Η απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το Μνημόνιο – Μια ευρωπαϊκή υπόθεση χωρίς ευρωπαϊκή προσέγγιση
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το Μνημόνιο είχε δύο μέρη. Το πρώτο αναφερόταν στο ζήτημα της κύρωσής του από την Βουλή και το δεύτερο στη συνταγματικότητα των ουσιαστικών μέτρων που προέβλεπε. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα είναι γεγονός ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας κλήθηκε να κρίνει και αποφάσεις οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούσαν στο «πακέτο διάσωσης» της Ελλάδας αλλά και στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ενώ παρατίθεται μεγάλο μέρος των κειμένων, μέσα από τα οποία συντίθεται το επονομαζόμενο «πακέτο σωτηρίας» της Ελλάδας, δεν γίνεται αναφορά στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αλλά ούτε διατυπώνεται ο παραμικρός προβληματισμός εάν μέσα από τα μέτρα για την Ελλάδα και την ίδρυση του Ταμείου επήλθε μια de facto τροποποίηση της συνθήκης. Όμως η συνέχιση της βασιζόμενης στη σταθερότητα Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, για την ανάγκη της οποίας επιστρατεύθηκε και ο προσωρινός μηχανισμός στήριξης της Ελλάδος, καθιστά αναγκαία την εκχώρηση οικονομικοπολιτικών αρμοδιοτήτων στην Ένωση. Η ενασχόληση του Συμβουλίου της Επικρατείας και με την ευρύτερη αυτή θεματική ήταν αναγκαία προκειμένου να επιλύσει το αμέσως επόμενο ζήτημα της κύρωσης του μνημονίου. Την πλειοψηφία δεν απασχόλησε επίσης το ζήτημα της τυχόν εκχώρησης αρμοδιότητας για τον προϋπολογισμό, που συνιστά ουσιώδες στοιχείο της δημοκρατικής δυνατότητας αυτοπροσδιορισμού στο συνταγματικό κράτος, ζήτημα το οποίο απασχόλησε κάποιες μειοψηφίες. Όσον αφορά το δεύτερο ουσιαστικό μέρος της απόφασης μια γενική παρατήρηση είναι ότι το Δικαστήριο ασκώντας έλεγχο συνταγματικότητας των μέτρων υπερέβη τα όριά του, χαρακτήρισε τους σκοπούς του νομοθέτη ως σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, επιστράτευσε νέα επιχειρήματα στήριξης των σκοπών του νομοθέτη, περιήλθε σε αντιφάσεις όσον αφορά την έκταση του ελέγχου που όφειλε να ασκήσει. Από την άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι με την εμφάνιση της αρχής της αναλογικότητας και την εφαρμογή της επί του ελέγχου των οικονομικών μέτρων εντατικοποιήθηκε ο δικαστικός έλεγχος, έτσι ώστε δύσκολα να μπορεί κανείς να υποστηρίζει σήμερα ότι είναι δυνατόν να περιορίζεται ο ακυρωτικός δικαστής σε αυτές τις περιπτώσεις σε έναν έλεγχο πρόδηλης αντισυνταγματικότητας.