Το συνταγματικό δικονομικό δίκαιο ως επιμέρους (κοινό) πεδίο του συνταγματικού και του δικονομικού δικαίου – Με αφορμή το βιβλίο του Β. Τσιγαρίδα, o συγκεκριμένος χαρακτήρας του ελέγχου συνταγματικότητας στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης

Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
  1. Το δίκαιο είναι ενιαίο. Η κατάτμησή του στους επιμέρους κλάδους του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου είναι τεχνητή. Εξυπηρετεί βεβαίως σημαντικούς εκπαιδευτικούς και συστηματικούς σκοπούς. Έχει όμως και μια δυσάρεστη για την επιστήμη του δικαίου παρενέργεια: την, συνεπεία της στεγανοποίησης των επιμέρους δικαιικών πεδίων, επιστημονική και ερευνητική ‘μονοκαλλιέργεια’, η οποία καταλήγει στη διαμόρφωση του είδους του επιστήμονα που θα μπορούσε να αποκληθεί ‘εξειδικευμένος βλάκας’ (educated fool). Δεν μπορεί να είναι καλός ένας νομικός που δεν έχει αίσθηση της θέσης του δικαιικού κλάδου που υπηρετεί εντός του (εν γένει) δικαίου. Και σίγουρα δεν έχει υπάρξει σπουδαίος νομικός που να μην έχει γερή εποπτεία του δικαίου ως τέτοιου –και άρα των επιμέρους κλάδων του.

Αν τα παραπάνω ισχύουν γενικά, κατά μείζονα λόγο ισχύουν για το δικονομικό δίκαιο. Όπως το (ουσιαστικό) δίκαιο, έτσι και η δικονομία είναι, καταρχήν και κατά βάση, ενιαία. Γιατί και η δίκη ως κοινωνικός και δικαιικός θεσμός είναι καταρχήν ενιαία, παρά την κατάτμησή της, στη νεότερη εποχή, σε διακριτές δικαιοδοσίες. Οι επιμέρους κανόνες διεξαγωγής της δίκης μπορεί να παραλλάσσουν ανά δικαιοδοσία, όμως οι βασικές αρχές και, ιδίως, η φιλοσοφία και η εσωτερική λογική της δίκης είναι κατά βάση κοινές. Δεν μπορεί να είναι καλός ένας μελετητής οποιασδήποτε από τις επιμέρους δικονομίες –και στη χώρα μας έχουμε πολλές– αν δεν έχει αντίληψη του δικονομικού δικαίου ως τέτοιου.

  1. Μετά από μιαν εντυπωσιακή διδακτορική διατριβή (H αρχή jura novit curia στη διοικητική δίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 2021), ο Βασίλης Τσιγαρίδας επιβεβαιώνει με το δεύτερο βιβλίο του πως, εκτός από πολύ καλός –ίσως ο καλύτερος της γενιάς του– ερευνητής του δημόσιου δικαίου, είναι και πολύ γερός δικονομολόγος. Το μόνο που θα μπορούσε κάποιος να προσάψει στο νέο έργο του (Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του ελέγχου συνταγματικότητας στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2025)[1] είναι πως περιορίζει την πραγμάτευση του θέματος «στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης» μόνο. Όσα γράφει ισχύουν, καταρχήν, για κάθε δικαιοδοσία. Παρά τις επιμέρους διαφορές, η συνταγματική νομολογία των άλλων κλάδων επιβεβαιώνει τις βασικές θέσεις του συγγραφέα –και επίσης φωτίζει καλύτερα τις παθογένειες του ελέγχου συνταγματικότητας στη διοικητική δίκη που ο συγγραφέας αναδεικνύει. Η σύντομη αλλά πυκνή αναφορά στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων (σ. 46-47) είναι, από την άποψη αυτή, διαφωτιστική.

Η μονογραφία του Β. Τσιγαρίδα είναι υποδειγματική. Ξεχωρίζει όχι μόνο για τη διεισδυτικότητα της σκέψης του και την εμβριθή και –επιτέλους!– κριτική εξέταση ενός ογκωδέστατου σώματος νομολογίας, αλλά και για την άνεση με την οποία κινείται σε περισσότερους δικαιικούς κλάδους. Ξεκινώντας από τη φιλοσοφία και μεθοδολογία του δικαίου, προκειμένου να ορίσει τις μεθοδολογικές προκείμενες της μελέτης του (σ. 4 επ.), συνεχίζει με το συνταγματικό δίκαιο, εξετάζοντας το θεμέλιο και τη λειτουργία του ελέγχου συνταγματικότητας (σ. 15 επ.), για να καταλήξει στο δικονομικό δίκαιο, όπου μελετά τον έλεγχο στο πλαίσιο της δίκης και τις συνέπειές του για τη δικαστική απόφαση (σ. 55 επ.).

