Η συνταγματική κατοχύρωση της άσκησης ενδίκων μέσων

Γεώργιος Φαλτσέτας, Απόφοιτος Νομικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Φιλοσοφίας του Δικαίου (ΕΚΠΑ) και ασκούμενος δικηγόρος

Το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1975 καταυγάζει το κεφαλαιώδες δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης σε έννομη προστασία. Τούτο σημαίνει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης έχει, αφενός, βαθιά συνείδηση του θεσμικού ρόλου των παραγωγών των δικαιοδοτικών κρίσεων και, αφετέρου, ότι τους έχει εξοπλίσει με ένα καθήκον εγγυητικό προς τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των διοικουμένων. Η πραγμάτωση της δικαιοσύνης και η ουσιαστική ευόδωση του ιδανικού του κράτους δικαίου δεν μπορούν παρά να διάκεινται ευνοϊκά προς την ανάγκη των πολιτών να διέλθουν από το κατώφλι των δικαστηρίων και να εκθέσουν τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς τους, ώστε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, τα οποία διαφορετικά θα απέληγαν απλές διακηρύξεις και γράμμα κενό.

Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας εντάσσεται στα διαδικαστικά-δικονομικά δικαιώματα και έχει αναχθεί σε θεσμική εγγύηση, η οποία προσαπαιτεί τη θετική ενεργοποίηση της κρατικής σκευής, προκειμένου να διασφαλίσει την ισχύ της. Η αντικειμενική και αμερόληπτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη συνέχεται άμεσα με την επίσης κατοχυρούμενη αξίωση ακρόασης των φορέων του δικαιώματος σε έννομη προστασία. Με άλλα λόγια, η διευθέτηση της ένδικης διαφοράς και η μόρφωση στέρεης δικανικής πεποίθησης επί των επίδικων εννόμων σχέσεων δέον να χωρήσει αφού οι διάδικοι προβάλουν τους ισχυρισμούς τους και ακουσθούν οι απόψεις τους. Είναι το σημείο αυτό που συνάπτει την πρώτη παράγραφο του άρθρου 20 με τη δεύτερη, η οποία διατρανώνει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου κατά την έκδοση δυσμενούς για τα συμφέροντά του διοικητικής πράξης.

Έτι περαιτέρω, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας σύγκειται εκ δύο συνιστωσών: η προστασία αυτή πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματική. Η πληρότητα στοιχειοθετείται όταν δεν υπάρχουν διαφορές στις οποίες οι φορείς του δικαιώματος στερούνται την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η αποτελεσματικότητα συναποτελείται, με τη σειρά της, από δύο όρους που προσδιορίζουν το εννοιολογικό της πεδίο: την ορθότητα και την ταχύτητα. Κατά τούτο, επιταγή της ορθότητας είναι η αναζήτηση της ουσιαστική αλήθειας την οποία εισφέρουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι, η οποία θα πρέπει να συγκεράζεται με το πάγιο αίτημα της ταχύτητας. Οι δίκες πρέπει να έχουν μια εύλογη διάρκεια, να άγουν σε ειρήνευση των διαταραχθέντων εννόμων αγαθών και να μην καθίστανται μακρόβιες και παρελκυστικές.

Όσο κι αν η πρόσβαση στη δικαιοσύνη μέσω της άσκησης πρωτογενούς ενδίκου βοηθήματος, που διανοίγει το πρώτον τη διαδικασία της δίκης, δεν αμφισβητείται ότι εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άρθρου 20 του Συντάγματος, εντούτοις η άσκηση ενδίκων μέσων λογίζεται γενικά ότι δεν βρίσκει σκέπη υπό τη διάταξη αυτή. Τούτο συνεπάγεται ότι βρίσκεται στη συνταγματικά ανέλεγκτη ευχέρεια του νομοθέτη να καταργήσει, αν επιθυμεί, τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων[1]. Ως προς την προβληματική αυτή, η διάταξη του άρθρου 20 σιωπά, καθιστώντας αναπόδραστη την πιο εμβριθή ερμηνεία της.

