Το κράτος δικαίου στον αστερισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας και πολιτικής. Οι συνέπειες για τη δημοκρατία και τα κράτη μέλη*

Πέτρος Στάγκος, Ομότιμος καθηγητής Α.Π.Θ., Νομική Σχολή

Διάγραμμα

Ι. Εισαγωγικά: το κράτος δικαίου μεταξύ ευρωπαϊκής …σφύρας (οικονομικής διακυβέρνησης) και άκμονος (πολιτικής)

ΙΙ. Η θέση της εξίσωσης «κράτος δικαίου-δικαστικό σύστημα» εντός της Ευρώπης των αριθμών

ΙΙΙ. Η ενωσιακή συμβολή στην «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου: από τη ρητορεία στην πράξη

IV. H επιβεβαίωση από το ΔΕΕ της «οικονομικοποίησης» του κράτους δικαίου και η εισαγωγή της παραμέτρου της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

V. Οι κυρώσεις επί παραβιάσεων του κράτους δικαίου στο κράτος μέλος και η άλωση του νομικού από το πολιτικό

VI. Ο ενωσιακός δικαστής μπροστά στην πολιτικοποίηση της επιβολής κυρώσεων επί των εκτροπών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος

VIΙ. Συμπερασματικά: η ευρωπαϊκή επίνευση στην αγωνία και τους αγώνες για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην εθνική κλίμακα

Ι.

Εισαγωγικά: το κράτος δικαίου μεταξύ ευρωπαϊκής …σφύρας (οικονομικής διακυβέρνησης) και άκμονος (πολιτικής)

Περίοπτη θέση στην γενική εισαγωγή, την οποία προτάσσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις ετήσιες εκθέσεις της για την κατάσταση που επικρατεί στο κράτος δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλαμβάνουν οι αριθμητικοί δείκτες του βαθμού συμμόρφωσης των κρατών μελών στις συστάσεις της Επιτροπής,oι οποίες γίνονται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της κατάστασης σε επιμέρους εκφάνσεις του κράτους δικαίου για κάθε κράτος μέλος. Στην έκθεση του 2023 αναφερόταν ότι δόθηκε συνέχεια «σε σχεδόν» το 65%» των συστάσεων που είχαν εκδοθεί το 2022, ενώ στην έκθεση του 2024 διαπιστώνεται ότι το ποσοστά αυτό αυξήθηκε στο 68% των συστάσεων που είχαν εκδοθεί το 2023.1 Η ορολογία των συστάσεων μετέρχεται, και αυτή, αφηρημένους -πλέον- ποσοτικούς δείκτες: η κλίμακα της συμμόρφωσης ξεκινά από την πλήρη συμμόρφωση, περνά στη «σημαντική πρόοδο» (significant progress) και την «κάποια πρόοδο» (some progress), για να καταλήξει στην ανυπαρξία προόδου (no progress). Η ελληνική κυβέρνηση, στις δημόσιες τοποθετήσεις που έκανε επ’ αφορμή της έκθεσης του 2024 για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα, ασπάστηκε, με τον τρόπο της, την «ποσοτικοποίηση» της συμμόρφωσης στις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκθειάζοντας το γεγονός ότι «μειώθηκαν, από 5 που ήταν πέρσι, στις 4 οι κατηγορίες [οι επιμέρους διαστάσεις και θεσμοί του κράτους δικαίου] στις οποίες δέχτηκε συστάσεις από την Επιτροπή».2

Η ορολογία αυτή είναι ένας μακρινός απόηχος κι ένα πολύ μικρό δείγμα γραφής δημόσιου λόγου και δημόσιων αποφάσεων που επικρατούν στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο, καπιταλιστικό κόσμο, δυνάμει των οποίων θεσμοί όπως αυτοί που θεωρείται ότι «στεγάζονται» κάτω από την έννοια του κράτους δικαίου, θεσμοί οι οποίοι κατεξοχήν προσφέρονται στην εκφορά στοχαστικού λόγου και ως εκ τούτου τίθενται απεριόριστα στη διάθεση της άσκησης της νομικής ερμηνείας, αποδίδονται στην διάθεση του αριθμήσιμου και στην ποσοτικοποίηση· «δραπετεύουν», έτσι, από το στοχασμό που μόνο η γλώσσα των γραμμάτων είναι σε θέση να εκφέρει και, κατά τούτο, περιβάλλονται με μια πρόσθετη δογματική ισχύ.3

Tην απόδοση θεσμών του κράτους δικαίου, όπως αυτοί λειτουργούν και βιώνονται στο εσωτερικό του εθνικού κράτους, στην επικράτεια των αριθμών, κατεξοχήν ενσαρκώνει η ανάδειξη των κρατικο-δικαιικών θεσμών σε αντικείμενο και πεδίο δράσης της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και, μέσω αυτής, σε αληθινή, ευρωπαϊκή δημόσια πολιτική.4

H διακυβέρνηση της ΕΕ είναι εκείνη η μεθοδολογία επεξεργασίας και λήψης πολιτικών αποφάσεων, η οποία ισχύει σε κάθε τομέα αρμοδιότητας της Ένωσης (από τους τομείς υψηλής πολιτικής έντασης όπως είναι η εσωτερική αγορά και η oικονομική και νομισματική ένωση, μέχρι τους σχετικά νεοπαγείς και χαμηλής πολιτικής έντασης τομείς όπως είναι η παιδεία, ο πολιτισμός ή και ο αθλητισμός, ή μέχρις ένα τομέα μεσαίας έντασης, πλην όμως χρονικά πρωτοπόρου, όπως είναι η κοινωνική πολιτική) και συνενώνει στην επιδίωξη κοινών σκοπών διαφορετικά μέσα δράσης: τα αμιγώς νομικά «εργαλεία» του ενωσιακού δικαίου (τις νομικά δεσμευτικές και μη δεσμευτικές πράξεις που αναγγέλλονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ) και τα μέσα περιγραφικού (descriptive, descriptif) και διαβουλευτικού (déliberatif, deliberative) χαρακτήρα, που είναι «γεννήματα και θρέμματα» της οικονομίας της αγοράς και απροκάλυπτα μεταφέρονται και ευδοκιμούν στην πολιτική αρένα. Κατά τούτο το χαρακτηριστικό της (το συνδυασμό μέσων δημόσιας δράσης με διακυμαινόμενη κανονιστικότητα και υποχρεωτική-καταναγκαστική ισχύ), η διακυβέρνηση στον ενωσιακό χώρο, όπως και στα εθνικά κράτη, έλκει την προέλευσή της από την επινόηση της διακυβέρνησης στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, ως απάντηση στην απαίτηση η διαχείριση των δημόσιων ή ιδιωτικών πόρων και η αντίστοιχη συμπεριφορά των φορέων λήψης αποφάσεων εντός της οικονομίας της αγοράς να ανακατανέμουν την εξουσία προς όφελος της αποδοτικότητας (efficiency) και της αποτελεσματικότητας (effectiveness) των αποφάσεων, καθώς και -αν όχι κυρίως- της ευρείας κοινωνικής αποδοχής αυτών.5 Στο πλαίσιο της ΕΕ, όπου το πρότυπο της αυστηρά ιεραρχημένης κυβερνητικής εξουσίας, εκπροσωπούμενο από το κοινοτικό θεσμικό σύστημα, είναι εξίσου ισχυρά εδραιωμένο όσο και στις ΗΠΑ,6 η διακυβέρνηση παίρνει αισθητές αποστάσεις από το πρότυπο αυτό, εισάγοντας την πολλαπλότητα των επιπέδων στα οποία γίνεται η διαπραγμάτευση των αποφάσεων (εθνικό επίπεδο, υπό-εθνικό, υπερεθνικό, διακρατικό) (multilevel governance), τη διάχυση των ορίων μεταξύ της υπερεθνικής κυβέρνησης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Συμβούλιο) και της αγοράς, τη δημιουργία δικτύων σχέσεων μεταξύ των ποικιλώνυμων συμμετεχόντων (δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα) στην επεξεργασία των αποφάσεων και, το κυριότερο, τη χρήση μεθόδων διαβουλεύσεων και διαδράσεων που αρνούνται την ασάλευτη δεσμευτικότητα των τελικών αποφάσεων και το αυτονόητο και αυτόκλητο συμπλήρωμά της: την επιβολή κυρώσεων. Σε προσθήκη στους ποσοτικούς δείκτες και τα αριθμητικά δεδομένα, benchmarking, best practices, mainstreaming, pair review…, είναι μερικά από τα περιγραφικά και διαβουλευτικά μέσα άσκησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, που εξυπηρετούν κατά βάση την πληροφόρηση και την άσκηση πειθούς, υπαγορεύονται από τις οργανωτικές εμπειρίες της οικονομίας της αγοράς7 και συμβιώνουν, «αγαστά», με τις κλασικές υποχρεωτικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου και τις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων, στο όνομα της ανάπτυξης ή της διευκόλυνσης συλλογικών δράσεων και του καθορισμό κοινών στόχων που επιδιώκονται στο ευρωπαϊκό επίπεδο.8

Η ανάδειξη του κράτους δικαίου σε αντικείμενο ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και δημόσιας πολιτικής, συνέβη στη δεκαετία του 2010 και στο εξής, εντός και εξαιτίας ενός περιβάλλοντος αλλεπάλληλων κρίσεων διαφορετικής υφής -οικονομικής και πολιτικής-.

Ο θεσμός του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1175/20119 σε συνέχεια και σε απάντηση στην κρίση του δημοσίου χρέους που (συγ)κλόνισε την Ένωση από το 2010 και στο εξής, είναι εκείνος που καταρχάς συμπεριέλαβε το κράτος δικαίου στο ρυθμιστικό πεδίο του, έχοντας καταρχήν ως προορισμό να συγχρονίσει τις διαδικασίες συντονισμού, επιτήρησης και αξιολόγησης των δημοσιονομικών, μακροοικονομικών και κοινωνικών πολιτικών των κρατών μελών, οι οποίες μέχρι τότε εναποτίθεντο σε δικές τους στοχεύσεις και μεθόδους και στα δικά τους νομικά «εργαλεία» και fora συζήτησης. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια εφαρμογής του θεσμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, περιλήφθηκε σε αυτό η προβληματική του κράτους δικαίου, ιδιαίτερα μέσω της εκπόνησης των ετήσιων «Πινάκων πλοήγησης» (scoreboard, tableau de bord) -ή κατά την ελληνόγλωσση ορολογία των ετήσιων «Πινάκων αποτελεσμάτων»- για την κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, o οποίος, έτσι, «αναβιβάστηκε» σε κατάσταση ταυτολογίας με την έννοια και την αρχή του κράτους δικαίου.10 Της ένταξης του τομέα της δικαιοσύνης στα αντικείμενα του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου είχαν προηγηθεί πολυάριθμες μελέτες, που αποδείκνυαν ότι η αποδοτικότητα των δικαιοδοτικών συστημάτων ασκούσε καθοριστική επιρροή στις επιλογές των επενδυτών και, ευρύτερα, στις οικονομικές επιδόσεις των κρατών.11 Επί παραδείγματι, κατά την πρώτη χρονιά πλήρους εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (στην οποία δεν είχε υπαχθεί η Ελλάδα, λόγω της εξειδικευμένης και αυξημένης ευρωπαϊκής εποπτείας που ασκούνταν επί της δημοσιονομικής της κατάστασης και στις μακροοικονομικές επιδόσεις της), εξειδικευμένες συστάσεις για τον τομέα της δικαιοσύνης είχαν διατυπωθεί από το Συμβούλιο ΕΕ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για την Ιταλία, από την οποία ζητούνταν «να μειώσει τη χρονική διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών» και να «ενισχύσει το νομικό πλαίσιο καταπολέμησης της διαφθοράς, αναθεωρώντας, ιδίως, τις προθεσμίες παραγραφής», όπως και για την Μάλτα, η οποία καλούνταν να «βελτιώσει τη συνολική αποτελεσματικότητα του δικαστικού (της) συστήματος».12

Σχεδόν ταυτόχρονα με την κρίση του δημόσιου χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και την ταχεία μετατροπή της σε κρίση της ευρωζώνης (αρχές της δεκαετίας του 2010), διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, βαθμιαία, υπονομεύθηκε η υπόσταση και η λειτουργία του κράτους δικαίου σε συγκεκριμένα κράτη μέλη της ΕΕ -την Πολωνία και την Ουγγαρία-, πρωτίστως με τη μορφή της καταφοράς πληγμάτων στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, από πολιτικές δυνάμεις του λαϊκισμού, με σκοπό τη χειραγώγηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την οικοδόμηση «α-φιλελεύθερων» (illiberal) καθεστώτων. Μπροστά στη μετεξέλιξη της υπονόμευσης του κράτους δικαίου στα εν λόγω κράτη μέλη σε κατεύθυνση που ακολουθούνταν από κομματικές δυνάμεις και κυβερνήσεις ενός καθόλου ευκαταφρόνητου αριθμού χωρών μελών, η Ένωση, δια των πρωτοβουλιών και των πολιτικο-νομικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και με την αναγκαία συνδρομή του Δικαστηρίου της ΕΕ και της νομολογίας που αυτό παρήγαγε, εργάστηκε για τη μετατόπιση της έννοιας του κράτους δικαίου: από μια νομική έννοια πολυσήμαντη -κατά θεωρία-,13 και αόριστη -κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ (το οποίο, ωστόσο, αναδεικνύει το κράτος δικαίου, μαζί με άλλες «αξίες», σε «θεμέλιο της Ένωσης»14)-, προορισμένη να συγκεκριμενοποιείται μέσω μιας ούτως ή άλλως αναποτελεσματικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων εναντίον του παρεκτρεπόμενου κράτους μέλους (διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ),15 16 σε έννοια και δύναμη αντίστοιχα μονοσήμαντη και κανονιστικά εκφρασμένη, σε κάθε περίπτωση ταυτισμένη με την υπεράσπιση της φιλελεύθερης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από τους εχθρούς της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, από την Ένωση το κράτος δικαίου νοηματοδοτήθηκε ουσιαστικά ως αναπόσπαστο συμπλήρωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, επειδή (επανα)διατυπώθηκε για να αντιταχθεί σε πολιτικά καθεστώτα -της Πολωνίας και της Ουγγαρίας- που υπονόμευαν τη φιλελεύθερη δημοκρατία στο εσωτερικό των χωρών τους. Οι πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις της Ένωσης που ενσάρκωναν τη νοηματοδότηση αυτή επεδίωκαν, στην πράξη, να συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση συνθηκών τέτοιων που να εγγυώνται τον διαρκή χαρακτήρα του κύριου γνωρίσματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της πλειοψηφίας -που αποφασίζει και κυβερνά-, εις τρόπον ώστε η μειοψηφία να μπορεί να καταστεί, δια της οδού της δημοκρατικής συμμετοχής, πλειοψηφία. Τη διάρκεια στην αρχή της πλειοψηφίας την εγγυάται η πρόσβαση, σε ανεξάρτητους μηχανισμούς ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων της κυβερνώσας πλειοψηφίας -ιδίως η πρόσβαση στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη-, όχι απλώς του κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που αποδεδειγμένα έχει το σχετικό έννομο συμφέρον, αλλά εκείνων των δυνάμεων για τις οποίες η τήρηση της νομιμότητας είναι ταυτισμένη με το πέρασμά τους από μειοψηφία σε πλειοψηφία εντός του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας, ευρύτερα. Η «καρδιά του προβλήματος» στις σύγχρονες δημοκρατίες, έγραφε πριν από πολλά χρόνια ο έμπειρος Γάλλος συνταγματολόγος και διεθνής δικαστής Louis Favoreu, έγκειται στο « (να μπορούν να) εγγυώνται την ισορροπία ανάμεσα στην πλειοψηφία και την αντιπολίτευση (πολύ περισσότερο από την ισορροπία ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία), και τούτο με σκοπό η αντιπολίτευση να μην συνθλίβεται από μια πανίσχυρη πλειοψηφία και να έχει σοβαρές πιθανότητες να καταστεί πλειοψηφία και να επιστρέψει στην εξουσία».17 Το κράτος δικαίου, με τις επί μέρους συνιστώσες του, τις οποίες ταυτοποιούμε αμέσως παρακάτω, είναι, μαζί με την εκλογική διαδικασία, το νόμιμο μέσο που διασφαλίζει την εναλλαγή στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Αυτή η ενωσιακή αντίληψη για το κράτος δικαίου στα κράτη μέλη, πραγματώνει τη χαμπερμασική σύλληψη για το κανονιστικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, που συστήνεται ως κράτος δικαίου.18 Το κράτος δικαίου ενσαρκώνουν τέσσερις, απόλυτα συνεκτικές μεταξύ τους, συνιστώσες: σύστημα απονομής δικαιοσύνης, με δεσπόζοντα χαρακτηριστικά την ανεξαρτησία της, την ποιότητα και την αποδοτικότητά της· νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς· πολυφωνία και ελευθερία των μέσων ενημέρωσης· μηχανισμοί θεσμικών αντίβαρων στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Και οι τέσσερις συνιστώσες του κράτους δικαίου, πέραν της «χρηστικότητας» με την οποία περιβλήθηκαν -ιδίως ως προς τη συνιστώσα της απονομής της δικαιοσύνης- στο πλαίσιο της καταπολέμησης από την Ένωση -από τα υπερεθνικά της όργανα, συγκεκριμένα- των εκτροπών της «α-φιλελεύθερης» δημοκρατίας στην Πολωνία και την Ουγγαρία, υιοθετήθηκαν ως κριτήρια σεβασμού του κράτους δικαίου δια του μηχανισμού (για τον οποίο εξαρχής έγινε λόγος) των ετήσιων ελέγχων για την επικρατούσα κατάσταση σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη και της δημοσιοποίησης των σχετικών εκθέσεων και συστάσεων. Tην εν προκειμένω ουσιαστική διάσταση του κράτους δικαίου, την ταυτισμένη με τη δημοκρατία, που απαρνείται την περιοριστική, νομοτυπική προσέγγιση του κράτους δικαίου ως του συστήματος στους κόλπους του οποίου μπορεί κάποιος -του κράτους συμπεριλαμβανομένου- να δικαστεί,19 ανάγλυφα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απεικόνισε σε ανακοίνωσή της στα μέσα της δεκαετίας του 2010, βάσει της οποίας δρομολογήθηκε μερικά χρόνια αργότερα η διαδικασία του ετήσιου ελέγχου του σεβασμού του κράτους δικαίου από το εθνικό κράτος: « Tόσο το Δικαστήριο [της EE] όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν επιβεβαιώσει ότι οι [επιμέρους] αρχές του κράτους δικαίου δεν αποτελούν αμιγώς τυπικές και διαδικαστικές απαιτήσεις. Είναι το όχημα μέσω του οποίου διασφαλίζεται ο σεβασμός και η συμμόρφωση με τη δημοκρατία (…). Το κράτος δικαίου συνιστά, κατά συνέπεια, συνταγματική αρχή που διαθέτει τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι ο σεβασμός του κράτους δικαίου συνδέεται άρρηκτα με τον σεβασμό της δημοκρατίας (…): δεν υφίσταται δημοκρατία χωρίς σεβασμό του κράτους δικαίου και αντιστρόφως. Η δημοκρατία προστατεύεται όταν ο θεμελιώδης ρόλος του δικαστικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών δικαστηρίων, μπορεί να διασφαλίσει την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και την τήρηση των κανόνων που διέπουν την πολιτική και εκλογική διαδικασία».20

Όπως θα τονιστεί αργότερα, την εν λόγω ουσιαστική προσέγγιση του κράτους δικαίου την συμμερίστηκε, καταρχήν, ο ενωσιακός δικαστής, με τη νομολογία που διαμόρφωσε κατόπιν των αλλεπάλληλων προσφυγών τις οποίες άσκησε η Επιτροπή κατά βάση εναντίον της Πολωνίας και της Ουγγαρίας με αντικείμενο την ασυμβατότητα προς τη Συνθήκη των μέτρων των οικείων «α-φιλελεύθερων» κυβερνήσεων που σκοπούσαν στη χειραγώγηση, από μεριάς τους, της δικαιοσύνης. Πάντως, η προσέγγιση αυτή έκδηλα επηρέασε τους προσανατολισμούς που προσέδωσε η Επιτροπή, το 2019, στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου όσον αφορά το εθνικό κράτος δικαίου: την μετατροπή της διαδικασίας σε «μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης και πρόληψης», ιδίως στους τομείς της καταπολέμησης της διαφθοράς, της αποδοτικότητας των δικαιοδοτικών συστημάτων και του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης.21

Στο μεταξύ, μια νέα κρίση διαπέρασε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα επ’ αφορμή της πανδημίας του Covid-19. Οι διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν το 2020-2021 μεταξύ των κυβερνήσεων στους κόλπους του ΕυρΣυμβ με αντικείμενο και σκοπό την αντιμετώπιση της οικονομικής καχεξίας που διαχύθηκε στην εσωτερική αγορά εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 και το σχεδιασμό της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας είχαν ως αποτέλεσμα, καταρχάς, την επιβεβαίωση της πολιτικής προσέγγισης από την ΕΕ του εθνικού κράτους δικαίου, που ερείδεται -υπενθυμίζεται- στις «δίδυμες» πρόνοιες -την ουσιαστική και τη διαδικαστική- των άρθρων 2 και 7 ΣΕΕ. Τούτο συνέβη με την καθιέρωση, με τον κανονισμό 2020/2092, ενός γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας (conditionality, conditionnalité) για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, το οποίο καλείται να εφαρμόζεται στην περίπτωση παραβίασης αρχών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος.22

Συγκρατώντας, για τις ανάγκες που ο κανονισμός της αιρεσιμότητας υπηρετεί, ως τη μόνη κρίσιμη από τις τέσσερις συνιστώσες του κράτους δικαίου που υιοθετεί η ουσιαστική του προσέγγιση, την πρόσβαση στην ανεξάρτητη και αποτελεσματική δικαιοσύνη (στον ορισμό του κράτους δικαίου, σε αυτή την διάστασή του προστίθενται η αρχή της νομιμότητας, η διάκριση των εξουσιών, η απαγόρευση των διακρίσεων και η ισότητα ενώπιον του νόμου), ο κανονισμός εισάγει τη λειτουργία της κύρωσης σε βάρος του κράτους μέλους σε περίπτωση που η εκτροπή του ειδικά και αποκλειστικά από την κρατικό-δικαιική «κανονικότητα» της εγχώριας δικαιοσύνης (διακινδύνευση της ανεξαρτησίας της, παράλειψη κολασμού αυθαίρετων ή παράνομων αποφάσεων των δημόσιων αρχών, περιοριστικός χαρακτήρας δικονομικών κανόνων, μη εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων, περιορισμός της αποτελεσματικής δίωξης παραβάσεων του νόμου) (άρθρο 3) «επηρεάζει ή απειλεί σοβαρά να επηρεάσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης» (άρθρο 4§1 του κανονισμού), προβλέποντας εντέλει, στις περιπτώσεις αυτές, τη λήψη -εναλλακτικά- «τιμωρητικών» μέτρων: την αναστολή πληρωμών από την Ένωση, την απαγόρευση νέων πληρωμών, την αναστολή εκταμίευσης δόσεων αποπληρωμής δανείων, την αναστολή ή μείωση οικονομικού πλεονεκτήματος που εγγυάται ο προϋπολογισμός της ΕΕ, την απαγόρευση χορήγησης νέων δανείων, την αναστολή της έγκρισης προγραμμάτων, κ.τ.τ. (άρθρο 5 του κανονισμού).23

Πρόσθετος στον μηχανισμό της αιρεσιμότητας θεσμός, τον οποίο εισήγαγαν οι διαπραγματεύσεις του 2020-2021, είναι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τον οποίο καθιερώνει ο κανονισμός 2021/24124, ο Recovery and Resilience Facility (RRF), που είναι το αποκορύφωμα της δέσμης συναφών μέτρων “Next Generation EU”.25 Στην πραγματικότητα, ο σεβασμός του κράτους δικαίου στο κράτος μέλος δεν προκύπτει ως στόχος του RRF, ο οποίος ιδρύθηκε για να προάγει, κατά βάση, την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ένωσης (άρθρο 4§1 του κανονισμού 2021/241. Η απουσία σχετικής πρόβλεψης στην ιδρυτική πράξη είναι φαινομενική. Ο Μηχανισμός, μέσα από διάφορους διαύλους, λαμβάνει υπόψη ορισμένες διαστάσεις του κράτους δικαίου. Οι δίαυλοι αυτοί σχετίζονται με τη χρηστή οικονομική διαχείριση των χρηματοδοτήσεων των κρατών μελών που εκτελεί ο Μηχανισμός (άρθρο 10 της ιδρυτικής πράξης), καθώς και με την εγκαθιδρυμένη από τον κανονισμό συνάφεια του Μηχανισμού αφενός με τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (αιτιολογικές σκέψεις υπ’ αριθ. 4, 34, 35 και 58), αφετέρου με τον διακηρυκτικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕυρΠΚΔ) (άρθρο 18§4 εδάφια γ και ιε), ιδίως με τις αρχές που διατυπώνει ο ΕυρΠΚΔ σχετικά με την ισότητα των φύλων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους.26 Όπως θα κατατεθεί στην προτελευταία ενότητα, ο κανονισμός 2021/241 καθιερώνει μια ξεχωριστή από τον κανονισμό της αιρεσιμότητας διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε βάρος του παραβατικού κράτους μέλους, όπου και θα διευκρινιστεί η επακριβής σχέση μεταξύ των δυο διαδικασιών.

