πλέον ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας από τη νομοθετική.
Στο πλαίσιο αυτό, νομίζω ότι η πρόταση την οποία κατέθεσε ο συνάδελφος κ. Κεφαλογιάννης, είναι μία πρόταση, η οποία εκφράζει βαθύτατα αυτήν την αγωνία. Η σύμμειξη αυτή, η οποία υπάρχει αυτήν τη στιγμή, λειτουργεί, δυστυχώς, σαν αστοχία, σαν αδυναμία ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας από τη νομοθετική. Αυτό είναι κάτι, το οποίο πρέπει να το δούμε ξεκάθαρα και να κρίνουμε αν πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ή όχι.
Κ. Γκιουλέκας εκ μέρους της Ν.Δ.
Και κλείνω, κυρία Πρόεδρε, γρήγορα με το άρθρο 62, για τη βουλευτική ασυλία. Επαναλαμβάνοντας ότι ζούμε σε μια εποχή που θέλει το Βουλευτή και να είναι, αλλά και να αποδεικνύει καθημερινά ότι είναι έντιμος, μ’ αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι δεν έχει καμμία θέση η βουλευτική ασυλία για ζητήματα, τα οποία δεν σχετίζονται με δραστηριότητα ενός Βουλευτή.
Ένας Βουλευτής, κυρία Πρόεδρε –και θα μιλήσω με παραδείγματα- ο οποίος εκδίδει ακάλυπτες επιταγές, ένας Βουλευτής ο οποίος οδηγεί το αυτοκίνητό του με εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα μεθυσμένος, ναι, βεβαίως θα πρέπει να υπόκειται στον έλεγχο του κοινού νόμου, όπως υπόκειται ο κάθε Έλληνας πολίτης. Δεν έχει καμμία σχέση αυτό με την κοινοβουλευτική του δραστηριότητα.
Ούτε μπορεί να δίδεται η εντύπωση μιας συντεχνιακής νοοτροπίας, όταν ζητείται η άρση της ασυλίας των Βουλευτών, για παντελώς άσχετα με τη δραστηριότητά του θέματα και δυστυχώς πολλές φορές, οφείλουμε να το ομολογήσουμε εδώ μέσα, το Κοινοβούλιο έχει οδηγηθεί σε αρνητική απόφαση, ως προς την άρση της ασυλίας του, με αποτέλεσμα αυτό το γεγονός πολλές φορές να είναι και το πρώτο θέμα στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, όπου εκεί για άλλη μια φορά, δέχεται ένα ισχυρότατο πλήγμα το κύρος του πολιτικού κόσμου.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι πρέπει να ισχύει η βουλευτική ασυλία, μόνον κατ’ εξαίρεση και όχι κατά κανόνα. Και, βεβαίως, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Κοινοβουλίου στις περιπτώσεις, όπου είναι αμφισβητούμενο αν τελικά το συγκεκριμένο θέμα -που αποτελεί αδίκημα και για το οποίο ζητείται η άρση της ασυλίας ενός συγκεκριμένου Βουλευτού- σχετίζεται ή όχι με τη δραστηριότητά του, να αποφασίζει το ελληνικό Κοινοβούλιο, οι τριακόσιοι δηλαδή σε κάθε κοινοβουλευτική θητεία αντιπρόσωποι του έθνους, εάν πράγματι πρέπει ή όχι να επιτρέψουν την άρση της ασυλίας του.
Άλλως κατά κανόνα, θεωρώ ότι δεν πρέπει να ισχύει κανενός είδους ασυλία. Και τα επαναλαμβάνω όλα αυτά, διότι ζούμε στην εποχή, που θα πρέπει πέρα από το να είμαστε, να αποδεικνύουμε καθημερινά και την εντιμότητά μας.
Γ. Τρυφωνίδης
Έρχομαι στο άρθρο 62, που αναφέρεται στην ασυλία των Βουλευτών. Θα ήθελα να παρατηρήσω από την εμπειρία μου στο Κοινοβούλιο ότι υπάρχει μια υπευθυνότητα των συναδέλφων, όταν χειρίζονται θέματα αιτήσεων άρσης ασυλίας συναδέλφων. Η εμπειρία έχει δείξει ότι υπάρχει μια ευαισθησία και απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και απέναντι στους εαυτούς μας και μέχρι τώρα, έχουμε κάνει μία σωστή χρήση αυτών των διατάξεων, που υπάρχουν στο άρθρο 62. Πιστεύω, λοιπόν, ότι το άρθρο 62- και εκφράζω την προσωπική μου άποψη- όπως υπάρχει σήμερα, είναι επαρκές και δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να αναθεωρηθεί.