Εν πρώτοις, υπέρ της συνταγματικής κατοχύρωσης των ενδίκων μέσων αρυόμεθα επιχειρήματα προεξαρχόντως απ’ τον λειτουργικό σκοπό τους, ο οποίος εναρμονίζεται πλήρως με τις συνιστώσες του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που θέτει το Σύνταγμα. Η δικαιοδοτική κρίση, ως ανθρώπινο ενέργημα είναι πάντοτε ευάλωτη σε λάθη και αβλεψίες, ακόμα και από καταρτισμένους και έμπειρους δικαστές. Ιδίως σε περιπτώσεις όπου διακυβεύονται έννομα αγαθά και θεμελιώδεις ελευθερίες των προσώπων -όπως κατεξοχήν συμβαίνει στις ποινικές υποθέσεις- τα ένδικα μέσα μπορούν να δράσουν θεραπευτικά, εξασφαλίζοντας αυξημένες πιθανότητες ορθοδικίας, αφού οι αποφάσεις εκδίδονται από κατά τεκμήριο πιο έμπειρους δικαστές που αξιολογούν ολόπλευρα την κάθε υπόθεση. Εξάλλου, η μη υπέρτερης τυπικής ισχύος προστασία των ενδίκων μέσων, και δη της έφεσης, που οδηγεί σε ολιστική επανάκριση της διαφοράς, φαλκιδεύει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, διότι πλήττεται η ορθότητά της. Απολειπομένης της ορθότητας, η οποία επιτυγχάνεται πολλώ μάλλον με μια πιο ψύχραιμη κρίση από ανώτερο δικαστήριο και διορθώνει τυχόν σφάλματα που εμφιλοχώρησαν πρωτόδικα, δίνεται βάρος στην έτερη όψη της αποτελεσματικότητας, δηλαδή στην ταχύτητα. Η στάθμιση όμως μεταξύ των δύο δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος της ορθότητας, επειδή τότε οι προς κρίση έννομες σχέσεις διαταράσσονται ανεπανόρθωτα με κρατική σφραγίδα και περιβάλλονται με την ενέργεια του δεδικασμένου και την σοβαρότατη απειλή της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Προς επίρρωση των ανωτέρω, υποστηρίζεται σθεναρά ότι ιδίως το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας βρίσκει συνταγματική κατοχύρωση, καθότι θεωρείται αδιανόητη και κατάφωρη υπονόμευση του δικαιώματος σε δικαστική προστασία η έκδοση μιας απόφασης που συνιστά προϊόν της εξέτασης των επιχειρημάτων μόνο της μιας πλευράς. Εφόσον η άλλη πλευρά δεν κατόρθωσε να ακουσθεί είτε ένεκα ανωτέρας βίας, είτε λόγω πλημμελούς κλήτευσης, η παραγόμενη απόφαση βαρύνεται με σοβαρό ελάττωμα που υποσκάπτει το κύρος της.

Προσέτι, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η ιδέα περί της σπουδαίας λειτουργίας που επιτελούν τα ένδικα μέσα έχει εισχωρήσει βαθιά στην ιστορική συνείδηση, η οποία διαποτίζει το Σύνταγμα και είναι δυσεκρίζωτη. Η ουσιαστική δικαιοσύνη υπηρετείται τω όντι όταν δίνεται στον ηττημένο η ευκαιρία να βάλλει έναντι του κύρους μιας απόφασης, η οποία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως θέσφατο. Η αντίληψη αυτή είναι τόσο διαδεδομένη, που αντανακλάται ανάγλυφη στο Σύνταγμα, ως εκφραστή της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη. Κατά την τελευταία: «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: … β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει» (άρθρ. 95 παρ. 1 περ. β’ Συντ.) και «Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει» (άρθρ. 95 παρ. 3 εδ. β’ Συντ.). Επίσης, κατά το άρθρο 96 παρ. 2 εδ. β’: «Σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις οι αποφάσεις που εκδίδονται υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο…». Τούτων λεχθέντων, το γράμμα φαίνεται να προϋποθέτει την ύπαρξη των ενδίκων μέσων και, άρα, συνηγορεί υπέρ της συνταγματικής τους προστασίας, συμπλέοντας παράλληλα με την άποψη περί αποκλεισμού της κατάργησής τους. Οι παραπάνω διατάξεις αποκρυσταλλώνουν τη σημαίνουσα θέση που επεφύλασσαν οι συντάκτες του Συντάγματος στα ένδικα μέσα και, ως εκ τούτου, η προστασία των τελευταίων είναι συμβατή τόσο με το γράμμα, όσο και με την πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη. Άλλωστε, η επιφύλαξη υπέρ του νόμου («όπως νόμος ορίζει») νοείται, εν προκειμένω,  περισσότερο ως επιταγή προς τον κοινό νομοθέτη να προσδιορίσει το πλαίσιο εντός του οποίου οι συνταγματικές διατάξεις θα λάβουν σάρκα και οστά και λιγότερο ως περιορισμός στην άσκηση ενδίκων μέσων.