Το κύριο βάρος της ανάλυσης που ακολουθεί φέρεται από την περιέλευση του κράτους δικαίου, ιδίως δε της συνιστώσας του που έχει να κάνει με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στο πεδίο της λειτουργίας της «Ευρώπης των αριθμών». Το ενδιαφέρον της έμφασης που δίνεται στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, έγκειται στο ότι η Ένωση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ειδικότερα έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά δεικτών, που εμφανίζονται σαν τεχνικές νόρμες μη δεσμευτικού χαρακτήρα και επιτρέπουν μια αντικειμενική αξιολόγηση της κατάστασης η οποία επικρατεί στα κράτη μέλη όσον αφορά ορισμένες αρχές του κράτους δικαίου. Οι δείκτες συμβάλλουν στην «αποπολιτικοποίηση» του ευρωπαϊκού υποδείγματος κράτους δικαίου -όποιο κι αν είναι αυτό- απαλλάσσοντάς το από ζητήματα σχετικά με την πολιτική ευθύνη και, κατ’ αυτό τον τρόπο, συμβάλλουν δυνατότητα άσκησης επί του κράτους δικαίου παρακολούθησης και εποπτείας.27 Ωστόσο, οι δείκτες δεν απέχουν καθόλου από το να φέρουν επάνω τους το βάρος μιας οικονομικής προσέγγισης του κράτους δικαίου, το οποίο εκπίπτει, πλέον, σε έννοια που ομαδοποιεί τα χαρακτηριστικά μιας έννομης τάξης «στρατευμένης» στην εξασφάλιση της μεγέθυνσης και της ανταγωνιστικότητας.28

Από την άλλη μεριά, η «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου που προκύπτει από την εμπειρία αυτή είναι πρακτικά αδύνατο να διαχωριστεί, απόλυτα και με αυστηρότητα, από την ουσιαστική προσέγγιση , παρόλο που κυριαρχούν, στην τελευταία, μέθοδοι απόφασης και δράσης στηριγμένες στον καταναγκασμό (οι αποφάσεις του ΔΕΕ, οι κυρώσεις της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, οι κυρώσεις κατ’ εφαρμογή του κανονισμού της αιρεσιμότητας), ευδιάκριτα διαχωρισμένες από τις ήπιες, διαβουλευτικές μεθόδους που προσιδιάζουν στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Ωστόσο, όπως θα διαπιστωθεί στην επικείμενη ανάλυση, η κανονιστική αυστηρότητα και ο καταναγκασμός που πηγάζουν από τις αποφάσεις του ΔΕΕ «επικοινωνούν» με τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της οικονομικής προσέγγισης του κράτους δικαίου, με το μεγάλο ζητούμενο να είναι -στις δυο τελευταίες ενότητες- εάν η «επικοινωνία» αυτή ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις -την ουσιαστική και την οικονομική- «βάζει στο παιχνίδι» και τον σκληρό πυρήνα της υπαγωγής του εθνικού κράτους δικαίου στον ευρωπαϊκό αστερισμό, που είναι οι «τιμωρητικού», κυρωτικού χαρακτήρα ευρωπαϊκές αποφάσεις επί των εκτροπών από την κανονικότητα του κράτους δικαίου εντός του κράτους μέλους.

ΙΙ.

Η θέση της εξίσωσης «κράτος δικαίου-δικαστικό σύστημα» εντός της Ευρώπης των αριθμών

Στη δημόσια ανακοίνωσή της του 2014, με την οποία προετοίμασε το έδαφος για την καθιέρωση των ετήσιων ελέγχων των κρατών μελών για την κατάσταση του κράτους δικαίου, η Επιτροπή κατέθετε την ανάγκη να πραγματοποιείται «αντικειμενική και διεξοδική αξιολόγηση» της κατάστασης αυτής, με σεβασμό στην «αρχή της ίσης μεταχείρισης» των κρατών μελών, με την αξιολόγηση αυτή να μπορεί «να βασίζεται σε ενδείξεις που λαμβάνονται από διαθέσιμες πηγές και αναγνωρισμένα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων κυρίως των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».29 Τούτων δοθέντων, η χρήση δεικτών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου θα είχε το -υποτιθέμενο- πλεονέκτημα ότι παρέχει μια αντικειμενική επισκόπηση του φαινομένου που μετριέται και ότι θα απέκλειε κάθε κριτική που θα συνδεόταν με μια πολιτική κρίση -ή ακόμη και αυθαίρετη- των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση σε κράτος μέλος. Ως «δείκτης» ορίζεται ως «(το) όργανο µέτρησης το οποίο αποτελείται από ένα αριθµητικό αποτέλεσµα που καθιστά δυνατό τον προσδιορισµό, µε τη χρήση ποσοτικής µεθόδου, της κατάστασης ή των επιδόσεων ενός συγκεκριµένου αντικειµένου»· εξ ορισμού, επομένως, ο δείκτης επιτρέπει τη συγκρισιμότητα των πληροφοριών και τον καθορισμό προτύπων που θα πρέπει να ακολουθούν οι επιδόσεις.30

Ενώ στο εσωτερικό εθνικών κρατών φαίνεται να υπήρχαν σε χρήση από παλιά δείκτες, πίνακες επιδόσεων και κατατάξεις που αποσκοπούν στην αξιολόγηση των επιδόσεων των οικείων δικαστικών συστημάτων, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, τίποτε παρόμοιο δεν είχε προβλεφθεί για το σύνολο των κρατών μελών, στο επίπεδο της Ένωσης.31 Ούτως ή άλλως η δημιουργία ενός δείκτη σχετικά με το κράτος δικαίου είναι ιδιαίτερα επίπονη. Απαιτεί την επακριβή εννοιολόγηση του φαινομένου που πρόκειται να μετρηθεί, καθώς και την εφαρμογή κατάλληλης μεθοδολογίας για τη συλλογή των δεδομένων. Στους κόλπους των εμπειρογνωμόνων επικρατούσε για πολύ καιρό η πεποίθηση ότι η εννοιολογική προσέγγιση του κράτους δικαίου είναι «µία υποτιµηµένη πρόκληση», δεδοµένου ότι «δεν υπάρχει ένας ενιαίος ορισµός που να είναι κοινά αποδεκτός στη βιβλιογραφία».32 Έτσι, η τάση της Επιτροπής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ήταν να προσφεύγει στη χρήση δεικτών οι οποίοι είχαν καθιερωθεί στους κόλπους άλλων οργανισμών. Επί παραδείγματι, για να αξιολογήσει τα ζητήματα διαφθοράς, η Επιτροπή χρησιμοποιεί, ιδίως, τους Worldwide Governance Indicators της Παγκόσμιας Τράπεζας, τον Corruption Perceptions Index της διεθνούς ΜΚΟ Transparency International, την Global Competitiveness Report του World Economic Forum και τον WJP Open Government Index του World Justice Project.33

Οι Πίνακες πλοήγησης ή Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη, που συντάσσονται και ακολουθούνται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, είναι το μοναδικό «εργαλείο» που συντάχθηκε από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -από το Τμήμα «Γενικές πολιτικές για τη δικαιοσύνη και τα δικαστικά συστήματα» της Γενικής διεύθυνσης «Δικαιοσύνη» της Επιτροπής- για την πρoώθηση της στρατηγικής της υπέρ της προστασίας του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη. Ο προορισμός του ταυτίστηκε μ΄ εκείνον του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου -την έξοδο της ΕΕ από την «σπειροειδή αρνητική μεγέθυνση»-, αφού το αντικείμενο μέτρησης των Πινάκων συντείνει στην «εύρυθμη λειτουργία της απονομής της δικαιοσύνης», η οποία είναι «απαραίτητη για την αμοιβαία εμπιστοσύνη, τη βελτίωση του καλού επενδυτικού κλίματος και τη βιωσιμότητα της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης».34 Προς το σκοπό αυτό, οι Πίνακες αποτελεσμάτων εφοδιάζουν την Επιτροπή με «αντικειμενικά, αξιόπιστα και συγκρίσιμα δεδομένα για τη λειτουργία των συστημάτων δικαιοσύνης σε όλα τα κράτη μέλη» κατά βάση σε αστικές, εμπορικές και διοικητικές υποθέσεις, καθώς και σε ορισμένες ποινικές υποθέσεις (όπως εκείνες που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες).35 Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για την εκπόνηση ειδικών συστάσεων για κάθε κράτος μέλος όπου εντοπίζονται ελλείψεις στη λειτουργία του οικείου δικαστικού συστήματος, οι οποίες αναδεικνύουν τις ορθές πρακτικές και υποδεικνύουν τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη μεριά, ο Πίνακας αποτελεσμάτων δεν αποσκοπεί στην κατάρτιση μιας συνολικής κατάταξης των εθνικών συστημάτων δικαιοσύνης, ούτε στην «προτίμηση» υπέρ ενός συγκεκριμένου δικαστικού συστήματος σε βάρος κάποιου άλλου. Είναι ένα «ουδέτερο» εργαλείο, επικεντρωμένο στους παράγοντες που καθιστούν ένα σύστημα δικαιοσύνης αποτελεσματικό, όποιος κι αν είναι ο νομικός πολιτισμός και οι νομικές παραδόσεις της οικείας χώρας μέλους.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα Πίνακα αποτελεσμάτων -του 2024-, η αποτελεσματικότητα του εθνικού δικαστικού συστήματος προκύπτει μέσα από τη συρροή τριών επιδόσεών του: την αποδοτικότητα, την ποιότητα και την ανεξαρτησία του. Κάθε μία από αυτές αξιολογείται με τη χρήση δεικτών, οι οποίοι που έχουν αναπτυχθεί με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, ένα αποδοτικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης διαχειρίζεται τον φόρτο υποθέσεων και τις συσσωρευμένες υποθέσεις, εκδίδοντας αποφάσεις χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Υπό την έννοια αυτή, οι κύριοι δείκτες που χρησιμοποιούνται στον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης για την παρακολούθηση της αποδοτικότητας των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης είναι η διάρκεια των διαδικασιών (εκτιμώμενος ή μέσος χρόνος σε ημέρες ο οποίος απαιτείται για τη δικαστική επίλυση μιας υπόθεσης), το ποσοστό διεκπεραίωσης (ο λόγος του αριθμού των υποθέσεων που κρίθηκαν προς τον αριθμό των υποθέσεων που εισάχθηκαν) και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων (υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν κριθεί στη λήξη του έτους). Η εύκολη πρόσβαση, οι επαρκείς πόροι, τα αποτελεσματικά εργαλεία αξιολόγησης και η ψηφιοποίηση είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην υψηλή ποιότητα των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης. Όσον αφορά την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστικών συστημάτων, οι δείκτες που χρησιμοποιούνται αφενός αφορούν την εκλαμβανόμενη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (η αντίληψη του ευρέως κοινού για τη δικαστική ανεξαρτησία και η αντίληψη των επιχειρήσεων σχετικά με την αποτελεσματικότητα της προστασίας των επενδύσεων από τα δικαστήρια), αφετέρου αφορούν την

διαρθρωτική ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας: την ύπαρξη κανόνων που απομακρύνουν κάθε εύλογη αμφιβολία των διαδίκων ως προς το αδιαπέραστο του δικαστηρίου από εξωτερικές επιρροές και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η δεύτερη ομάδα δεικτών αφορά, ιδίως, τις εγγυήσεις που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία των εθνικών εισαγγελικών αρχών, την ανεξαρτησία του δικηγορικού σώματος και των δικηγόρων, καθώς και τις εγγυήσεις που ισχύουν όσον αφορά την πρόσκαιρη κατάληψη πολιτικών θέσεων από δικαστές και εισαγγελείς.36

Παρά τον εύλογο χαρακτήρα των δεικτών που «αφουγκράζονται» τα αληθινά προβλήματα τα οποία απασχολούν τα συστήματα δικαιοσύνης, τόσο η μεθοδολογία εκπόνησης των Πινάκων αποτελεσμάτων όσο και η ποιότητα των δεδομένων που συλλέγονται έχουν δεχτεί επικρίσεις. Ο Πίνακας αποτελεσμάτων βασίζεται κυρίως σε δευτερογενείς πηγές, με την έννοια ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιεί ο Πίνακας αποτελεσμάτων προέρχονται από άλλους δείκτες, εκθέσεις ή μελέτες. Κύρια πηγή πληροφόρησης για την κατάρτιση του πίνακα είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (Comité Européen pour lEfficacité de la Justice : CEPEJ), που εδρεύει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συνάψει σύμβαση για την εκπόνηση ετήσιων μελετών για την κατάσταση της δικαιοσύνης σε κάθε κράτος μέλος. Η CEPEJ συλλέγει τα απαραίτητα στοιχεία μέσω εθνικών ανταποκριτών, οι οποίοι συχνά είναι στελέχη του οικείου Υπουργείου Δικαιοσύνης. Πρόσθετες στην CEPEJ πηγές πληροφοριών για τη σύνταξη των Πινάκων αποτελεσμάτων είναι η Ομάδα των προσώπων επαφής με τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης, το Ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού, το Δίκτυο των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και το Ευρωπαϊκό δίκτυο επιμόρφωσης των δικαστών. Ειδικά στην Ομάδα των προσώπων επαφής με τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης καταλογίζεται η έλλειψη διαφάνειας στον τρόπο με τον οποίο συλλέγει τα δεδομένα, με τα οποία τροφοδοτεί την σύνταξη του πίνακα των αποτελεσμάτων.37 Το άτυπο αυτό συλλογικό όργανο, που συντίθεται από δύο πρόσωπα ανά κράτος μέλος (ένα προερχόμενο από το δικαστικό σώμα και ένα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης), ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής το 2013 με αποκλειστικό σκοπό να την συνδράμει στην εκπόνηση των Πινάκων αποτελεσμάτων και να συμβάλλει στην ανταλλαγή, μεταξύ των κρατών μελών, των εμπειριών καλής πρακτικής.

Οι μεθοδολογικές επικρίσεις αφορούν κυρίως την ποιότητα των δεδομένων, τη συγκρισιμότητά τους και τα «τυφλά σημεία» των Πινάκων αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη.38 Ένα ζήτημα είναι ότι η συλλογή των δεδομένων περνάει μέσα από τα κράτη και τις υπηρεσίες τους, αντί να εναποτίθεται σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Τούτο ισχύει ακόμη και γι’ αυτά τα στοιχεία που προέρχονται από την CEPEJ, καθόσον ούτε αυτό το ευρωπαϊκό όργανο είναι σε θέση να εγγυηθεί την ποιότητα των δεδομένων με τα οποία την εφοδιάζουν τα κράτη. Από την άλλη μεριά, ενίοτε αμφισβητείται η ορθότητα κι αυτών ακόμη των δεικτών· για την ακρίβεια, ορισμένων από αυτούς. Επί παραδείγματι, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μετριέται και με γνώμονα την αντίληψη που έχει γι’ αυτήν η κοινή γνώμη (εκλαμβανόμενη ανεξαρτησία), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι τα δεδομένα ενδέχεται να είναι μεροληπτικά σε κράτη μέλη όπου υφίστανται περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης.39 Επίσης, συχνά υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη συγκρισιμότητα ορισμένων δεδομένων λόγω της ετερογένειας των εθνικών στατιστικών, της απουσίας στοιχείων για ορισμένα κράτη ή της ποικιλομορφίας των εθνικών δικαστικών συστημάτων· σε τέτοιες περιπτώσεις, φαίνεται ότι τα κράτη μέλη ζητούν από την Επιτροπή ο Πίνακας αποτελεσμάτων να αγνοεί τα δεδομένα.40 Δεν είναι άστοχη η επισήμανση41 ότι οι Πίνακες αποτελεσμάτων επιτρέπουν, απλώς, να διαγνωστεί αν ένα σύστημα δικαιοσύνης είναι σε θέση να απονέμει δικαιοσύνη και όχι αν η παρεχόμενη δικαιοσύνη είναι ποιοτική και ανεξάρτητη. Έχει καταμαρτυρηθεί ότι για έναν από τους πρώτους Πίνακες αποτελεσμάτων το Συμβούλιο ΕΕ είχε συμπεριλάβει στα Συμπεράσματα συνεδρίασής του την επισήμανση ότι ορισμένες πτυχές των εθνικών δικαστικών συστημάτων που σχετίζονται με την ποιότητα των αποφάσεων, δεν αντικατοπτρίζονται επαρκώς στον Πίνακα αποτελεσμάτων.42 Για παράδειγμα, ένα εθνικό δικαστικό σύστημα μπορεί να θεωρείται αποτελεσματικό από τον πίνακα αποτελεσμάτων, επειδή είναι ψηφιοποιημένο και καλά στελεχωμένο παρόλο που πολλές δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στους κόλπους του είναι αυθαίρετες και μεροληπτικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξάλλου, επ’ αφορμή των αποτελεσμάτων ενός πίνακα που αφορούσαν την διαρθρωτική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είχε τονίσει, το 2020, ότι «τα διαγράμματα που παρουσιάζονται στον πίνακα αποτελεσμάτων δεν αξιολογούν ούτε παρουσιάζουν ποσοτικά δεδομένα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των [θεσμικών] εγγυήσεων [ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης]. Δεν προορίζονται να αποτυπώσουν την πολυπλοκότητα και τις λεπτομέρειες των εγγυήσεων. Η ύπαρξη περισσότερων [θεσμικών] εγγυήσεων δεν διασφαλίζει, από μόνη της, την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης».43

Οι επικρίσεις για τους Πίνακες αποτελεσμάτων στον τομέα της δικαιοσύνης, δεν θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν τη μη δεσμευτικότητα των συνεπειών αυτής της πρακτικής. Οι Πίνακες αποτελεσμάτων εκπονούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η οποία αφ’ εαυτής δεν καταλήγει στην παραγωγή εννόμων συνεπειών, έτσι ώστε ούτε οι Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη να μπορούν να ξεφύγουν από το χαρακτηριστικό αυτό. Ωστόσο, οι Πίνακες αποτελεσμάτων παράγουν συνέπειες κανονιστικής φύσης, γεγονός που τους τους κάνει να μην αποξενώνονται τελείως από τη νομική υφή των πράξεων του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με μια «μανατζερίστικη» λογική, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται, δια των ειδικών ανά χώρα συστάσεων που τροφοδοτεί ο Πίνακας αποτελεσμάτων, να συγκλίνουν προς ποσοτικοποιημένους στόχους, ιδίως μέσω της προβολής και της ανταλλαγής ορθών πρακτικών. Πάντως, αυτής της φύσης τα κανονιστικά αποτελέσματα που παράγει ο Πίνακας αποτελεσμάτων δεν στέκονται αδιάφορα απέναντι στην ακεραιότητα και μονολιθικότητα της νομοτυπικής σύλληψης του κράτους δικαίου καθόσον, για να πραγματωθούν, οικονομικοποιούν την έννοια του κράτους δικαίου, με την εννοιολόγηση αυτή να αντηχείται και σ’ αυτήν ακόμη τη νομολογία που διαμόρφωσε το Δικαστήριο της Ένωσης όταν κλήθηκε -επανειλημμένα κατά την περίοδο 2010-2023- να εκφέρει κρίση όσον αφορά την παράβαση της Συνθήκης από μέτρα λαϊκιστικών κυβερνήσεων κρατών μελών (της Πολωνίας, ιδίως) που κατέλυαν ή υπονόμευαν εμφαντικά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στις αντίστοιχες έννομες τάξεις.

ΙΙΙ.

Η ενωσιακή συμβολή στην «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου: από τη ρητορεία στην πράξη

Οι Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση επηρεάζουν τον καθορισμό και την άσκηση των εθνικών πολιτικών σε έναν τομέα, στη δικαιοσύνη, ο οποίος παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι «μολονότι (…) η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωση»,44 ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.45 Η επιρροή αυτή δεν είναι ουδέτερη, καθώς, μεσω της προτεραιοποίησης του δικαστικού συστήματος ανάμεσα στις λοιπές -τρεις- συνιστώσες της ενωσιακής σύλληψης του κράτους δικαίου, προωθεί μια οικονομική αντίληψη του κράτους δικαίου που επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να έχει μια έννομη τάξη για να διασφαλίζει την οικονομική μεγέθυνση.

