Κανείς δεν παρακολουθεί στην Ελλάδα την εφαρμογή των νόμων

Δρ. Απόστολος Παπατόλιας, Εμπειρογνώμων δημόσιας διοίκησης, πρ. Σύμβουλος ΑΣΕΠ, τ. Νομάρχης

Το πρώτο μεγάλο νομοθέτημα της σημερινής κυβέρνησης ήταν ο ν.4622/2019 για το Επιτελικό Κράτος, που ρύθμισε μεταξύ άλλων και τα θέματα της Καλής Νομοθέτησης, που είχαν πρωτοεισαχθεί με τον ν.4048/2012. Στο νομοθέτημα του 2012 οι αρχές της καλής νομοθέτησης συνδέονταν για πρώτη φορά με την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής των νόμων, Στο άρθρο 9 οριζόταν: «Μετά την πάροδο τριών ετών και πάντως πριν από την παρέλευση πενταετίας από τη θέση του νόμου σε ισχύ, αξιολογείται η ρύθμιση με βάση τα δεδομένα που ανακύπτουν από την εφαρμογή της. Κατά την αξιολόγηση αποτιμώνται το κόστος που απαίτησε η εφαρμογή της ρύθμισης, οι επιπτώσεις ή παρεπόμενες συνέπειες που προέκυψαν από αυτήν, το όφελος και τα εν γένει θετικά αποτελέσματα που προήλθαν από την εφαρμογή της, καθώς και τα πορίσματα της νομολογίας».

Ενώ, όμως, με τον ν.4048/2012 η αξιολόγηση της εφαρμογής των νόμων αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της καλής νομοθέτησης, στον ν.4622/2019, αποσυνδέθηκε από αυτήν για να ενταχθεί στην ύλη που αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής του κυβερνητικού έργου. Αυτό συμβάδιζε περισσότερο με τις διαπιστώσεις της περίφημης Έκθεσης του ΟΑΣΑ (2011) για τη λειτουργική επάρκεια  του ελληνικού διοικητικού συστήματος, η οποία επέμενε ότι χωρίς αυτή την αξιολόγηση δεν είναι δυνατή η παρακολούθηση της εφαρμογής των πολιτικών και η διάγνωση των αδυναμιών τους.

Στο άρθρο 56 του ν.4622/2019 περιγράφεται μια διαδικασία αξιολόγησης που εκκινεί από την Προεδρία της Κυβέρνησης και εποπτεύεται από την Υπηρεσία Συντονισμού του κάθε Υπουργείου, η οποία κινητοποιεί τις αρμόδιες υπηρεσίες προκειμένου αυτές να αξιολογήσουν τις ρυθμίσεις και να διατυπώσουν προτάσεις για τη βελτίωση ή την τροποποίησή τους μετά από κοινωνική διαβούλευση. Στη συνέχεια, όλα αυτά τα στοιχεία υπόκεινται στην τελική εκτίμηση της Προεδρίας της Κυβέρνησης, ενώ στο ετήσιο Ενοποιημένο Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής περιλαμβάνεται κατάλογος των ρυθμίσεων υπό αξιολόγηση στο επόμενο έτος, με σαφές χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης.

Ενώ όμως η διαδικασία, τα όργανα, ο χρόνος και το τελικό στάδιο αυτής της αξιολόγησης ορίζονται με απόλυτη σαφήνεια, στην πράξη όλες αυτές οι φιλόδοξες προβλέψεις καταλήγουν κενό γράμμα. Αποκαλυπτική είναι η έκθεση Better Regulation Practices across the European Union 2025 του ΟΟΣΑ, στην οποία αναλύεται συγκριτικά η παραγωγή κανόνων στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και εξετάζεται η ευθυγράμμισή της με τις «καλές πρακτικές» του ΟΟΣΑ για τη βελτίωση της ποιότητας των ρυθμίσεων. Εκεί διαπιστώνεται ότι η  Ελλάδα, παρά την πρόοδο στο πεδίο της «κανονιστικής διακυβέρνησης», με την ανάπτυξη προτύπων για τις Εκτιμήσεις Επιπτώσεων Ρυθμίσεων και τη βελτίωση της νομοτεχνικής μεθοδολογίας, παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι α) έχει εντελώς ξεχαστεί η απαίτηση για ex post αξιολόγηση νόμων και κανονιστικών πράξεων εντός πέντε ετών από τη θέσπισή τους, β) το σχετικό Εγχειρίδιο ακόμη δεν έχει δημοσιευτεί, ενώ γ) με το σταγονόμετρο προχωρούν οι προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας και την ενοποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας.

Για ποιο λόγο, όμως, «μένει στα χαρτιά» ένα μείζον και διαχρονικό μεταρρυθμιστικό αίτημα που διατυπώθηκε το 2012 και επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά το 2019; Οι αιτίες μάλλον πρέπει να αναζητηθούν σε δύο τομείς: α) Σε μια πολιτισμική παράμετρο, που αφορά την αναιμική προγραμματική κουλτούρα στη χώρα μας, όπως και την απουσία κλίματος συνέχειας και συναινέσεων στην εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών. β) Στη θεσμική αρχιτεκτονική της αξιολόγησης αυτής και τη συναφή έλλειψη κινήτρων των κυβερνητικών στελεχών να υλοποιήσουν μια απαιτητική διαδικασία από την οποία δεν αντλούν πολιτικό όφελος, παρά μόνο πρόσθετα βάρη. Συγκεκριμένα, πώς θα ήταν δυνατόν να αξιολογηθούν αρνητικά από έναν Υπουργό ρυθμίσεις που νομοθέτησαν προκάτοχοί του από τον ίδιο πολιτικό χώρο, χωρίς αυτό να ισοδυναμεί με πολιτική αποδοκιμασία του «ομόσταυλού» του ή της ίδιας της κυβερνητικής πολιτικής; Από την άλλη, σε περίπτωση κυβερνητικής εναλλαγής, πώς θα μπορούσε ένας Υπουργός να αξιολογήσει θετικά ή αρνητικά ρυθμίσεις των πολιτικών αντιπάλων του, όταν η ειλικρίνεια ή η αντικειμενικότητα της εκτίμησης αυτής θα ήταν εξαρχής υπονομευμένη από την οξύτητα της κομματικής αντιπαράθεσης;

Εν ολίγοις, η ανάθεση της αξιολόγησης της εφαρμογής των νόμων σε κυβερνητικούς φορείς και όχι σε ανεξάρτητα όργανα, η δράση των οποίων θα μπορούσε να «αποπολιτικοποιήσει» τις εκτιμήσεις, ευθύνεται κατά βάση για την αδρανοποίηση της όλης διαδικασίας. Ακόμη και το γεγονός ότι δεν δημοσιεύεται το εγχειρίδιο για την αξιολόγηση της εφαρμογής, φανερώνει τη στάση των πολιτικών ηγεσιών να καθυστερήσουν όσο μπορούν την εφαρμογή μηχανισμών ικανών να διαταράξουν υφιστάμενες ισορροπίες. Ο θεσμικός ορθολογισμός υποχωρεί έναντι της κομματικής ιδιοτέλειας και οι ανεξάρτητοι φορείς προβάλλουν, για άλλη μια φορά, ως ultimum remedium στις αδυναμίες του εγχώριου πολιτικού συστήματος.

 

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ 19.11.2025

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

19 + eleven =