Υποστηρίζεται από μερίδα συνταγματολόγων ότι η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταθέσει νομοσχέδιο που θα επιτρέπει την εγκατάσταση στη χώρα μας μη κρατικών παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων αντίκειται ευθέως στο άρθρο 16 παρ. 8 εδ. β) Σ., που ορίζει ότι «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Η διάταξη, ισχυρίζονται, είναι ρητή και σαφής, τόσο ώστε δεν επιδέχεται καν ερμηνείας. Επικαλούνται μάλιστα, για να ενισχύσουν την άποψή τους, τη λατινική ρήση in claris non fit interpretation, επί των σαφών διατάξεων δεν χωρεί ερμηνεία.
Και όμως, όσο διαυγής και αληθοφανής και αν φαίνεται η άποψη αυτή, επιδέχεται θεωρητική αντίκρουση και υπόκειται σε σοβαρή αμφισβήτηση με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ας αρχίσουμε έχοντας ως παράδειγμα το λεκτικό της επίμαχης συνταγματικής απαγορευτικής διάταξης. Η ανάγνωσή της και μόνο γεννά τις εξής ερμηνευτικές απορίες: Η απαγόρευση «σύστασης» περιλαμβάνει και την «εγκατάσταση παραρτημάτων» αλλοδαπών, κρατικών ή μη, πανεπιστημίων, αν ναι, γιατί; Με ποια ερμηνεία; Στον όρο «ιδιώτες» συμπεριλαμβάνονται και τα ιδιωτικά ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα; Με ποια λογική ερμηνεία; Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε ούτω καθεξής και με άλλες λέξεις. Γενικότερα, δεν υπάρχει φράση γραπτή ή προφορική που δεν υπόκειται σε ερμηνεία, που να μην είναι έμπλεη νοημάτων, τα οποία ο αναγνώστης και ερμηνευτής οφείλει να ανακαλύψει ή να επινοήσει. Πόσω μάλλον το Σύνταγμα.
Και έρχομαι τώρα στο νομολογιακό προηγούμενο του βασικού μετόχου. Τα δικαστήρια κλήθηκαν το 2002 να ερμηνεύσουν τη διάταξη 14 παρ. 9 του Συντάγματος που όριζε ρητά, αναλυτικά και λεπτομερειακά ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε διαγωνισμό συμβάσεων δημοσίων έργων ή προμηθειών εταίροι, ιδιοκτήτες ή βασικοί μέτοχοι εταιρειών, που είναι παράλληλα ιδιοκτήτες ή εταίροι ή βασικοί μέτοχοι μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Η αντιδικία έφτασε μέχρι και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κατέληξε πίσω στο ΣτΕ, που εξέδωσε μια απόφαση-σταθμό, τη ΣτΕ 3470-72/2011, η οποία διαμόρφωσε, ένα δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο άξιο μνείας, προορισμένο να έχει διάρκεια και συνέχεια για κάθε όμοια υπόθεση,
Τι νομολόγησε τότε το ΣτΕ; Πρώτον, ότι η συνταγματική απαγόρευση του άρθρου 14 παρ. 9 Σ. έρχεται σε σύγκρουση ευθεία, επειδή είναι γενική και απόλυτη, με την αρχή της αναλογικότητας, που είναι θεμελιώδης κανόνας τόσο του Συντάγματος όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου. Η αρχή αυτή αποκλείει ρυθμίσεις ή νοήματα διατάξεων που επιβάλλουν μέτρα υπέρμετρα απαγορευτικά ή δυσανάλογα αυστηρά ή περιοριστικά μιας ελευθερίας. ΕΈκρινε έτσι ότι η επίδικη ρύθμιση ήταν, έτσι όπως ερμηνευόταν και εφαρμοζόταν, αντίθετη στο «αληθές νόημα» της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 9 Σ. και ήταν, ως προς το νόημά της αυτό, ανίσχυρη και άρα ανεφάρμοστη!.
Η μεγάλη όμως συμβολή της απόφασης ΣτΕ 3470-72/2011 στη νομολογία έγκειται στην καθιέρωση, ως ερμηνευτικής πρακτικής στις σχέσεις εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, της εναρμονισμένης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του Συντάγματος. Πρακτική που θεμελιώνεται συνταγματικά στο άρθρο 28 παρ. 2 και 3 Σ. και ειδικά και στην ερμηνευτική δήλωση του ίδιου άρθρου, που καθιερώνει «υποχρέωση – και όχι απλώς δυνατότητα – εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου».
Συμπέρασμα, οφείλουμε να ερμηνεύσουμε την απαγορευτική συνταγματική διάταξη σύστασης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες σε αρμονία με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικά με τη Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ίδιας, και ειδικά με το άρθρο εκείνο που καθιερώνει ρητά την ακαδημαϊκή ελευθερία και ως επιχειρηματική ελευθερία, δηλαδή και ως ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αν το κάνουμε αυτό, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αποκλείσουμε νοήματα της επίμαχης διάταξης, που θα κατέληγαν να απαγορεύουν, με τρόπο γενικό και απόλυτο, κάθε είδους ίδρυση ή εγκατάσταση από άλλη χώρα ανώτατης σχολής ή πανεπιστημίου ιδιωτικού χαρακτήρα, κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού.
Ενα τέτοιο νόημα θα ήταν αντίθετο όχι μόνο με το ενωσιακό δίκαιο, αλλά και με τη ρητά κατοχυρωμένη στο άρθρο 16 παρ. 1 Συντάγματος ακαδημαϊκή ελευθερία, ως ελευθερία της επιστήμης, της έρευνας, της διδασκαλίας και της τέχνης.
Το διακύβευμα δεν είναι, τελικά, συνταγματικό, όσο είναι πρωτίστως ακαδημαϊκής ελευθερίας σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ στις 27/01/2024