Παρουσιάζοντας στην κοινή γνώμη τον πρώτο Πίνακα αποτελεσμάτων στον τομέα της δικαιοσύνης, η αρμόδια επίτροπος εξηγούσε ότι «ένα αποτελεσματικό και αξιόπιστο σύστημα δικαιοσύνης θα αποφέρει οικονομικό όφελος (…) η εμπιστοσύνη ότι το κράτος δικαίου τηρείται πλήρως, μεταφράζεται άμεσα σε εμπιστοσύνη για επενδύσεις στην οικονομία».46 Η ίδια αξιωματούχος αποκάλυπτε ότι το ενδιαφέρον για την ύπαρξη ανεξάρτητων, αποτελεσματικών και ποιοτικών δικαστικών συστημάτων στα κράτη μέλη γεννήθηκε, εντός της Επιτροπής, στο πλαίσιο των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής συνδρομής που έθεσε σε εφαρμογή στην Ιρλανδία, τη Λετονία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα.47 Από τη μεριά της, στην ίδια περίοδο η Επιτροπή ως συλλογικό όργανο διευκρίνιζε ότι « η συνεχιζόμενη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση στην ΕΕ αποτέλεσε τον καταλύτη για βαθιές αλλαγές (…) ο αντίκτυπός της φαίνεται στη αναδιάρθρωση των εθνικών οικονομιών, με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα (…) σε αυτή τη διαδικασία μεταρρύθμισης, τα εθνικά συστήματα δικαιοσύνης διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην επάνοδο στην ανάπτυξη (…) ένα αποτελεσματικό και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα συμβάλλει στην εμπιστοσύνη και στη σταθερότητα (…) οι προβλέψιμες, έγκαιρες και εκτελεστές αποφάσεις της δικαιοσύνης αποτελούν σημαντικές διαρθρωτικές συνιστώσες ενός ελκυστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος (…) διατηρούν την εμπιστοσύνη όσον αφορά την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, την εκτέλεση μιας σύμβασης, τον διακανονισμό των ιδιωτικών οφειλών ή την προστασία της ιδιοκτησίας και άλλων δικαιωμάτων»,48 ακολουθούμενη «κατά πόδας» από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο, σε ψήφισμα της 4ης Φεβρουαρίου 2014, υπογράμμιζε τη μεγάλη συμβολή που έχει ένα ανεξάρτητο και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα στις αποφάσεις των επιχειρήσεων να επενδύουν είτε σε αμιγώς εθνικό επίπεδο είτε σε διασυνοριακή κλίμακα.49

Η Πολωνία και η Ουγγαρία, με τις μειωτικές για το κράτος δικαίου πολιτικές των λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων που τις κυβέρνησαν στην τελευταία δεκαετία, επέσυραν την παρέμβαση του μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου κατά την εφαρμογή, στα εν λόγω κράτη μέλη, τουλάχιστον των δύο από τις συνιστώσες της ευρωπαϊκής αντίληψης του κράτους δικαίου: της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (που «συμβαδίζει» με την ποιότητά της, ευρύτερα δε και με την ποιότητα του συνολικού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου) και της καταπολέμησης της διαφθοράς· σε κάθε περίπτωση, στις σχετικές ευρωπαϊκές πολιτικές αποφάσεις δέσποζε η οικονομική προσέγγιση και αξιολόγηση των επίμαχων κρατικών συμπεριφορών, τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς ευρωπαϊκές συνέπειές τους.

Έτσι, όσον αφορά την Πολωνία, το Συμβούλιο ΕΕ επεσήμαινε ότι « ένα σταθερό και προβλέψιμο επιχειρηματικό περιβάλλον και ένα φιλικό επενδυτικό κλίμα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία όσο και στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (…) η ανεξαρτησία, η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα του δικαστικού συστήματος αποτελούν βασικά στοιχεία στο πλαίσιο αυτό (…) στην Πολωνία, η κατάσταση του κράτους δικαίου έχει επιδεινωθεί, ενώ και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας, όπως προκύπτει από σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».50 Κατά γενικό κανόνα, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης συνοδεύεται από αναφορές σε ένα «σταθερό και προβλέψιμο οικονομικό περιβάλλον», το οποίο παραπέμπει στις αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου που οι ειδικές ανά χώρα συστάσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου συχνά αντιμετωπίζουν μαζί. Επανειλημμένα ειδικές συστάσεις του Συμβουλίου ζήτησαν από την Ουγγαρία και την Πολωνία «να βελτιώσουν την ποιότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσω του αποτελεσματικού κοινωνικού διαλόγου και της συμμετοχής άλλων ενδιαφερόμενων φορέων και με τακτικές, κατάλληλες εκτιμήσεις επιπτώσεων», αφού σύμφωνα με την ΕΕ «η απουσία κατάλληλων δημόσιων διαβουλεύσεων και διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σταθερότητα και την ευρωστία του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ποιότητα της νομοθεσίας»· κατάσταση, που προκαλεί συχνές και απρόβλεπτες μεταβολές στη νομοθεσία και αυξάνει την αβεβαιότητα των επενδυτών, καθώς και το κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις, προκαλώντας εντέλει τις συστάσεις του Συμβουλίου προς τις δυο χώρες να βελτιώσουν την προβλεψιμότητα, τη σταθερότητα και τη διαφάνεια του κανονιστικού πλαισίου, υπενθυμίζοντάς τες ότι «οι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων έχουν σχέση κυρίως με τις αδυναμίες στις θεσμικές επιδόσεις και τη διακυβέρνηση» και ότι «ένα υγιές και σταθερό ρυθμιστικό περιβάλλον αποτελεί τη βάση για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιωτικών επενδύσεων».51

Επίσης, η καταπολέμηση της διαφθοράς ειδικά στην Ουγγαρία υπήρξε προνομιακό πεδίο στο οποίο το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο διοχέτευσε την ελεγκτική του δραστηριότητα, προβάλλοντας και στο πεδίο αυτό την οικονομική υφή των διακυβευμάτων που ετίθεντο. Σύμφωνα με την Ένωση, «οι κίνδυνοι διαφθοράς και η ευνοιοκρατία στρεβλώνουν την κατανομή των πόρων δεδομένου ότι δεν διοχετεύονται στις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις».52 Ωστόσο, η ορολογία την οποία μετέρχονταν οι συστάσεις του Συμβουλίου προς την Ουγγαρία από το 2014 έως το 2019 για τα ζητήματα της διαφθοράς ήταν, διαχρονικά, αρκούντως επιφυλακτική: οι σχετικές πράξεις διατύπωναν τις «ανησυχίες» της Ένωσης για τις «υστερήσεις» της χώρας στο πεδίο αυτό, και απηύθυναν εκκλήσεις για την ανάπτυξη «πρόσθετων προσπαθειών» με σκοπό τη «βελτίωση» του εθνικού νομικού πλαισίου καταπολέμησης της διαφθοράς.53 Παρά ταύτα, ο μετριοπαθής τόνος των συστάσεων διαρρήχθηκε το 2022, όταν το Συμβούλιο ΕΕ αποφάσισε να ενεργοποιήσει σε βάρος της Ουγγαρίας τον κανονισμό αιρεσιμότητας του 2020, κρίνοντας ως ανεπαρκή τα «διορθωτικά μέτρα» που προηγουμένως είχε κληθεί να υιοθετήσει η Ουγγαρία όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διόρθωση της απάτης, της σύγκρουσης συμφερόντων και της διαφθοράς κατά την εκτέλεση των ενωσιακών χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα, και επιβάλλοντας την αναστολή του 55% των δημοσιονομικών δεσμεύσεων για μια σειρά «επιχειρησιακών προγραμμάτων» του Ταμείου συνοχής.54

Περαιτέρω, η στενή σύνδεση που έχει εγκαθιδρυθεί -όπως εισαγωγικά σημειώθηκε- ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και τον RRF (τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), στο βαθμό που έχει ως επίκεντρο το εθνικό δικαστικό σύστημα είναι η εύγλωττη απόδειξη μιας συνολικής ευρωπαϊκής κανονιστικής αντίληψης του κράτους δικαίου, εστιασμένης στην εν λόγω διάστασή του, που είναι κατεξοχήν ευνοϊκή για την οικονομική ανάπτυξη.

Στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης-21ης Ιουλίου 2020, όπου συνομολογηθηκε η πολιτική συμφωνία των κρατών για την ίδρυση του RRF, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων είχαν διακηρύξει την ανάγκη να συνδεθούν «οι πολιτικές της Ένωσης σε θέματα χρηματοδοτήσεων [προς τα κράτη μέλη] με την ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση».55 Σε «απάντηση» προς την έκκληση εκείνη, ο ιδρυτικός κανονισμός του RRF της 12ης Φεβρουαρίου 2021 τόνιζε ότι τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (τα οποία υποβάλλονται προς έγκριση από την ΕΕ, ώστε βάσει αυτών να διοχετεύονται οι χρηματοδοτήσεις του RRF στα κράτη μέλη) « θα πρέπει να συνάδουν με τις σχετικές ειδικές ανά χώρα προκλήσεις και προτεραιότητες που προσδιορίζονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου » και ιδιαίτερα με τις συστάσεις που τους απευθύνθηκαν στους κύκλους εξέτασης του 2019 και 2020.56 Αν και η συσχέτιση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο είχε αντιμετωπιστεί να καθιερωθεί στο παρελθόν,57 μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του RRF ουδέν νομικό μέσο της Ένωσης προέβλεπε « άμεση χρηματοδοτική στήριξη που να συνδέεται με την επίτευξη αποτελεσμάτων και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και δημόσιων επενδύσεων από τα κράτη μέλη ως απάντηση στις προκλήσεις που προσδιορίζονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου».58 Όμως, υπό την επίδραση της γνωστικής εμπειρίας που αποκομίστηκε από την «τριβή» της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου με τις προβληματικές καταστάσεις στο πεδίο του κράτους δικαίου στην Πολωνία και την Ουγγαρία, δημιουργήθηκε εδραία πεποίθηση της Ένωσης ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, μαζί με την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη διαφάνεια και ποιότητα των δημόσιων αποφάσεων, συμβάλλουν καταλυτικά στην οικονομική μεγέθυνση, κυρίως από την άποψη της δημιουργίας κλίματος ευνοϊκού για τις επενδύσεις. Έτσι, μετά την έναρξη της λειτουργίας του RFF, η Επιτροπή τόνιζε ότι «οι συνεχείς προσπάθειες για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, ιδίως των ανεξάρτητων, ποιοτικών και αποτελεσματικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης και της εύρυθμης λειτουργίας των πλαισίων για την καταπολέμηση της διαφθοράς, είναι απαραίτητες για την αρτιότητα της θεσμικής ανθεκτικότητας των κρατών μελών και για ένα καλό επιχειρηματικό περιβάλλον».59 Σύμφωνα με το εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης που υποστηρίζουν το κράτος δικαίου έχουν θετικό οικονομικό αντίκτυπο, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και του RFF (…) όταν τα συστήματα δικαιοσύνης διασφαλίζουν την επιβολή των δικαιωμάτων, οι πιστωτές είναι πιο πιθανό να δανείσουν χρήματα, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη αυξάνεται και αποτρέπεται από την καιροσκοπική συμπεριφορά, το κόστος συναλλαγών μειώνεται και οι καινοτόμες εταιρείες είναι πιο πιθανό να επενδύσουν (…) στην πραγματικότητα, ένα αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης είναι απαραίτητο για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη (…) μπορεί να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα, να ενθαρρύνει την καινοτομία, να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, να εξασφαλίσει φορολογικά έσοδα και να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη».60 Αυτή η ρητορική, που αφορά ειδικά το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, συναντάται και στο RFF. Στις κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν προς τα κράτη μέλη για τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, η Επιτροπή επισήμανε ότι «οι μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, την αποτελεσματικότητα των συστημάτων δικαιοσύνης και, υπό την ευρύτερη έννοια, τον σεβασμό του κράτους δικαίου, αποτελούν βασικά στοιχεία της συνολικής στρατηγικής ανάκαμψης των κρατών μελών».61

Το Εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που συντάχθηκε από την Ελλάδα και εγκρίθηκε από την Ένωση, είναι υποδειγματικό και επιβεβαιωτικό της σύνδεσης ανάμεσα στις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τον τομέα της δικαιοσύνης που είχαν απευθυνθεί στην Ελλάδα το 2019 και των δράσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, που περιλήφθηκαν στο εγκεκριμένο Εθνικό σχέδιο. Συγκεκριμένα, η σύσταση του 2019 που αφορούσε μόνο την ανάγκη εφαρμογής της ηλεκτρονικής κατάθεσης νομικών εγγράφων, ολοκλήρωσης της θέσπισης του συστήματος ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και της εισαγωγής της υπηρεσίας “JustStat” για τη συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων, υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, το εφαλτήριο πάνω στο οποίο οργανώθηκε ένας ολόκληρος «άξονας» δράσεων του Εθνικού σχεδίου για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος της χώρας προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότητάς του, με ρητά ομολογημένο και πρωταρχικό στόχο τη «θετική επίδραση [του συστήματος δικαιοσύνης] στην ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας» και στην παγίωση «ενός καλύτερου συστήματος δικαιοσύνης (…) για τις επιχειρήσεις [που να] οδηγεί στην εύρυθμη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας και στην προσέλκυση επενδύσεων». Οι επιμέρους κατευθύνσεις των μεταρρυθμίσεων, που χρηματοδοτούνται από τον RRF, είναι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης (επανασχεδιασμός της αξιολόγησης και προαγωγής των δικαστών και δικαστικών λειτουργών, χρηματοοικονομικά κίνητρα σε δικαστικούς υπαλλήλους για τη μείωση των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης εφόσον επιτυγχάνονται συγκεκριμένα ορόσημα στην μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, αξιολόγηση του χωροταξικού σχεδιασμού και της οργάνωσης και διοίκησης των δικαστικών κτιρίων, ίδρυση ανεξάρτητου γραφείου για την συστηματική συλλογή, παρακολούθηση και επεξεργασία στοιχείων για την εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος κλπ.)· η ηλεκτρονική δικαιοσύνη (αναβάθμιση των συστημάτων τήρησης αρχείων, επέκταση πληροφοριακών συστημάτων και δεξιοτήτων και ψηφιακών δεξιοτήτων για δικαστές και δικαστικό προσωπικό κλπ.)· η αναβάθμιση των υποδομών (στοχευμένες επενδύσεις σε κτίρια και δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου δομών)· η αναθεώρηση του προγράμματος σπουδών της Εθνικής Σχολής Δικαστών και της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την ενίσχυση της απόκτησης νέων δεξιοτήτων που είναι τόσο απαραίτητες για το δικαστικό σώμα και τους δικαστικούς υπαλλήλους.62

IV

H επιβεβαίωση από το ΔΕΕ της «οικονομικοποίησης» του κράτους δικαίου και η εισαγωγή της παραμέτρου της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Μπροστά στην εδραία πεποίθηση που διαμόρφωσαν τα θεσμικά, πολιτικά όργανα της Ένωσης (η Επιτροπή πρωτίστως, αλλά και το Συμβούλιο, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) ότι το εθνικό κράτος δικαίου, με τα αναγκαία ποιοτικά χαρακτηριστικά του, είναι καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής ευρωστίας της χώρας μέλους, το Δικαστήριο της ΕΕ δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει την -επίσης εδραιωμένη- ουδετερότητά του απέναντι στις διαφορετικές ιδεολογικό-δογματικές θέσεις (τις αντιφατικές μεταξύ τους, ή αλληλοσυμπληρωματικές, δεν έχει σημασία…), οι οποίες προάγουν και εξηγούν την διαπερατότητα του καθόλου ενωσιακού δικαίου από την οικονομία· την οικονομία της αγοράς.63 Αναμφίβολα το Δικαστήριο είναι εκείνο που (συν)διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις ώστε μέσω της οικοδόμησης της υπερεθνικής αγοράς -της κοινής αγοράς αρχικά και της εσωτερικής αγοράς σήμερα- να προαχθεί η ενοποίηση της Ευρώπης (η επίτευξη, από το Δικαστήριο, της αποκαλούμενης «αρνητικής ολοκλήρωσης», της άρσης δηλαδή, δια της νομολογίας του, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των συντελεστών παραγωγής, που συμπλήρωνε τη «θετική ολοκλήρωση», την άρση δηλαδή των εμποδίων δια της κοινοτικής/ενωσικής νομοθετικής οδού, με την εναρμόνιση των εθνικών κανόνων και τον κοινό προσανατολισμό τους προς το γενικό συμφέρον64). Ωστόσο, η ενιαία, ευρωπαϊκή αγορά δεν υπήρξε απλώς ένα τεχνοκρατικό-νομικό σχέδιο προορισμένο να καταργήσει τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των συντελεστών της παραγωγής και να εγγυάται τον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό· υπήρξε, και είναι, μια θεμελιώδης επιλογή ηθικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής φύσης, έντονα πολιτικοποιημένη, που επικαθορίζει όλες τις άλλες δημόσιες πολιτικές της ΕΕ, σε τέτοιο βαθμό που να επιβεβαιώνεται η ευστοχία της προ τριακονταπενταετίας απόφανσης του Michel Foucault ότι ο ορθολογισμός της αγοράς εκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας.65 Τούτου δοθέντος, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε την πολιτικά ουδέτερη στάση του απέναντι στην οικονομία από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ενοποιητικής διαδικασίας με το να αναδείξει, με την απόφαση Van Gend en Loos του 1963, την εναπόθεση της εφαρμογής του αγοραίου κοινοτικού δικαίου στην «επαγρύπνηση των ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους»,66 με τους «ιδιώτες» (κατ’ ουσία με τους πρωταγωνιστές της οικονομίας της αγοράς, που είναι οι επιχειρήσεις) να αναβιβάζονται σε βαθμίδα ελέγχου της νομιμοφροσύνης του κάθε κράτους μέλους έναντι των ευρωπαϊκών του υποχρεώσεων, πρόσθετη σε εκείνες που η Συνθήκη εναποθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε κάθε άλλο κράτος μέλος (άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ).

Κάτι ανάλογο θεωρούμε ότι έπραξε το Δικαστήριο με την «οικονομοποιημένη» διάσταση του κράτους δικαίου την οποία προάγουν τα θεσμικά πολιτικά όργανα της ΕΕ. Επ’ αφορμή, κατά πρώτο και κύριο λόγο, της προσβολής του εθνικού κράτους δικαίου στην Πολωνία και της εστίασής της στα εσωτερικά νομοθετικά μέτρα δραστικής υπονόμευσης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, το ΔΕΕ εναπόθεσε στο άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, στο όνομα της πρόσβασης των «ιδιωτών» στην προστασία των δικαιωμάτων τους που αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο· ήγουν, κατά βάση, από τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.67

Εκ προοιμίου αξίζει να τονιστεί ότι αυτή η νομική κατασκευή, με την προστασία των δικαιωμάτων των «ιδιωτών» να τοποθετείται στις ρίζες της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ως κομβικού θεσμού του κράτους δικαίου, δεν έγινε από την πρώτη στιγμή που το ΔΕΕ επιλήφθηκε των προσφυγών της Επιτροπής κατά των κρατών μελών τα οποία, εισάγοντας νομοθεσίες με τις οποίες καθίστατο υποχρεωτική η πρόωρη και μαζική αποχώρηση δικαστών από την ενεργό υπηρεσία, διαμόρφωναν το έδαφος της κατάλυσης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Η πρώτη υπόθεση που έφθασε ενώπιον του ΔΕΕ ήταν η προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ουγγαρίας επί παραβάσει, εξ αφορμής αυτής της τυπολογίας νομοθεσίας, της οδηγίας 2000/78 για την ίση μεταχείριση σε θέματα απασχόλησης και εργασίας. Στην καταδικαστική για την Ουγγαρία απόφαση του ΔΕΕ του 2012, δεν υπήρξε η παραμικρή μνεία ούτε για την υπονόμευση της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστών ούτε -ακόμη λιγότερο- για την διακινδύνευση των δικαιωμάτων των πολιτών εξαιτίας αυτής.68 Όμως, η γενική εισαγγελέας Juliane Kokott στη γνώμη της για την υπόθεση επεσήμαινε ότι «η αιφνίδια συνταξιοδότησή [των δικαστών] ενδέχεται να εγείρει αμφισβήτηση ως προς την ανεξαρτησία και, επομένως, την ποιότητα των δικαστηρίων», συμπληρώνοντας ότι «είναι σοβαρότατη παρέμβαση στη δικαιοσύνη η απομάκρυνση μεγάλου αριθμού δικαστών, οι οποίοι κατά τη μέχρι πρότινος ισχύουσα ρύθμιση θα είχαν παραμείνει εν υπηρεσία έως και οκτώ ακόμα χρόνια» και διευκρινίζοντας ότι «η παρέμβαση αυτή δεν αποκτά σημασία μόνον οσάκις στοχεύει πράγματι στην επιρροή της δικαιοσύνης (…) αντιθέτως, πρέπει να αποφεύγεται ήδη κάθε εικασία επιρροής».69

Επίσης προκαταρκτικά, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι «πηγή έμπνευσης» για την εισαγωγή στην ιδρυτική Συνθήκη, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ, ήταν η λύση, που το τότε ΔΕΚ έδωσε το 2002 με την απόφασή του Unión de Pequeños Agricultores,70 του «γόρδιου δεσμού» ανάμεσα στην κήρυξη (από το ίδιο) της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως «Κοινότητας δικαίου» και των δυσκολιών πρόσβασης των ιδιωτών στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων που θέσπιζε η Συνθήκη της Ρώμης του 1957. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι μια κοινότητα δικαίου, οι δε πράξεις των θεσμικών οργάνων της υπόκεινται σε έλεγχο για το αν είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη και τις γενικές αρχές του δικαίου στις οποίες περιλαμβάνονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα [των προσώπων]»· δεδομένων των περιοριστικών προϋποθέσεων του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως των ιδιωτών κατά πράξεων των κοινοτικών οργάνων, που θεσπίζονται από τη Συνθήκη, « τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν απευθείας τις κοινοτικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβάλλουν την ακυρότητα των πράξεων αυτών είτε, κατά τρόπο παρεμπίπτοντα, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητούν από αυτά να υποβάλλουν προς τούτο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο»· για να καταστεί δυνατή αυτή η «παράκαμψη» της προσφυγής στον εθνικό δικαστή, «στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του δικαιώματος [των ιδιωτών] για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας».71

Στο προκείμενο, πλέον, με επίκεντρο τη δεινοπάθηση της δικαιοσύνης στην Πολωνία της πολυετούς διακυβέρνησης από το λαϊκιστικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS: Prawo i Sprawiedliwość) (2005-2007 και 2015-2023), σύμφωνα με το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγγυώνται την ανεξαρτησία της εθνικής δικαιοδοσίας «κάθε φορά που ένα εθνικό δικαιοδοτικό όργανο καθίσταται υπεύθυνο» για την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.72 Περαιτέρω, το ενωσιακό δικαστήριο επέκτεινε στα άκρα το «πρόκριμα» της ιδιωτικό-οικονομικής διάστασης του κράτους δικαίου, κρίνοντας ότι η εν λόγω υποχρέωση του κράτους μέλους ισχύει ακόμη και όταν απλώς το εθνικό δικαστήριο «ενδέχεται» να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου.73 Για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει γνώση περί του τι εστί «δικαστήριο» κατά την έννοια των Συνθηκών.

