Πρόλογος *
Η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 έρχεται να προστεθεί στην «χορεία» εκείνων των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες διακρίνονται για την συνεπή προσήλωσή τους, όπως επιτάσσει αυτό τούτο το δικαιοδοτικό καθήκον, στο γράμμα και στο πνεύμα των διατάξεων του Συντάγματος και της σύμφωνης με αυτό εκτελεστικής του νομοθεσίας. Ιδίως δε των διατάξεων εκείνων που σχετίζονται με την υπεράσπιση της αξίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθώς και με την, συνακόλουθη, υπεράσπιση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο πλαίσιο των βασικών «συντεταγμένων» της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας. Προς την ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί – επηρεασμένη, προφανώς, από την όλη προγενέστερη νομολογία του ΣτΕ εν προκειμένω – η απόφαση ΤρΔΠρΑθ 6340/2021, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες διατάξεις αυτή την φορά υπέρ των παρανόμως διαμενόντων στην Χώρα μας υπηκόων τρίτων χωρών. Κατά τούτο, ουδόλως μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται «σύμφωνα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα». Κάτι που, αυτονοήτως, δεν θα μπορούσε να βρει έρεισμα στις συνταγματικές επιταγές περί του τρόπου απονομής της Δικαιοσύνης από τα έχοντα, κατά περίπτωση, δικαιοδοσία δικαστικά όργανα. Όμως το αν, εκ του αποτελέσματος και μόνο και κυρίως εκ των έννομων συνεπειών τους –επομένως, δίχως να το έχουν θέσει ως πρωταρχικό «γνώμονα» άσκησης των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων τ’ αποφαινόμενα in concreto δικαστικά όργανα– οι προμνημονευόμενες αποφάσεις ανταποκρίνονται και στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», τούτο προσθέτει θεσμικό αλλά και κοινωνικό κύρος στους δικαιοδοτούντες, υπό όρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, δικαστικούς λειτουργούς, εν τέλει δε στην ίδια την Δικαιοσύνη. Άλλωστε, η ανυπόκριτη και ανιδιοτελής εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου προς την Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της στηρίζει, στην πράξη, το Κράτος Δικαίου και την Αρχή της Νομιμότητας, άρα τις θεσμικές «αντηρίδες» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Α. Η κατά τ’ ανωτέρω νομολογιακή αξία της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 έγκειται, κυρίως, στο ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε, στην υπόθεση του αποτρόπαιου και στυγερού εγκλήματος εις βάρος της τραγικής Μυρτούς Παπαδομιχελάκη που συντάραξε -και ευλόγως- το Πανελλήνιο, τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου μ’ εξαιρετικά εύστοχο, ιδίως από πλευράς συνταγματικών προϋποθέσεων θεμελίωσης της δικανικής κρίσης, τρόπο. Ειδικότερα δε με τρόπο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του, στο ακέραιο, το ότι οι διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ πρέπει, σύμφωνα με την κανονιστική ιδιοσυστασία του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κυρίως τελεολογικώς, ήτοι λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τον σκοπό που επιδιώκει -ή οφείλει να επιδιώκει- διαχρονικώς η νομοθετική θέσπισή τους. Κατά την τελεολογική λοιπόν ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ στην συγκεκριμένη περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας «προώθησε», με την δέουσα προσοχή αλλά και τόλμη, την νομολογία του πρωτίστως ως προς δύο, εξαιρετικά «ευαίσθητους» ρυθμιστικώς, άξονες: Εκείνον της αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων της συνταγματικής θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην βάση της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών. Και εκείνον της αξιοποίησης των δυνατοτήτων της αντικειμενικής κανονιστικής φύσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, δηλαδή της ευθύνης χωρίς ν’ απαιτείται πταίσμα των παρανομούντων κρατικών οργάνων, σε βαθμό ώστε να «μετατίθεται», λελογισμένως, στο Δημόσιο το βάρος και της διακινδύνευσης από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του. Άρα στον βαθμό που, κατά την προαναφερόμενη συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, η προκαλούμενη ζημία δεν βαρύνει, εν πάση περιπτώσει, τον μη υπαίτιο ιδιώτη-αποδέκτη της παράνομης κρατικής δράσης, είτε πρόκειται για φυσικό είτε πρόκειται για νομικό πρόσωπο.
Β. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 1500/2022 επιδίκασε, όπως εκτίθεται αναλυτικώς στην συνέχεια, αποζημίωση στην Μυρτώ Παπαδομιχελάκη, θύμα αποτρόπαιου βιασμού και στυγερής ληστείας από τον υπήκοο Πακιστάν Waqas Ahmed του Amjad, «ανατρέποντας» δικονομικώς τις προηγούμενες αποφάσεις αρ. 14010/2019, του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αρ. 468/2021, του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Αποφάσεις, οι οποίες είχαν προβεί σε άκρως στενή ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ιδίως σε ό,τι αφορά την προϋπόθεση του ευθέoς αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας ζημίας. Πρόκειται για στενή ερμηνεία η οποία δεν ανταποκρίνεται, το αντίθετο μάλιστα, στις προμνημονευόμενες επιταγές της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών και του αντικειμενικού χαρακτήρα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι η απόφαση ΣτΕ (Α΄)1500/2022 οδηγήθηκε στο κατά τ’ ανωτέρω συμπέρασμα ερμηνεύοντας τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις περί έκδοσης πράξης απέλασης (ν.3386/2005) και, μετέπειτα, περί έκδοσης πράξης επιστροφής (ν.3907/2011) παρανόμως εισελθόντων και διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών με τρόπο που σέβεται, πλήρως, την χωρίς εκπτώσεις τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος για την υπεράσπιση της αξίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του Ανθρώπου και, επέκεινα, για την υπεράσπιση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του, δίχως οιαδήποτε αυθαίρετη διάκριση. «Αψευδής μάρτυρας» και η προμνημονευόμενη απόφαση ΤρΔΠρΑθ 6340/2021.
Ι. Ιστορικό
Σύμφωνα με όσα, κατά το πραγματικό πρωτίστως μέρος, κρίθηκαν και έγιναν αποδεκτά από την απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 αλλά και από τις προγενέστερες αποφάσεις αρ.14010/2019, του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αρ.468/2021, του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το ιστορικό της εν προκειμένω υπόθεσης έχει, συνοπτικώς, ως εξής:
Α. Τα πραγματικά περιστατικά
Τον Ιούλιο του 2012, η Μαρία Κοτρώτσου βρισκόταν με τις δύο κόρες της σε οικογενειακές διακοπές στο νησί της Πάρου. Στις 22.7.2012 η ανήλικη κόρη της, Μυρτώ Παπαδομιχελάκη, ηλικίας 15 ετών τότε, έπεσε θύμα αποτρόπαιου βιασμού και ληστείας από τον Waqas Ahmed του Amjad, υπήκοο Πακιστάν. Ο οποίος, μετά την πράξη του βιασμού και προκειμένου να την αποκρύψει, προσπάθησε να σκοτώσει την ημιλιπόθυμη ανήλικη, χτυπώντας την με πέτρα στο κεφάλι. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και να καταστεί έτσι ανάπηρη, με συνολικό ποσοστό αναπηρίας 100% κατά ιατρική πρόβλεψη από 4.6.2013 και εφ’ όρου ζωής, σύμφωνα με τις μετέπειτα ιατρικές βεβαιώσεις και γνωστοποιήσεις (από 12.1.2016 βεβαίωση της Νευρολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, από 3.7.2014 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και από 20.9.2016 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).
- Με τις αρ. 15 και 16/2014 αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σύρου, ο Waqas Ahmed του Amjad κηρύχθηκε ένοχος για το ότι στην περιοχή Άγιος Στέφανος της Νέας Χρυσής Ακτής της Πάρου, στις 22 Ιουλίου 2012:
α) Έχοντας αποφασίσει να σκοτώσει την τότε ανήλικη – γεννηθείσα στις 16.7.1997 – Μυρτώ Παπαδομιχελάκη επιχείρησε να της αφαιρέσει την ζωή (απόπειρα ανθρωποκτονίας).
β) Με πρόθεση και με σωματική βία την εξανάγκασε σε συνουσία και σε ανοχή ασελγούς πράξης (βιασμός).
γ) Με χρήση σωματικής βίας και ιδιαίτερη σκληρότητα αφαίρεσε ξένο κινητό πράγμα (συσκευή κινητού τηλεφώνου) από την κατοχή της ανήλικης παθούσας, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του (διακεκριμένη ληστεία).
δ) Στον ίδιο δε τόπο, και κατά το χρονικό διάστημα από το θέρος του έτους 2011 έως τον Ιούλιο του 2012, ως υπήκοος τρίτης χώρας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, στερούμενος άδειας διαμονής, παρείχε εξαρτημένη εργασία στην Ελλάδα.
- Με τις αρ. 17 και 18/2014 αποφάσεις του ίδιου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σύρου, ο ως άνω κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για την πράξη της ληστείας και σε συνολική ποινή κάθειρξης 25 ετών για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας, του βιασμού και της παράνομης παροχής εργασίας.