Αυτά ήθελα να πω και να συνηγορήσω σ’ αυτό που είπε η κυρία Πρόεδρος, ότι εδώ πρέπει να εκφράζουμε υπεύθυνα, σοβαρά και ολοκληρωμένα τις απόψεις μας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της διαδικασίας, εάν θα τύχει δηλαδή του σεβαστού αριθμού ψήφων, για να μπορέσει να καθιερωθεί η τροποποίηση του Συντάγματος.
Να σας πω και κάτι ακόμη; Ίσως και αυτός ο μη εξασφαλισμένος αριθμός ψήφων στο τέλος, λόγω της αποχωρήσεως του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που είναι μια άρνηση ασκήσεως δημοκρατικού δικαιώματος εκ μέρους του, που δεν ξέρω πόσο δημοκρατική είναι κυρίως όταν αφορά στην διαδικασία τροποποίησης του Συντάγματος, δίνει σ’ εμάς τους υπόλοιπους την ευκαιρία, να εκφραζόμαστε ίσως πιο ελεύθερα στις θέσεις τις οποίες έχουμε για τα συζητούμενα άρθρα.
Ι. Μπούγας
Το άρθρο 62. Εδώ υπάρχει ένας προβληματισμός. Η προσωπική μου θέση, κυρία Πρόεδρε, και για το άρθρο 61 και για το άρθρο 62, όπου από τη μη απόφαση ή την άρνηση απόφασης της Βουλής, συνάγονται έννομες συνέπειες σε βάρος των Βουλευτών, θεωρώ ότι δεν μπορούμε, η σιωπή ή η μη απόφαση της Βουλής σε ένα συγκεκριμένο προσδιορισμένο στο Σύνταγμα χρόνο, να έχει έννομες συνέπειες για τους Βουλευτές. Θα πρότεινα, για να μπορέσουμε να είμαστε και εντάξει, απέναντι στις αποφάσεις στις οποίες αναφερθήκατε του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να μην προβλέψουμε τις συνέπειες, από τη μη απόφαση της Βουλής, αλλά συγκεκριμένα να αναφέρουμε, ότι η Βουλή οφείλει να αποφασίζει -και αυτό το «οφείλει» σημαίνει συνταγματική επιταγή προς τη Βουλή- σε συγκεκριμένο χρόνο.
Βεβαίως είναι ένα ζήτημα, το τι γίνεται με τις αστικές αξιώσεις τρίτων σε βάρος του Βουλευτή. Δεν νομίζω ότι μπορεί να διατυπωθεί ευπρόσωπα η πρόταση και είναι και ξένη προς το πνεύμα του Συντάγματος και της θέσπισης της ασυλίας, το να προστατεύουμε το Βουλευτή και από διοικητικές κυρώσεις ενδεχομένως, ή από αστικής φύσεως αξιώσεις, οι οποίες εγείρονται ενώπιον των αστικών δικαστηρίων, από τρίτους, οι οποίοι θεωρούν ότι ο Βουλευτής τους, έχει βλάψει και διεκδικούν αποζημίωση ή μ’ άλλον τρόπο αποκατάσταση από το Βουλευτή. Ο σκοπός της ασυλίας, είναι για να διαφυλάξει το κύρος, όχι μόνο των Βουλευτών, αλλά κυρίως του λειτουργήματος, το οποίο ασκούν και θεωρώ πως με μία βελτίωση στο πνεύμα της πρότασης, την οποία έκανα, αυτή η διάταξη μπορεί να είναι πλήρης και να εναρμονίζεται και προς τις αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι οποίες υπενθυμίζω, καταδίκασαν τη χώρα μας, αλλά και την Ιταλία, λόγω των συνεχών και μη δικαιολογημένων αρνήσεων των Κοινοβουλίων, να δώσουν άδεια προς δίωξη. Και βέβαια, ένα στοιχείο, μια παράμετρος, είναι ο χρόνος. Γι’ αυτό εναπόκειται και στους Βουλευτές, όταν καλούμεθα να ψηφίσουμε για την άρση ή μη άρση μιας ασυλίας συναδέλφου, με πολύ μεγάλη σοβαρότητα, να ελέγχουμε τα πραγματικά περιστατικά και να βλέπουμε, εάν η πρόταση, το αίτημα για άρση, εξυπηρετεί τους συνταγματικούς σκοπούς, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 62. Διότι από μία κακώς νοούμενη καμμία φορά συναδελφική αλληλεγγύη, οδηγούμεθα στο να ψηφίσουμε αρνητικά, για την άρση ασυλίας Βουλευτών, όταν πρόκειται για προφανείς περιπτώσεις, που δεν χρειάζεται να οχυρωθούν πίσω από το προνόμιο της ασυλίας και θα πρέπει, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, να λογοδοτήσουν ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης.