Σύμφωνα με το άρθρο 47, εδ. β του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, «δικαστήριο» είναι εκείνο το ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο που διαφυλάσσει το κράτος δικαίου: « η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου ».74 Για τη διασφάλιση του κράτους δικαίου, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν τη διάκριση των εξουσιών, ιδίως μεταξύ της δικαστικής εξουσίας, αφενός, και της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, αφετέρου. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι πώς μπορεί να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία ενός δικαστηρίου. Προς απάντηση, το Δικαστήριο τοποθετείται πέραν της θεωρίας του φαίνεσθαι που αναπτύχθηκε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εις τρόπον ώστε να οδηγεί την εξέταση της κάθε υπόθεσης σε ενδελεχή έλεγχο της εθνικής νομοθεσίας: το ενωσιακό δίκαιο απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες με σκοπό τη διαφύλαξη «της εντυπώσεως ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που πρέπει να δίδει η δικαιοσύνη», καθώς και της «εμπιστοσύνης την οποία πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας», ώστε να εκλείπει «κάθε εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη στεγανότητα [του δικαστηρίου] έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων».75 Συνεπώς, τα δικαστήρια δεν πρέπει να υπόκεινται σε εξωτερικές πιέσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους· αντίθετα, και επιπρόσθετα, πρέπει να εμπνέουν την εμπιστοσύνη των διαδίκων. Αντίστοιχα, το κράτος μέλος υποχρεούται, επί παραδείγματι, να εφαρμόζει κανόνες που να διασφαλίζουν ότι οι δικαστές δεν μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους και ότι παραμένουν στη θέση τους μέχρι τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησής τους: «η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας».76

Αν και στόχος των κρίσεων του ΔΕΕ που επισκοπήθηκαν είναι η εξάλειψη κάθε ένδειξης δυνητικής προσβολής της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστών από την εθνική νομοθεσία, δεν είναι άσκοπο να τονιστεί, και πάλι, ότι το ΔΕΕ δεν εκδήλωσε ποτέ την πρόθεση να αμφισβητήσει την κυρίαρχη αρμοδιότητα του κράτους μέλους να ορίζει την οργάνωση του δικαστικού του συστήματος.77 Το συνταξιοδοτικό και το πειθαρχικό δίκαιο που διέπει τους δικαστές στην Πολωνία, εξετάστηκαν υπό το πρίσμα αυτού του συλλογισμού, αφετηρία και κατάληξη του οποίου είναι η προστασία των ιδιωτικό-οικονομικών συμφερόντων που θεμελιώνονται στο ενωσιακό δίκαιο.

Πλην της Πολωνίας -και της Ουγγαρίας-, η Ρουμανία είναι, και αυτή, κράτος μέλος που «τροφοδοτεί» το μηχανισμό έννομης προστασίας της ΕΕ με υποθέσεις στις οποίες διακυβεύεται η συμβατότητα των κυβερνητικών παρεμβάσεων στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης προς την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ, πολλώ δε μάλλον που για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα αυτή βρισκόταν σε καθεστώς «διακριτικής επιτήρησης» από την Ένωση, μέσω του αποκαλούμενου «Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου» (Cooperation and Verification Mechanism – CVM) όσον αφορά την ισχύ των αρχών του κράτους δικαίου στο εσωτερικό της.78 Με απόφασή του του 2023, το ΔΕΕ επιλήφθηκε προδικαστικών ερωτημάτων ρουμανικού εφετείου που αφορούσαν την ενωσιακή νομιμότητα της εσωτερικής νομοθεσίας η οποία τροποποίησε τη διαδικασία προαγωγής των δικαστών στα πολυμελή πρωτοδικεία και τα εφετεία βάσει αποτελεσματικότητας, αντικαθιστώντας τις παλαιές γραπτές δοκιμασίες με αξιολόγηση του έργου και της συμπεριφοράς των υποψηφίων κατά τα τρία τελευταία έτη της δραστηριότητάς τους· το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το καθεστώς προαγωγής των δικαστών σε ανώτερο δικαστήριο στηρίζεται σε αξιολόγηση του έργου και της συμπεριφοράς των ενδιαφερομένων (η αξιολόγηση διενεργείται από επιτροπή συγκροτούμενη από τον πρόεδρο του εν λόγω ανώτερου δικαστηρίου και από μέλη του) εφόσον οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι διαδικαστικοί όροι που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων περί προαγωγής βάσει αποτελεσματικότητας δεν προκαλούν στους πολίτες «εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων, κατόπιν της προαγωγής των ενδιαφερομένων».79

Τέλος, καθώς έχει ήδη κατατεθεί, εισαγωγικά, η νοηματοδότηση από την Ένωση του κράτους δικαίου ως αναπόσπαστου γνωρίσματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, το ΔΕE, με τη νομολογία του και με το δικό του συγκρατημένο τρόπο, προσέθεσε στην «εξίσωση» «κράτος δικαίου=δημοκρατία» τον παράγοντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: το ατομικό δικαίωμα της πρόσβασης στην ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη, την οποία επίσης εγγυάται ο ΧΘΔ/ΕΕ (άρθρο 47, εδ. β).

Με αφετηρία την κρίση του στην εμβληματική απόφαση Unión de Pequeños Agricultores ότι εντός του κράτους δικαίου -της «Κοινότητας δικαίου»- τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων αποτελούν προνομιακό πεδίο της ένδικης προστασίας, το ΔΕΕ, με τις αποφάσεις του κατά της Πολωνίας κατέδειξε ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αξιώνει την ύπαρξη ανεξάρτητης δικαιοσύνης και ότι το κράτος δικαίου όπως το αντιλαμβάνεται η Ένωση, αλλά και η ίδια η Ένωση, δεν είναι κράτος -ή Ένωση- του οποιουδήποτε δικαίου: είναι το κράτος -ή η Ένωση- που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Με αφορμή την ήδη αναφερθείσα απόφαση του 2019 επί της προσφυγής της Επιτροπής κατά της Πολωνίας για παράβαση του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ και του άρθρου 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ σχετικά με την υποβολιμαία μείωση του ορίου συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου, όπου, πράγματι, το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε αυτοτελή εξέταση της συμβατότητας της νομοθεσίας με το άρθρο 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ, παρά μόνο χρησιμοποίησε το άρθρο 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ για να προσδώσει κανονιστική ισχύ στην αρχή της ανεξαρτησίας της εθνικής δικαιοσύνης υπό τους όρους του άρθρου 19§2, εδ. β ΣΕΕ,80 έχει επισημανθεί ότι η «εξίσωση» «κράτος δικαίου=προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που προκύπτει από την εν λόγω απόφαση είναι ψευδεπίγραφη: « (…) η σύνδεση μεταξύ του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν έχει πρακτικές νομικές συνέπειες, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν την χρησιμοποίησε για να καθιερώσει ή να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων, για να συμπεριλάβει νέα δικαιώματα ή να ερμηνεύσει εκτατικά ορισμένα δικαιώματα».81 Η επισήμανση είναι άδικη. Της αρμόζει, καταρχάς, η -ακούσια- απάντηση του τέως προέδρου του ΔΕΕ Βασίλειου Σκουρή, σύμφωνα με τον οποίο « (…) το να περιμένει κανείς από το Δικαστήριο να αναπτύξει μια ευρωπαϊκή έννοια του κράτους δικαίου, θα ισοδυναμούσε με ανάθεση σε αυτό μιας αποστολής που κανείς δεν του την έχει εμπιστευθεί (…) το Δικαστήριο ενεργεί προσεκτικά: περιορίζει τη συλλογιστική του στο ελάχιστο αναγκαίο, προκειμένου να αποφεύγει, αφενός να έχει υπερβολικά μεγάλο αντίκτυπο στις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις της νομολογίας, αφετέρου να επηρεάζει τα εθνικά νομικά συστήματα πέραν του απολύτως αναγκαίου».82 Κυρίως όμως, και συγκεκριμένα, της αρμόζουν οι παραδοχές, καταρχάς ότι η εφαρμογή του Χάρτη επί του κράτους μέλους τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος «εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης» (άρθρο 51§1 ΧΘΔ/ΕΕ)· έπειτα, ότι στις προκείμενες αποφάσεις κατά της Πολωνίας (όπως και της Ουγγαρίας, ή και της Ρουμανίας), την κατάδηλη ανυπαρξία «επαφής» των επίμαχων εθνικών νομοθεσιών με το ενωσιακό δίκαιο (που eo ipso απέκλειε την αυτοτελή εφαρμογή του άρθρου 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ) όπως ήδη έχει επισημανθεί το Δικαστήριο την υπερκέρασε, σίγουρα στο όνομα της υπέρτερης σκοπιμότητας να συμβάλλει ώστε το κράτος δικαίου με τη μορφή της ανεξάρτητης δικαιοσύνης να αποκατασταθεί στις χώρες αυτές ως αρωγός της δημοκρατικής διακυβέρνησης, με το να κηρύξει πρακτικά εφαρμοστέα μόνο τη διάταξη του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ και με το να αναγνωρίσει στον εαυτό του την εξουσία να προσβλέπει στην … μελλοντική και «ενδεχόμενη» κλήση των εθνικών δικαστηρίων (των οποίων, σήμερα, υπονομευόταν η ανεξαρτησία) να εφαρμόσουν το ενωσιακό δίκαιο.83

V

Οι κυρώσεις επί παραβιάσεων του κράτους δικαίου στο κράτος μέλος και η άλωση του νομικού από το πολιτικό

Σύμφωνα με μια γενικευμένα αποδεκτή, και ταυτόχρονα λογική παραδοχή, στο διεθνές στερέωμα οι κυρώσεις είναι τα μέτρα οικονομικού χαρακτήρα (δευτερευόντως, ή σπανιότερα, είναι άϋλα μέτρα, όπως π.χ. ο αποκλεισμός μιας χώρας από ένα διεθνές forum συνεργασίας και αποφάσεων), τα οποία λαμβάνει ένα κράτος ή μια ομάδα κρατών ώστε να ασκήσει πίεση σε βάρος ενός τρίτου κράτους ή να το εξαναγκάσει να μεταβάλει την πολιτική ή τη στάση του προς την κατεύθυνση που υποδεικνύουν οι φορείς της κύρωσης ή οι ισχύοντες κανόνες του διεθνούς δικαίου.84

Το όπλο των κυρώσεων με επίκεντρο και αντικείμενο τη λειτουργία του εθνικού κράτους δικαίου, από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής της Ένωσης με σκοπό να συμβάλλει στην αποκατάσταση των κατά περίπτωση καταπτώσεών του και ειδικά στις χώρες της Κεντρο-Ανατολικής Ευρώπης όπως είναι η Πολωνία και η Ουγγαρία, έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται δυο μείζονος σημασίας μεταμορφώσεις.

Καταρχάς, η κύρωση για αποκλίνουσα από τις αρχές του κράτους δικαίου συμπεριφορά στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και, ειδικά, της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και των Πινάκων αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη, ενώ νομικά δεν θα μπορούσε να αποτελεί συστατικό στοιχείο της εν λόγω ευρωπαϊκής διαδικασίας, βρίσκει έδαφος εφαρμογής, με τη διαφορά ότι φορέας της κύρωσης δεν είναι πλέον μια δημόσια αρχή, αλλά οι παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας της αγοράς. Καθόσον, σύμφωνα με την «οικονομικοποίηση» του κράτους δικαίου που ενστερνίζεται η Ένωση το δικαστικό σύστημα βρίσκεται σε ευθεία γραμμή συνάφειας με την οικονομική μεγέθυνση, την ανάπτυξη και τη διενέργεια επενδύσεων, η υστέρηση στην ποιότητα των αποφάσεων που το δικαιοδοτικό σύστημα παράγει, οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και η μειωμένη αποδοτικότητα του συστήματος καλούν τους επίδοξους επενδυτές σε «τιμωρητική» στάση απέναντι στην υπεύθυνη για την κατάσταση αυτή χώρα: οι επιχειρηματικοί φορείς, τόσο οι εγχώριοι όσο και οι καταγόμενοι από άλλα κράτη μέλη, απέχουν επιδεικτικά από το να δραστηριοποιούνται και να επενδύουν στην οικεία αγορά.

Η περίπτωση της Ελλάδας είναι εύγλωττη επιβεβαίωση της γραμμικής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στις χαμηλές επιδόσεις του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και την υστέρηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, η οποία αποτελεί χρόνια παθογένεια της εγχώριας οικονομίας και κινείται «στο ίδιο μήκος κύματος» με τα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης.

Μια «επιστροφή» του παρόντος κειμένου στους Πίνακες αποτελεσμάτων για τη δικαιοσύνη με σκοπό τη διάγνωση των αρνητικών επιδόσεων της χώρας, κατόπιν των συγκρίσεων με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, στο καθένα από τα κριτήρια αναφοράς και τα μέτρα σύγκρισης που χρησιμοποιούν οι Πίνακες, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη αν θα μπορούσε να συνδεθεί με την τροχιά των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης. Το διάβημα αυτό θα απαιτούσε αυξημένο χρόνο και έκταση της ύλης, που δεν ήταν διαθέσιμα σε ό,τι αφορά την εκπόνηση της παρούσας μελέτης. Αντίστροφα, αν κάποιος εισάγει σε μηχανή αναζήτησης στο Διαδίκτυο το λήμμα «επενδύσεις στην Ελλάδα και δικαστικό σύστημα», θα κατακλυστεί από πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας στον ευρωπαϊκό επενδυτικό χάρτη είναι άμεσα και ευθέως συνυφασμένες με τις αντίστοιχα χαμηλές επιδόσεις του δικαστικού συστήματος. Οι δυνητικοί επενδυτές «τιμωρούν» τον ούτως ή άλλως φθίνοντα ελληνικό παραγωγικό σχηματισμό για την υστέρησή του στο πεδίο της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, με την αποχή τους από το ξεδίπλωμα των δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό έδαφος. Και πάλι μια σταχυολόγηση της πλημμυρίδας των πληροφοριών στο θέμα αυτό υπερβαίνει τις δυνατότητες της παρούσας μελέτης. Τυχαία είναι η επιλογή να περιληφθούν στις επόμενες αράδες : η εκτενής μελέτη για την κατάσταση της δικαιοσύνης στη χώρας που διεξήγαγε ελληνική ΜΚΟ, στην προμετωπίδα της οποίας τονίζεται ότι «η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος είναι μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την κοινωνική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη (…) στη χώρα μας, όμως, τα προβλήματα του δικαστικού συστήματος αποτελούν σημαντικά εμπόδια την καθημερινότητα του πολίτη, στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα»· η διαπίστωση ενός δυσάρεστα οικείου στην ελληνική γνώμη -λόγω της εμπλοκής του στην «Τρόικα» που επόπτευε την ελληνική δημοσιονομική προσαρμογή το 2012-2018- υψηλόβαθμου υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύσσεται σήμερα με ρυθμό 4%-6% αν είχαν προχωρήσει βασικές μεταρρυθμίσεις στο πεδίο του δικαστικού συστήματος και της καταπολέμησης της περιττής γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που θα ευνοούσαν τις επενδύσεις· η κατάδειξη από έγκριτη οικονομική επιθεώρηση στατιστικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι τις παραγωγικές επενδύσεις που αποθαρρύνονται να διεξαχθούν στο ελληνικό έδαφος υποκαθιστούν οι επενδύσεις που αφορούν την αγορά ακινήτων, οι οποίες ούτε κατ’ ελάχιστο ευνοούν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.85

Αναμφίβολα σοβαρή είναι η μεταμόρφωση της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων, από μια τυπική και αυστηρή διαδικασία που είναι, καταρχάς βάσει του κανονισμού της αιρεσιμότητας 2020/2092, σε απλό στάδιο μιας διαδικασίας εκβιασμών και «παζαρέματος» (bargaining) ανάμεσα στις ενωσιακές αρχές και στην κυβέρνηση του κράτους μέλους στην οποία καταλογίζεται η ελλειμματική λειτουργία του εθνικού κράτους δικαίου, γεγονός που ομογενοποιεί την ενωσιακή προστασία του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι γεφυρώνει την ουσιαστική προσέγγιση του κράτους δικαίου με την διαβουλευτικού χαρακτήρα μεθοδολογία που εφαρμόζει επί του κράτους δικαίου -και όχι μόνον επί αυτού- η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ.

Καθόσον το Συμβούλιο ΕΕ είχε υποσχεθεί ότι ο μηχανισμός αιρεσιμότητας δεν θα χρησιμοποιούνταν έως ότου το Δικαστήριο επιβεβαιώσει τη νομιμότητά του, η Επιτροπή «έλαβε το ελεύθερο» να ενεργοποιήσει, για πρώτη φορά τον κανονισμό 2020/2092 εναντίον της Ουγγαρίας, μετά τις ανεπιτυχείς προσφυγές ακυρώσεως της πράξης που είχαν καταθέσει στο ΔΕΕ η ουγγρική και η πολωνική κυβέρνηση.86 Η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων ξεκίνησε τον Απρίλιο 2022, όταν η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο ΕΕ την αναστολή του 65% των δημοσιονομικών δεσμεύσεων στο πλαίσιο τριών επιχειρησιακών προγραμμάτων του Ταμείου συνοχής (1 ) λόγω «παρατυπιών και συστημικών ελλείψεων» στη διαχείριση και τη χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων (άρθρο 6§1 του κανονισμού)· η ουγγρική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε γρήγορα στις απαιτήσεις της Επιτροπής, λαμβάνοντας μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των ανησυχιών σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τη διαφθορά, όμως το εκτελεστικό θεσμικό όργανο της Ένωσης θεώρησε ανεπαρκείς τις προσπάθειες της ουγγρικής κυβέρνησης και διατήρησε το αίτημά της για αναστολή της χρηματοδότησης. Το Συμβούλιο ΕΕ, αφού εξέτασε την πρόταση της Επιτροπής τον Δεκέμβριο του 2022, αποφάσισε με ειδική πλειοψηφία να υποστηρίξει την Επιτροπή, πλην όμως, κατ’ εφαρμογή της διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζεται από τον κανονισμό (άρθρο 6§11), μείωσε το ποσό της αναστολής χρηματοδότησης στο 55% των τριών αυτών προγραμμάτων, δηλαδή σε 6,3 δις. €, σε «αναγνώριση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών της Ουγγαρίας».87

Της εφαρμογής του κανονισμού 2020/2092 επί της Ουγγαρίας είχε προηγηθεί, το 2021, η «δοσοληψία» Ευρωπαϊκής Επιτροπής-Ουγγαρίας επ’αφορμή της απόφασης της ουγγρικής κυβέρνησης να προκηρύξει δημοψήφισμα για την έγκριση νόμου, που υπό το πρόσχημα της απαγόρευσης της «προώθησης» της ομοφυλοφιλίας στα σχολεία δυσκόλευε τη ζωή της συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών. Η ουγγρική κυβέρνηση αρνήθηκε να συζητήσει την τροποποίηση του νόμου που αξίωσε η Επιτροπή, με αποτέλεσμα, άτυπα η Επιτροπή να μεταθέσει κατά τέσσερις μήνες την αξιολόγηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, έως ότου η κυβέρνηση να αποφασίσει να συνδιαλλαγεί για το περιεχόμενο της επίμαχης νομοθεσίας. Επίσης, το Φεβρουάριο 2022, τόσο η ουγγρική όσο και η πολωνική κυβέρνηση είχαν απειλήσει -χωρίς επιτυχία όμως- να παρεμποδίσουν την ομόφωνη υιοθέτηση κοινής θέσης της ΕΕ για τον Ευρω-Αφρικανικό διάλογο αν η Ένωση δεν εκταμίευε μια πρώτη δόση (ύψους, αντίστοιχα, 5,9 και 7,2 δις €) των χρηματοδοτήσεων του Μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας προς τις δυο χώρες. Η Ουγγαρία, περαιτέρω, αύξησε τις «επιδόσεις» της στο “bargaining” με την Ένωση με επίκεντρο την κατάσταση στο πεδίο της δικαιοσύνης και των ατομικών ελευθεριών : τον Ιανουάριο 2024 καταγράφηκε ως ευτράπελο από τον παγκόσμιο Τύπο η πρόταση την οποία, στη διάρκεια συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με αντικείμενο τη χορήγηση ενωσιακής βοήθειας στην Ουκρανία, ο Γερμανός καγκελάριος Olaf Scholz έκανε προς τον Ούγγρο πρωθυπουργό Victor Orbán να «εξέλθει της αίθουσας για να πιεί … καφέ»(!) τη στιγμή που θα διεξαγόταν η ψηφοφορία για την απόφαση χορήγησης της βοήθειας, προς την οποία ο Ούγγρος πολιτικός αντιτασσόταν με απόλυτο τρόπο· η αποχή του Orbán από την ψηφοφορία άνοιξε το δρόμο στην Επιτροπή να χορηγήσει στην Ουγγαρία, δύο μήνες μετά, κονδύλια ύψους 10,3 δις € από το RRF, τα οποία μέχρι τότε δέσμευε εξαιτίας της προβληματικής κατάστασης που επικρατεί στην χώρα στον τομέα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ακόμη, στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2025 εκδηλώθηκε μια ακόμη αντίθεση του Ούγγρου πρωθυπουργού, στην απόφαση που επρόκειτο να ληφθεί, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με αντικείμενο την «ιδιοποίηση» από τις ενωσιακές και εθνικές αρχές των καταθέσεων ύψους 200 δις € Ρώσων «ολιγαρχών» σε ευρωπαϊκές Τράπεζες, ώστε να χρησιμοποιηθούν για την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία: η «εν θερμώ» απόφαση του Βελγίου να ζητήσει από το Συμβούλιο ΕΕ να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ για την επιβολή κυρώσεων στην Ουγγαρία, γρήγορα έδωσε της θέση της στον πραγματισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ανακοίνωσε ότι αντί της επιβολής κυρώσεων περισσότερο θα πιεστεί η Ουγγαρία να υπαναχωρήσει από την άρνησή της μόλις αποφασίσει να ξεκινήσει έρευνα για παράνομες επιδοτήσεις της Ουγγαρίας και της Κίνας υπέρ της κινεζικής εταιρίας BYD για το μεγάλ εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων που κατασκευάζει στην Ουγγαρία.88