- Όσον αφορά τον δράστη των προαναφερόμενων εγκληματικών πράξεων, έγινε δεκτό πρωτοδίκως ότι είχε εισέλθει παρανόμως στην Ελλάδα το έτος 2010, ύστερα δε από ολιγόμηνη παραμονή στην Αττική μετέβη στις αρχές Μαΐου 2011 στην Πάρο, όπου εργαζόταν παρανόμως, αρχικώς σε περιστασιακές εργασίες και από τον Ιούλιο 2011 σε ξενοδοχειακή μονάδα. Μετά την τέλεση – με ιδιαίτερη βαναυσότητα – των κατά τ’ ανωτέρω εγκλημάτων εις βάρος της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη, ο δράστης παρέμεινε στην Πάρο για λίγες ημέρες και στις 31.7.2012 έφυγε με πλοίο και μετέβη στον Πειραιά, ενώ στην συνέχεια διέμενε σε σπίτι της Νέας Χαλκηδόνας, όπου και συνελήφθη στις 5.8.2012.
Β. Οι νομικοί ισχυρισμοί
Με την από 18.10.2017 αγωγή που άσκησε -από κοινού με την μητέρα και την αδελφή της- η Μυρτώ Παπαδομιχελάκη ζήτησε, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ:
- Ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής:
α) Ποσό 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ.
β) Και ποσό 2.977,81 ευρώ μηνιαίως, ως αποζημίωση για έξοδα διαβίωσης, καθημερινής φροντίδας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, από 1.6.2017 και εφ’ όρου ζωής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 929 και 930 ΑΚ, λόγω ανεπανόρθωτης βλάβης της υγείας της συνεπεία του βαρύτατου τραυματισμού της, οφειλόμενου και σε παράνομες παραλείψεις των αρμόδιων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου.
- Με την αγωγή αυτή η Μυρτώ Παπαδομιχελάκη προέβαλε, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά μέσα, ότι ο ανωτέρω υπήκοος Πακιστάν εισήλθε παρανόμως στην Ελλάδα από τα σύνορα του Έβρου το 2010. Περαιτέρω, προέβαλε ότι κατ’ εξοχήν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ.1 περ.β΄ του ν.3386/2005 και, εν συνεχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ.1 εδ. γ΄ του ν.3907/2011:
α) Η ΕΛ.ΑΣ. όφειλε να είχε λάβει τ’ απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συνόρων και ειδικότερα την πρόληψη και την αποτροπή της παράνομης εισόδου του δράστη.
β) Η ΕΛ.ΑΣ. όφειλε να τον είχε συλλάβει κατά την είσοδό του στην Χώρα, να τον είχε παραπέμψει στην Δικαιοσύνη ή να τον είχε επαναπροωθήσει στην χώρα προέλευσης ή καταγωγής του.
γ) Η ΕΛ.ΑΣ. όφειλε να είχε λάβει τ’ απαραίτητα μέτρα και να είχε διενεργήσει τους απαιτούμενους ελέγχους, προκειμένου ν’ αποτραπεί ή, και μετέπειτα, να εντοπισθεί η παράνομη παραμονή και εργασία του στην Χώρα αλλά και να είχε κινήσει τις διαδικασίες που έχουν θεσμοθετηθεί κατά νόμο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διοικητική απέλασή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 2910/2001 και 76 του ν. 3386/2005, αφού με την παράνομη είσοδο και παραμονή του παραβιάσθηκαν οι ισχύουσες διατάξεις περί παράνομης εισόδου και διαμονής στην Χώρα μας υπηκόων τρίτων χωρών.
δ) Τέλος η ΕΛ.ΑΣ. παρέλειψε, ενώ όφειλε, να προβεί σε όλες τις ανωτέρω ενέργειες, με αποτέλεσμα ο Waqas Ahmed του Amjad να κυκλοφορεί παρανόμως στην Χώρα, χωρίς να έχει γίνει έλεγχος των στοιχείων του, χωρίς να έχει καταγραφεί η είσοδός του και χωρίς να γίνουν οι απαιτούμενες ενέργειες για την επαναπροώθηση ή την απέλασή του.
Γ. Η εκδίκαση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό
Αρχικώς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προαναφερόμενη απόφασή του αρ.14010/2019 και, στην συνέχεια, κατ’ έφεση το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την, επίσης προαναφερόμενη, απόφασή του αρ.468/2021 – την οποία και αναίρεσε η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 – απέρριψαν την κατά τ’ ανωτέρω αγωγή της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη στηριζόμενα, όπως εκτίθεται και κατωτέρω, σε μιαν άκρως στενή και περισσότερο γραμματική παρά τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, μολονότι δέχθηκαν την συνδρομή παράνομης παράλειψης των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. Συγκεκριμένα:
- Κατά το -περίπου κοινό – σκεπτικό των ως άνω αποφάσεων ναι μεν τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρέλειψαν και ν’ αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του Waqas Ahmed του Amjad στην Ελληνική Επικράτεια και, ακολούθως, να τον εντοπίσουν κατά την διετή παράνομη παραμονή και κυκλοφορία του εντός αυτής καθώς και να τον υπαγάγουν στην διαδικασία επαναπροώθησης στην χώρα καταγωγής ή προέλευσής του. Πλην όμως η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στην Χώρα και, στην συνέχεια, η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του σε αυτή δεν είναι βέβαιο αλλά ούτε και πιθανό ότι, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, προκάλεσε τον βαρύτατο τραυματισμό της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη. Διότι, υπό τις συνθήκες που έγινε, πρόσφορη αιτία για τον τραυματισμό της δεν ήταν η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στην Χώρα και, στην συνέχεια, η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του σε αυτή αλλά οι πράξεις του βιασμού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας που τέλεσε ο εν λόγω αλλοδαπός εις βάρος της.
- Με τις σκέψεις αυτές, κατέληξαν στην κρίση ότι δεν υπάρχουν παραλείψεις των αρμόδιων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σ’ αιτιώδη συνάφεια με τον βαρύτατο τραυματισμό της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη και, ως εκ τούτου, η αγωγή, κατά το μέρος που είχε ασκηθεί απ’ αυτήν, ήταν απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη.
ΙΙ. Ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ
Η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 στηρίχθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο με βάση και προηγούμενα «δείγματα γραφής» της νομολογίας σε παρεμφερείς διαφορές, στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, οι οποίες θεμελιώνουν τον μηχανισμό αυτής της αστικής ευθύνης πάνω σε στέρεες συνταγματικές βάσεις.
Α. Το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ
Οι διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ -που κατά τις διατάξεις του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ ισχύουν και ως προς την αστική ευθύνη των οργάνων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των νομικών προσώπων διφυούς χαρακτήρα- ορίζουν τα εξής:
- «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος».
- Από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ συνάγεται, με βάση τα όσα κάνει δεκτά παγίως η νομολογία (βλ. Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημόσιου Δικαίου, in Α. Γέροντα, Π. Παυλόπουλου, Γ. Σιούτη, Σπ. Φλογαΐτη, Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2022, σελ. 513 επ.), ότι ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ενεργοποιείται όταν συντρέχουν, σωρευτικώς και στο ακέραιο, οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Υφίσταται πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια.
β) Η οποία προέρχεται από όργανο του Δημοσίου, ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της κρατικής Εξουσίας στην οποία αυτό ανήκει.
γ) Και η οποία είναι παράνομη lato sensu, ήτοι ανεξαρτήτως του αν η παρανομία αφορά την παραβίαση των κανόνων εσωτερικής ή εξωτερικής νομιμότητας της κρατικής δράσης. Επιπλέον, και αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ περί αστικής ευθύνης κατά τους κανόνες του Ιδιωτικού Δικαίου, δεν απαιτείται επιπροσθέτως πταίσμα των οργάνων του Δημοσίου, δηλαδή δόλος ή αμέλεια. Τούτο σημαίνει ότι η κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αστική ευθύνη του Δημοσίου είναι αντικειμενική και όχι υποκειμενική, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 914 ΑΚ.
δ) Η παράνομη πράξη, παράλειψη ή ενέργεια του οργάνου του Δημοσίου πρέπει να συντελέσθηκε κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του, δοθέντος ότι όταν τα όργανα του Δημοσίου ενεργούν ως fiscus, δηλαδή κατά τους κανόνες του Ιδιωτικού Δικαίου -πρωτίστως για την διαχείριση της ιδιωτικής κρατικής περιουσίας- ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 104 ΕισΝΑΚ, που παραπέμπουν στους κανόνες του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα.
ε) Η παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια του οργάνου του Δημοσίου πρέπει να προκαλεί ζημία, η οποία μάλιστα οφείλεται εξ ολοκλήρου σε αυτό και όχι και σε συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος ιδιώτη φυσικού ή νομικού προσώπου. Άλλως, η παρεμβολή τέτοιου συντρέχοντος πταίσματος μπορεί ν’ οδηγήσει, κατά τις περιστάσεις, σε περιορισμό ή και σε πλήρη αποκλεισμό της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.
στ) Πρέπει να υφίσταται ευθύς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανομίας της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της κατά τ’ ανωτέρω ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος ο οποίος, όπως διευκρινίζεται στην συνέχεια, καλύπτει και την εν δυνάμει παράνομη διακινδύνευση εις βάρος του ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, που υφίσταται τις συνέπειες της επίμαχης παράνομης πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας του οργάνου του Δημοσίου.
