Έχει νόημα να ασχοληθούμε με την κυριαρχία σήμερα; Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αντώνη Μανιτάκη από τον Βασίλη Σκουρή

Όταν έλαβα το βιβλίο του Αντώνη Μανιτάκη1 πριν περίπου ένα χρόνο αναρωτήθηκα τί άραγε μπορεί να τον παρακίνησε να ασχοληθεί με ένα πολυσυζητημένο θέμα, όπως είναι η κυριαρχία. Ούτε η τοποθέτηση του προβλήματος «στο θολό τοπίο της παγκόσμιας διακυβέρνησης» με έπεισε – τουλάχιστον στην αρχή – ότι αντιμετωπίζουμε «πρωτοφανείς μεταμορφώσεις της κυριαρχίας» (σελ.12) και όταν μου μίλησε για πρώτη φορά για την προοπτική μίας βιβλιοπαρουσίασης ομολογώ ότι αισθάνθηκα κάποια αμηχανία, καθώς μου γεννήθηκε η απορία τι καινούργιο θα μπορούσε κάποιος να εισφέρει για το θέμα.

Και μετά ήλθε ο Τραμπ! Αρχικά με τις ακραίες δηλώσεις και κατόπιν με τις προαναγγελθείσες πράξεις του, ανέλαβε πρωτοβουλίες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και επιχείρησε να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό τις σταθερές της κυριαρχίας, στην πραγματικότητα διεκδίκησε και μοίρασε κυριαρχία σύμφωνα με τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γροιλανδία, ο Παναμάς, η πρόταση έξωσης των Παλαιστινίων από τη Γάζα με σκοπό την τουριστική (!) αξιοποίησή της, η μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού και ως αποκορύφωμα η διαπραγμάτευση για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία μεταξύ του ίδιου και του Πούτιν, δηλαδή κατά τα φαινόμενα – τουλάχιστον αρχικά – χωρίς την Ουκρανία (!), η οποία θα κληθεί σε ένα μεταγενέστερο στάδιο προφανώς να «αποδεχθεί» τα συμφωνηθέντα και όλα αυτά χωρίς τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας μέλος επιθυμεί να γίνει η Ουκρανία (!). Δεν είμαι διεθνολόγος, αλλά οι πρωτοβουλίες αυτές του Αμερικανού Προέδρου θυμίζουν ασφαλώς τη διευθέτηση που πραγματοποίησαν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ρούζβελτ/Τρούμαν, Στάλιν και Τσώρτσιλ όχι τόσο για την τύχη της ηττημένης Γερμανίας, αλλά για το μέλλον της υπόλοιπης Ευρώπης με την ένταξη πολλών ευρωπαϊκών κρατών σε σφαίρες επιρροής των συμμάχων με όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις, τον ψυχρό πόλεμο, τη διαίρεση Δύσης και Ανατολής, την αποφασιστικότητα της Σοβιετικής Ένωσης να διατηρήσει με κάθε τρόπο – δηλαδή και με τη δύναμη των όπλων – αλώβητη την επιρροή της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Πίστευα ότι αυτή η διαδικασία γεωπολιτικών μεταβολών με την κατανομή – ή καλύτερα μοιρασιά – ζωνών επιρροής χωρίς καν τη συμμετοχή των θιγόμενων κρατών είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά όπως φαίνεται θα την ξαναζήσουμε με τον πλέον ωμό τρόπο. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι πραγματικά χρήσιμο να επανέλθουμε στο ζήτημα της κυριαρχίας και οφείλουμε συνεπώς ευχαριστίες στον Μανιτάκη για το βιβλίο του και την ευκαιρία που μας δίνει να αναλογισθούμε ποιες ήταν οι απαρχές της κυριαρχίας, με ποιον τρόπο αυτή μεταμορφώθηκε και πού έχουμε φθάσει σήμερα.

Ξεκινώ με το βιβλίο, στο Προοίμιο του οποίου ο Μανιτάκης ομολογεί ότι τον κατατρύχει η έμμονη ιδέα της κυριαρχίας που είναι η πεμπτουσία του κράτους και ο θεμέλιος λίθος της Δημοκρατίας (σ. 14). Στην Εισαγωγή ο συγγραφέας ασχολείται με την έννοια του κράτους και επισημαίνει ότι παρά την εμφάνιση (πρώτον) της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, (δεύτερον) μίας πλανητικής χωρίς σύνορα ψηφιακής επικράτειας και (τρίτον) της ανησυχητικά μεγάλης κλιματικής αλλαγής το κράτος, παρόλη την αβεβαιότητα που το περιβάλλει, καλά κρατεί και παραμένει ισχυρό (σ. 20 επ.).