Την ίδια ημέρα που το Συμβούλιο ΕΕ είχε αποφασίσει να εφαρμόσει επί της Ουγγαρίας τον κανονισμό της αιρεσιμότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την χορήγηση κονδυλίων ύψους 5,8 δις € από τον Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του ιδρυτικού κανονισμού 2021/241. Επ’ αφορμή της αναφοράς αυτής, αξίζει να επισημανθεί η νομική διάσταση του εν λόγω «διπλασιασμού» των νομικών μέσων επιβολής κυρώσεων από την Ένωση σε περίπτωση παραβίασης του κράτους δικαίου από κράτος μέλος.89

Κρίσιμη διάταξη του κανονισμού 2021/241 είναι, εν προκειμένω, το άρθρο 22, που επιτρέπει τη μείωση μιας χρηματοδότησης που έχει δοθεί σε κράτος μέλος, την ανάκτηση κάθε ποσού που οφείλεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης ή την απαίτηση πρόωρης εξόφλησης ενός δανείου στις ακόλουθες περιπτώσεις: απάτης, διαφθοράς και σύγκρουσης συμφερόντων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που δεν διορθώθηκαν από το κράτος μέλος ή σε περίπτωση σοβαρής αθέτησης υποχρέωσης που απορρέει είτε από σύμβαση δανείου είτε από συμφωνία νομικής δέσμευσης κεφαλαίων (άρθρο 22§5, εδάφιο πρώτο). Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού RRF επικαλύπτει μερικώς εκείνο του κανονισμού της αιρεσιμότητας. Πράγματι, τόσο το άρθρο 22 όσο και ο κανονισμός 2020/2092 προορίζονται να εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος παραλείπει να αποτρέπει και να τιμωρεί την απάτη, τη διαφθορά και τη σύγκρουση συμφερόντων. Ο κανονισμός 2021/241 επανειλημμένα αναφέρεται στην ανάγκη ο Μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας να εφαρμόζεται σε συμφωνία με τους δημοσιονομικούς κανόνες που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 322 ΣΛΕΕ, ιδιαίτερα με τον κανονισμό της αιρεσιμότητας.90 Όπως όμως ήδη έχει επισημανθεί, ο τελευταίος έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού RRF, αφού δεν καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς και σύγκρουσης συμφερόντων.91

Η σημασία του «διπλασιασμού» της δυνατότητας επιβολής κύρωσης υπό τους όρους του κανονισμού 2020/2092 με την ειδική διάταξη που περιέχει ο κανονισμός RRF, έχει ιδίως να κάνει με την αποφυγή των αυστηρών και χρονοβόρων διαδικασιών εφαρμογής του κανονισμού της αιρεσιμότητας. Η διαδικασία της αιρεσιμότητας μπορεί να αποβεί μακρόχρονη. Απαιτεί πολυάριθμες ανταλλαγές απόψεων και επικοινωνίες ανάμεσα στο κράτος μέλος και την Επιτροπή, με το Συμβούλιο να αποφασίζει in fine εν είδη «διαιτητή», με ειδική πλειοψηφία. Η περίπτωση της επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Ουγγαρίας το Δεκέμβριο 2022, για την οποία έγινε λόγως μόλις προηγουμένως, είναι επιβεβαιωτική αυτού του χαρακτηριστικού του κανονισμού 2020/2092. Αντίθετα, υπό τους όρους του άρθρου 22 του κανονισμού RRF, η Επιτροπή αποφασίζει μόνη της την επιβολή κυρώσεων. Δεσμεύεται, απλώς, να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, με το κράτος μέλος να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την πραγματοποίηση της μείωσης της χρηματοδότησης ή πριν ζητηθεί η πρόωρη εξόφληση ενός δανείου (άρθρο 22§5, δεύτερο εδάφιο). Εύλογα, όμως, η προσφυγή της Επιτροπής στη χρήση του άρθρου 22 του κανονισμού 2021/241 δεν μπορεί να επιφυλάσσεται παρά μόνο για τις χρηματοδοτήσεις που γίνονται υπό τους όρους του RRF. Ο κανονισμός της αιρεσιμότητας εμφανίζεται να έχει επικουρικό χαρακτήρα, γεγονός που προκύπτει από το άρθρο 6§1 αυτού και που επιβεβαιώνεται από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 10-11 Δεκεμβρίου 2020.92 Η Επιτροπή, πάλι, στις κατευθυντήριες οδηγίες που εξέδωσε το 2022 για την εφαρμογή του κανονισμού της αιρεσιμότητας τονίζει ότι όταν διαπιστώνει ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρήσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για λήψη μέτρων δυνάμει του κανονισμού, προτού προχωρήσει σε κίνηση της διαδικασίας εξετάζει «αν άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης δεν θα ήταν καταλληλότερες για την αποτελεσματική προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης», μνημονεύοντας ρητά, στη συνέχεια, ως τέτοια «άλλη» διαδικασία, τον «Μηχανισμό ΑΑ», πολλώ δε μάλλον που -συμπληρώνει- καθόσον «ορισμένα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας περιλαμβάνουν μέτρα που σχετίζονται άμεσα με ζητήματα κράτους δικαίου», η «ικανοποιητική εκπλήρωση» αυτών των σχεδίων «είναι αναγκαία για την αποδέσμευση των πληρωμών στο πλαίσιο του Μηχανισμού ΑΑ».93

Λαμβάνοντας υπόψη την απλουστευμένη διαδικασία του άρθρου 22 του κανονισμού RRF σε σχέση με τη διαδικασία του κανονισμού 2020/2092, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η Επιτροπή, εφαρμόζοντας την πρώτη διαδικασία, δεσμεύεται να σέβεται τις προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΕΕ με τις αποφάσεις του της 16ης Φεβρουαρίου 2022 επί της νομιμότητας του κανονισμού της αιρεσιμότητας, όσον αφορά την εφαρμογή αυτού του κανονισμού. Είτε εφαρμόζεται το άρθρο 22 είτε ο κανονισμός 2020/2092, πρόκειται για αιρεσιμότητα που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του σεβασμού του ενωσιακού δικαίου. Το Δικαστήριο, στις αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2022 έκρινε ότι ο κανονισμός έχει σκοπό την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης έναντι επιζήμιων σε βάρος του συνεπειών «οι οποίες απορρέουν κατά τρόπο επαρκώς άμεσο» από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος, και «όχι την επιβολή κυρώσεων, αυτή καθεαυτήν, για τέτοιες παραβιάσεις».94 Επομένως, για να «τιμωρηθεί» ένα κράτος συνεπεία των παραβιάσεων του κράτους δικαίου, αυτές πρέπει «να επηρεάζουν ή (να) απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο».95 Ως εκ τούτου, τα «κατάλληλα μέτρα» του άρθρου 5§1 του κανονισμού 2020/2092 «επιβάλλεται να αρθούν εφόσον εκλείψει ο αντίκτυπος στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, ακόμη και αν εξακολουθούν οι διαπιστωθείσες παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου από το κράτος μέλος».96 Καθώς το άρθρο 22 του κανονισμού 2021/241 είναι ενταγμένο στην ενότητα «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» της πράξης, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τη διπλή προϋπόθεση που έθεσε το ΔΕΕ : την ύπαρξη προσβολής ή απειλής προσβολής του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των οικονομικών συμφερόντων της και ενός επαρκώς άμεσου συνδέσμου ανάμεσα στις χρηματοδοτήσεις του RRF και την παραβίαση μιας από τις αρχές του κράτους δικαίου, πολλώ δε μάλλον που η απαίτηση του «επαρκώς άμεσου» συνδέσμου κάθε άλλο παρά άγνωστη είναι στη νομολογία του Δικαστηρίου.97

VΙ

Ο ενωσιακός δικαστής μπροστά στην πολιτικοποίηση της επιβολής κυρώσεων επί των εκτροπών του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Επιτροπή, αφού προηγουμένως είχε εγκρίνει, το 2021, τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας τόσο της Ουγγαρίας όσο και της Πολωνίας, στη συνέχεια δεν αποδέσμευε κονδύλια του RRF υπέρ των δύο χώρων επειδή έκανε χρήση της διαδικασίας του άρθρου 22 του κανονισμού 2021/24 ή -το πιθανότερο- επειδή άσκησε, άτυπα, παρελκυστική τακτική, επικαλούμενη διοικητικές εμπλοκές και δυσχέρειες, κι ενώ σε κάθε περίπτωση υπέβοσκε η έντονα κριτική στάση του εκτελεστικού θεσμικού οργάνου της ΕΕ απέναντι στις δυο χώρες μέλη εξαιτίας της αρνητικής πολιτικής τους στις ενωσιακές αξιώσεις για σεβασμό του κράτους δικαίου στο εσωτερικό τους.98 To βέβαιο είναι ότι το ήδη αναφερθέν «επεισόδιο» της αποχής του Ούγγρου πρωθυπουργού Orbán από τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιανουαρίου 2024, που «διευκόλυνε» την ομόφωνη απόφαση των παρόντων (;) κρατών μελών να χορηγήσουν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, και η «ανταμοιβή» του από την Επιτροπή για τη στάση του εκείνη με τη μορφή της αποδέσμευσης των κονδυλίων χρηματοδότησης της Ουγγαρίας από τον Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, προσλήφθηκαν με εξαιρετικά αρνητικό τρόπο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η επιτροπή του οποίου για τις νομικές υποθέσεις (CoJur) αποφάσισε, τον Μάρτιο 2024, να προσβάλει με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη σχετική απόφαση της Επιτροπής, καταγγέλλοντας, ταυτόχρονα, τον «εκβιασμό» (blackmail) του Ούγγρου πολιτικού σε βάρος της Ένωσης.99

Περισσότερο επεισοδιακή και, αναντίλεκτα, νομικά ενδιαφέρουσα ήταν η πρόταση της Επιτροπής της 1ης Ιανουαρίου 2022 προς το Συμβούλιο να αποδεσμευτούν υπέρ της Πολωνίας κονδύλια ύψους 36 δις € από το Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τους όρους του πολωνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή, με δικαιολογητική βάση τη δημοσιοποίηση από τον αρχηγό του κράτους σχεδίου νόμου, βάσει του οποίου θα καταργούνταν το πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, που η ύπαρξή και η επιζήμια για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης λειτουργία του είχαν κυρωθεί με αλλεπάλληλες αποφάσεις του ΔΕΕ ένα χρόνο πριν.100 Η γνωστοποίηση του προεδρικού νομοσχεδίου προκάλεσε την κατηγορηματική αντίθεση τόσo της φιλελεύθερης δημοκρατικής αντιπολίτευσης στο PiS όσο και των εθνικών ενώσεων δικαστών, σύμφωνα με τους οποίους το κείμενο υπολειπόταν κατά πολύ των προϋποθέσεων που συνάγονταν από τις αποφάσεις του ΔΕΕ ότι πρέπει να συντρέχουν ώστε να υπάρξει συμμόρφωση της Πολωνίας στην έννομη τάξη της Ένωσης (άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ και 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ).101 Από την άλλη μεριά, η Επιτροπή εμφανίστηκε με την απόφασή της αυτή να υποκύπτει στη νέα γεωπολιτική συγκυρία: ο ρωσοουκρανικός πόλεμος που ξέσπασε το Φεβρουάριο 2022 κατέστησε την Πολωνία, η οποία έκτοτε υποδέχθηκε στο έδαφός της σχεδόν 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες, απαραίτητο εταίρο στη συνολική εξωτερική πολιτική της ΕΕ.102 Όμως, είτε με τη μία είτε με την άλλη δικαιολογία, η πρόταση της Επιτροπής, πέραν του ότι συνάντησε άμεση και ασυνήθιστη αντίσταση εντός του κολλεγίου των Επιτρόπων (πέντε μέλη του, συμπεριλαμβανομένων δύο αντιπροέδρων της Επιτροπής, ψήφισαν εναντίον της πρότασης ή υπέβαλαν γραπτές ανησυχίες), παρήγαγε το στρεβλό αποτέλεσμα της χορήγησης σε μεμονωμένο κράτος μέλος -την Πολωνία- οικονομικών κινήτρων ώστε να συμμορφωθεί σε προϋφιστάμενες και γενικής ισχύος νομικές υποχρεώσεις, οι οποίες δεσμεύουν όλα τα κράτη μέλη και για τα οποία δεν προβλέφθηκε καμία οικονομική ανταμοιβή.103

Το Συμβούλιο ΕΕ , με εκτελεστική απόφαση που έλαβε στις 22 Ιουνίου 2022, ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής και λίγε εβδομάδες αργότερα τέσσερις ευρωπαϊκές ενώσεις δικαστών, μέλη των οποίων είναι και οι ενώσεις Πολωνών δικαστών, προσέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ με αίτηση ακυρώσεως την απόφαση του Συμβουλίου, θεωρώντας ότι τα τρία «ορόσημα» (milestones) που θέτει η απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα της Πολωνίας (μέτρα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των Πολωνών δικαστών, δικαστές σε βάρος των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις του πειθαρχικού τμήματος του ανώτατου δικαστηρίου να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε διαδικασία επανεξέτασης των αποφάσεων αυτών, ίδρυση δικαστηρίου «υπό την έννοια του άρθρου 19§1, εδ. β ΣΕΕ» που θα επανεξετάζει τις αποφάσεις του πειθαρχικού οργάνου), τα οποία πρέπει να εκπληρώσει η Πολωνία ώστε να εισπράξει τα προβλεφθέντα κονδύλια, δεν είναι συμβατά με το δίκαιο της ΕΕ, αφού ορίζονται πολύ ελαστικά, επιτρέποντας στην Πολωνία να μη συμμορφωθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το κράτος δικαίου και την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, με διάταξη της 4ης Ιουνίου 2024.104 Την εκλογίκευση που έχει συνεισφέρει η νομολογία του Δικαστηρίου στο εμπόδιο το οποίο εγείρει η Συνθήκη στην πρόσβαση των φυσικών ή νομικών προσώπων στο ένδικο βοήθημα της προσφυγής ακυρώσεως ενωσιακής πράξης κατά το άρθρο 263, εδ. δ ΣΛΕΕ (το πρόσωπο πρέπει να είναι αποδέκτης της πράξης ή αυτή να τον αφορά άμεσα και ατομικά ή η πράξη αν είναι κανονιστικού χαρακτήρα να το αφορά ατομικά χωρίς να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα) όταν η προσφυγή ασκείται από ένωση προσώπων, σύμφωνα με την οποία -μεταξύ άλλων- θα πρέπει, για να καταστεί παραδεκτή η προσφυγή, τα ίδια τα φυσικά πρόσωπα-μέλη της ένωσης να νομιμοποιούνταν να ασκήσουν παραδεκτώς την προσφυγή, το Γενικό Δικαστήριο την εφάρμοσε μεν με συνέπεια, πλην όμως κατά τρόπο που μετρίαζε το κανονιστικό βεληνεκές της εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου.

Πράγματι, ο ενωσιακός δικαστής, προκειμένου να κρίνει αν η εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου, με το δεύτερο «ορόσημό» της που διελάμβανε ότι οι Πολωνοί δικαστές σε βάρος των οποίων είχαν εκδοθεί πειθαρχικές αποφάσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε διαδικασία επανεξέτασης των αποφάσεων αυτών, αφορούσε ατομικά τον καθένα από τους εν λόγω Πολωνούς δικαστές οι οποίοι ήταν μέλη της προσφεύγουσας ένωσης, διέταξε ότι η απόφαση του Συμβουλίου «δεν επέβαλε κατά τρόπο οριστικό, στο εν λόγω κράτος μέλος, συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις σχέσεις του με τους δικαστές σε βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί πειθαρχικές αποφάσεις»· συνεπώς, σύμφωνα με τη δικαστική διάταξη, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε ως αποτέλεσμα οι Πολωνοί δικαστές τους οποίους αφορούσαν οι πειθαρχικές αποφάσεις να μπορούν να υπαχθούν στις προϋποθέσεις του δεύτερου «ορόσημου» της εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου, ούτε η εν λόγω πράξη της Ένωσης εγκαθίδρυε «συγκεκριμένο κανόνα άμεσα εφαρμοστέο στην περίπτωσή τους».105

Περαιτέρω, η διάταξη του ενωσιακού δικαστηρίου, με σκοπό και σε συνέπεια με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ να εξετάσει μήπως η επίδικη πράξη, καθόσον στρέφονταν εναντίον της μια ένωση προσώπων που εκπροσωπούσε όλους τους Πολωνούς δικαστές, όπως και τους δικαστές όλων των υπόλοιπων κρατών μελών της Ένωσης, «άμεσα επηρέαζε» όλα αυτά τα φυσικά πρόσωπα, κατέληξε σε αρνητικό πόρισμα εν προκειμένω, με τρόπο όμως που υπονόμευε την εν λόγω πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Πρόκειται, εδώ, για τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες δόθηκε η δυνατότητα σε δικαστήρια κρατών μελών να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης εκδοθέντων από πολωνικά δικαστήρια, καθόσον στο πλαίσιο της πολωνικής έννομης τάξης τα θεμελιώδη δικαιώματα των εκζητούμενων υπήρχαν εύλογες πιθανότητες να μην καθίσταντο σεβαστά εξαιτίας του κλονισμού της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας της πολωνικής δικαιοσύνης. Επί παραδείγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δικαστική αρχή της εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η οποία καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου καταδικασμένου σε στερητική της ελευθερίας ποινή, μπορεί να αρνηθεί την έκδοση του προσώπου αυτού αν διαπιστώσει ότι συντρέχουν «σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι» για να θεωρηθεί ότι εξαιτίας της έλλειψης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστηρίου έκδοσης του εντάλματος σύλληψης «έχει προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμα του προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου (…) το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο ΧΘΔ/ΕΕ».106 Το Γενικό Δικαστήριο, στο επιχείρημα των προσφευγουσών ενώσεων ότι η υπονόμευση του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος «μπορεί να έχει άμεσα αποτελέσματα στη δυνατότητα των δικαστών των άλλων κρατών να ασκούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους», απάντησε ότι οι εκτιμήσεις αυτές, «όσο σημαντικές κι αν είναι από πολιτική άποψη» (!) «δεν είναι ικανές να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης των δικαστών των άλλων κρατών μελών» ούτε των λοιπών Πολωνών δικαστών.107

Προφανώς για το Γενικό Δικαστήριο, η προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπαινίχθηκαν οι προσφεύγουσες ευρωπαϊκές ενώσεις δικαστών, δημιούργησε ένα απλό «πολιτικό» προηγούμενο και όχι ό,τι, δι’ αυτής, πράγματι συνέβη: διαμορφώθηκε, κανονιστικά, η κατάσταση των «συστημικών πλημμελειών» του κράτους δικαίου στο εσωτερικό χώρας μέλους, που δικαιολογεί την αυξημένη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία υπόκεινται στην εν λόγω εθνική δικαιοδοσία.108 Η αδιαφορία που το Γενικό Δικαστήριο επέδειξε στην κατάσταση των «συστημικών πλημμελειών» που πλήττουν τη δικαιοσύνη στην Πολωνία, την οποία ρητά επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες ενώσεις,109 ήταν υποδειγματική: επιστεγάστηκε με την κρίση του, που υποστηρίχτηκε από μια νομολογία του ΔΕΕ η οποία -όμως- δεν προήλθε από αποφάσεις που δίκαζαν επί της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων,110 ότι ναι μεν οι περιοριστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263, εδ. δ ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, τούτο, ωστόσο, «δεν πρέπει να καταλήγει σε κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη».111