ζ) Τέλος, η παρανομία της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας του οργάνου του Δημοσίου θα πρέπει να συνίσταται στην παραβίαση διάταξης που δεν έχει τεθεί για χάρη του «γενικού» –ορθότερα του δημόσιου- συμφέροντος. Ως προς αυτή την, «αρνητική», προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, η νομολογία ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κάνει δεκτό, περιορίζοντας σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συνταγματικής βάσης της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών την διατύπωση της σχετικής διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ότι ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου «ατονεί» μόνον όταν η παρανομία της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου οφείλεται σε παραβίαση διάταξης που έχει τεθεί αποκλειστικώς για χάρη του δημόσιου συμφέροντος. Άρα, όχι όταν η κατά τ’ ανωτέρω διάταξη έχει τεθεί, έστω και εν μέρει, για χάρη και του συμφέροντος ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου.
Β. Η συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου
Η υποχρέωση του Δημοσίου ν’ αποζημιώνει τους ιδιώτες για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του έχει, αναμφίβολα, συνταγματική κατοχύρωση, έστω και αν τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 (βλ. Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημόσιου Δικαίου, όπ. παρ., σελ. 508 επ.). Κατά πρώτο λόγο, η υποχρέωση αυτή του Δημοσίου πηγάζει από την αρχή του Κράτους Δικαίου, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η Αρχή της Νομιμότητας, που πρέπει να διέπει την δράση και λειτουργία όλων, ανεξαιρέτως, των οργάνων του Δημοσίου. Συνεπώς, όταν μια ζημιογόνος δραστηριότητα του Δημοσίου δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου παραβιάζει την Αρχή της Νομιμότητας -και του Κράτους Δικαίου- και γεννά υποχρέωση του Δημοσίου να επανορθώσει την προκληθείσα ζημία του ιδιώτη, προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η Αρχή της Νομιμότητας.
- Ο θεσμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου επιτελεί, με άλλες λέξεις, μια επανορθωτική λειτουργία ύστερα από την διαπίστωση παραβιάσεων της Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου. Βεβαίως, η αποζημίωση του ιδιώτη, με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, δεν είναι το μόνο μέσο που αυτός διαθέτει στο πλαίσιο της επιδίωξης αποκατάστασης της Αρχής της Νομιμότητας. Διαθέτει, επίσης, την δυνατότητα ακύρωσης ή μεταρρύθμισης της παράνομης διοικητικής πράξης ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, με τα ένδικα βοηθήματα της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής, αντιστοίχως. Πλην όμως η δυνατότητα ακύρωσης -ή μεταρρύθμισης- μιας διοικητικής πράξης δεν αποτελεί, σε όλες τις περιπτώσεις, επαρκές μέσο για την πλήρη αποκατάσταση της Αρχής της Νομιμότητας και την επίσης πλήρη εξάλειψη των ζημιογόνων συνεπειών της παράνομης δραστηριότητας των οργάνων του Δημοσίου αφού:
α) Πρώτον, οδηγεί μόνο στην ακύρωση ή μεταρρύθμιση μιας διοικητικής πράξης και όχι και στην αποκατάσταση της ζημίας, που προκλήθηκε από την παράνομη αυτή πράξη.
β) Και, δεύτερον, δεν καλύπτει μια ευρεία κατηγορία περιπτώσεων, δεδομένου ότι δεν μπορεί π.χ. ν’ ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά των υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου ή κατά των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεών τους.
- Συνεπώς, η αστική ευθύνη του Δημοσίου αναδεικνύεται ως απαραίτητος και αναντικατάστατος επανορθωτικός μηχανισμός για την εφαρμογή της Αρχής της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου, αλλά και για την κατοχύρωση της συνταγματικής επιταγής της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού σε πολλές περιπτώσεις -παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου, διοικητικές πράξεις με περιορισμένη χρονική ισχύ, μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις κ.λπ.- η αγωγή αποζημίωσης, βάσει των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αποτελεί το μόνο, ουσιαστικώς, μέσο δραστικής δικαστικής προστασίας.
- Η Αρχή της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου δεν στοιχειοθετεί, όμως, το μόνο συνταγματικό έρεισμα του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Ειδικότερα, στην περίπτωση παράνομων και ζημιογόνων πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου αναπτύσσεται μια δραστηριότητα ή παράλειψη η οποία από την μια πλευρά κατευθύνεται -ή, τουλάχιστον, οφείλει να κατευθύνεται- στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Και, από την άλλη πλευρά, προκαλεί ζημία, υλική ή ηθική, σε ορισμένο ή ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
α) Η αποδοχή μιας τέτοιας κατάστασης και η μη πρόβλεψη μηχανισμών αποκατάστασης των δημιουργούμενων ανισορροπιών, δηλαδή η μη θεσμοθέτηση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, θα παραβίαζε προδήλως την αρχή της Ισότητας. Και τούτο γιατί, διαφορετικά, ένα πρόσωπο ή, το πολύ, μια συγκεκριμένη ομάδα προσώπων θα ήταν υποχρεωμένα να υποστούν τις ζημιογόνες συνέπειες μιας παράνομης κρατικής δραστηριότητας ή παράλειψης, που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός κύκλου αρμοδιοτήτων από την άσκηση των οποίων ωφελείται, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η μη πρόβλεψη της υποχρέωσης του Δημοσίου ν’ αποκαθιστά την -προκαλούμενη από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του- ζημία, θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της αρχής της Ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος και, ιδίως, των επιταγών της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών που θεσπίζουν οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
β) Την θέση αυτή ενστερνίσθηκε, ευθέως, το Συμβούλιο Επικρατείας, με την απόφαση της Ολομελείας του 1501/2014, η σκέψη αρ. 5 της οποίας δέχθηκε: «Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζοντας ότι οι “Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους” έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2001) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη, ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ανωτέρω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους».
- Η συνέπεια του ως άνω, διττού, συνταγματικού θεμελίου της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως επανορθωτικού μηχανισμού τόσο για την αποκατάσταση παραβιάσεων του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας γενικώς όσο και, ειδικότερα, για την αποκατάσταση παραβιάσεων των επιταγών της Ισότητας -ιδίως ενώπιον των δημόσιων βαρών- έγκειται προεχόντως στο ότι θα ήταν αντισυνταγματική όχι βεβαίως η απλή, κυρίως «βελτιωτική», τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Αλλά η κατάργηση των διατάξεων αυτών ή η ουσιαστική αποδυνάμωση του κανονιστικού τους περιεχομένου, έτσι ώστε να περιορίζεται ή και να δυσχεραίνεται υπερμέτρως η επανόρθωση των ζημιογόνων συνεπειών των παράνομων δραστηριοτήτων των οργάνων του Δημοσίου.
α) Θα ήταν π.χ. αντισυνταγματική η εξαίρεση ορισμένων τομέων της δραστηριότητας του Δημοσίου ή των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου από την εφαρμογή των διατάξεων της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή η πρόβλεψη ότι δεν οφείλεται αποζημίωση για ορισμένες μορφές παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου ή, τέλος, η θέσπιση υπερμέτρως αυστηρών προϋποθέσεων για την αναγνώριση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, με αποτέλεσμα τυπικώς μεν να υφίσταται ο θεσμός της αστικής ευθύνης, στην πραγματικότητα όμως να μην υπάρχει δυνατότητα αποζημίωσης ή αυτή να περιορίζεται σε ελάχιστες περιπτώσεις.
α1) Επίσης, και σύμφωνα με ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, η συνταγματική θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου συνεπάγεται την εφαρμογή της, εξαιρετικώς, και για ζημίες που προκαλούνται από τυχαία γεγονότα κατά την λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας σε πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του Δημοσίου, εφόσον η εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας συνεπάγεται την έκθεση των προσώπων αυτών σε αυξημένους κινδύνους για την ζωή ή την σωματική τους ακεραιότητα. Και τούτο γιατί δεν συμβιβάζεται με την αρχή της συμμετοχής όλων των πολιτών στα δημόσια βάρη η επίρριψη των κινδύνων από τυχαία ζημιογόνα γεγονότα μόνο στα πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν σε δραστηριότητες του Δημοσίου που εγκυμονούν κινδύνους.
α2) Περαιτέρω, η αναγνώριση της συνταγματικής κατοχύρωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ έχει και συνέπειες δικονομικού περιεχομένου: Εγγυάται την ακώλυτη πρόσβαση του θιγέντος φυσικού ή νομικού προσώπου στ’ αρμόδια δικαστήρια για την επιδίωξη της οφειλόμενης αποζημίωσης και, αντιστοίχως, καθιστά άνευ ετέρου αντισυνταγματική και ανεφάρμοστη κάθε νομοθετική διάταξη, η οποία απαγορεύει ή περιορίζει υπερμέτρως την πρόσβαση στην δικαστική οδό, αποδεικνύοντας, για μιαν ακόμη φορά, την συμπληρωματική σχέση μεταξύ του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και της συνταγματικής επιταγής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
β) Όμως η σπουδαιότερη συνέπεια του, διττού μάλιστα, συνταγματικού θεμελίου της αστικής ευθύνης του Δημοσίου έγκειται στην θέσπιση του αντικειμενικού χαρακτήρα της. Ειδικότερα, και όπως ήδη επισημάνθηκε ακροθιγώς, οι διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ καθιερώνουν την αστική ευθύνη του Δημοσίου ως αντικειμενική.