Τελειώνοντας, κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να αναφερθώ πολύ σύντομα στην πρόταση, την οποία έχει διανείμει ο συνάδελφος κ. Κεφαλογιάννης. Θεωρώ ότι αυτή η πρόταση, μπορεί να αποτελέσει ένα έναυσμα μιας ουσιαστικής συζήτησης για την καθιέρωση ενός ασυμβιβάστου, μεταξύ μέλους της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου, δηλαδή, δεν μπορεί να συμπίπτει η ιδιότητα του μέλους της Κυβέρνησης, μ’ αυτή του Βουλευτή.
Τα επιχειρήματα αναφέρθηκαν και νομίζω ότι είναι σαφή σε όλους μας. Εγώ θα ήθελα να προσθέσω στα επιχειρήματα αυτά, ότι χρειάζεται να ωριμάσει και στην κοινή γνώμη η ιδέα, ότι όποιος εκλέγει Βουλευτές, δεν σημαίνει ότι εκλέγει ταυτόχρονα και Υπουργούς. Άλλη είναι η δουλειά του Βουλευτή, άλλα καθήκοντα καλείται να εκπληρώσει στην Εθνική Αντιπροσωπεία ο Βουλευτής και άλλα ο Υπουργός.
Κατά συνέπεια, θα πρέπει σιγά-σιγά να αρχίζει να ωριμάζει στην κοινή γνώμη, επαναλαμβάνω, η ιδέα ότι μπορεί να είναι διακεκριμένες οι ιδιότητες του μέλους της Κυβέρνησης και του Βουλευτή κι αυτό θα εξυπηρετήσει το δημοκρατικό μας πολίτευμα, θα εξυπηρετήσει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Ν. Τσούκαλης
Τελειώνω με το θέμα της ασυλίας, κυρία Πρόεδρε. Ξέρουμε και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, γνωρίζουμε και τις στρεβλώσεις όσον αφορά την εφαρμογή της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης και αν θέλετε, και του ίδιου του νόμου. Όμως, η διατύπωση έτσι όπως αναφέρεται, όσον αφορά την ασυλία, μπορεί να οδηγήσει σε αποτελέσματα τα οποία δεν είναι επιθυμητά για εμάς. Θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα και θα τελειώσω μ’ αυτό. Εκτός από τις πράξεις τις κακουργηματικές ή τα αδικήματα που μπορεί να διαπράξει ένας Βουλευτής μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, υπάρχουν δυστυχώς περιπτώσεις σκόπιμων διώξεων που τείνουν να πλήξουν την εικόνα του Βουλευτή και εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται ότι ασκούνται στα πλαίσια αυτών των αρμοδιοτήτων.
Ξέρω περιπτώσεις –φαντάζομαι ότι γνωρίζετε και εσείς- σκόπιμων διώξεων μέσα στα πλαίσια οικογενειακού δίκαιου, ενοχικών σχέσεων, κληρονομικού δικαίου, ποινικοποίηση αστικών υποθέσεων, ασκούνται επίτηδες μόνο και μόνο για να πλήξουν το Βουλευτή. Γι’ αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση η μόνη λύση είναι η εξέταση κατά περίπτωση, η οποία βεβαίως νομίζω ότι καλύπτεται και από τη νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, με την έννοια ότι εξετάζεται η συγκεκριμένη περίπτωση και όχι η συμβατότητα της συνταγματικής διάταξης με τις γενικές αρχές που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις διεθνείς συνθήκες.