Τέλος, τον δρόμο που άνοιξαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής του 2022 σχετικά με την αποδέσμευση υπέρ της Πολωνίας των κονδυλίων του RRF, τον συνέχισε η Επιτροπή, με την κατάργηση του Μηχανισμού Ελέγχου και Συνεργασίας (του CVM) για τη Ρουμανία, ο οποίος είχε εγκαθιδρυθεί την επαύριο της προσχώρησης της Ρουμανίας -όπως και της Βουλγαρίας- στην Ένωση με σκοπό την υποβοήθηση της μεταρρύθμισης του εγχώριου δικαστικού συστήματος, την προβληματική κατάσταση του οποίου, από τη σκοπιά της ανεξαρτησίας του και της αποτελεσματικότητάς του, η Επιτροπή είχε στηλιτεύσει ήδη πριν οριστικοποιηθεί η ένταξη στην ΕΕ των δυο χωρών.112 Η κατάργηση του CVM υλοποιήθηκε με την απόφαση υπ’ αριθ. 2023/1786 της Επιτροπής, η οποία, στην πράξη, κατάργησε την ιδρυτική απόφαση υπ’ αριθ. 2006/928 του CVM. Κι αυτή η ενωσιακή απόφαση, με την οποία ένα κράτος μέλος «ελαφρύνεται» από την πίεση που του ασκούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πεδίο του κράτους δικαίου, προσβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με προσφυγή ακυρώσεως, από επαγγελματική ένωση Ρουμάνων εισαγγελέων, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του κράτους δικαίου στη Ρουμανία, που υποστήριζε ότι η κατάργηση του CVM θα επηρεάσει άμεσα τα μέλη της, καθόσον, ελλείψει του μηχανισμού αυτού, θα είναι περισσότερο εκτεθειμένα σε παράνομες πειθαρχικές ενέργειες. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη και αυτή την προσφυγή, με διάταξη της 3ης Φεβρουαρίου 2025,113 εγείροντας ερωτήματα για τη συνεπή ερμηνεία που κάνει στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Πράγματι, οι Ρουμάνοι εισαγγελείς, διαμαρτυρόμενοι ότι με την κατάργηση της ιδρυτικής απόφασης του CVM θα στερούνταν τη δυνατότητα που υποτίθεται ότι τους παρείχε αυτός ο ενωσιακός μηχανισμός να αποκρούουν τις εναντίον τους πειθαρχικές διώξεις, επικαλούνταν απόφαση του Δικαστηρίου του 2021, με την οποία, επί προσφυγής επαγγελματικής ένωσης Ρουμάνων δικαστών που ισχυρίζονταν ότι σειρά μεταρρυθμίσεων του δικαστικού συστήματος της χώρας δεν ήταν σύμφωνες με τους «στόχους αναφοράς» των μεταρρυθμίσεων τους οποίους όριζε η απόφαση 2006/928 στον τομέα του πειθαρχικού δικαίου των δικαστών, το Δικαστήριο είχε μεταξύ άλλων αποφασίσει ότι οι συγκεκριμένοι «στόχοι αναφοράς» είναι διατυπωμένοι «με σαφήνεια και ακρίβεια, χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε προϋπόθεση» και, επομένως, είναι διατάξεις αμέσου αποτελέσματος.114 Όμως, το Γενικό Δικαστήριο, με τη διάταξη του 2025 επέλεξε να ανατρέξει στην απόφαση Van Gend en Loos του 1963 και την μετέπειτα εφαρμογή της από το ΔΕΚ, για να διαγνώσει -ορθά- ότι άμεσο αποτέλεσμα διάταξης του παραγώγου δικαίου δεν είναι μόνον αυτό που επαγγέλλεται η απόφαση Van Gend en Loos (η δημιουργία, από τη κοινοτική διάταξη που είναι σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων, δικαιωμάτων υπέρ των ιδιωτών, τα οποία αυτοί θα είναι σε θέση να προβάλλουν έναντι του κράτους που παραβιάζει τη διάταξη), αλλά είναι και η επικλησιμότητα της κοινοτικής διάταξης εναντίον κάθε εθνικής διάταξης που δεν είναι σύμφωνη με αυτή,115 συνάγοντας όμως από την εν λόγω δεύτερη εκδοχή του αμέσου αποτελέσματος την «τρίτη», δική του εκδοχή, ότι η κοινοτική διάταξη με τα δεδομένα χαρακτηριστικά απλώς «γεννά την εξουσία του εθνικού δικαστή να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή νομολογία που αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης».116 Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτήν ακριβώς την εκδοχή του αμέσου αποτελέσματος είχε κατά νού το Δικαστήριο όταν με την απόφασή του του 2021 έκρινε ότι οι «στόχοι αναφοράς» της απόφασης της Επιτροπής του 2006 ήταν «σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένοι προϋποθέσεων»· κατ’ επέκταση, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, οι εν λόγω διατάξεις του 2006 δεν δημιουργούσαν δικαιώματα υπέρ των Ρουμάνων εισαγγελέων, ούτε επηρέαζαν τη νομική τους κατάσταση, σε τελική δε ανάλυση, αφού η καταργούμενη απόφαση δεν περιείχε διατάξεις αμέσου αποτελέσματος, ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής του 2023 που την κατάργησε θα ήταν νοητό να θεωρείται ότι επηρεάζει τη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας επαγγελματικής ένωσης ούτε ότι αφορά τα συγκεκριμένα πρόσωπα «άμεσα», όπως αντίθετα επιτάσσει το άρθρο 263, εδ. δ ΣΛΕΕ προκειμένου να κηρυχθεί παραδεκτή η προσφυγή ακυρώσεως. Πάντως, η διάταξη του 2025 του Γενικού Δικαστηρίου ήταν συνεπής προς τη συναφή απόφαση του Δικαστηρίου του 2021, κατά το ότι «χρύσωσε το χάπι» του απαραδέκτου της προσφυγής των εισαγγελέων, με το να επιβεβαιώσει την απόφαση του Δικαστηρίου του 2021 με την οποία αναγνωρίστηκε η επικλησιμότητα από τους ιδιώτες του άρθρου 19, εδ. β ΣΕΕ: οι Ρουμάνοι εισαγγελείς μπορούν, για να αντιμετωπίσουν δικαστικά τις άδικες -κατά την κρίση τους- πειθαρχικές διώξεις που υφίστανται, να επικαλούνται τη δικαστική προστασία που τους παρέχει το άρθρο 19, εδ. β ΣΕΕ, υπό την έννοια ότι «έναντι αυτών» απορρέει από την εν λόγω ρήτρα της Συνθήκης η υποχρέωση του κράτους μέλους να θεσπίζει τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.117

VΙΙ

Συμπερασματικά: η ευρωπαϊκή επίνευση στην αγωνία και τους αγώνες για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην εθνική κλίμακα

Ταύτιση του κράτους δικαίου με το δικαστικό σύστημα και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εντός του κράτους μέλους· ουσιαστική –‘τετράπτυχη’- νοηματοδότηση από την Ένωση του κράτους δικαίου ως συστατικού στοιχείου της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ως αντίπαλο δέος στην άνοδο του λαϊκισμού και των υπονομεύσεων της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη· αφοσίωση των εθνικών δικαστικών συστημάτων στο στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης, με τη «συνηγορία» του ενωσιακού δικαστή· ευρωπαϊκές κυρώσεις επί των εκτροπών του εθνικού κράτους δικαίου, σε διελκυστίνδα μεταξύ της τήρησης του δικαίου και της εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων…

Αυτή είναι μια σύντομη, επιλεκτική και καταληκτική «απογραφή» των ψηφίδων που συνθέτουν το «παζλ» της αντίληψης της Ένωσης για το κράτος δικαίου, την οποία «έργω και λόγω» εμφυσά στα κράτη μέλη. Το ετερόκλιτο των ψηφίδων αυτών, εξ αρχής προτάθηκε από τη μελέτη να αρθεί, όπως και οι ψηφίδες να ομογενοποιηθούν, μέσα από την υπαγωγή τους στο θεσμικό επίτευγμα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Ο ανήσυχος και απαιτητικός αναγνώστης θα διερωτηθεί ποια υπεραξία η έννοια του κράτους δικαίου, όπως την αντιλαμβάνεται και τη νοηματοδοτεί η Ένωση, συνεισφέρει στις υποκείμενες σε αυτήν έννοιες και καταστάσεις (στη δημοκρατία, στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στην πρόσβαση των ιδιωτών σε δίκαιη δίκη, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων…), από τη στιγμή που η κάθε μια από αυτές περιβάλλεται με τη δική της νομιμοποίηση, έχει γερά ερείσματα στο θετό δίκαιο και επιτελεί τον προορισμό της με τα δικά της μέσα νομικής και πολιτικής δράσης. Εξάλλου, η ίδια η έννοια του κράτους δικαίου και η νοηματοδότησή της είναι αφ’ εαυτές, ανεξάρτητα δηλαδή από την ευρωπαϊκή εκφορά τους, «εναλλάξιμες» (interchargeables) με άλλους θεμελιώδεις κανόνες του δημοσίου δικαίου και, πέραν αυτού, της πολιτικής επιστήμης.118 Ποια είναι, άραγε, η ελκτική δύναμη, η ελκυστικότητα του κράτους δικαίου, ειδικά όπως την προωθεί στο κράτος μέλος η Ένωση με όλα, ανεξαιρέτως, τα θεσμικά της όργανα (στα οποία, κατά το άρθρο 13§1 ΣΕΕ, περιλαμβάνεται και το Δικαστήριο);

H ευρωπαϊκή αντίληψη του κράτους δικαίου που δοκιμάζεται στους κόλπους του εθνικού κράτους, η ρητορεία της Ένωσης επ’ αυτής και η εφαρμογή της στην πράξη, είναι ο τρόπος και το μέσο με τα οποία η ίδια η Ένωση επιβεβαιώνεται ως δημοκρατία. Από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις, η δημοκρατική Ευρώπη δεν αποτελεί το διπλασιασμό της δημοκρατίας, όπως αυτή βιώνεται στο εθνικό κράτος. Μια από τις τυπολογίες της ευρωπαϊκής δημοκρατίας είναι εκείνη της «μη εκλογικής δημοκρατίας» (nonmajoritarian democracy, démocratie nonlectorale), σε αναντιστοιχία με την «εκλογική δημοκρατία» του εθνικού κράτους.119 Όλοι οι θεσμοί της Ένωσης, παρά την μη εκλογή τους -άμεσα ή έμμεσα- από τον (ανύπαρκτο) δήμο, νομιμοποιούνται στη συνείδηση των πολιτών, επειδή οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν τη βαθιά πεποίθηση –η οποία δεν εκδηλώνεται πάντα στις σαφείς προτιμήσεις που εκφράζουν εντός του εκλογικού κύκλου– ότι είναι αποτελεσματικοί στην προστασία των δικαιωμάτων και στην προώθηση της ευημερίας. Επομένως, δεν πρόκειται για το ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι νομιμοποιημένοι παρά το γεγονός ότι δεν είναι αιρετοί, αλλά ότι ακριβώς επειδή δεν είναι αιρετοί είναι, ως εκ τούτου, σε θέση να προστατεύουν τα δικαιώματα των «ολίγων» και, μερικές φορές, τα δικαιώματα των «πολλών» έναντι των «ολίγων». Φυσικά, όπως συμβαίνει σε κάθε γραφειοκρατία, τα μη εκλεγμένα όργανα μπορεί να έχουν τα δικά τους συμφέροντα ούτε είναι απρόσβλητα από πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν επάνω τους από ιδιωτικά συμφέροντα και lobbies. Ωστόσο, μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση από τα αιρετά όργανα να λαμβάνουν υπόψη το γενικό συμφέρον της κοινότητας, δεδομένου ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι συχνά υποκινούνται από βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις που συνδέονται με τις ανάγκες του εκλογικού σώματος.

Τα μεγέθη που μόλις μνημονεύτηκαν και οι συνακόλουθοι χαρακτηρισμοί, δεν πρέπει να ξενίσουν όποιον/α εξοικειώνεται με την επέκταση της Ευρώπης των αριθμών, των δεικτών και των ποσοτικών συγκρίσεων στο πεδίο του κράτους δικαίου, για την οποία αφιερώθηκε μεγάλο μέρος της ανάλυσης που προηγήθηκε. Έτσι, μια νέα τυπολογία αρμόζει στην ευρωπαϊκή δημοκρατία, ως «δημοκρατία των ολίγων». Ο χαρακτηρισμός «δημοκρατία των πολλών» αρμόζει, αυτονόητα, στο εθνικό κράτος. Η ευρωπαϊκή δημοκρατία είναι δέσμια των περιορισμένων, αλλά συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων που της «ανατίθενται» -ή της «απονέμονται» σύμφωνα με την ελληνόγλωσση εκδοχή της Συνθήκης- από το εθνικό κράτος βάσει της Συνθήκης (άρθρο 4§1 ΣΕΕ, άρθρο 2§1 ΣΛΕΕ), που εκ των πραγμάτων περιορίζει το εύρος του προσωπικού πεδίου εφαρμογής των νομικών κανόνων και των πολιτικών της ΕΕ. Ωστόσο, είναι αυτή η «δημοκρατία των ολίγων» που με όπλο τη δική της, ουσιαστική προσέγγιση του κράτους δικαίου δρα πολλαπλασιαστικά στο εσωτερικό των κρατών μελών, των «δημοκρατιών των πολλών», προτρέποντας ή επιβάλλοντας μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στη δομή του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικεντρωμένες στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στην ποιότητα και την αποδοτικότητά της. Υπό αυτή τη γωνία αν δει κάποιος/α τα πράγματα, μπορεί να ερμηνεύσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής να αποδεσμεύσουν τις χρηματοδοτήσεις του RRF προς την Πολωνία σε μια περίοδο που ακόμη κυβερνούσε ο αυταρχικός μηχανισμός του PiS, ως διείσδυση της «δημοκρατίας των ολίγων» σε μια «δημοκρατία των πολλών», ως κρίσιμη επίδραση στις τύχες της. Δεν είναι εξάλλου κρυφό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδότησε με διακριτικότητα αλλά και με συστηματικότητα πολωνικές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών που αγωνίζονταν να απομακρύνουν από την κυβερνητική εξουσία, μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες, το κομματικό καθεστώς του PiS, συμβάλλοντας έτσι στη νίκη του συνασπισμού των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων με την Αριστερά στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2023.120 Όσον δε αφορά, και πάλι, την αποδέσμευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων υπέρ της Πολωνίας, το ΔΕΕ δεν θα μπορούσε να αποφασίσει «ελαφρά τη καρδία» υπέρ των Πολωνών δικαστών, που όσο εύλογη κι αν ήταν η εναντίωσή τους στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές αποφάσεις, άλλο τόσο δεν νομιμοποιούνταν να στερήσουν από το σύνολο των Πολωνών πολιτών την πρόσβαση στα υλικά μέσα διατήρησης της ευημερίας τους.

Η πολλαπλασιαστική δράση της ενωσιακής προσέγγισης του κράτους δικαίου και των πραγματοποιήσεών της στο εσωτερικό των κρατών μελών, έχει να κάνει με την nolens volens έμπρακτη δέσμευση αυτών να θωρακίσουν πληρέστερα την ανεξαρτησία και την ποιότητα της εγχώριας δικαιοσύνης, ως το κύριο, αναγκαίο θεσμικό ανάχωμα στον επελαύνοντα -σε όλα πλέον τα κράτη μέλη της Ένωσης- αυταρχικό λαϊκισμό. Δεν υπάρχει καθόλου διαθέσιμος χώρος στην παρούσα μελέτη για μια διεξοδική καταγραφή των εθνικών μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων στον τομέα του κράτους δικαίου, που γίνονται με αυτό ακριβώς το πολιτικό σκεπτικό. Στο πλαίσιο, όμως, μιας παραδειγματικής σταχυολόγησής τους, τα πρωτεία θα ανήκαν στη Γερμανία. Τον Δεκέμβριο 2024, τα δύο νομοθετικά σώματα της χώρας -το Bundestag και το Bundesrat– αποφάσισαν να ενισχύσουν σε «υπερθετικό» βαθμό την ανεξαρτησία του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht, BVerfG),121 αφού προηγουμένως ο τρικομματικός σχηματισμός που κυβερνούσε τότε τη Γερμανία κατόρθωσε, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, να καταλήξει στην πολιτική πρόταση για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του Δικαστηρίου της Καρλσρούης, με το σκεπτικό ότι η περαιτέρω θωράκιση της ανεξαρτησίας του δικαστηρίου είναι η καλύτερη «απάντηση» στις απειλές κατάλυσης της ανεξαρτησίας του σώματος που διακηρύσσουν ότι θα προκαλέσουν -οψέποτε κατορθώσουν να καταστούν κυβερνώσα πλειοψηφία- οι δυο κύριες πολιτικές δυνάμεις του αυταρχικού λαϊκισμού: η Alternative für Deutschland (AfD) και η Bündnis Sahra Wagenknecht (BSW).122 H ουσία της μεταρρύθμισης, η προσήλωσή της δηλαδή στην πολιτική στοχοθέτηση που την ενέπνευσε, ήταν να ενταχθούν στον Θεμελιώδη Νόμο οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στην κοινή νομοθεσία και αφορούν τη σύνθεση του δικαστηρίου (16 μέλη, με 12ετή θητεία μη ανανεώσιμη), την εκλογή των μελών του (τα μισά ορίζονται από το Bundestag και τα άλλα μισά από το Bundesrat), τη διοικητική αυτονομία του (εκπόνηση από το ίδιο του εσωτερικού του κανονισμού) και την υποχρεωτικότητα των αποφάσεών του για όλα τα ομοσπονδιακά όργανα, τα Länder και τα εθνικά δικαστήρια· η θέση της ανεξαρτησίας του BVerfG στο «απυρόβλητο» του αναθεωρητισμού του AfD και του BSW εξασφαλίζεται από το ότι η αναθεώρηση της συνταγματικής ρύθμισης του καθεστώτος του δικαστηρίου απαιτεί την ψήφο των δύο τρίτων του αριθμού των μελών του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, ενώ η παρελθούσα κοινή νομοθεσία μπορούσε να αναθεωρηθεί από την απλή πλειοψηφία των μελών των δυο νομοθετικών σωμάτων. Μια νέα, πρόσθετη ρύθμιση που εντάχθηκε στον Θεμελιώδη Νόμο έχει να κάνει με την περίπτωση που το Bundestag ή το Bundesrat να μην καταφέρει να εκλέξει ένα μέλος, οπότε το έτερο νομοθετικό σώμα θα επιφορτίζεται με την εκλογή αυτή, έτσι ώστε να εξουδετερώνεται ο κίνδυνος της εμπλοκής στη σύνθεση του δικαστηρίου ενδεχομένως από ένα κόμμα που ανήκει στην κοινοβουλευτική μειοψηφία.

Η Πολωνία και η Ελλάδα είναι δυο από τις χώρες μέλη της Ένωσης που απασχόλησαν τις ενότητες που προηγήθηκαν. Στην Πολωνία, η κυβέρνηση που στηρίζεται από το συνασπισμό που κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2023 σε βάρος του «α-φιλελεύθερου» καθεστώτος του PiS, αγωνιά και αγωνίζεται να επαναφέρει σε κανονικότητα τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, που είχε αλωθεί από τη μακρόχρονη παραμονή των λαϊκιστικών δυνάμεων στην κρατική εξουσία, καθώς έχει απέναντί της την παρατεινόμενη επιρροή των δυνάμεων αυτών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων: ο πρόεδρος της χώρας, που ανήκει στο PiS, (η θητεία του λήγει το Μάϊο 2025 και δεν δικαιούται επανεκλογής), υπεραμύνθηκε, τον Οκτώβριο 2024, της μη απόλυσης των μισών από τους 3,000 δικαστές και από τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, τους οποίους με αντισυνταγματικό τρόπο είχε διορίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και που η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση προσπαθεί να απομακρύνει από τις θέσεις τους με νόμιμες διαδικασίες, με τα ακόλουθα λόγια: «θα υπερασπίζομαι τους δικαστές που έχω διορίσει μέχρι τέλους (…) δεν θα προδώσω ούτε τους μισούς, ούτε καν έναν από τους μισούς»(!).123

Στο μεταξύ, τη νέα διακυβέρνηση της χώρας βαρύνουν οι κυρώσεις που εξακολουθούν να επιβάλλονται για τις εκτροπές από το κράτος δικαίου της απελθούσας κυβέρνησης των λαϊκιστών, τόσο οι κυρώσεις χρηματικής υφής όσο και οι «άϋλες» αλλά –και αυτές– βαθιά πολιτικές. Συγκεκριμένα, αφενός το Φεβρουάριο 2025 το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Πολωνία υποχρεούται να καταβάλει συνολικό ποσό ύψους περίπου 320,2 εκατομμ. € ως χρηματική ποινή επιβληθείσα από το Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως της Συνθήκης εξ αιτίας της νομοθεσίας που επέβαλε μεταβολές στην οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, στην εκλογή των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του προέδρου του, και την εγκαθίδρυση του πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου.124 Αφετέρου, ένα μήνα αργότερα δημοσιοποιήθηκαν οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα επί της προσφυγής της Επιτροπής κατά της Πολωνίας για παραβίαση της Συνθήκης (άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ) και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (αρχές της υπεροχής, της αυτοτέλειας, της αποτελεσματικότητας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, καθώς και της αρχής της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ) εξαιτίας δύο αποφάσεων του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου: του Ιουλίου 2021, με την οποία είχε κρίνει ότι τα προσωρινά μέτρα που επέβαλε το Δικαστήριο σχετικά με τα -μόλις προηγουμένως αναφερθέντα- νομοθετικά μέτρα οργάνωσης της δικαιοσύνης και διορισμού του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου παραβίαζαν την αρχή της δοτής αρμοδιότητας της ΕΕ (άρθρο 4§1 ΣΕΕ) και έθιγαν την πολωνική συνταγματική ταυτότητα την οποία υποτίθεται ότι προστατεύει η Συνθήκη (άρθρο 4§2 ΣΕΕ), και του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, με την οποία επέκρινε την ερμηνεία του άρθρου 19§1 ΣΕΕ από το Δικαστήριο ως ασύμβατη προς το πολωνικό Σύνταγμα, επειδή η ερμηνεία αυτή αμφισβητεί την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν τη νομιμότητα των διαδικασιών διορισμού των εθνικών δικαστών.125 Ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε την κήρυξη της παραβίασης της Συνθήκης από την Πολωνία λόγω των δυο δικαστικών αποφάσεων, μεταξύ άλλων επαναφέροντας στο προσκήνιο την προβληματική που εκτέθηκε λεπτομερώς στην ενότητα IV της μελέτης, σύμφωνα με την οποία το ΔΕΕ εναποθέτει στο άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, στο όνομα της πρόσβασης των «ιδιωτών» στην προστασία των δικαιωμάτων τους που αντλούν από το κατά βάση οικονομικής υφής δίκαιο της ΕΕ: η πολωνική εθνική ρύθμιση που αφορούσε το διορισμό του προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ορισμένων μελών του, τονίζουν οι προτάσεις, «δημιουργούν υψηλό κίνδυνο πολιτικής παρέμβασης (με την) εμπιστοσύνη των πολιτών στην ανεξαρτησία του οργάνου αυτού να έχουν υπονομευθεί βαθύτατα», χωρίς μάλιστα να καταλείπουν «(…) αμφιβολία ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο ‘δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως’, όπως απαιτεί το άρθρο 19§1, εδ. β ΣΕΕ (…) αφού, πράγματι, (η επίδικη νομοθετική ρύθμιση) υπονομεύει τις δικαιολογημένες προσδοκίες των πολιτών ως προς την ικανότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (…)».126

Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου,127 αν και η πραγματολογική αυτή διαπίστωση πρέπει να συσχετιστεί με το χαμηλό βαθμό συμμετοχής της ελληνικής ιδιωτικής οικονομίας στο ευρωπαϊκό οικονομικό γίγνεσθαι, που αντανακλάται και στις ελάχιστες προδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από το Δικαστήριο επ’ αφορμή προδικαστικών ερωτημάτων ελληνικών δικαστηρίων (κι ενώ, αντίθετα, υψηλές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας σε αποφάσεις του Δικαστηρίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου).128 Αντίθετα, ξενίζει δυσάρεστα η πρόσληψη, από διακεκριμένο τέως πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου της χώρας, αποφάσεων του Δικαστηρίου που αφορούν την παραβίαση του κράτους δικαίου στην Πολωνία εξαιτίας του μειωτικού για την ανεξαρτησία του ρόλου που επιφυλάχτηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο από την πολωνική νομοθεσία, από τις οποίες συνήγαγε ότι σε προέκταση και κατ’ ερμηνεία των αποφάσεων αυτών, οι ανώτατοι δικαστές σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη κινδυνεύουν να εκπέσουν, καταχρηστικά, σε ρόλο «ελεγχόμενου» από τη διοικητική γραφειοκρατία της Ένωσης για τις αποφάσεις που εκδίδουν σχετικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.129

Οι αποφάσεις και οι λοιπές πράξεις των πολιτικών θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καταρχάς, με τις οποίες συναρμόζεται η νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με την «οικονομική διάσταση» που αρμόζει στο κράτος δικαίου και την εφαρμογή του στα κράτη μέλη, όπως συστηματικά αναλύθηκαν στις προηγηθείσες ενότητες, δημιουργούν ένα γόνιμο έδαφος ώστε το κράτος μέλος να αναστοχάζεται, δια των αρμόδιων φορέων της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας του, επί της δικής του, αυτόνομης και αυτόβουλης συμβολής και δραστηριοποίησης στην ενίσχυση και τη διαρκή βελτίωση του κράτους δικαίου στο εσωτερικό του, με τους οποίους η επιχώρια δικαστική εξουσία πρέπει να συμβαδίζει, με πλήρη επίγνωση της ανεξαρτησίας της έναντι των άλλων δυο εξουσιών.