β1) Δηλαδή ως ευθύνη η οποία ενεργοποιείται -εφόσον βεβαίως συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων- χωρίς ν’ απαιτείται, επιπροσθέτως, οιασδήποτε μορφής πταίσμα από την πλευρά του οργάνου που προκαλεί την επίμαχη και ζημιογόνο πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια. Είναι προφανές ότι, μετά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων του Συντάγματος του 1975 και την συνακόλουθη έναρξη ισχύος και των διατάξεων που παρέχουν στην αστική ευθύνη του Δημοσίου το προμνημονευόμενο διττό συνταγματικό θεμέλιο, ο με τ’ ανωτέρω γνωρίσματα αντικειμενικός χαρακτήρας της απορρέει, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, και από αυτό τούτο το ρυθμιστικό πλαίσιο του Συντάγματος. Πρωτίστως δε διότι οι βλαπτικές για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, συνέπειες από την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η οποία πάντοτε και εξ ορισμού πρέπει ν’ αποβαίνει υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, δεν θα μπορούσαν -με «τίμημα» την παραβίαση του Συντάγματος- ν’ αντιμετωπίζονται αποζημιωτικώς ανάλογα με την ύπαρξη ή μη πταίσματος από την πλευρά του αντίστοιχου οργάνου του Δημοσίου. Μόνον η συνδρομή της παρανομίας αρκεί, λοιπόν, για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.
β2) Το συμπέρασμα τούτο οδηγεί, επέκεινα, στην αποδοχή της άποψης ότι, ακριβώς λόγω του συνταγματικού της θεμελίου, η αντικειμενική αστική ευθύνη του Δημοσίου, στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, δεν είναι νομικώς δυνατό να μετατραπεί νομοθετικώς σε υποκειμενική, π.χ. κατά το πρότυπο των διατάξεων του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον δε, και πάντοτε στο πεδίο της ίδιας συνταγματικής συλλογιστικής, η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τις οδηγίες του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ παραμένει πάντοτε αντικειμενική ακόμη και όταν ο Νομοθέτης, εφόσον προβαίνει στις ανεκτές από το Σύνταγμα ιδιωτικοποιήσεις ή αποκρατικοποιήσεις, αναθέτει την άσκηση δημόσιας εξουσίας -ιδίως μέσω παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας- σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ακόμη και σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
γ) Επιπροσθέτως, η κατά τ’ ανωτέρω αντικειμενική φύση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου όχι μόνο δικαιολογεί αλλά και επιβάλλει την ερμηνεία εκείνη των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η οποία νομιμοποιεί την ενεργοποίηση του μηχανισμού τους ακόμη και όταν παράνομες πράξεις, και ιδίως παραλείψεις, των οργάνων του Δημοσίου δημιουργούν καταστάσεις διακινδύνευσης εις βάρος των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, τις συνέπειες των οποίων δεν επιτρέπεται να επωμισθούν αυτά μόνα, σύμφωνα με την προμνημονευόμενη αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών. Συγκεκριμένα δε στις ως άνω περιπτώσεις είναι επιβεβλημένο να γίνει δεκτό, ότι η παρανομία της προκαλούμενης διακινδύνευσης από επίσης παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου πρέπει, τουλάχιστον in dubio, ν’ αντιμετωπίζεται ερμηνευτικώς ως ευρισκόμενη σ’ επαρκή αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα ζημία εις βάρος του ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου. Και τούτο διότι η υιοθέτηση αντίθετης, στενής προφανώς, ερμηνευτικής εκδοχής θ’ απέληγε στην επίρριψη εις βάρος των αναίτιων ιδιωτών του κινδύνου από την δράση των οργάνων του Δημοσίου, γεγονός το οποίο αντιτίθεται, αναμφιβόλως, προς το συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ήτοι προς την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών. Και το σφάλμα μιας τέτοιας θεώρησης γίνεται ακόμη πιο προφανές, όταν εκείνοι που υποπίπτουν σε αυτό επικαλούνται τις επιπτώσεις της ενδεχόμενης αύξησης των δημοσιονομικών βαρών ως προς τις οικονομικές «αντοχές» του Δημοσίου, αφού έτσι, κατά την στάθμιση της εν προκειμένω επιβάρυνσης, προκρίνονται λύσεις που αφήνουν προδήλως ακάλυπτο τον οπωσδήποτε ασθενέστερο οικονομικώς ιδιώτη έναντι των προνομίων του, επίσης προδήλως, οικονομικώς ισχυρότερου Δημοσίου.
ΙΙΙ. Οι κυριότερες σκέψεις της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 και της απόφασης ΤρΔΠρΑθ 6340/2021
Κατ’ αρχάς, επαναλαμβάνω την θέση την οποία διατύπωσα σε συνοπτικό σημείωμά μου (βλ. την «Καθημερινή» της Κυριακής, 24.7.2022) για την εδώ σχολιαζόμενη απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022: Η απόφαση αυτή, κατά την γνώμη μου βεβαίως, συνιστά μια «γενναία» δικαιοδοτική κρίση στήριξης του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δικαιοδοτική κρίση η οποία, δικαιώνοντας -βεβαίως όσο οι κείμενες διατάξεις το επιτρέπουν- την τραγική Μυρτώ Παπαδομιχελάκη, οδηγεί σ’ ένα είδος καταξίωσης της ίδιας της Δικαιοσύνης, γεγονός άκρως θετικό ιδίως για την Κοινωνική Δικαιοσύνη στους χαλεπούς καιρούς μας. Και δεν θ’ αποφύγω να διατυπώσω έναν προβληματισμό για την στάση ορισμένων νομικών κύκλων οι οποίοι, αντίθετα με προγενέστερες τοποθετήσεις τους σε πολλές άλλες περιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων σχετικών με την προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έμειναν, και μάλιστα με την λογική «αμυντόρων» των δημοσιονομικών του Κράτους, σε μια στείρα νομικώς κριτική της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022. Και δη κριτική, η οποία ουδόλως ανταποκρίνεται στην επιβαλλόμενη μεθοδολογικώς τελεολογική ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, κατά την συνταγματική θεμελίωσή της στην βάση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Όλως αντιθέτως, και προσφεύγοντας σε αυστηρώς νομική, και μόνον, επιχειρηματολογία, θεωρώ ότι η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 συνιστά σημαντικό νομολογιακό βήμα προς την κατεύθυνση της σύγχρονης ορθής, πιστής και πειστικής, ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Και εξηγούμαι, στηριζόμενος σ’ επίσης αυστηρώς νομικά -άρα διόλου «συναισθηματικά» και αναλόγως «φορτισμένα»– επιχειρήματα:
Α. Η κρίσιμη σκέψη αρ. 10 της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022
Το νομικό θεμέλιο της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 -που, σημειωτέον, εκδόθηκε σύντομα για τα δικαστικά δεδομένα του Τόπου μας- με το οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας αναίρεσε τις απορριπτικές για την αγωγή της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ. 14010/2019) σε πρώτο βαθμό και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (αρ. 468/2021) σε δεύτερο βαθμό, εντοπίζεται και «συμπυκνώνεται» κυρίως σκέψη αρ. 10 της ως άνω απόφασης, σύμφωνα με την οποία: «10. Επειδή, περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους –η οποία μπορεί να είναι και μακρά– δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1248/2015. Επίσης, βλ. Σ.τ.Ε. 5208/1995 υπό το προγενέστερο καθεστώς του ν. 1975/1991, Α΄ 184) σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες (κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη). Οι ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Άλλωστε, όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί. Και τούτο, διότι η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του (αφού δεν συνελήφθη ούτε κατά την παράνομη είσοδό του στη Χώρα ούτε κατά τη διάρκεια της παράνομης διαμονής του). Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. τρίτο του ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό (πρβ. Σ.τ.Ε. 1964-1966/2021 7μ. Και 442/2012, 1364, 1677/2008, 4067/2005 7μ., 28/2000 κ.ά. σε περιπτώσεις παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα αναγκαία, κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ζημιών εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στο πλαίσιο μαζικής κινητοποιήσεως πολιτών ή διαδηλώσεων ή εξαιτίας τρομοκρατικών ενεργειών).»