Τις παρατηρήσεις για το κράτος διαδέχεται το κύριο μέρος του έργου, η πραγματεία για την κυριαρχία ως κρατική κυριαρχία. Προηγείται εδώ η ιστορική εμφάνιση της κυριαρχίας, η οποία καθιερώθηκε σταδιακά με τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών ως «ισότητα της κυριαρχίας», υπό την έννοια ότι εμφανίζει ως κύρια γνωρίσματα την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και τη μη ανάμειξη του ενός κράτους στα εσωτερικά του άλλου (σ. 29 επ.). Στη συνέχεια ο Μανιτάκης εξετάζει αφενός τη σχέση της κυριαρχίας με την παγκοσμιοποίηση και τις τρομακτικές αλλαγές που αυτή επιφέρει (σ. 38 επ.) και αφετέρου εξηγεί τη μεταμόρφωση της κυριαρχίας από την υποκειμενική στην τοπογραφική αναπαράστασή της (σ. 42 επ.) και από τη μία χωρική επικράτεια στις πολλαπλές ασώματες ψηφιακές επικράτειες (σ. 49 επ.), όπου η κυριαρχία εξαερώνεται στο διάστημα και στο διαδίκτυο.

Παρά τις ανωτέρω εξελίξεις ο Μανιτάκης βλέπει αντί για απίσχνανση τελικά πλεόνασμα της κυριαρχίας (σ. 56) και επισημαίνει ότι αυτή ασκείται μέσα από διεθνείς οργανισμούς και διακρατικές σχέσεις, όντας ενταγμένη σε ένα απροσδιόριστο χώρο. Έτσι αποδέχεται ότι το κράτος την εποχή της πληροφορικής είναι ένα διαδικτυακό κράτος (σ. 59 επ.), τονίζει τη νομική του μορφή (σ. 62 επ.) και καταλήγει, χαρακτηρίζοντας την κυριαρχία στις ημέρες μας απρόσωπη και αόρατη (σ. 66).

Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «γενικό».

Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταμορφώσεων της κρατικής κυριαρχίας: Πόλεμος στην Ουκρανία, κυριαρχία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωπαϊκή κυριαρχία και κυριαρχία στην εποχή των μνημονίων. Θεωρώ την επιλογή των παραδειγμάτων πολύ εύστοχη, διότι επιβεβαιώνουν τον προβληματισμό που οδήγησε τον Μανιτάκη να εμβαθύνει στο ζήτημα της κυριαρχίας. Η πρώτη περίπτωση αφορά στον διπλό πόλεμο στην Ουκρανία, διπλό διότι είναι συμβατικός στον βαθμό που διεξάγεται για την εδαφική κυριαρχία, αλλά και οικονομικός, αφού αποβλέπει στην κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά ενέργειας (σ. 68 επ.). Εδώ φαίνεται ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν τα όρια της εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας με την σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση της επιτιθέμενης Ρωσίας και την περιθωριακή αντιμετώπιση της Ουκρανίας (σ. 69 επ.).

Το δεύτερο παράδειγμα για την έκταση και μετάλλαξη της εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελκυστικό (σ. 70 επ.), διότι δίδεται η ευκαιρία στον Μανιτάκη να καταθέσει τη δική του αντίληψη για τη διαπάλη της εθνικής με την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Δεν θα επιμείνω στο θέμα αυτό, διότι αδυνατώ να επικαλεσθώ το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, αλλά θα θέσω ένα ερώτημα. Πως άραγε εξηγεί ο Μανιτάκης τη θέση του (σ.104) ότι η εθνική κρατική κυριαρχία δεν εννοεί να καταργηθεί και η ευρωπαϊκή κυριαρχία δεν δύναται να αναδυθεί, όταν τα κράτη-μέλη έχουν αποδεχθεί ότι βάσει της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας – που καταλαμβάνει ένα πλήθος δράσεων της Ένωσης – δεσμεύονται και από εκείνες τις πράξεις και αποφάσεις των ενωσιακών οργάνων, τις οποίες έχουν καταψηφίσει, καθώς και όταν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΕ, οι περιπτώσεις αυτές – δηλαδή της λήψης αποφάσεων όχι με ομοφωνία, αλλά με ειδική πλειοψηφία – μπορούν να αυξηθούν με ένα ευέλικτο τρόπο, δηλαδή χωρίς τροποποίηση των Συνθηκών?

