Κατάργηση ή προστασία του ακαδημαϊκού ασύλου;

Νικ. Μπιτζιλέκης, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ
Το παρόν κείμενο γράφτηκε πριν από την ψηφιση του νέου νόμου αλλά έμεινε τελικά αδημοσίευτο. Θίγει ζητήματα καίρια και επίκαιρα ποινικού και συνταγματικού δικαίου σχετικά με την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου από τις προσβολές τρίτων και τις αυθαίρετες καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων

Ο ισχύων νόμος 4485/2017 για τα ΑΕΙ προβλέπει  ότι «το ακαδημαϊκό άσυλο αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των δημοκρατικών αξιών, των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και στη διδασκαλία, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την προστασία του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση έναντι  οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει» (άρ. 3 παρ. 1). Ουσιαστικά, η διάταξη αυτή δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από αυτό που διασφαλίζει, ούτως ή άλλως, ως θεσμική εγγύηση και ατομικό δικαίωμα, το άρθρο 16 Συντ.,  για κάθε μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας  στους πανεπιστημιακούς χώρους, υπαίθριους ή κλειστούς, όπου εκτυλίσσεται η πανεπιστημιακή ζωή.(ΑΕΙ, ΤΕΙ, Κέντρα  ερευνών ή επιστημονικά εργαστήρια ή Ινστιτούτα κ.ά. συναφή).

Το κράτος έχει, εξάλλου, συνταγματική υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 25, να εγγυάται και να προστατεύει, ως άσυλο, έναντι πάντων, τόσο έναντι της κρατικής εξουσίας όσο και των ιδιωτών, την ακώλυτη άσκηση των ακαδημαϊκών αυτών ελευθεριών. Από το ίδιο αυτό άρθρο συνάγεται ότι η κρατική εξουσία δεν περιορίζεται στο να εγγυάται παθητικά ή να απέχει  να  προβάλει απλώς μια ελευθερία,  αλλά και να την προστατεύει αποτελεσματικά, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη η άσκησή της από τους δικαιούχους της.

Η προηγούμενη   πρόβλεψη του νόμου δεν θα ενοχλούσε,  αν δεν περιείχε και μια πρόσθετη διάταξη, εκείνη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, που εμποδίζει στην κρατική εξουσία να εκπληρώνει την υποχρέωση της Πολιτείας να διασφαλίζει ακόμη και με θετικά μέτρα την ακώλυτη απόλαυση του ακαδημαϊκού ασύλου από τους φυσικούς φορείς του. Η προστασία του ακαδημαϊκού ασύλου κατάντησε  στην πράξη να παρέχει ένα είδος ποινικής ασυλίας σε όλους τους αδικοπραττούντες εντός του, καταλύοντάς το. Διότι, με βάση την   ίδια παράγραφο προβλέπεται  ότι η «επέμβαση της δημόσιας δύναμης σε χώρους των ΑΕΙ επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής, και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση». Η πρόβλεψη αυτή είναι συνταγματικά προβληματική, διότι αντιστρατεύεται τη συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας να προστατεύει το ακαδημαϊκό άσυλο, απέναντι σε κάθέναν που με παράνομες και ανεπίτρεπτες  πράξεις του το καταλύει, προσβάλλοντάς το.

Διότι, πρώτον,  εξαρτά τη θετική προστασία των ακαδημαϊκών ελευθερίων από άδεια του Πρυτανικού Συμβουλίου. Δηλαδή, η προστατευτική φροντίδα  των κρατικών εξαρτάται από άλλα όργανα,  πέραν αυτών τα οποία γενικά είναι εκ του Συντάγματος κατεξοχήν αρμόδια για την ποινική προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η ποινική προστασία της πολιτείας στους φορείς  άσκησης των   ατομικών δικαιωμάτων, που θίγονται από αξιόποινες πράξεις, εξαρτάται από την άδεια ενός πανεπιστημιακού οργάνου, το οποίο δύσκολα και έγκαιρα συγκροτείται και ακόμη πιο δύσκολα αποφασίζει, -δεν αποφάσισε άλλωστε ποτέ ούτε συγκλήθηκε να αποφασίσει, όπως ξέρουμε, στο παρελθόν. Οι πρυτανικές αρχές αρνήθηκαν να αναλάβουν για ευνόητους λόγους τις ευθύνες που τους αναλογούσαν.  Έτσι όμως η απόλυτη προστασία, που ρητώς επιφυλάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 2) όχι μόνο για τη ζωή αλλά και για την τιμή και την ελευθερία και την περιουσία όλων όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, σχετικοποιείται. Διότι, κάθε  περιορισμός στη συνδρομή της δημόσιας δύναμης για άμεση αποτροπή αξιόποινων πράξεων σε βάρος μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας συνιστά προσβολή στην ακώλυτη άσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Η δεύτερη προσβολή προκύπτει από το γεγονός ότι η διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων συναρτάται με τον χώρο άσκησής τους. Η ελληνική πολιτεία όμως οφείλει να εγγυάται την ποινική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών της στον ίδιο βαθμό σε οποιονδήποτε χώρο της ελληνικής επικράτειας. Η διαφοροποίηση της προστασίας αυτής με βάση το αν μια αξιόποινη πράξη τελείται σε χώρους ΑΕΙ δεν είναι συμβατή με το κράτος δικαίου.

Συνεπώς, επιβάλλεται η κατάργηση κάθε διάταξης που υποκριτικά εμφανίζεται να προστατεύει το ακαδημαϊκό άσυλο, ενώ στην ουσία εμμέσως το περιορίζει, θέτοντας εμπόδια στην ποινική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, παρέχοντας έτσι μια ποινική ασυλία σε όσους το καταλύουν και μετατρέποντας  στην πράξη το άσυλο της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε άσυλο της παρανομίας και της αυθαιρεσίας ανεύθυνων ατόμων και ομάδων.