Β. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα και την τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ δικαιοδοτική κρίση της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022
Η κατά τ’ ανωτέρω, και ιδίως κατά τα δεδομένα της σκέψης αρ. 10, δικαιοδοτική κρίση της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, ως προς την αποζημίωση της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη, ανταποκρίνεται -αν εξαιρέσει κανείς κάποιες, «ευάριθμες», ανακριβείς και απρόσφορες διατυπώσεις, π.χ. «σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα», που δεν θίγουν όμως την ορθότητα του όλου νομικού συλλογισμού- πλήρως στις απαιτήσεις πρωτίστως της σύμφωνης με το Σύνταγμα και με την τελεολογική μέθοδο ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων βεβαίως, κυρίως από τα εξής:
- Κατά πρώτο λόγο, η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 οδηγείται στην ενεργοποίηση του μηχανισμού της κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω της προηγούμενης διαπίστωσης -και σε αντίθεση προς τις νομικώς εσφαλμένες και για τούτο αναιρεθείσες κρίσεις τόσο της απόφασης αρ. 14010/2019 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και της απόφασης αρ. 468/2011 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών- πως συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις παράνομης παράλειψης εκ μέρους των αρμόδιων οργάνων του Δημοσίου, ήτοι των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ.
α) Συγκεκριμένα δε, και σύμφωνα με προηγούμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας -βλ. π.χ. ΣτΕ 1248/2015- τ’ αρμόδια όργανα της ΕΛ.ΑΣ. μη εκδίδοντας, και μάλιστα επί μακρό χρονικό διάστημα και ενώ τούτο ήταν κατά τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης απολύτως εφικτό, τόσο πράξη απέλασης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ.1 περ. β΄ του ν. 3386/2005, όσο και, μετά το 2011, πράξη επιστροφής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3907/2011, για τον παρανόμως εισελθόντα και μετέπειτα διαμένοντα στην Ελλάδα υπήκοο τρίτης χώρας, ενήργησαν κατά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Η δε συνδρομή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας στοιχειοθετείται, με στέρεη νομική επιχειρηματολογία, εκ του ότι οι ως άνω διατάξεις των ν. 3386/2005 και 3907/2011, αντιστοίχως, καθιερώνουν δέσμια αρμοδιότητα των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. για την έκδοση αρχικώς πράξης απέλασης και, ύστερα, πράξης επιστροφής του παρανόμως εισελθόντος και διαμένοντος στην Ελλάδα Waqas Ahmed του Amjad.
β) Συνακόλουθα, ουδόλως και κατ’ ουδένα τρόπο το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την απόφασή του 1500/2022, υιοθέτησε την θέση ότι η ΕΛ.ΑΣ. οφείλει κατά νόμο να διασφαλίζει σε καθένα, ανεξαρτήτως ειδικών συνθηκών, πλήρη και διαρκή προστασία από επιθέσεις τρίτων, διαθέτοντας προς τούτο και τον απαιτούμενο αριθμό οργάνων. Κάτι το οποίο, βεβαίως, θ’ απέβαινε υπερβολικό και ανέφικτο, επιπλέον δε αντίθετο προς την αρχή impossibilium nulla obligatio est. Επέκεινα, το Συμβούλιο της Επικρατείας ουδόλως και κατ’ ουδένα τρόπο παρεξέκλινε της πάγιας νομολογίας του, ότι αν δεν συντρέχει πρόσθετη και ειδική παράνομη πράξη ή παράλειψη -και κατ’ εξοχήν παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας- δεν είναι νομικώς εφικτό να γίνει δεκτή αγωγή αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, εις βάρος του Δημοσίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. Αυτή η «λεπτομέρεια» προφανώς «διέφυγε της προσοχής» όλων εκείνων των «επικριτών» της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, οι οποίοι έσπευσαν να διαπιστώσουν «διολίσθηση» του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μια νομολογία που θα μπορούσε, πλήττοντας έτσι καιρίως, κατά τα προαναφερθέντα, και τις δημοσιονομικές «αντοχές» του Κράτους, να μετατρέψει την αγωγή αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε μια μορφή actio popularis, με το να κρίνει ότι η ΕΛ.ΑΣ. οφείλει να διασφαλίζει σε καθένα, δια των οργάνων της και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, πλήρη και διαρκή προστασία από επιθέσεις τρίτων εν πάση περιπτώσει.
- Κατά δεύτερο λόγο, και πάλι ορθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας -επικαλούμενο και προηγούμενη νομολογία του, βλ. π.χ. ΣτΕ 1677/2008, 28/2000, 442/2012, 1964-1966/2021- έκρινε, πάντοτε κατά την σύμφωνη με το Σύνταγμα τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ότι υπό τα συγκεκριμένα και διαπιστωμένα δικανικώς πραγματικά περιστατικά «υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (π.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό».
α) Το ως άνω συμπέρασμα προκύπτει εκ του ότι ο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ευθύς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τ’ ανωτέρω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. και της επελθούσας εις βάρος του τραγικού θύματος Μυρτούς Παπαδομιχελάκη ζημίας θεμελιώνεται όχι βεβαίως στην, εσφαλμένη οπωσδήποτε, υπόθεση πως κάθε παρανόμως εισερχόμενος και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας είναι εξ ορισμού ύποπτος τέλεσης εγκληματικών πράξεων, κάτι το οποίο θα αντέβαινε, ούτως ή άλλως, σε κρίσιμες ρυθμίσεις περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και κατά τούτο είναι μάλλον έωλη η κριτική της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 εκ μέρους ορισμένων «επικριτών» της, οι οποίοι έσπευσαν να την ερμηνεύσουν ως υιοθετούσα την προμνημονευόμενη, νομικώς εσφαλμένη, θέση.
β) Όλως αντιθέτως, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αποδεικνύει η ολοκληρωμένη και επισταμένη ανάγνωση ιδίως της κατά τ’ ανωτέρω σκέψης αρ. 10 της απόφασης 1500/2022, έκρινε στην συγκεκριμένη υπόθεση πως από την στιγμή που τα όργανα της ΕΛ.ΑΣ. οδηγήθηκαν σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, μη εκδίδοντας, μολονότι τούτο ήταν πλήρως εφικτό, εις βάρος του Waqas Ahmed του Amjad αρχικώς πράξη απέλασης και, μετά το 2011, πράξη επιστροφής, ανέλαβαν και τον κίνδυνο των όποιων παράνομων ενεργειών στις οποίες θα μπορούσε, εν δυνάμει, να προβεί αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας. Επαναλαμβάνεται δε με ιδιαίτερη έμφαση ότι κατά την σκέψη αυτή ουδόλως στοχοποιείται, εκ προοιμίου και χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, οιοσδήποτε παρανόμως εισερχόμενος και εν συνεχεία παρανόμως διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας. Απλώς μετατίθεται στο πεδίο ευθύνης του Δημοσίου το βάρος αποκατάστασης της ζημίας που θα μπορούσε να υποστεί οιοσδήποτε ιδιώτης, λόγω προσβολής απολύτως προστατευόμενου έννομου αγαθού του, αν και σε όποιο βαθμό ένας υπήκοος τρίτης χώρας με τις ως άνω ιδιότητες προκαλούσε, ενεργώντας παρανόμως, τέτοια ζημία.
γ) Με άλλες λέξεις, η ερμηνεία της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 ως προς την συνδρομή της προϋπόθεσης του κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αιτιώδους συνδέσμου για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στηρίζεται, και μάλιστα αποκλειστικώς, στην έννοια της διακινδύνευσης προσβολής «συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών» -κατά την ίδια την διατύπωση της σκέψης αρ. 10- εξαιτίας παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του. Επέκεινα δε η απόφαση αυτή ορθώς καταλήγει στην διαπίστωση της ύπαρξης ευθέος αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης διακινδύνευσης λόγω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. και της εξ αυτής προκληθείσας ζημίας στο θύμα της εγκληματικής δράσης του παρανόμως εισελθόντος και διαμένοντος στην Ελλάδα υπηκόου τρίτης χώρας. Αυτή δε ακριβώς η ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το σκεπτικό που υιοθετεί η απόφαση 1500/2022, είναι τόσο περισσότερο ορθή ως νομικώς πλήρως θεμελιωμένη, όσο ανταποκρίνεται, σωρευτικώς και απολύτως ικανοποιητικώς, στις απαιτήσεις:
γ1) Της τελεολογικής ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ιδίως σε ό,τι αφορά τον κατά τα προαναφερθέντα αντικειμενικό χαρακτήρα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Πραγματικά, και αφού κατά τις ως άνω διατάξεις για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου δεν απαιτείται πταίσμα -ήτοι δόλος ή αμέλεια- των οργάνων του, αυτονοήτως η προϋπόθεση του παρανόμου συντρέχει και όταν π.χ. μια παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων τούτων θέτει σε κίνδυνο συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Υπό διαφορετική εκδοχή θα μπορούσε, εμμέσως πλην σαφώς, ν’ αλλοιωθεί ο κατά τ’ ανωτέρω αντικειμενικός χαρακτήρας της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, λόγω της επερχόμενης έτσι «μετάθεσης» του βάρους της ζημίας εκ της παράνομης παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου και της εξ αυτής διακινδύνευσης στον εντελώς αναίτιο και, κατά τεκμήριο, οικονομικώς ασθενέστερο τρίτο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
γ2) Και της σύμφωνης με το Σύνταγμα, ήτοι με την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Και τούτο διότι, και πάλι υπό διαφορετική εκδοχή, αν το βάρος της ζημίας εκ της παράνομης παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου και η εξ αυτής διακινδύνευση μετατίθενται αποκλειστικώς στον παντελώς αναίτιο τρίτο, τότε αυτός μόνος, σε αντίθεση προς τα λοιπά μέλη του κοινωνικού συνόλου, υφίσταται τις καταθλιπτικές συνέπειες, οικονομικές και όχι μόνο, της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου, όντας μάλιστα κατά τεκμήριο οικονομικώς πολύ ασθενέστερός του. Όπως είναι προφανές, μια τέτοια στάση της Δικαιοσύνης αυτονοήτως θα αντέβαινε και στο ως άνω συνταγματικό θεμέλιό της και τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αστικής ευθύνης του Δημοσίου, και δη κατά τις απαιτήσεις, σύμφωνα με τις προηγηθείσες σκέψεις , του αντικειμενικού χαρακτήρα της.
- Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η δικανική ευθυκρισία της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 σε ό,τι αφορά την συνδρομή, στην προκείμενη υπόθεση, της έβδομης, «αρνητικής», προϋπόθεσης ενεργοποίησης του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Δηλαδή της προϋπόθεσης, η οποία ορίζει πως αστική ευθύνη του Δημοσίου στοιχειοθετείται όταν η παρανομία της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας του οργάνου του Δημοσίου δεν αφορά διάταξη που έχει τεθεί, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως, αποκλειστικώς για χάρη του «γενικού», ορθότερα δε του δημόσιου, συμφέροντος. Γίνεται δε λόγος για «δικανική ευθυκρισία», διότι η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 περιλαμβάνει, κυρίως στην σκέψη αρ. 10, ειδικές και άκρως τεκμηριωμένες νομικές σκέψεις για την φύση και την ουσία της αρμοδιότητας των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ., όταν καλούνται να εφαρμόζουν τις περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στην Χώρα ισχύουσες διατάξεις, όπως π.χ. τις διατάξεις των ν. 3386/2005 και 3907/2011. Σημειωτέον, ότι οι ως άνω σκέψεις της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 αρκούν για να «διασκεδάσουν», στο ακέραιο, τους «φόβους» ορισμένων επικριτών της, οι οποίοι υπέλαβαν -εσφαλμένως και μάλλον δίχως ν’ αξιολογήσουν αντικειμενικώς την πλήρη εικόνα όχι μόνο του όλου περιεχομένου της απόφασης αυτής αλλά και της συνολικής πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της σχετικής με την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ- ότι η ως άνω απόφαση δεν προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνονται και υπέρ των παρανόμως εισερχόμενων και, στην συνέχεια, διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών.
α) Έτσι το Συμβούλιο της Επικρατείας, κυρίως στο πλαίσιο των κρίσεων του κατά την σκέψη αρ. 10 της απόφασης 1500/2022, ερμηνεύοντας κατά το γράμμα και το πνεύμα τους τις διατάξεις του ν. 3386/2005 -συνακόλουθα δε και του ν. 3907/2011- και λαμβάνοντας υπόψη και την εμπεριστατωμένη αιτιολογική τους έκθεση δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Οι ρυθμίσεις των διατάξεων των ως άνω νόμων αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος, και ειδικότερα στην διασφάλιση της δημόσιας τάξης, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης και δημόσιας υγείας, όπως άλλωστε επιβάλλει το κατά το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία πλαίσιο αρμοδιοτήτων της ΕΛ.ΑΣ. Άρα δεν έχουν τεθεί αποκλειστικώς για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Τούτο οφείλεται στο ότι αποσκοπούν, ευθέως και σαφώς, και στην προστασία των έννομων συμφερόντων των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, ιδίως δε των ακόμη και συνταγματικώς προστατευόμενων αγαθών, όπως των αγαθών της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπόληψης, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας και της ιδιοκτησίας τους. Κατά νομική λογική ακολουθία, η προσβολή των ως άνω αγαθών των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. νομιμοποιεί, εφόσον βεβαίως συντρέχουν -όπως συμβαίνει στην προκείμενη υπόθεση- και οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.
β) Το σημαντικό όμως των γενικότερων επ’ αυτού σκέψεων της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 -σημαντικό, καθ’ ό μέτρο «απαντά», με αδιάσειστα νομικά επιχειρήματα, και στις «αιτιάσεις» των προμνημονευόμενων «επικριτών» της- έγκειται στο ότι, πάντα στην βάση των διατάξεων των ν. 3386/2005 και 3907/2011 καθώς και των αιτιολογικών τους εκθέσεων, διασαφηνίζουν επιπροσθέτως τ’ ακόλουθα: Οι ρυθμίσεις των διατάξεων των κατά τ’ ανωτέρω νόμων αποσκοπούν και στην προστασία των έννομων συμφερόντων αλλά και βασικών αγαθών, επίσης συνταγματικώς προστατευόμενων, των ίδιων των παρανόμως εισερχομένων και διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών. Τούτο συνάγεται εκ του ότι από το ίδιο το ρυθμιστικό πλαίσιο των ως άνω διατάξεων προκύπτει πως έχουν θεσπισθεί και για να προφυλάξουν αυτούς τους υπηκόους τρίτων χωρών από τους εγγενείς, λόγω της παράνομης εισόδου και διαμονής τους στην Χώρα μας, κινδύνους να διαβιώνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, ορισμένες δε φορές σε συνθήκες κατώτερες ακόμη και του ελαχίστου ορίου που υπαγορεύει η αξία και η αξιοπρέπεια του Ανθρώπου. Με αποτέλεσμα να εξωθούνται, μοιραίως, σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, τάσεις επιφυλακτικότητας απέναντί τους εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού. Τάσεις οι οποίες δεν ταιριάζουν, κατ’ ουδένα τρόπο, στις «παλαίφατες» αρχές και αξίες της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ελληνικού Πολιτισμού, άρα και στις αντίστοιχες αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Αρχές και αξίες οι οποίες, όπως έχει αποδειχθεί εμπράκτως κυρίως στους πρόσφατους εξαιρετικά χαλεπούς καιρούς για τους μετανάστες που διεκδικούν -τουλάχιστον στην μεγάλη πλειονότητά τους- μια καλύτερη ζωή, είναι απολύτως σεβαστές από την συντριπτική πλειοψηφία των μελών της Ελληνικής Κοινωνίας αλλά και των οργάνων της Ελληνικής Πολιτείας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει, δυστυχώς, σε ορισμένα άλλα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν και είναι «υπόλογα» στ’ αρμόδια διεθνή αρμόδια fora για την απαράδεκτη συμπεριφορά τους κατά των μεταναστών, που αντιβαίνει ευθέως ή και προκλητικώς κατ’ εξοχήν στις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές βάσεις του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
γ) Εν κατακλείδι, το καίριο δίλημμα, ως προς το οποίο πρέπει να δώσουν επαρκείς εξηγήσεις οι κατά τ’ ανωτέρω «επικριτές» της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, συνίσταται και στα εξής: Παραβιάζει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα των παρανόμως εισερχομένων και διαμενόντων στην Χώρα μας υπηκόων τρίτων χωρών το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν απλώς εφαρμόζει, ως έχει κατά το Σύνταγμα δικαιοδοτικό καθήκον, στο ακέραιο τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί απέλασης και έκδοσης πράξεων επιστροφής παρανόμως εισερχόμενων και διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών, λαμβάνοντας επιπλέον, και πάλι και το συνταγματικώς προσδιοριζόμενο δικαιοδοτικό του καθήκον, πρόνοιες για να μην μένουν απροστάτευτα και αβοήθητα τα θύματα από ενδεχόμενη παράνομη δράση των ως άνω υπηκόων, ακόμη και αν η δράση αυτή δεν αποτελεί τον κανόνα; Ή μήπως η «κριτική» τους πρέπει να έχει ως αποδέκτες πρωτίστως όλους εκείνους, οι οποίοι κατά προφανή παραβίαση του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας αδιαφορούν μπροστά στο φαινόμενο της παράνομης εισόδου και παραμονής στην Χώρα μας υπηκόων τρίτων χωρών -ή και, ακόμη χειρότερα, «διευκολύνουν» την εξέλιξη του φαινομένου τούτου και φθάνουν ως τα αδιανόητα όρια της στυγνής εκμετάλλευσής τους- εφόσον μάλιστα δεν υπέβαλαν καν αίτημα χορήγησης ασύλου ή το αίτημά τους έχει, αμετακλήτως, απορριφθεί; Εκτός εάν κάποιοι επιλέγουν -διότι περί επιλογής θα πρόκειται- να «έχουν ήσυχη την συνείδησή τους» με το να «κόπτονται», κατά περίπτωση και κατά τις περιστάσεις, δήθεν για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα των παρανόμως εισερχόμενων και διαμενόντων στην Χώρα μας υπηκόων τρίτων χωρών, δίχως όμως να τους «ταράσσουν τον ύπνο του δικαίου» οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και η δράση των «επιτηδείων» που τους οδηγεί, ορισμένες φορές, ως την βαριά παραβατικότητα. Συνθήκες οι οποίες, το επαναλαμβάνω για μιαν ακόμη φορά μ’ έμφαση και προς άρση κάθε «παρεξήγησης», βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση προς θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ελληνικού -καθώς και του Ευρωπαϊκού- Πολιτισμού, προκαλώντας, δυστυχώς, ενίοτε παντελώς αβάσιμες και υποβολιμαίες επικρίσεις εις βάρος της Χώρας μας, προερχόμενες μάλιστα συνήθως από «κύκλους» που εκείνοι πρώτοι θα όφειλαν ν’ απολογούνται για δήθεν «άγνοια» ή και για ανίερη εκμετάλλευση του δράματος ή και της τραγωδίας των απελπισμένων, κυρίως λόγω των δραματικών συνθηκών ανέχειας στις χώρες προέλευσής τους, μεταναστών;
Γ. Η «αναδρομική επικουρία» της απόφασης 6340/2021 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Τέλος, τις κατά τ’ ανωτέρω «ανησυχίες» των «επικριτών» της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 μπορούν ευχερώς να «διασκεδάσουν» και ορισμένα obiter dicta της προηγηθείσας, κατά μερικούς μήνες, απόφασης TρΔΠρΑθ 6340/2021. Απόφασης, η οποία αναδεικνύει, με την σειρά της, αφενός πόσο πλήρεις είναι οι ρυθμίσεις της Έννομης Τάξης μας για την προστασία και των παρανόμως διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών, ιδίως σε ό,τι αφορά την προστασία τους έναντι των παραλείψεων των αρμόδιων διοικητικών οργάνων να λάβουν, στο ακέραιο, τα προβλεπόμενα από τις κείμενες διατάξεις υπέρ αυτών μέτρα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα παραμονής τους στην Χώρα μας. Και, αφετέρου, πόσο η νομολογία της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 – καίτοι διαμορφώθηκε μεταγενεστέρως – απηχεί, διαχρονικώς, τις σύμφωνες με την προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θέσεις της Διοικητικής Δικαιοσύνης εν γένει στο πεδίο ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, εντός του πλαισίου των πράξεων και παραλείψεων των διοικητικών οργάνων εις βάρος των παρανόμως διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών.