Κατόπιν αυτών πιστεύω ότι θα ήταν καλό για τη Βουλή, θα ήταν αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής, εάν συμφωνούσαμε ότι στα τρία από τα τέσσερα άρθρα που συζητάμε σήμερα, δεν χρειάζεται αναθεώρηση και να αναγνωρίσουμε τις ευθύνες και τις ανεπάρκειες όλων των υπολοίπων μηχανισμών, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου.
Ε. Κεφαλογιάννης
Θέλω, κυρία Πρόεδρε, να αναφερθώ και στο άρθρο 62. Είναι σαν να ναρκοθετούμε το πολιτικό μας σύστημα. Είναι ως να ευνουχίζουμε τους Βουλευτές. Αυτή η παράγραφος 2 είναι εκτός τόπου και χρόνου έτσι όπως έχει διατυπωθεί. Κάποιος, δηλαδή, είδε ότι το προηγούμενο Σύνταγμα έλεγε ότι αν παρέλθει τρίμηνο από την πρόταση για άρση της ασυλίας και δεν έρθει προς ψήφιση στη Βουλή, δεν παραπέμπεται ο Βουλευτής και έβγαλε το «δεν». Αυτό είναι αστείο. Δηλαδή θα έχουμε το Βουλευτή υπό την πίεση ή την καταπίεση της οποιασδήποτε ομάδας ή του αντιπάλου κόμματος ή μέσα στο ίδιο κόμμα. Δηλαδή κάποιοι θα έχουν το διαβατήριο της ασυλίας διότι παραβούλιο αποφάσισε έτσι και κάποιοι άλλοι θα στέλνονται βορά στα δικαστήρια για οποιοδήποτε θέμα. Αυτό δεν έχει λογική.
Εγώ, κυρία Πρόεδρε, προτείνω να διαγραφεί η παράγραφος 2 τελείως και στη Βουλή να έρχονται όλες οι αιτήσεις άρσης ασυλίας, και να ψηφίζονται από τη Βουλή. Νομίζω ότι και εκεί έχουμε κάνει πολλά και σημαντικά βήματα. Πάρα πολλές φορές έχει γίνει άρση ασυλίας. Γίνεται συζήτηση, έχει τη δυνατότητα ο Βουλευτής να εκθέσει τις απόψεις του. Εγώ με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπιστώνω ότι πολλοί Βουλευτές, ζητούν οι ίδιοι την άρση της ασυλίας τους. Άρα νομίζω ότι δεν τίθεται θέμα. Αν είναι για λόγους μόνο εντυπωσιασμού, να δηλώσουν όλα τα κόμματα τη θέλησή τους, ότι πρέπει προς την κατεύθυνση της άρσης της ασυλίας για όλα τα άλλα θέματα, πέρα απ’ αυτά που σχετίζονται με την πολιτική, άλλως να κάνουμε αυτό που γίνεται σε άλλες χώρες, όπως στις Η.Π.Α., να καταργήσουμε απολύτως την ασυλία. Ασυλία έχει ο Βουλευτής μόνο όταν πηγαίνει στο Κοινοβούλιο να ψηφίσει. Γι’ αυτό πολλές φορές βλέπετε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, Βουλευτές από τις Η.Π.Α., περνούν τη γραμμή της διαδήλωσης, τους βάζουν τις χειροπέδες, τους πιάνουν το κεφάλι, τους βάζουν στο περιπολικό και τους πηγαίνουν στο τμήμα. Ή παπάς, παπάς, ή ζευγάς, ζευγάς. Δεν μπορεί να είναι μισό ασυλία και το άλλο μισό κατά βούληση. Ή θα καταργήσουμε τελείως την ασυλία ή θα αποφασίζει η Βουλή.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα): Κύριε Κεφαλογιάννη για να καταλάβω. Δεν θέλατε να υπάρχει προθεσμία ώστε εντός προθεσμίας να αποφασίζει η Βουλή; Ή να αποφασίζει όποτε θέλει;
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Να αποφασίζει η Βουλή…
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Αν δεν αποφασίσει, να παραπέμπεται.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα): Αυτό είναι η πρόταση.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Να αποφασίζει η Βουλή. Να μην αποφασίζει ο Πρόεδρος αν θα παραπεμφθεί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα): Δεν αποφασίζει ο Πρόεδρος. Η Βουλή αποφασίζει.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Κυρία Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε, να λέμε τα πράγματα όπως είναι.