Βασική θέση του συγγραφέα είναι πως αυτό που κυρίως διακρίνει το σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων που τυποποιείται στο άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος είναι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του. Ως τέτοιον αντιλαμβάνεται τη διενέργεια του ελέγχου ενόψει και υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της κάθε υπόθεσης (σ. 22 επ.). Τα δικαστήρια, με άλλα λόγια, δεν ελέγχουν τη διάταξη, το γυμνό γράμμα του νόμου, αλλά τον κανόνα δικαίου που απορρέει από την εφαρμογή της διάταξης σε κάθε υπόθεση. Η διάκριση διάταξης και κανόνα βρίσκεται στη μεθοδολογική αφετηρία της μελέτης (σ. 9 επ.). Από μια διάταξη απορρέουν τόσοι κανόνες όσες και οι εφαρμογές της. Οι κανόνες αυτοί μπορεί να είναι –και πολύ συχνά είναι– πανομοιότυποι. Ενδέχεται όμως και να διαφέρουν, όταν οι πραγματικές (ή και νομικές) περιστάσεις της εφαρμογής της διάταξης είναι ουσιωδώς διαφορετικές. Αντιστοίχως ενδέχεται να διαφέρει η κρίση μας επί της συνταγματικότητας διαφορετικών κανόνων που απορρέουν, σε διαφορετικές περιστάσεις, από την ίδια διάταξη. Με άλλα λόγια, κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας του άρθρου 93 παρ. 4 δεν ελέγχεται (αφηρημένα) ο νόμος καθαυτόν και ως τέτοιος, αλλά (συγκεκριμένα) η εφαρμογή του σε ορισμένη κάθε φορά υπόθεση.

Με αφετηρία αυτή την κύρια θέση, ο συγγραφέα εξετάζει, στο κύριο μέρος της μελέτης, τις αποκλίσεις αφηρημένου ελέγχου που προβλέπονται στο σύστημά μας (σ. 107 επ.). Εδώ εμπίπτουν, ιδίως, ο ευθύς και αφηρημένος έλεγχος που ασκούν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 για την άρση της αμφισβήτησης από αντίθετες αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων· κάπως λιγότερο, το μισθοδικείο του άρθρου 88 παρ. 2· και, προπαντός, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά τον ακυρωτικό έλεγχο κανονιστικών πράξεων. Έχει σημασία ότι οι αποκλίσεις αυτές καθιερώνονται εκ του Συντάγματος. Γιατί ένα από τα κεντρικά πορίσματα –και μια μείζονος σημασίας συμβολή– της μελέτης  είναι πως είναι αμφίβολης συνταγματικότητας η νομοθετική και, ακόμα περισσότερο, νομολογιακή κατασκευή πρόσθετων αποκλίσεων αφηρημένου ελέγχου (σ. 139 επ.), όπως αυτός που τείνει εν τοις πράγμασι να ασκείται στην πρότυπη δίκη από το Συμβούλιο της Επικρατείας (εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε και το Ελεγκτικό Συνέδριο) και, κατεξοχήν, ο κατά χρόνο περιορισμός των αποτελεσμάτων της κρίσης αντισυνταγματικότητας[2].

  1. Πέρα από το περιεχόμενό της, η μονογραφία του Β. Τσιγαρίδα συνιστά μια μείζονος σημασίας συμβολή στην ελληνική επιστήμη του δικαίου και για ένα άλλο, ίσως σημαντικότερο, λόγο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, με αυτήν εγκαινιάζεται σε μονογραφικό επίπεδο ένας νέος (για τα ελληνικά πράγματα) δικαιικός κλάδος, που δεν έρχεται να διαιρέσει, αλλά να συνθέσει. Αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘συνταγματικό δικονομικό δίκαιο’ αποτελεί, ταυτόχρονα και εξίσου, πεδίο τόσο του συνταγματικού όσο και του δικονομικού δικαίου –και μάλιστα οριζόντια, διατρέχοντας τις δικονομίες των επιμέρους δικαιοδοτικών κλάδων.