Ενδιαφέροντα και πειστικά είναι τα επιχειρήματα που παραθέτει ο Μανιτάκης για την τύχη της κυριαρχίας στην περίοδο των Μνημονίων (σ. 104 επ.). Εδώ ο συγγραφέας παίζει στο δικό του γήπεδο με τις πρακτικές εμπειρίες που διαθέτει. Πάντως είναι φανερή η προσπάθειά του να συμβιβάσει τις επιπτώσεις των Μνημονίων με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, αφού η χώρα μας «ό,τι και αν ανέλαβε να κάνει, έγινε με τη θέλησή της ή παρά τη θέλησή της, αλλά με τη συγκατάθεσή της» (σ. 111), πράγμα το οποίο διασώζει την κυριαρχία. Αν όμως πρόκειται για «συγκατάθεση» που αποσπάται με εκβιασμό, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας?

Αισιοδοξία και θετική προδιάθεση χαρακτηρίζουν και τις παρατηρήσεις στο τρίτο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «από την κρατική στην υπερεθνική ή διεθνική και από τη διεθνική προς μία θολή παγκόσμια διακυβέρνηση» (σ. 114 επ.). Εδώ αναδεικνύεται πλήρως η ικανότητα του Μανιτάκη να περιγράφει με καθαρότητα και αντικειμενικότητα πολύπλοκες εξελίξεις με υπερεθνικό και παγκόσμιο χαρακτήρα, χωρίς να υποτιμά τον ρόλο του κράτους στις εξελίξεις αυτές. Για να γίνει αυτό κατανοητό ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει το σύγχρονο κράτος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς από το φιλελεύθερο κράτος της εθνικής οικονομίας (σ. 116/117) και περιγράφει την πολυσύνθετη πορεία «προς μία πολυδαίδαλη, πολυεπίπεδη και πολυκεντρική παγκόσμια διακυβέρνηση» (σ. 118 επ.). Στη συνέχεια ασχολείται με τις σχέσεις της παγκόσμιας διακυβέρνησης με την εθνική κυριαρχία και προβάλλει την ανάδυση ενός παγκόσμιου συνταγματικού πλουραλισμού (σ. 122 επ.), ενώ υπογραμμίζει την ίση κυριαρχία όλων των κρατών που είναι το θεμέλιο της διαδικασίας νομιμοποίησης της δράσης τους (σ. 147). Αναρωτιέμαι σε ποιον βαθμό αυτή η αρχή έχει τραυματισθεί από τις πρωτοφανείς πρωτοβουλίες της νέας αμερικανικής διοίκησης, καθώς και αν το τραύμα είναι θεραπεύσιμο.

Ο Μανιτάκης γράφει με πάθος, για τα δικά μου δεδομένα με κάποια δόση υπερβολής, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «λογοτεχνίζει», εμπλουτίζοντας το κείμενό του με έντονες, μερικές φορές λυρικές εκφράσεις, χειρίζεται πάντως άριστα την ελληνική γλώσσα, και είναι προφανές ότι αγαπά πολύ αυτό που γράφει και σε οδηγεί σε ένα παράδεισο εννοιών και πολύπλοκων σχημάτων. Κατά ένα περίεργο τρόπο σε κερδίζει με την σχεδόν εφηβική φρεσκάδα του και, ενώ δεν νιώθεις πάντοτε ότι συμμερίζεσαι τις απόψεις του, δεν βρίσκεις εύκολα επιχειρήματα να τις αντικρούσεις, μάλλον σε παρασύρει και σε γοητεύει με τις θεωρητικές του κατασκευές, ακριβώς επειδή βλέπει μακριά και είναι σε θέση να δώσει εξηγήσεις και για τα παράδοξα. Πάντως ένα σημείο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Ο Αντώνης κατέχει άριστα τα θέματα, με τα οποία καταπιάνεται, και διατυπώνει τις θέσεις του με γνώση και συνέπεια.