Είναι αέναα ζητούμενο στη χώρα μας η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, εις τρόπον ώστε να αυξηθεί η ποιότητα και η αποτελεσματικότητά του και, εκτατικά, να κερδηθεί η εμπιστοσύνη προς αυτό των πολιτών και των φορέων της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Οι Πίνακες αποτελεσμάτων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τη δικαιοσύνη, οι δράσεις που καλούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να επιτευχθούν στο πεδίο της οργάνωσης του δικαστικού συστήματος, οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για το κράτος δικαίου, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου με την ευρύτερη δεσμευτικότητα η οποία τις χαρακτηρίζει, είναι οι σταθεροί «δείκτες» που οδηγούν το ελληνικό κράτος δικαίου, με την οικονομική και πολιτική του διάσταση, στην καρδιά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι ενθαρρυντικό το πόσο στενά συνδεδεμένο με το δημοκρατικό πολίτευμα βλέπει ο εν ενεργεία ανώτατος δικαστής τη λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης, προωθώντας την άμεση και ευθεία επικοινωνία της με την κοινωνία, παράλληλα με τις συντεταγμένες μεθόδους της λογοδοσίας των δικαστών προς το κοινωνικό σώμα δια των αποφάσεών τους ως πράξεων ενσάρκωσης της δημοκρατίας (δημοσιότητα των αποφάσεων, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγησή τους, υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας σε αποφάσεις πολυμελών συνθέσεων, άρθρωση ευσύνοπτου δικαιικού λόγου, που να θεμελιώνεται σε σαφή νομικά επιχειρήματα).130

Η Ένωση, από τη μεριά της, δια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να επινοεί πρωτοβουλίες που προσεγγίζουν ακόμη περισσότερο τη δικαιοσύνη, ως πρωτεύοντα θεσμό του κράτους δικαίου, με την κοινωνία και τη δημοκρατία. Η πλέον πρόσφατη εξέλιξη στον τομέα αυτό είναι η οργάνωση, τον Μάρτιο 2025, με πρωτοβουλία του επιτρόπου για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου Μichael McGrath του πρώτου «Φόρουμ Ανώτατου Επιπέδου για τη Δικαιοσύνη στην Υπηρεσία της Ανάπτυξης», με συμμετοχή εκπροσώπων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, του Ευρωκοινοβουλίου και του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων, με σκοπό την «τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την εξασφάλιση ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς προς όφελος των πολιτών και των επιχειρήσεων της ΕΕ», όπου μεταξύ άλλων προκρίθηκε, ως μια από τις συνέχειες στην πρωτοβουλία αυτή, η επεξεργασία μιας κοινής, ευρωπαϊκής θέασης του μέλλοντος του αστικού και του δικαίου των εταιριών.131 Και έπεται, μετά βεβαιότητας, συνέχεια…-

** Προδημοσίευση από τον τόμο προς τιμή της ομότιμης καθηγήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ευγενίας Σαχπεκίδου, που θα εκδοθεί προσεχώς από τις Εκδόσεις Σάκκουλα.

2Βλ. σχετικά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις στην Καθημερινή της 24ης Ιουλίου 2024 («Το πρόσιμο για το κράτος δικαίου») και της 28ης Ιουλίου 2024 («Πίσω από την έκθεση της Κομισιόν για το κράτος δικαίου»).

3Αlain Supiot, Όταν κυβερνούν οι αριθμοί. Παραδόσεις στο Collège de France (2012-2014), Εκδόσεις Επιθεωρήσεως Εργατικού δικαίου, 2025, ιδ. σελ. 127 επ.

4 Louise Fromont, « όqui ne dit pas son nom : l’État de droit dans la Facilité pour la reprise et la résilience », Cahiers de Droit Européen, vol. 58, n° 2-3, σελ. 523-597, ιδ. 594.

5 Για περισσή ακρίβεια, η επινόηση της διακυβέρνησης στις ΗΠΑ γνώρισε αποφασιστική ώθηση από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς του συστήματος του BrettonWoods, που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι απαιτούν την «ορθή διακυβέρνηση» των χωρών που χρηματοδοτούνται από αυτούς. Ο τέως νομικός σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ibrahim Shihata, εξέθετε με τα ακόλουθα λόγια τον προορισμό της «ορθής διακυβέρνησης» των ενδιαφερόμενων χωρών: « είναι η άσκηση της εξουσίας σε ζητήματα διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών πόρων μιας χώρας, με σκοπό την ανάπτυξή της. Η ορθή διακυβέρνηση είναι συνώνυμη της ορθής ανάπτυξης» (Ibrahim F.I. Shihata, “The World Bank and ‘Governance’ Issues in its Borrowing Members”, σε F.I. Shihata, The World Bank in a Changing World, Martinus Nijhoff, The Hague, 1991, σελ. 13). Εξάλλου, σύμφωνα με οδηγίες που η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα έχει εκδώσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο προικισμός της διακυβέρνησης των χωρών που συναλλάσσονται με την Τράπεζα με αξίες ευθέως αντλημένες από την Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1948 είναι το προσφορότερο μέσο για να καθίστανται οι δημόσιες αποφάσεις κοινωνικά αποδεκτές βλ. σχετικά Susan George & Fabricio Sabelli, Crédits sans frontières. La religion séculière de la Banque Mondiale, La Découverte, 1994, ιδ.σελ. 173 επ.

6 Ο Μιχάλης Χρυσομάλλης, Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση. Οικοδόμηση, εμβάθυνση, ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σελ. 26 επ., ορθά επισημαίνει ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες η κυβέρνηση (government, gouvernement), νοούμενη ευρέως ως το σύνολο τυπικών θεσμικών διαδικασιών ιεραρχικού χαρακτήρα χάρη στις οποίες σταθεροποιείται η τάξη και λαμβάνονται και εφαρμόζονται οι δημόσιες αποφάσεις, αντιστοιχεί στη διοίκηση (administration) στα προεδρικά πολιτικά συστήματα (όπως στις ΗΠΑ ή και στη Γαλλία), αποτελώντας την κορυφή της πολιτικής εξουσίας.

7 Ως benchmarking μπορεί να νοηθεί η ανάλυση άλλων τρόπων οργάνωσης και διοίκησης ως best practices το σύνολο των συμπεριφορών που οδηγούν στη συναίνεση ως mainstreaming οι τεχνικές ενσωμάτωσης ως pair review η αξιολόγηση από τους ομολόγους.

8 P. Graziano & C. Halpern, “EU governance in times of crisis: Inclusiveness and effectiveness beyond the ‘hard’ and ‘soft’ law divide”, Comparative European Politics, 2016/1, vol. 14, σελ. 1 επ.

9 Kανονισμός (EE) υπ’ αριθ. 1175/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.11.2011, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σελ. 12 επ. για μια λεπτομερή ανάλυση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, βλ. Νικόλαος Μηλιώνης, «Το ‘Ευρωπαϊκό Εξάμηνο’ ως μέσο συντονισμού και εποπτείας των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών της ΕΕ», σε Λίνα Παπαδοπούλου et al., Η Ελλάδα στην Ευρώπη. Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη των καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρη Θ. Τσάτσου και Γιώργου Παπαδημητρίου, Ευρασία, Αθήνα, 2019, σελ. 165 επ.

10 Βλ. σχετικά στην πρώτη Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [ΕυρΚοινβ], το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [ΕΚΤ], την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή [ΕυρΟΚΕ] και την Επιτροπή των Περιφερειών [ΕτΠ], Πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης Ένα εργαλείο για την προώθηση αποτελεσματικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης, COM/2013/160 final.

11 Βλ. αντί πολλών άλλων M. Bellani, Judicial efficiency and foreign direct investments: Evidence from OECD countries,σε https://www.etsg.org/ETSG2014/{apers/358.pdf,όπου και παραπομπές σε προγενέστερη βιβλιογραφία.

12 Βλ. τις Συστάσεις του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2013 σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του 2013 και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας, αντίστοιχα της Ιταλίας για την περίοδο 2012-2017 (σε ΕΕ C 217 της 30ης Ιουλίου 2013, σελ. 42) και της Μάλτας για την περίοδο 2012-2016 (σε ΕΕ C 217 της 30ης Ιουλίου 2013, σελ. 59).

13 Αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής της «πολυσημαντότητας» του κράτους δικαίου, ως «έννοιας-ομπρέλας» (Eric Carpano, « La crise de l’État de droit en Europe. De quoi parleton ? », Revue des droits et libertés fondamentaux, 2019, chron. n°29, σελ. 3/10) που «στεγάζει» ετερόκλιτες νομικές αρχές, είναι εκείνο που δίνει η Ευρωπαϊκή επιτροπή για τη Δημοκρατία δια του Δικαίου (αλλιώς, Επιτροπή της Βενετίας) του Συμβουλίου της Ευρώπης, περιλαμβάνοντας στο κράτος δικαίου αρχές που είναι διάσπαρτες στα νομικά συστήματα των ευρωπαϊκών κρατών, κι όχι κατ’ ανάγκη στα συντάγματά τους: την αρχή της νομιμότητας, απαραιτήτως· την ασφάλεια δικαίου· την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης· την αρχή της αναλογικότητας· την απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος· την ισότητα ενώπιον του νόμου· την απαγόρευση των διακρίσεων· την πρόσβαση στη δικαιοσύνη (βλ. European Commission for Democracy through Law (Venice Commission), Report on the rule of law, CDL-AD(2011)003 rev., Strasbourg, 4 April 2011). Βλ. και τον ορισμό του Αντώνη Μανιτάκη, η απογραφή του οποίου για τις κανονιστικές πραγματικότητες που συνθέτουν το κράτος δικαίου περιλαμβάνει την αρχή της νομιμότητας, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (από την οποία απορρέει η ανεξαρτησία της κρατικής δικαστικής εξουσίας έναντι των δυο άλλων κρατικών εξουσιών έτσι ώστε να νομιμοποιείται η υπαγωγή των πράξεων των τελευταίων στον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητάς τους), την κατοχύρωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, το δικαίωμα προσφυγής των πολιτών στη δικαιοσύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας και της συνταγματικότητας των κρατικών πράξεων (Αντώνης Μανιτάκης, Κράτος δικαίου & δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα,1994, σελ. 428-429). Πρβλ. την εκδοχή του κράτους δικαίου ως “Rule of Law” κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο, ως υπεροχή ή -ακριβέστερα- ως επικράτηση του νόμου· σύμφωνα με τον επιφανή βρετανό θεωρητικό της Rule of Law δικαστή Tom Bingham, το «κλειδί» που η εκδοχή αυτή, υπερβαίνοντας τις κλασικές παραδοχές αφενός ότι κάθε κυβερνητική πράξη που αφορά σε δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών πρέπει να έχει έρεισμα σε νόμο του Κοινοβουλίου, αφετέρου ότι ο εθνικός δικαστής έχει την εξουσία να προβαίνει, εντός της έννομης τάξης, στον έλεγχο συμμόρφωσης κάθε κυβερνητικής πράξης ή παράλειψης έναντι του νόμου, που ανοίγει τον δρόμο για την επιβεβαίωση της ρυθμιστικής της δύναμης είναι η ποιοτικά «πολύπτυχη» προδιαγραφή του κοινού νόμου: ο γενικός και δημόσιος χαρακτήρας του, η μη αναδρομικότητα, η σαφήνεια, η έλλειψη εσωτερικών αντιφάσεων, η διάρκειά του (Tom Bingham, L’État de droit, le socle de notre démocratie en péril ? Aux feuillantines, 2024, σελ. 4).

14 To άρθρο 2 της Συνθήκης ορίζει, καταρχήν, ότι  η  Ένωση βασίζεται στην αξία του κράτους δικαίου, όπως και στις λοιπές αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες.

15 Σύμφωνα με το άρθρο 7 ΣΕΕ, ένας «σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος» του κράτους δικαίου ενεργοποιεί τη διαδικασία διαπίστωσής του από το Συμβούλιο (άρθρο 7.1 ΣΕΕ) και, ενδεχομένως, στη συνέχεια, την ομόφωνη διαπίστωση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «ύπαρξης σοβαρούς και διαρκούς παραβίασης» (άρθρο 7.2 ΣΕΕ), εις τρόπον ώστε, τελικά, το Συμβούλιο να αποφασίσει την επιβολή κυρώσεων με τη μορφή της «αναστολής ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών» ως προς το υπόλογο κράτος μέλος (άρθρο 7.3 ΣΕΕ). Από μόνη την αναγκαιότητα της ομοφωνίας για τη λήψη της ενδιάμεσης -και της κρισιμότερης- απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορεί να συναχθεί η εγγενώς δύστοκη εφαρμοστικότητα της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η αυτή η δυστοκία, καθαυτή, είναι αποτρεπτικός παράγοντας για τη θέση σε κίνηση της διαδικασίας κάθε φορά που ανέκυπτε, ανακύπτει και θα ανακύπτει η ανάγκη.

16 Ευγενία Σαχπεκίδου, «Κυρώσεις σε βάρος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (άρθρο 7 ΣΕΕ)», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 49, 3/2008, σελ. 641 επ., όπου μάλιστα προβλέπεται, προφητικά σχεδόν, ότι η διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ ενδέχεται να τεθεί σε κίνηση αν «αντιδημοκρατικά και αυταρχικά πρότυπα» υιοθετηθούν, αδιακρίτως, από νεότερα ή παλιότερα μέλη της ΕΕ.

17 Luis Favoreu, « De la démocratie à l’État de droit », Débat, 1991/2, no. 64, σελ. 158.

18 Jurgen Habermas, Μια νέα μεταβολή της δημόσιας σφαίρας και η διαβουλευτική πολιτική, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ.103 επ.

19 Πρβλ., σχετικά, την αμιγώς γερμανική εκδοχή του κράτους δικαίου ως Rechsstaat: με πηγές έμπνευσης την πολιτική και φιλοσοφική σκέψη του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, η τυπική προσέγγιση του κράτους δικαίου, από τότε και μέχρι την οριστική κατάρρευση του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, εξίσωνε την έννοια με το «ορθά διατεταγμένο διοικητικό κράτος» (ordnungsgemäß Verwaltungsstaat) και με το «κράτους του νόμου» (État légal), που ήταν οι προσήκουσες θεωρητικές κατασκευές και απαντήσεις στη δεσποτεία και την αστυνομοκρατία οι οποίες επικρατούσαν στις αντίστοιχες πολιτειακές δομές. Οι κανονιστικές αρχές που περικλείονται στο κράτος δικαίου (η ασφάλεια δικαίου, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κλπ.) θεωρείτο ότι, εφόσον απαρέγκλιτα τηρούνταν, αποτελούσαν πρόσφορο υποκατάστατο των πολιτικών ελευθεριών, εκπληρώνοντας την αξίωση για ποιοτικούς δικαιικούς κανόνες ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης και της οικονομικής ζωής. Βλ., αντιπροσωπευτικά, Joseph Raz, “The Rule of Law and its Virtue”, σε Richard Bellamy (ed.), The Rule of law and the Separation of Powers, Routledge, 2005, σελ. 210 επ.

20 Aνακοίνωση της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ και το Συμβούλιο, Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, COM/2014/158 final.

21 Βλ. σχετικά στις Ανακοινώσεις της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο [ΕυρΣυμβ] και το Συμβούλιο, Περαιτέρω ενδυνάμωση του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης. Τρέχουσα κατάσταση και πιθανά επόμενα βήματα, COM(2019) 163 final και προς το ΕυρΚοινβ, το ΕυρΣυμβ, το Συμβούλιο, την ΕυρΟΚΕ και την ΕτΠ, Ενίσχυση του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης Στρατηγικό σχέδιο δράσης, COM(2019) 343 final.

22Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.12.2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, ΕΕ L 433 της 22ας Δεκεμβρίου 2020, σελ. 1 επ.

23 Βλ. τη διεξοδική ανάλυση του κανονισμού της αιρεσιμότητας από τους Δημοσθένη Λέντζη & Έλλη Τσιτσιπά, «Για την τιμή του κράτους δικαίου: Μια πρώτη αποτίμηση των κανόνων για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου», σε Ε. Σαχπεκίδου et al. (επιμ.), Δίκαιο και πολιτική για μια Ευρώπη του Κράτους Δικαίου, της Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Τιμητικός τόμος για τον Πέτρο Στάγκο, Ευρασία, σελ. 291 επ.

24 Κανονισμός (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, ΕΕ L 57 της 18ης Φεβρουαρίου 2021, σελ. 17 επ.

25 Για μια συστηματική νομική ανάλυση όλων των μέτρων του «Next Generatιon EU”, βλ. Ιωσήφ Κτενίδης, «Η συμβολή της δέσμης μέτρων ‘NEXT GENERATION EU’ στην εξέλιξη της συνταγματικής αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ», σε Ε. Σαχπεκίδου et al. (επιμ.), Τιμητικός τόμος για τον Πέτρο Στάγκο, ό.π.υποσημ. 23, ιδ. σελ. 273 επ.

26 Υπενθυμίζεται ότι o ΕυρΠΚΔ διατυπώνει αρχές και δικαιώματα απαραίτητα για τη δίκαιη και αποδοτική λειτουργία των αγορών εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας στην Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας ορισμένα από τα δικαιώματα που ήδη υπάρχουν στο ενωσιακό κεκτημένο και προσθέτοντας νέες αρχές που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που προκύπτουν από τις κοινωνικές, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις. Ο ΕυρΠΚΔ προνοεί, επίσης, για τη νομική εκτελεστότητα των αρχών και των δικαιωμάτων, επισημαίνοντας ότι πρέπει πρώτα να θεσπιστεί ειδική νομοθεσία στο ενωσιακό ή το εθνικό επίπεδο. Βλ. το κείμενο του ΕυρΠΚΔ σε https://commission.europa.eu/document/download/e03c60e7-4139-430b-9216-3340f7c73c20_el?filename=social-summit-european-pillar-social-rights-booklet_el.pdf. Βλ. αναλυτικότερα για τον ΕυρΠΚΔ Petros Stangos, « Des synergies entre le droit de l’Union européenne et la Charte sociale européenne, à l’heure du Socle européen des droits sociaux », Lex Social, vol. 9, nο. 1/2019, σελ. 108 επ.

27 Norman Vander Putten, Thibaut Slingeneyer, “Quand le droit politise le nombre : Une introduction », Revue Interdisciplinaire d’Études Juridiques (RIEJ), 2023/2 (vol. 91), σελ. 60.

28 Antonia Baraggia & Matteo Bonelli, “Linking Money to Values: the New Rule of Law Conditionality Regulation and its Constitutional Challenge”, German Law Journal, vol. 23, 2022, σελ. 131.

29 Βλ. στην Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π. υποσημ. 20, σελ. 8-9.

30 Βλ., αναλυτικά, Louise Fromont, « La mise en chiffres de l’État de droit au sein du Semestre européen », RIEJ, 2023/2 (vol. 91), σελ. 118 επ., όπου και παραπομπές στην εκτεταμένη βιβλιογραφία.

31 Julian Mclachlan & David Restrepo Amariles, « Legal Indicators in Transnational Law Practice: A Methodological Assessment », Jurimetrics, vol. 58, 2018, n° 2, σελ. 164.

32 Mila Versteeg & Tom Ginsburg, « Measuring the Rule of Law: A Comparison

of Indicators », Law and Social Inquiry, vol. 42, 2017, n° 1, σελ. 5.

33 Βλ., αναλυτικά, Nathan Genicot & David Restrepo Amariles, « Assurer l’État de droit dans l’Union européenne : vers une approche quantitative ? », Revue des Affaires Européennes (R.A.E.), 2019/1, σελ. 81-82.

34 Οι παραδοχές αυτές εντάσσονται, αυτολεξεί, σε κάθε ετήσιο πίνακα αποτελεσμάτων. Βλ., αντιπροσωπευτικά, τον τελευταίο Πίνακα του 2024, Communication from the Commission to the European Parliament, the ΕU Council, the European Central Bank, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, The 2024 EU Justice Scoreboard, COM(2024) 950 final, σελ. 2. Πρβλ., σχετικά, και τις έγκαιρες επισημάνσεις της σύνδεσης αυτής του προορισμού των Πινάκων με τον σκοπό του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου από τον Μιχάλη Ν. Πικραμένο, «Η σχέση δικαιοσύνης και οικονομικής ανάπτυξης ως προτεραιότητα πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης», ΕφημΔΔ – 4/2016, σελ. 437.

35 Βλ. στην Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π. υποσημ. 10, σελ. 2 και την Communication of the Commission του 2024, ό.π. υποσημ. 34, σελ. 3.

36 Communication of the Commission, 2024, ό.π. υποσημ. 34, σελ. 20-21, 42-43, 60-61.

37 Adriani Dori, « The EU Justice Scoreboard – Judicial Evaluation as a New Governance Tool », Working Paper Series – Max Planck Institute Luxembourg, 2015, n° 2, p. 33-34.

38 Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 123.

39 András Jakab & Lando Kirshmair, “How to Develop the EU Scoreboard into a Rule of Law Index: Using an Existing Tool in the EU Rule of Law Crisis in a More Efficient Way”, German Law Review, vol. 22, 2021, σελ. 949.

40 Adriani Dori, ό.π. υποσημ. 38, σελ. 28.

41 Από τους Jakab & Kirshmair, ό.π. υποσημ. 39, σελ. 950.

42 Αναφ. από Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 124.

43 Ανακοίνωση της Επιτροπής, Πίνακας αποτελεσμάτων 2020 για τη δικαιοσύνη στην ΕΕ, COM(2020) 306 final, σελ. 57.

44 ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφ. 24 Ιουνίου 2019, Επιτροπή κ. Πολωνίας, C-619/18, σκ. 52.

45 ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), απόφ. 27 Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C-64/16, σκ. 38.

46 Αναφ. από Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 124.

47Στο ίδιο.

48 Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π. υποσημ. 10, σελ. 1.

49 Βλ. Ψήφισμα του ΕυρΚοινβ της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης – Η αστική και διοικητική δικαιοσύνη στα κράτη μέλη, έγγρ. Ρ7-ΤΑ(2014)64, §2.

50 Βλ. στην §29 της Σύστασης του Συμβουλίου ΕΕ της 12ης Ιουλίου 2022 σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Πολωνίας και τη διατύπωση γνώμης του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σύγκλισης της Πολωνίας, Ε.Ε. 2022/C 334/21.