Τέλος, το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων  που υιοθετεί το ελληνικό Σύνταγμα διάκειται αρνητικά σε οποιαδήποτε κατάργηση του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων. Ο έλεγχος αυτός είναι διάχυτος, επιτρέποντας τόσο στο κατώτερο, όσο και στο ανώτερο δικαστήριο να αποφανθεί επί της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου και να τον αφήσει ανεφάρμοστο. Όταν όμως ανακύπτουν αντιφατικές απόψεις μεταξύ πλειόνων δικαστηρίων, μόνο με το όχημα των ενδίκων μέσων μπορεί να επέλθει τομή σε αυτό το υπαρξιακής φύσης ζήτημα. Με άλλες λέξεις, μόνο η εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιον ενός ανώτερου δικαιοδοτικού οργάνου μπορεί να διαλύσει τη συνταγματική σύγχυση των κατώτερων, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο αντίδικος δικαιούται να διέλθει τη βάσανο των ενδίκων μέσων, η οποία παρέχει περισσότερα εχέγγυα τελειοποίησης της δικαιοδοτικής κρίσης. Η αισθητή έλλειψη του συνταγματικού δικαστηρίου, δηλαδή, αναπληρώνεται εξίσου αποτελεσματικά μόνο μέσω της έφεσης, της αναίρεσης και, σε τελική ανάλυση, της προσφυγής στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 Συντ.).

Εν κατακλείδι, όπως συνάγεται από τα προεκτιθέμενα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η προστασία των ενδίκων μέσων βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 20 του Συντάγματος και ότι, άρα, οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία κατάργησής τους παρίσταται συνταγματικά προβληματική. Τούτο, όμως, ουδόλως σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν δύναται να προβλέψει το ανέκκλητο ορισμένης κατηγορίας υποθέσεων. Όπως κάθε συνταγματικό δικαίωμα ενέχει περιορισμούς, έτσι και το δικαίωμα σε έννομη προστασία δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, οι περιορισμοί δέον να πληρούν τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας και να μην οδηγούν τελικά σε απίσχναση και συνακόλουθη εκμηδένιση του δικαιώματος. Έτσι, χάριν διασφάλισης της ευταξίας των δικαστηρίων και της αποφόρτισής τους από τις ήδη απροσμέτρητες χρονίζουσες υποθέσεις που παραπέμπονται ενώπιόν τους,  μπορεί να περιορίζεται η πρόσβαση στα ένδικα μέσα σε υποθέσεις ελάσσονος σπουδαιότητας. Αρκεί, φυσικά, να μην αγνοείται το δικαίωμα σε έννομη προστασία και να παραμένουν σεβαστά τα κριτήρια των θεμιτών σκοπών της χρονικά οριοθετημένης και ευμέθοδης λειτουργίας της δικαιοσύνης -που είναι σύμφυτα με τη δικαστική προστασία-, αλλά και αυτά της απόλυτης αναγκαιότητας και stricto sensu αναλογικότητας[2]. Παρά πάντως τη διαληφθείσα εξαίρεση, η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων συνιστά τον κανόνα και μόνο δια αυτού μπορεί να θεαθεί η δικαιοσύνη ως αντάξια να φέρει το ιδιάζον βάρος του ονόματός της.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

 Σ. Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017

Π. Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα Τομ. Β’, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1991

Ηλ. Κουβαράς, Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ’ άρθρο – Άρθρο 20 παρ. 1, Syntagma Watch (https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-20-par-1/), 2023

Π. Λαζαράτος, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, 4η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2021

Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η εκδ., Σάκκουλας Α.Ε., 2022

Αν. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 5η εκδ., Λιβάνης Ι.Κ.Ε., 2020

Ν. Παπασπύρου, Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοι σκοποί, Σάκκουλας Α.Ε., 2019

Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2006

 

[1] Πάντως, η στενή αυτή ερμηνεία και αυστηρότητα που επιδεικνύει η παραδοσιακή θεώρηση του άρθρου 20, αμβλύνονται όσον αφορά τα ένδικα μέσα κατά ποινικών αποφάσεων. Η εξαίρεση αυτή εκπηγάζει από το θετικό δίκαιο υπέρτερης τυπικής ισχύος και συγκεκριμένα από το άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, συμφώνως προς  το οποίο: «Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο.»

[2] Έχει, εξάλλου, ορθά θεωρηθεί ότι δεν προσκρούουν στο Σύνταγμα τα άρθρα 92 ΚΔΔικ και 512 ΚΠολΔ που ορίζουν το ανέκκλητο ορισμένης κατηγορίας υποθέσεων, όπως και το άρθρο 53 παρ. 3 του πδ 18/1989, το οποίο θέτει περιορισμούς ως προς το παραδεκτό της αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

19 + eight =