- Στην επίδικη περίπτωση τρεις συγγενείς του υπηκόου Αιγύπτου Ahmed Elgamal κατέθεσαν, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αγωγή αποζημίωσης στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών εναντίον του Δημοσίου, επικαλούμενοι τις λόγω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας παρανομίες των αρμόδιων διοικητικών οργάνων, οι οποίες οδήγησαν στον θάνατό του την 24η Ιανουαρίου 2017 (πιστοποιητικό θανάτου αρ.πρωτ. 10/27.1.2017), υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
α) Ο Ahmed Elgamal καταγράφηκε από τις αστυνομικές αρχές της Λέσβου ως παρανόμως εισελθών αλλοδαπός με το ονοματεπώνυμο «Mahmoud Jamal Malek Ahmed του Mahmoud και της Hanane» και μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) Λέσβου, στην θέση Μόρια της Μυτιλήνης. Την ίδια δε ημέρα εκδήλωσε την βούλησή του για την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, με αποτέλεσμα την αυθημερόν έκδοση, από τον Διοικητή του Κ.Υ.Τ. Λέσβου, του με αριθμ.πρωτ. 30618/14.11.2016 παραπεμπτικού σημειώματος, προς ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την επιθυμία του να αιτηθεί διεθνή προστασία, και της με αριθμ.πρωτ. 30620/14.11.2016 σχετικής απόφασης παραπομπής. Σύμφωνα δε με σχετικές καταχωρίσεις στην εφαρμογή «Χαρτογράφηση Κυκλοφορίας Αλλοδαπών», την 17η Νοεμβρίου 2016 εκδόθηκε από το Κ.Υ.Τ. Λέσβου ατομική απόφαση περιορισμού της ελευθερίας του. Ενώ την 6η Δεκεμβρίου 2016 φαίνεται να του επιβλήθηκε το διοικητικό μέτρο της απαγόρευσης εισόδου και να διατάχθηκε η διοικητική απέλασή του. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ταυτοποίησής του, ο Ahmed Elgamal εγκαταστάθηκε σε σκηνή που του παραχωρήθηκε. Ο Ιανουάριος του έτους 2017 υπήρξε ένας από τους πιο κρύους μήνες των τελευταίων τριάντα χρόνων στην Χώρα, με την Μυτιλήνη να σημειώνει απόκλιση 2,2 βαθμών στην μέση τιμή θερμοκρασίας και 203% απόκλιση στο μηνιαίο ύψος υετού, κυρίως χιονιού. Την 24η Ιανουαρίου 2017 ο Ahmed Elgamal βρέθηκε αναίσθητος εντός της σκηνής του και μεταφέρθηκε άμεσα, με όχημα του Ε.Κ.Α.Β., στο Γενικό Νοσοκομείο Μυτιλήνης «Βοστάνειο», όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
β) Επί των πραγματικών περιστατικών του θανάτου του Ahmed Elgamal, η απόφαση ΤρΔΠρΑθ 6340/2021 δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
β1) Ο προμνημονευόμενος υπήκοος Αιγύπτου, αμέσως μετά την άφιξή του στο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου την 14η Νοεμβρίου 2016 και κατά την υποβολή του στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, εξέφρασε την επιθυμία να καταθέσει αίτημα διεθνούς προστασίας, με συνέπεια να εκδοθούν αυθημερόν, όπως ήδη αναφέρθηκε, από τον Διοικητή του Κ.Υ.Τ. Λέσβου το με αριθμ. πρωτ. 30618/14.11.2016 παραπεμπτικό σημείωμα προς σχετική ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου και η με αριθμ. πρωτ. 30620/14.11.2016 σχετική απόφαση παραπομπής. Ενόψει τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του π.δ. 220/2007 και του άρθρου 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016, όπως αυτές ερμηνεύονται και υπό το φως και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι αρμόδιες αρχές της Υπηρεσίας υποδοχής και ταυτοποίησης είχαν την υποχρέωση έναντι του Ahmed Elgamal , ως επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία, να του παρέχουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης που να διασφαλίζει την υγεία του, την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών και την προστασία των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.
β2) Από την ολοκλήρωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής του την 14η Νοεμβρίου 2016 έως και τον θάνατό του, την 24η Ιανουαρίου 2017, ο Ahmed Elgamal διέμενε σε μια σκηνή καλοκαιρινού τύπου, που του είχε χορηγηθεί προς τούτο, εκτός των κυρίως εγκαταστάσεων του Κ.Υ.Τ.. Κατά τα δεδομένα δε της κοινής πείρας και λογικής, μια σκηνή καλοκαιρινού τύπου παρίσταται ιδιαιτέρως ευάλωτη στα χειμερινά καιρικά φαινόμενα, κυρίως σε χιονοπτώσεις, ψύχος και παγετό, με αποτέλεσμα ο διαμένων σε αυτήν, από τον μήνα Νοέμβριο έως τον μήνα Ιανουάριο, να είναι εκτεθειμένος σε αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, η παράταση της διαμονής του, εκτός των ορίων του Κ.Υ.Τ., στο πρόχειρο κατάλυμα της σκηνής καλοκαιρινού τύπου που του είχε δοθεί, παρά την παρέλευση δύο και πλέον μηνών και την έλευση του χειμώνα και κυρίως παρά την εκδήλωση έντονων καιρικών φαινομένων δριμύτατου ψύχους και χιονιού, με μόνο μέσο προστασίας τα ρούχα του και μια κουβέρτα, ισοδυναμούσε με περιέλευση αυτού σε συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης. Στέρησης, η οποία άφηνε παντελώς ακάλυπτη την στοιχειώδη ανθρώπινη ανάγκη του για αξιοπρεπή στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας. Έτσι τ’ αρμόδια όργανα του Δημοσίου παρέλειψαν να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα προκειμένου να προλάβουν και ν’ αποτρέψουν την κατάσταση αυτή, όπως για παράδειγμα να προβούν στην, προσωρινή έστω, μεταφορά των έκθετων στο δριμύ ψύχος μεταναστών σε θερμαινόμενους χώρους ή, τουλάχιστον, να τους εφοδιάσουν με επαρκή θερμαντικά μέσα.
β3) Περαιτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψε ότι, προς αντιμετώπιση του δριμύτατου ψύχους, οι διαβιούντες στον καταυλισμό υιοθέτησαν την πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών, παρότι αυτή ενείχε, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, πολλαπλούς κινδύνους για την ασφάλειά τους (πρβλ. το άρθρο 18 περ. 8 της υπουργικής απόφασης υπ’ αριθμ. 11.1/6343/2014, Β΄3295, περί απαγόρευσης της ελεύθερης χρήσης φωτιάς στις δομές φιλοξενίας). Ως εκ τούτου, εναπέκειτο στα όργανα του Δημοσίου, και συγκεκριμένα στις αρμόδιες αρχές του Κ.Υ.Τ. Λέσβου, να λάβουν, κατά δέσμια αρμοδιότητα, τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να εξαλείψουν την πρακτική αυτή, όπως η απόλυτη απαγόρευσή της, η ενημέρωση των μεταναστών για τους κινδύνους που εγκυμονεί και η αποστέρηση αυτών από τ’ αντίστοιχα πυροδοτικά μέσα.