Η ανάδειξη ενός κοινού πεδίου –και, κατά τούτο, ενός κοινού τόπου– που διατρέχει, ας το πούμε έτσι, διακλαδικά το θεσμό της δίκης έχει ανυπολόγιστη σημασία σε μιαν έννομη τάξη που μαστίζεται από έναν κακώς νοούμενο δικονομισμό. Για να μείνουμε μόνο στη διοικητική δίκη, που αποτελεί το αντικείμενο έρευνας της μονογραφίας: Άλλη δικονομία για τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, άλλη για το Συμβούλιο της Επικρατείας. Άλλη για τις διαφορές ουσίας, άλλη για τις ακυρωτικές. Αίφνης, φτάσαμε εσχάτως να έχουμε άλλη δικονομία για τις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και άλλη για τις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων –ένας δικονομικός διχασμός (bifurcation) ή σχιζο-δικονομία που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Και βεβαίως, ας μη το ξεχνάμε, άλλη δικονομία για το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Και επίσης –αυτό πια κι αν το ξεχνάμε– άλλη δικονομία για τα ειδικά ανώτατα δικαστήρια. Η τεχνητή κατάτμηση και τα στεγανά μεταξύ των επιμέρους κλάδων του δικαίου έχουν οδηγήσει σε ένα σοβαρό έλλειμμα αντίληψης του όλου δικαίου. Με συνέπειες εμφανείς σε όλο το φάσμα των νομικών επαγγελμάτων. Κάντε ένα πείραμα: ρωτήστε δέκα τυχαίους επαγγελματίες νομικούς πόσα ανώτατα δικαστήρια έχουμε στη χώρα μας. Θα εκπλαγείτε δυσάρεστα με το ποσοστό όσων απαντήσουν σωστά: Επτά. Εκτός από τα τρία τακτικά (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) υπάρχουν και τέσσερα ειδικά: ευθύνης υπουργών του άρθρου 86 παρ. 4, το λεγόμενο ‘μισθοδικείο’ του άρθρου 88 παρ. 2, αγωγών κακοδικίας του άρθρου 99 και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος.

Σε μια προσπάθεια να αμβλυνθεί το πρόβλημα, στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. διδάσκεται από το 2015 το μάθημα επιλογής ‘Δικαστικός Έλεγχος του Νόμου (Συνταγματικό Δικονομικό Δίκαιο)’. Από πιο πριν ακόμα, τα ζητήματα αυτά ερευνώνται στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ‘Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτική Επιστήμη’ στην ίδια σχολή. Από εκεί εμπνεύστηκε ο συγγραφέας, καθώς η μονογραφία του βασίζεται σε παλαιότερη διπλωματική εργασία του. Με αυτή τη μονογραφία συνταγματικού δικονομικού δικαίου ο Βασίλης Τσιγαρίδας εγκαινιάζει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο ένα ερευνητικό πρόγραμμα προς αυτή την κατεύθυνση. Μολονότι θέτει πολύ ψηλά τον πήχη, το βιβλίο του πρέπει να εκληφθεί ως ανοιχτή πρόσκληση προς ερευνητές (όλων των κλάδων) του δικαίου να συμβάλλουν στο πεδίο αυτό, προάγοντας την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών δικαιικών κλάδων, ώστε να σπάσουν τα τεχνητά στεγανά και οι στρεβλώσεις που προκαλούν.

 

[1] Οι παραπομπές σε σελίδες εφεξής στο κείμενο αναφέρονται σ’ αυτό το βιβλίο.

[2] Ας μου συγχωρεθεί η αυτοαναφορικότητα, προκειμένου να επισημάνω ότι, γράφοντας παράλληλα και ανεξάρτητα, έχουμε καταλήξει με τον Β. Τσιγαρίδα σε κατά βάση όμοια συμπεράσματα, βλ. Ακρ. Καϊδατζή, «Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων», στο συλλογικό έργο Η θεωρία της συνταγματικής πράξης: Μελέτες διαλόγου με το έργο του Ευ. Βενιζέλου, Εκδ. Σάκκουλα, 2024, σ. 367 επ., του ίδιου, «Το ελληνικό σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: Μια επανεκτίμηση», nomarchia.gr, 4.7.2025.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × 1 =