Persoenlichkeitsschutz beim Kampf gegen Terrorismus
Η παρούσα εργασία αναμετράται με το περίπλοκο ζήτημα της προστασίας του δικαιώματος στην προσωπικότητα στα πλαίσια της μάχης κατά της τρομοκρατίας υπό το πρίσμα του γερμανικού δικαίου και πρακτικής και με οδηγό τις αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η φράση του D.Roosvelt κατά την ανάληψη των καθηκόντων του: « (…)Το μόνο πράγμα που πραγματικά πρέπει να φοβόμαστε , είναι ο ίδιος ο φόβος- ο ανώνυμος, αλόγιστος, αδικαιολόγητος τρόμος (…)» διατρέχει ως ιδέα ολόκληρη την εργασία. Η θεματική αναπτύσσεται υπό το πλέγμα της σκέψης ότι είναι πολύ πιθανή η πολιτική εκμετάλλευση του φόβου του τρομοκρατικού χτυπήματος με στόχο τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων.Εισαγωγικά επιχειρείται μια εννοιολογική προσέγγιση του δικαιώματος στην προσωπικότητα, ενώ στη συνέχει αναζητείται ο ορισμός του φαινομένου της τρομοκρατίας. Το δεύτερο κεφάλαιο παρακολουθεί τα πρώτα τρομοκρατικά κρούσματα στη Γερμανία μέσω της δράσης της Φράξιας Κόκκινος Στρατός –RAF, αλλιώς γνωστής ως ομάδα Μπάαντερ- Μάινχοφ. Επίκεντρο του κεφαλαίου αυτού αποτελεί η συνταγματική ανάλυση εν όψει του δικαιώματος στην προσωπικότητα της πρώτης αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας που παρήχθη κατά της RAF, με έμφαση στο νόμο για την απαγόρευση της επικοινωνίας („Kontaktsperregesetz“).Το κυρίως μέρος της εργασίας, αφιερώνεται στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία που ακολούθησε το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Επιλέγονται τρία από τα χαρακτηριστικότερα γερμανικά αντιτρομοκρατικά μέτρα, που αξιολογούνται συνταγματικά από τη σκοπιά του δικαιώματος στην προσωπικότητα, με γνώμονα τις αντίστοιχες αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.Στο τελευταίο κεφάλαιο αντί επιλόγου συνοψίζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την προηγηθείσα ανάλυση. Ακολουθεί μία προσπάθεια γενίκευσης και επιβεβαίωσης των συμπερασμάτων αυτών στο επίπεδο της τεταμένης σχέσης ασφάλειας και ελευθερίας από συνταγματική και κρατικοθεωρητική άποψη. Η συγγραφέας ανάγεται στο αφηρημένο επίπεδο του διπόλου ασφάλειας και ελευθερίας, αναζητώντας τη χρυσή τομή ανάμεσά τους, εκτιμώντας ότι τα συμπεράσματα αυτής της ευρύτερης θεώρησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη συνταγματική αξιολόγηση κάθε μεμονωμένου αντιτρομοκρατικού μέτρου. Το διακύβευμα κατά τη συγγραφέα βρίσκεται στο να αντιμετωπιστεί η ανασφάλεια προκαλεί η τρομοκρατία όχι μέσω μιας συμβολικής, επιδερμικής και στείρα περιοριστικής νομοθεσίας, αλλά να επιχειρηθούν οι αναγκαίοι μόνο περιορισμοί του δικαιώματος στην προσωπικότητα μέσω μιας ουσιαστικής, αποτελεσματικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας ευαίσθητης στις ατομικές ελευθερίες.