51 Πηγές των αναφορών στην κατάσταση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Πολωνία και την Ουγγαρία ήταν, πέραν της Σύστασης του 2022 του Συμβουλίου ΕΕ για την Πολωνία (ό.π. υποσημ. 49), η Σύσταση προς την Πολωνία του 2020 (Ε.Ε. 2020/C 282/135 (§25) και οι συστάσεις προς την Ουγγαρία του 2018 (Ε.Ε. 2018/C 320/72 (§2) και του 2019 (Ε.Ε. 2019/C 301/101 (§19).

52 Βλ. στην §16 της Σύστασης του Συμβουλίου ΕΕ του 2019 στην Ουγγαρία, ό.π. υποσημ. 50.

53 Βλ. αναλυτικά Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 30, σελ. 132-133.

54 Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/2506 του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με μέτρα για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης από παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία, Ε.Ε. 2022/L 325/94.

55 Βλ. στην § 62 των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε https://www.consilium.europa.eu/fr/meetings/european-council/2020/07/17-21/.

56Βλ. στην αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 32 και στο άρθρο 17§3 του κανονισμού 2021/241, ό.π. υποσημ. 24, καθώς και στην Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο ΕΕ, την ΕΚΤ, την ΕυρΟΚΕ, την ΕτΠ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕυρΤρΕπ), Ετήσια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη 2021, COM(2020)575 final, σελ. 5.

57 Πρόκειται για την Πρόταση της Επιτροπής, Κανονισμός του ΕυρΚοινβ και του Συμβουλίου ΕΕ σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου διακυβέρνησης για το δημοσιονομικό μέσο για τη σύγκλιση και την ανταγωνιστικότητα για τη ζώνη του ευρώ, COM(2019)354 final, η οποία τελικά αποσύρθηκε όταν δρομολογήθηκε η ίδρυση του RFF.

58 Αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 17 του κανονισμού 2021/241, ό.π. υποσημ. 24.

59 Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το ΕυρΚοινβ, το Συμβούλιο ΕΕ, την ΕΚΤ, την ΕυρΟΚΕ, την ΕτΠ και την ΕυρΤρΕπ, Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2022 ― Εαρινή δέσμη μέτρων, COM(2022) 600 final, σελ. 9.

60 Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Central Banik, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, The 2022 EU Justice Scoreboard, COM(2022) 234 final, σελ. 5.

61 Commission staff working document, Guidance to Member States recovery and resilience plans, SWC(2021) 12 final, σελ. 9.

62 Βλ. αναλυτικά στο Ελλάδα 2.0 Εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Αναλυτική περιγραφή δράσεων, 2.4.2021, https://www.primeminister.gr/wp-content/uploads/2021/03, ιδ. σελ. 39-42 και 115-118,

63 Lauréline Fontaine, La constitution au XXIe siècle. Histoire d’un fétiche social, Éditions Amsterfam, 2025, σελ. 118.

64 Η διαλεκτική αρνητική-θετική ολοκλήρωση ήταν ο καταλύτης της μετεξέλιξης της κοινής αγοράς σε εσωτερική αγορά, την οποία κατά κάποιο τρόπο είχε προαναγγείλει το ΔΕΚ με την απόφασή του της 5ης Μάϊου 1982, Gaston Schul, υπόθ. 15/81, σκ. 26. Βλ. σχετικά Francesco Martucci, «La Cour de justice de l’Union européenne a-t-elle une doctrine économique ? », RFDA, 2024, σελ. 627 επ.  

65Βλ. στο Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979), Πλέθρον, 2012,ιδ. σελ. 173 επ. Κατά τον Foucault, η μόχλευση της «εταιρικής» μορφής μέσα στο κοινωνικό σώμα είναι η πρόκληση που εισάγει η φιλελεύθερη πολιτική· ο στόχος είναι να καταστεί η αγορά, ο ανταγωνισμός και, κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε « δύναμη που διαμορφώνει την κοινωνία » (puissance informante de la société).

66ΔΕΚ, 5 Φεβρουαρίου 1963, υπόθ. 26/62.

67 Η διατύπωση του άρθρου 19, εδ. β ΣΕΕ είναι η ακόλουθη: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».

68 ΔΕΕ (1ο τμ.), 6 Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κ. Ουγγαρίας, υπόθ. C-286/12.

69 Γνώμη της γενικής εισαγγελέα της 2 Οκτωβρίου 2012 στην υπόθεση C-286/12, σκ. 54, 56.

70 ΔΕΚ, 25 Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κ. Συμβουλίου, υπόθ. C-50/00 Ρ.

71 Στο ίδιο, σκ. 38, 40 και 41.

72 ΔΕΕ, διάταξη της αντιπροέδρου του Δικαστηρίου, 14 Ιουλίου 2021, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. 204/21 R, σκ. 82.

73 ΔΕΕ, 24 Ιουνίου 2019, υπόθ. C-619/18, ό.π. υποσημ. 44, σκ. 56.

74 Στο ίδιο, σκ. 84.

75 Βλ., συνδυαστικά, ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 15 Ιουλίου 2021, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. C-791/19, σκ. 64 και ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 20 Απριλίου 2021, Repubblika κ. Il-Prim Ministru, υπόθ. C-896/19, σκ. 53.

76 ΔΕΕ, 24 Ιουνίου 2019, υπόθ. C-619/18, ό.π. υποσημ. 44, σκ. 76.

77 Στο ίδιο, όπως και, αντί πολλών άλλων, ΔΕΕ (τμήμα μείζ. συνθ.), 18 Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» et al. κ. Inspecţia Judiciară et al., συνεκδ. υποθ. C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, σκ. 210.

78 Ο CVM εισήχθη για τη Ρουμανία, όπως και για τη Βουλγαρία, κατά την προσχώρησή τους στην ΕΕ (2007) ως «μεταβατικό μέτρο» για τη διευκόλυνση της προόδου των δύο χωρών στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Η Επιτροπή εξέδιδε αρχικά εξαμηνιαίες εκθέσεις για την πρόοδο που σημειωνόταν στις δύο χώρες, οι οποίες στη συνέχεια έγιναν ετήσιες. Όπως θα αναφερθεί εκτενέστερα στην ενότητα VI, το 2023 η Επιτροπή αποφάσισε να τερματίσει τον CVM για τη Ρουμανία, λόγω της επαρκούς προόδου που σημειώθηκε όσον αφορά την εκπλήρωση των συστάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή στις συνολικά 17 εκθέσεις της.

79 ΔΕΕ (1ο τμ.), 7 Σεπτεμβρίου 2023, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România», YN κ. Consiliul Superior al Magistraturii, υπόθ. C-216/21, σκ. 35, 36, 88, 89.

80 Ό.π. υποσημ. 73 και 44. Πρβλ. και τη σκ. 124 της απόφασης.

81 Eric Caprano, « La définition du standard européen de l’État de droit », RTD Eur, 2019, σελ. 271.

82 Vasileios Skouris, « L’Union européenne en tant que Communauté de valeurs. L’exemple de l’Etat de droit », Mélanges en l’honneur de Robert Badinter. Lexigence de justice, Dalloz, 2016, σελ. 708.  

83 Ό.π. στο κείμενο που αντιστοιχεί στις υποσημ. 72 και 73.

84 Βλ., αντιπροσωπευτικά, Jean-Marie Salva, « La question des sanctions et la guerre économique », σε SFDI, Une approche juridique de la guerre économique, Éditions A. Pedone, 2024, σελ. 27 επ.

86 Βλ. σχετικά ΔΕΕ (ολομέλεια), 16 Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, υπόθ. C-1546/21 και Πολωνία κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, υπόθ. C-157/21.

87 Πρβλ. και ανωτ., υποσημ. 54 και στο κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτή.

88 Πηγές πληροφόρησης για τα αναφερόμενα, στην παράγραφο αυτή, γεγονότα: Kim Lane Scheppele, John Morijn, «Frozen : How the EU is Blocking Funds to Hungary and Poland Using a Multitude of Conditionalities»,

VerfBlog, 2023/4/04, https://verfassungsblog.de/frozen/· Florence Benoît-Rohmer, « Chronique Union européenne et droits fondamentaux : Mise en œuvre du mécanisme de cοnditionnalité », RTD Eur, 2023, σελ. 413-414· Le Monde, 8-1-2024 (« L’Union européenne doit ramener la Hongrie au respect de ses obligations ») και 24-3-2025 (« Les Européens cherchent à empêcher un veto hongrois sur les sanctiions contre la Russie »).

89 Louise Fromont, ό.π. υποσημ. 4, σελ. 538.

90 Βλ. στην αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 71 και στο άρθρο 8 του κανονισμού 2021/241.

91 Ό.π. υποσημ. 23 και στο κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτή.

92 Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τα ενδεικνυόμενα από τον κανονισμό RRF μέτρα δεν μπορούν να ληφθούν «παρά μόνον εφόσον άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του κανονισμού περί κοινών διατάξεων, του δημοσιονομικού κανονισμού ή των διαδικασιών επί παραβάσει δυνάμει της Συνθήκης, δεν θα επέτρεπαν την αποτελεσματικότερη προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (10 και 11 Δεκεμβρίου 2020) – Συμπεράσματα, EUCO 22/20, σημείο 2 (δ).

93 Ανακοίνωση της Επιτροπής, Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 2020/2092 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, C(2022) 1382 final, σημεία 34 και 38.

94 Βλ., αντιπροσωπευτικά, ΔΕΕ, Πολωνία κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, ό.π. υποσημ. 86, σκ. 137.

95 Στο ίδιο, σκ. 125.

96 Στο ίδιο, σκ. 127.

97 Βλ., επί παραδείγματι, την αξίωση αυτή προκειμένου για τη σχέση ενός εθνικού μέτρου δημοσιονομικού χαρακτήρα με το αντικείμενο της ένδικης διαδικασίας που αφορούσε την παραβίαση μιας οδηγίας προστασίας του περιβάλλοντος, στην αναιρετική ΔΕΕ (6ο τμ.), 6 Νοεμβρίου 2014, Ιταλία κ. Επιτροπής, υπόθ. C‑385/13 P, σκ. 64.

98 Ομοίως Zselyke Csaky, “Freezing EU Funds : an Effective Tool to Enforce the Rule of LawM”, 27 February 2025, σε https://www.cer.eu/insights/freezing-eu-funds-effective-tool-enforce-rule-law.

99 Πηγή: Europe Daily Bulletin, n° 13330, 18 January 2024, “MEPs furious at Commission and its decision to release €10.2 billion for Hungary”, σελ. 3, Europe Daily Bulletin, n° 13369, 13 March 2024, “European Parliament wants to take Commission to court over funds released for Hungary”, σελ. 10.

100 Βλ. σχετικά Angèle Dupont, « Comment la guerre en Ukraine a éclipsé le contentieux entre la Pologne et l’Union européenne concernant le respect de l’État de droit », σε https://lessurligneurs.eu/comment-la-guerre-en-ukraine-a-eclipse-le-contentieux-entre-la-pologne-et-lunion-europeenne-concernant-le-respect-de-letat-de-droit/.

101 Η σωρεία των αποφάσεων του Δικαστηρίου με αντικείμενο το πειθαρχικό δίκαιο των Πολωνών δικαστών, περιλαμβάνει τις ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 19 Νοεμβρίου 2019, A. K. κ. Krajowa Rada Sądownictwa, υπόθ. C-585/18, ΔΕΕ (διάτ., τμήμα μείζ.συνθ.), 8 Απριλίου 2020, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. C-791/19 R, ΔΕΕ (διάτ.), 14 Ιουλίου 2021, ό.π. υποσημ. 72, ΔΕΕ (τμήμα μειζ.συνθ.), 15 Ιουλίου 2021, ό.π. υποσημ. 75, ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 6 Οκτωβρίου 2021, W.Z., υπόθ. C-487/19, ΔΕΕ (διάτ.), 27 Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κ. Πολωνίας, υπόθ. C-204/21 R.

102 Πηγή: Le Monde, 27-5-2022 (“État de droit : le Parlement polonais ouvre la voie au déblocage des fond européens par Bruxelles »).

103 Alberto Alemanno, “Censuring von der Leyen’s Capitulation on the Rule of Law”, VerfBlog, 8/6/2022. Oμοίως Roïla Mavrouli, « L’État de droit et les incitations économiques dans la crise des valeurs. Surveiller, sanctionner, punir ou rien de tout cela », Politique Européenne, 2023/2 (n°80), σελ.54-55.

104 Γενικό Δικαστήριο (τμήμα μείζ.συνθ.), Μagistrats européens pour la démocratie et les libertés (Medel) et al. κ. Συμβουλίου ΕΕ, συνεκδ. υποθ. Τ-530/22 έως Τ-533/22.

105 Στο ίδιο, σκ. 60, 87, 88.

106 Βλ. ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 22 Φεβρουαρίου 2022, Χ και Υ, συνεκδ. υποθ. C562/21 και C‑563/21, σκ. 102. Πρβλ. ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 17 Δεκεμβρίου 2020, L και Ρ, συνεκδ. υπόθ. C‑354/20 και C‑412/20 , σκ. 69.

107 Γενικό Δικαστήριο, ό.π. υποσημ. 104, σκ. 103, 106.

108 Σχετικά με την έννοια των «συστημικών πλημμελειών» όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την ανάληψη δράσης εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, βλ., επί παραδείγματι, την ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 21 Δεκεμβρίου 2011, N.S. κ. Secretary of State for the Home Department, υπόθ. C‑411/10, σκ. 94, 106, όπως και ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 14 Νοεμβρίου 2013, Bundesrepublik Deutschland κ. Kaveh Puid, υπόθ. C-4/11, σκ. 36. Σχετικά με την έννοια «συστημικός» (ή «διαρθρωτικός») στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ, βλ. το ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον εντοπισμό υποκείμενων συστημικών προβλημάτων, όπως τον αναδεικνύει το ψήφισμα Res(2004)3 της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 12ης Μαΐου 2004, σε https://wcd.coe.int/ViewDoc.jsp?id=743257&Lang=fr.

109 Γενικό Δικαστήριο, ό.π. υποσημ. 104, σκ. 111.

110 Πρόκειται για τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κ. ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου (2013), σκ. 98 και T & L Sugars και Sidul Açúcares κ. Επιτροπής (2015), στις οποίες παραπέμπει η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκ. 111.

111 Γενικό Δικαστήριο, ό.π. υποσημ. 104, σκ. 111, όπως και σκ. 117 προκειμένου για την «ανάγκη» να μην αντιβαίνει η όποια μέριμνα για την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία ούτε στο άρθρο 47, εδ. β ΧΘΔ/ΕΕ.

112 Ό.π. υποσημ. 79 και στο κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτή.

113 Γενικό Δικαστήριο (τμήμα μείζ.συνθ.), Asociația Inițiativa pentru Justiție κ. Επιτροπής, υπόθ. Τ-1126/23.

114 Βλ. την ΔΕΕ (τμήμα μείζ.συνθ.), 18 Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. κ. Ιnspecţia Judiciară κ.λπ., συνεκδ.υποθ. C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, σκ. 65, 249.

115 Η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (σκ. 56),κατά βάση αναφέρεται, π΄ραν της απόφασης Van Gend en Loos, στις αποφάσεις του ΔΕΚ Becker (19 Ιανουαρίου1982, υπόθ. 8/81) και του ΔΕΕ MDDP (28 Νοεμβρίου 2013, υπόθ. C-319/12). Το «κρίσιμο» σκεπτικό διατυπώθηκε με την απόφαση Becker, σκ. 25: « (…) σέ ὅλες τίς περιπτώσεις στις όποιες προκύπτει ὅτι, ἀπό ἀπόψεως περιεχομένου, οἱ διατάξεις μιᾶς [κοινοτικής πράξης] δέν περιέχουν αιρέσεις καί εἶναι επαρκῶς ἀκριβείς, εἶναι δυνατή ἡ επίκληση τῶν ἐν λόγω διατάξεων καίτοι δέν ἔχουν ληφθεί εμπροθέσμως εκτελεστικά μέτρα, εἴτε εναντίον κάθε εθνικής διατάξεως πού δέν είναι σύμφωνη μέ τήν ὁδηγία, εἴτε καθ’ ὅσον δύνανται νά προσδιορίσουν δικαιώματα, τά όποια οἱ ιδιώτες εἶναι σέ θέση νά προβάλουν έναντι τοῦ κράτους».

116 Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, ό.π. υποσημ. 113, σκ. 56, 62, 66.

117 Στο ίδιο, σκ. 85, 86.

118 Maria Kordeva, « L’État de droit : crise de définitions », Pouvoirs, 2025, σελ. 17.

119 Jean-Fabien Spitz, « Quelques idées sur l’idée d’une démocratie non-électorale. Le cas de l’Union européenne », Raison publique, 2023/1 (n° 26), σελ. 29 επ., ιδ. 37-38.

120 Βλ. τη σχετική ειδησεογραφία στη Le Monde, 31-1-2024, «La Pologne refait sa révolution, trente-cinq ans après sa sortie du communisme».

121Βλ. τις αποφάσεις των δυο σωμάτων, αντίστοιχα σε https://dserver.bundestag.de/btd/20/129/2012978.pdf και σε https://www.recht.bund.de/bgbl/1/2024/439/VO.html?nn=55638.

122 Βλ. αναλυτικά Aurore Gaillet & Dieter Grimm, « Allemagne : une réforme constitutionnelle dictée par le contexte politique », σε https://www.leclubdesjuristes.com/international/allemagne-une-reforme-constitutionnelle-dictee-par-le-contexte-politique-8667/μ, 8-1-2025.

123 Βλ. την ειδησεογραφία στην Le Monde, 16-10-2024, « En Pologne, un an après la victoire de Donqld Tusk, la difficuile remise en ordre des institutions », όπως και τη συνέντευξη του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Adam Bodnar στην Le Monde, 12-4-2024, « En Pologne, ‘il faut rétablir l’État de droit pas à pas’ ».

124 Γενικό Δικαστήριο (2ο πενταμελές τμ.), 5 Φεβρουαρίου 2025, Πολωνία κ. Επιτροπής, συνεκδ. υποθ. Τ-830/22 και Τ-156/23, σκ. 64.

125 Βλ. στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Dien Spielmann της 11ης Μαρτίου 2025 στην υπόθ. C-448/23, Επιτροπή κ. Πολωνίας, σκ. 21, 41.

126 Στο ίδιο, σκ. 112, 114.

127 Για μια χαρακτηριστική «οικειοποίηση» του δικαίου της Ένωσης -του ΧΘΔ/ΕΕ, συγκεκριμένα- από τα ελληνικά ανώτατα -και όχι μόνο- δικαστήρια, βλ. Ιωσήφ Κτενίδης, «Τα ελληνικά δικαστήρια και το δίκαιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων», Αρμενόπουλος, Σεπτέμβριος 2020, σελ. 1441 επ., ιδ. 1468 επ.

128 Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία για το δικαστικό έτος 2023, η Ελλάδα ανήκει, μαζί με άλλα 11 κράτη μέλη, στην ομάδα χωρών των οποίων τα δικαστήρια προκάλεσαν προδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου λιγότερες των 10 (η χώρα μας προκάλεσε 6 προδικαστικές αποφάσεις, ενώ εκείνη που προκάλεσε τις περισσότερες προδικαστικές αποφάσεις ήταν η Γερμανία [94 αποφάσεις] και τις λιγότερες [1 απόφαση] η Κύπρος· βλ. ΔΕΕ, Ανακοινωθέν τύπου αριθ. 58/2024, 22 Μαρτίου 2024, σελ. 5). Όσον αφορά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της επόμενης χρονιάς για παραβιάσεις της Συνθήκης, η Ελλάδα οριακά δεν ανήκε στην ομάδα των 7 κρατών μελών για τα οποία οι αποφάσεις του Δικαστηρίων που τα αφορούσαν ήταν διψήφιος αριθμός (την Ελλάδα αφορούσαν 9 αποφάσεις επί παραβάσει)· βλ. σε https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/.

129 Αντιφώνιση του κ. Ιωάννη Σαρμά, τ. προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, στις 31 Μαΐου 2022 (https://www.youtube.com/watch?v=31LOhOT9BAQ&ab_channel): θεωρώντας, συγκεκριμένα, ότι απόφαση του Δικαστηρίου (κατά της Πολωνίας) «αναγνωρίζει η απόφαση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ρόλο του ελεγκτή τήρησης από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεών τους ως προς το κράτος δικαίου», επεσήμαινε ότι «δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι ο εθνικός δικαστής καθίσταται υποκείμενο του ελέγχου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από διοικητικούς υπαλλήλους δηλαδή, οι οποίοι, έστω κι αν παρεμβάλλεται ο Υπουργός Δικαιοσύνης, θα αναζητούν ευθύνες από την εθνική δικαιοσύνη ως προς την υποχρέωση αποτελέσματος που αναμένει η Ένωση από τις εθνικές έννομες τάξεις», συμπληρώνοντας ότι «όλη αυτή εξέλιξη (επικεντρωμένη, κατά τον ίδιο, στο ότι ο εθνικός δικαστής βρίσκεται σε διεπαφή [à linterface] με τρεις έννομες τάξεις, την εθνική στην οποία ανήκει, και τις έννομες τάξεις της ΕΣΔΑ και της ΕΕ, τις οποίες υποχρεούται να εφαρμόσει], κινδυνεύει να οδηγήσει τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας να υπόκεινται σε επισκέψεις από κλιμάκια υπαλλήλων της Επιτροπής, που θα ελέγχουν το αποτέλεσμα που παράγεται από τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων αναφορικά με το σεβασμό της αρχής του κράτους δικαίου»· ο τ. πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επανήλθε στον προβληματισμό του αυτό στην κοινή συνέντευξη με τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Γιώργο Φλωρίδη, την οποία έδωσε στο Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2025 : «αποτελεί κυριολεκτικά στρέβλωση όταν έρχονται στην Ελλάδα υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  για να ελέγξουν την ηγεσία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να χρησιμοποιεί μια αόριστη νομική έννοια, το κράτος δικαίου [;], για να ελέγξει πώς λειτουργεί ο Άρειος Πάγος. Τέτοιες αρμοδιότητες έναντι της ελληνικής δικαιοσύνης ούτε η ελληνική κυβέρνηση κατέχει ούτε η ελληνική Βουλή. Η υπερβολικά επεκτατική ερμηνεία των Συνθηκών από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μάς οδήγησε εδώ. Ελπίζω, σε μια μελλοντική αναθεώρηση των Συνθηκών, να δοθεί η δέουσα θεσμικά λύση».

130 Μιχάλης Πικραμένος, «Ο δικαστής, το δικαστικό σύστημα και τρεις συνταγματικές αρχές», σε https://www.dianeosis.org/2019/05/pikramenos-omilia-dikaiosini/, Μάϊος 2019· βλ. και τη συστηματική ανάλυση που κάνει στο Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία. Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, 2022, σελ. 19 επ.

131 Βλ. τις εργασίες του Φόρουμ σε https://audiovisual.ec.europa.eu/en/ebs/both/20250304.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

twenty − 13 =