Ο Σουΐφτ έλεγε -1600 τόσο- «πίσω από κάθε Κοινοβούλιο κρύβεται ένα συμβούλιο και πίσω από κάθε συμβούλιο κρύβεται μια γυναίκα ελευθέρων ηθών».
Εγώ λέω το εξής. Αυτό το συμβούλιο –το συμβούλιο που κρύβεται πίσω από το Κοινοβούλιο- δεν μπορεί να αποφασίζει τη μια φορά ότι θα φέρει την ασυλία στην Ολομέλεια για ψήφιση και την άλλη φορά θα το βάλει στο συρτάρι να περάσει το τρίμηνο για να πάει βορά ο Βουλευτής στη δικαιοσύνη. Να πάει, αλλά να πάει έχοντας γίνει όμως μια συζήτηση στη Βουλή, έχοντας αποφασίσει η Βουλή. Όχι κάποιος, γιατί το έβαλε στο συρτάρι, παραπέμπει το Βουλευτή στη δικαιοσύνη. Να υπάρχουν ίσοι κανόνες για όλους τους Βουλευτές.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα): Θα το δούμε, κύριε Κεφαλογιάννη, αλλά δεν μπορούμε να διαχωρίζουμε τον Πρόεδρο από τους υπόλοιπους Βουλευτές. Ένας primus inter pares είναι ο Πρόεδρος. Και δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι αυθαιρετεί ένας Πρόεδρος έναντι άλλων Βουλευτών. Αυτά δεν πρέπει να λέγονται καν, ότι υπάρχει τέτοια υπόνοια κατά οποιουδήποτε Προέδρου Βουλής τον οποίο εκλέγουμε μόνοι μας και μόνοι μας ελέγχουμε.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Να υπάρχει ένας κανόνας για όλους.
- IV. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΛΟΓΩΝ
Νίκος Αλιβιζάτος, Παναγής Βουρλούμης, Γιώργος Γεραπετρίτης, Γιάννης Κτιστάκις, Στέφανος Μάνος, Φίλιππος Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, έκδ. Εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
Άρθρο 55 1. Βουλευτική ασυλία παρέχεται από τη Βουλή μόνο μετά από αίτηση του βουλευτή που διώκεται και μόνο για πράξεις ή παραλείψεις που συνδέονται άμεσα με την πολιτική δράση του. Η ως άνω αίτηση εισάγεται για συζήτηση στην αρμόδια διαρκή επιτροπή και η επ’ αυτής απόφαση λαμβάνεται εντός τριάντα ημερών από την υποβολή της αίτησης στον Πρόεδρο της Βουλής. Ο βουλευτής μπορεί να ζητήσει η συζήτηση να διεξαχθεί στην ολομέλεια, η οποία αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Σε περίπτωση απουσίας της Βουλής, η ως άνω προθεσμία αναστέλλεται και συνεχίζεται με την έναρξη της αμέσως επόμενης συνόδου της, μέχρι τη συμπλήρωσή της, οπότε αναστέλλεται ισόχρονα ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος. Η ασυλία θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε, εάν η Βουλή δεν αποφανθεί εντός της ως άνω προθεσμίας.
- Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση υποθέσεων κατά βουλευτών είναι το Εφετείο.
Σχόλιο. Για τη βουλευτική ασυλία προκρίνεται το βρετανικό μοντέλο, δηλαδή εισάγεται το αντίστροφο τεκμήριο από το ισχύον: οι βουλευτές θα μπορούν να διωχθούν για τις αξιόποινες πράξεις που διαπράττουν, όπως όλοι οι πολίτες. Μόνον οι ίδιοι, αν φρονούν ότι διώκονται για πολιτικούς λόγους, θα μπορούν να ζητήσουν από τη Βουλή τη χορήγηση βουλευτικής ασυλίας.
Κ. Χρυσόγονος
Άρθρο 62: «Ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια της Βουλής για πολιτικά και μικτά εγκλήματα κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής, εκτός από τα αυτόφωρα».