Ο συγγραφέας

Αφήνω το βιβλίο και έρχομαι στον συγγραφέα. Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του με εγκωμιαστικά σχόλια από τον Αριστόβουλο Μάνεση, τον οποίο συμβουλευόμουνα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Βερολίνο. Ο Αντώνης ήταν τότε στις Βρυξέλλες, εγώ πάλευα με την προετοιμασία της διδακτορικής μου διατριβής και αν θυμούμαι καλά τον πρωτογνώρισα στο πλαίσιο των πρώτων ελληνογαλλικών ημερίδων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου είμασταν και οι δύο εισηγητές, ιδιότητα, την οποία διατηρήσαμε και στις επόμενες και μεθεπόμενες ημερίδες. Εκλεγήκαμε την ίδια περίοδο περίπου στο Αριστοτέλειο (εκείνος μάλιστα στην έδρα του αγαπημένου του δασκάλου) και συνυπήρξαμε μέχρι το 1999, όταν εγώ ανέλαβα καθήκοντα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κοινή μας πορεία στο Πανεπιστήμιο δεν ήταν ανέφελη, μας χώριζαν ιδεολογικές διαφορές, ίσως και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις που οφείλονταν και στην ισχυρογνωμοσύνη της νιότης μας, συνεργαζόμασταν, αλλά δεν κάναμε αυτό που ονομάζεται «παρέα», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαμε μία αλληλοεκτίμηση. Ήξερα από τα παιδιά μου ότι ήταν εξαιρετικός δάσκαλος – ιδιότητα που δεν απέδιδαν σε μένα και που επιβεβαιώθηκε με την απονομή στον Αντώνη του βραβείου εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας στη μνήμη Ξανθόπουλου-Πνευματικού το 2007 – και έβλεπα ότι ήταν κυριολεκτικά αφοσιωμένος στο επιστημονικό του αντικείμενο, ενώ παρακολουθούσε με συνέπεια τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.

Με τον Αντώνη νομίζω ότι συμφιλιωθήκαμε οριστικά, όταν ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ελλάδος ενώπιον του ΔΕΕ στην πολύκροτη υπόθεση του «βασικού μετόχου» που εκδικάσθηκε από το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του Δικαστηρίου υπό την προεδρία μου. Άλλωστε αυτή η αλλαγή στάσης αποτυπώθηκε και στη μελέτη του για το τέλος του βασικού μετόχου, με την οποία κόσμησε τον ελληνόγλωσσο τιμητικό μου τόμο το 20162. Οπωσδήποτε βοήθησε και το πέρασμά του από την πολιτική στους δύσκολους καιρούς των μνημονίων, όπως και η πρωτοβουλία του να αναζητήσει εκείνη την περίοδο τη συνεργασία της θυγατέρας μου και μόνιμης θαυμάστριάς του. Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής για την εξέλιξη αυτή που μας ωφέλησε επιστημονικά και είχε π.χ. ως απτό αποτέλεσμα να υποστηρίξουμε μαζί με τον Ευάγγελο Βενιζέλο συναφείς απόψεις στο ζήτημα της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων και χωρίς προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, πράγμα που μου επισήμανε σε ένα θερμό του μήνυμα. Δεν λησμονώ την συμμετοχή του τόσο στην τιμητική επιτροπή όσο και στην παρουσίαση του ξενόγλωσσου τιμητικού τόμου που μου αφιέρωσαν συνάδελφοι και φίλοι το 20233, ανταποδίδοντας τη δική μου συμβολή στον δικό του αντίστοιχο τόμο του 20194.

Τελειώνω με τη διαπίστωση ότι δεν είναι μάλλον σύμπτωση πως σε ώριμη ηλικία προτιμά κανείς να ασχοληθεί με θεμελιώδη προβλήματα του κλάδου, τον οποίο υπηρετεί, δηλαδή χρησιμοποιεί την πείρα και το απόθεμα των γνώσεων που έχει αποκτήσει, για να φωτίσει κλασικά θέματα, αναδεικνύοντας τις σύγχρονες πτυχές τους. Έτσι εξηγώ την απόφαση του Μανιτάκη να διαλέξει ως κεντρικό θέμα του βιβλίου του την «κυριαρχία» (και έτσι εξηγώ επίσης γιατί επέλεξα εγώ να εξετάσω πρόσφατα τη σχέση του Συντάγματος με την ηθική).

1 «Η κυριαρχία στο θολό τοπίο της παγκόσμιας διακυβέρνησης», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024 (Επίμετρο Γιάννη Βούλγαρη).

2 Η προτεραιότητα εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, η εναρμονισμένη με το Κοινοτικό ερμηνεία του και η τεχνική της αναλογικότητας (με αφορμή το τέλος του «Βασικού Μετόχου», Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών, Συνέδριο προς τιμήν του Βασιλείου Σκουρή, 2016, σελ. 97 επ.

3 Le droit européen, source de droits, source du droit, Mélanges en l’honneur de Vassilios Skouris, mare & martin, 2023.

4 Έλεγχος συνταγματικότητας και/ή αντίθεσης προς το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο. Ποια είναι ή σχέση μεταξύ τους κι τί μπορεί ή οφείλει να επιλέξει ο δικαστής και με ποια σειρά;, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, 2019, σελ. 515 επ.

Καταχώρηση: 14-04-2025     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

twelve − eleven =