- Ωστόσο, μολονότι δεν προκύπτει ότι τα όργανα του Δημοσίου ενθάρρυναν τους μετανάστες στην χρήση των αυτοσχέδιων αυτών πυρών, ενόψει του καταμαρτυρούμενου από διάφορους φορείς γενικευμένου χαρακτήρα που είχε λάβει η συγκεκριμένη πρακτική και του ανεπίκαιρου των στοιχείων που προσκόμισε το Δημόσιο προς απόδειξη της εκ μέρους των οργάνων του λήψης των κατάλληλων αποτρεπτικών μέτρων τα οποία ήταν, κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς των εναγόντων, μεταγενέστερα του ένδικου συμβάντος, διαπιστώθηκε ότι τα όργανα του Δημοσίου παρέβησαν, πράγματι, την υποχρέωσή τους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της επίμαχης πρακτικής. Επομένως, και κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, στην προκείμενη περίπτωση συνέτρεξε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου με την μορφή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, δοθέντος ότι η σχετική αρμοδιότητά τους ήταν, κατά τ’ ανωτέρω, δέσμια.
α) Οι συγκεκριμένες ως άνω παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, ήτοι η παράλειψη προφύλαξης του επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία και εξαρτώμενου πλήρως εκ της δημόσιας αρωγής Ahmed Elgamal από την κατάσταση έσχατης υλικής στέρησης, στην οποία περιήλθε, καθώς και η παράλειψη συστηματικής αποτροπής της πρακτικής του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών από τους διαβιούντες στον καταυλισμό μετανάστες, μεταξύ των οποίων και ο θανών, ήταν επαρκώς ικανές, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, να επιφέρουν – και, πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση επέφεραν – τον θάνατο του Ahmed Elgamal, εντός της σκηνής του, λόγω εισπνοής μονοξειδίου του άνθρακα από αυτοσχέδια πυρά, κατά το παγερό βράδυ της 23ης προς την 24η Ιανουαρίου 2017. Και ναι μεν από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψε ότι ο Ahmed Elgamal συμμετείχε, χωρίς την προσήκουσα προσοχή στους κινδύνους που αυτή εγκυμονούσε, στην πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών, η οποία συνετέλεσε στον θάνατό του, ωστόσο η συμπεριφορά του αυτή δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ως άνω παραλείψεων των οργάνων του εναγόμενου Δημοσίου και του θανάτου του. Και τούτο διότι δεν ήταν άσχετη αλλά, όλως αντιθέτως, παρεμβλήθηκε ακριβώς εξαιτίας της ύπαρξης των ως άνω παραλείψεων, οι οποίες άφηναν ακάλυπτη την επιτακτική ανθρώπινη ανάγκη του Ahmed Elgamal για στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας (πρβλ. ΣτΕ 484/2018, σκ. 9).
β) Ενόψει των ανωτέρω, το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι εν προκειμένω στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, για τον θάνατο του Ahmed Elgamal. Επέκεινα δε απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του Δημοσίου. Εκ των όσων ήδη εκτέθηκαν συνάγεται ευχερώς ότι με την απόφασή του 6340/2021 το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, υιοθετώντας – τουλάχιστον κατά βάση – την ίδια νομολογιακή γραμμή που καθιέρωσε εν συνεχεία το Συμβούλιο Επικρατείας, με την απόφασή του 1500/2022, και ως προς το παράνομο της διοικητικής δράσης και ως προς τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ παρανομίας και ζημίας, εφάρμοσε την νομοθεσία περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και περί των παρανόμως διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών καταφανώς υπέρ των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων των τελευταίων.
Επίλογος
Όπως είναι επιβεβλημένο, με βάση την «διήκουσα γραμμή» της ανάλυσης που προηγήθηκε, τα συμπεράσματα του σχολιασμού της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 επικεντρώνονται στο ό,τι θετικό συνεισφέρει η απόφαση αυτή ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ενόψει του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ο θεσμός της ως άνω αστικής ευθύνης από την μια πλευρά για την τήρηση των αρχών του Κράτους Δικαίου και της Νομιμότητας της κρατικής δράσης και, από την άλλη πλευρά, για την υπεράσπιση της αξίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του, σε μιαν εποχή μεγάλων προκλήσεων και κυρίως «πολυπρισματικών» διακινδυνεύσεων, ευεπίφορων να πλήξουν τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Διακινδυνεύσεων, οι οποίες άλλοτε προκαλούνται από κρατικά όργανα και άλλοτε οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, πλην όμως το Κράτος, και κατ’ εξοχήν το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, οφείλει, κατά τις περί τούτου διατάξεις του Συντάγματος, να τις αντιμετωπίσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του προκειμένου και να προστατεύσει τα μέλη του κοινωνικού συνόλου από επιβαρύνσεις αντίθετες προς την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών. Αλλά και να διασφαλίσει τους αναγκαίους όρους και προϋποθέσεις καταπολέμησης των ανισοτήτων και εμπέδωσης και ενδυνάμωσης των θεμελίων της κοινωνικής συνοχής.
Α. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να επισημανθεί, εμφατικώς, η εκ μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας αξιοποίηση, στο πλαίσιο της απόφασης 1500/2022, όλων εκείνων των κανονιστικών δεδομένων των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, τα οποία επιτρέπουν στην αντικειμενική νομική φύση του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου να καλύψει, υπέρ των ιδιωτών-αποδεκτών της κάθε μορφής δράσης των κρατικών οργάνων, άκρως σημαντικές πτυχές της εις βάρος αυτών διακινδύνευσης που «παράγει», ενδεχομένως, η παρανομία των πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών των οργάνων τούτων, επέκεινα δε να επιτρέψει την εκ μέρους του Δημοσίου πλήρη αποζημίωση των προαναφερόμενων ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, κατά τις επιταγές και της κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών. Βεβαίως για να φθάσει σε αυτή την, άκρως προστατευτική για τον βλαπτόμενο από την παρανομία των κρατικών οργάνων ιδιώτη, νομολογιακή λύση το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμήνευσε με ευρύτητα, πλην όμως secundum legem και όχι contra ή και praeter legem, την ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ τόσο για τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παρανομίας της δράσης των κρατικών οργάνων και τις επελθούσας ζημίας όσο και για την διάκριση μεταξύ διατάξεων που έχουν τεθεί αποκλειστικώς για χάρη του δημόσιου συμφέροντος και διατάξεων που, εκτός από το δημόσιο συμφέρον, προστατεύουν και δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Και ως προς την τελευταία αυτή παράμετρο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 παρέχει ένα «εμβληματικό» παράδειγμα ορθής ερμηνείας του πότε μια διάταξη έχει τεθεί αποκλειστικώς για χάρη του δημόσιου συμφέροντος υιοθετώντας, σύμφωνα με το Σύνταγμα, την προσφυγή και στις επιταγές της αρχής in dubio pro libertate.
B. Εύχομαι και ελπίζω αυτή την, σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, τελεολογική ερμηνεία, την οποία καθιέρωσε η νομολογία που προκύπτει πλέον από την απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, να την ακολουθήσουν και όλα τα Δικαστήρια που δικάζουν διαφορές ουσίας σχετικές με την αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους των οργάνων του. Πρωτίστως δε τα Δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού, έτσι ώστε οι ζημιούμενοι από την παράνομη δράση των κρατικών οργάνων ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να μην ταλαιπωρούνται, αδίκως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως την τελική τους δικαίωση σε αναιρετικό στάδιο. Ευοίωνο σημάδι η προηγηθείσα της ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 απόφαση ΤρΔΠρΑθ 6340/2021 η οποία, καθώς προεκτέθηκε αναλυτικώς, θωρακίζει πλήρως και τα δικαιώματα των παρανόμως διαμενόντων στην Ελλάδα υπηκόων τρίτων χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι η ολοκληρωμένη ορθή απονομή της Δικαιοσύνης προϋποθέτει ότι η απονομή αυτή είναι και έγκαιρη, αφού υπό διαφορετική εκδοχή την δικαστική ευθυκρισία μπορεί να υπονομεύσει, εμμέσως πλην σαφώς, η μεγάλη καθυστέρηση ως προς την έκδοση της τελικής δικαστικής απόφασης, η οποία πολλές φορές αγγίζει τα όρια μιας οιονεί αρνησιδικίας. Μένοντας στο παράδειγμα της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, δεν μπορεί παρά να προκαλεί μεγάλη περίσκεψη ή και προβληματισμό το γεγονός ότι για να φθάσει στην, όποια, τελική δικαίωσή της από την Δικαιοσύνη η τραγική Μυρτώ Παπαδομιχελάκη και η οικογένειά της έπρεπε να περιμένουν δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που βίωσε τον εφιάλτη της αποτρόπαιης εγκληματικής ενέργειας εις βάρος της, εκείνο τον ζοφερό Ιούλιο του 2012 στην Πάρο.
______________________________
* Συμπληρωμένος σχολιασμός της απόφασης ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, όπως είχε αναρτηθεί στο Constitutionalism.gr την 6η Αυγούστου 2022.
Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών