ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΗ ΕΜΠΕΙΡΊΑ.
Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί είναι η εμπειρία από την πρόσφατα ολοκληρωθήσα θητεία του γρως Διευθυντή του Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών και ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών – ΕΚΚΕ .
Στα τέσσερα χρόνια που υπηρέτησα τον θεσμό (τα τέσσερα τελευταία χρόνια, άλλωστε, της επαγγελματικής μου πορείας), είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με ερευνήτριες, ερευνητές, ειδικούς επιστήμονες και επιστημόνισσες ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου, που με την ακαδημαϊκή εργασία και τις πρωτοβουλίες τους κρατούν το ΕΚΚΕ στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής έρευνας στην χώρα μας αλλά και του διασφαλίζουν αξιοπρόσεκτη παρουσία σε ένα απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Στην κοινή μας προσπάθεια για την οργανωτική συγκρότηση και λειτουργία του Ινστιτούτου συνεργάστηκα επίσης στενά με τα διοικητικά στελέχη του Κέντρου, ολιγάριθμα μεν πολύ αποτελεσματικά δε, και μάλιστα σε ένα περιβάλλον διαρκώς αυξανόμενης διαχειριστικής πολυπλοκότητας.
Βίωσα όμως τα χρόνια αυτά και μιά πραγματικότητα λιγότερο θετική: τις δυσχέρειες που προκαλεί και τα εμπόδια που ορθώνει, όχι μόνο σε διαχειριστικό αλλά κυρίως σε στρατηγικό επίπεδο, η υποχρηματοδότηση της έρευνας στα πεδία των κοινωνικών επιστημών. Φαινόμενο , δυστυχώς, γενικευμένο και διεθνές.
Ο πάγιος ετήσιος προϋπολογισμός του Κέντρου είναι σε θέση να καλύψει μέρος μόνο των αναγκαίων δαπανών για την παραγωγική λειτουργία του. Παραμένει άλλωστε χωρίς αύξηση τα τελευταία έξι χρόνια ενώ και οι ανάγκες και οι δαπάνες αυξάνονται σταθερά – χωρίς να υπολογίσουμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού.
Οι συνολικές δαπάνες του ΕΚΚΕ ισολογίζονται χάρη στα ίδια έσοδά του από συμμετοχές σε ανταγωνιστικά προγράμματα και παροχή υπηρεσιών στην ερευνητική αγορά, προς φορείς του δημοσίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΖΗΤΗΣΗ Ή ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ;
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιτείνει πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Ότι η διασφάλιση πόρων μέσα από διαδικασίες που απαιτούν από τον οργανισμό να αποδεικνύει εμπράκτως την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητά του στο έργο που εκάστοτε επιτελεί, είναι ο πλέον ορθολογικός τρόπος χρηματοδότησης.
Δεν θα διαφωνήσω, με δύο όμως -σημαντικές- επισημάνσεις:
Πρώτον, η εξάρτηση από εξωτερικές χρηματοδοτήσεις προσανατολίζει την έρευνα προς τα πεδία εκείνα που οι φορείς χρηματοδότησης αξιολογούν ως σημαντικά. Κάτι τέτοιο αποστερεί τους ερευνητικούς φορείς από την δυνατότητα να θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες, ως κατά τεκμήριο φορείς αυξημένης τεχνογνωσίας.
Όμως ειδικά η βασική, η πρωτογενής, έρευνα είναι κατεξοχήν πεδίο που επιδέχεται ανάπτυξης με βάση την προσφορά και όχι την ζήτηση. Είναι οι ίδιοι οι ερευνητικοί φορείς που έχουν τις γνωσιακές προϋποθέσεις να θέτουν νέα ζητήματα προς διερεύνηση και να αναπροσανατολίζουν την ερευνητική δραστηριότητα προς νέα πεδία. Μη διαθέτοντας αυτοτελείς πόρους, τους οποίους να μπορούν να επενδύουν ερευνητικά με βάση την δική τους επιστημονική προτεραιοποίηση, δεσμεύονται στην ερευνητική πεπατημένη μετέχοντας μεν στο παρόν της έρευνας, χωρίς όμως να προετοιμάζουν επαρκώς το μέλλον της.
Δεύτερον, και ειδικότερο, η ζήτηση για ερευνητικά αποτελέσματα στις κοινωνικές (και τις ανθρωπιστικές) επιστήμες είναι γενικά περιορισμένη. Η έμφαση δίδεται όλο και περισσότερο στις θετικές και πρακτικά εφαρμοσμένες επιστήμες (STEM – Science, Technology, Engineering, Mathematics, Ιατρική , Βιολογία κλπ).
Αναμενόμενο βέβαια αφού είναι τα υλικής φύσεως προβλήματα (και ευκαιρίες) που απασχολούν κυρίως τους ανθρώπους: πανδημίες, κλιματική αλλαγή, νέες τεχνολογίες.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ “ΠΟΛΥΚΡΙΣΕΩΝ”
Ωστόσο γίνεται σταδιακά όλο και περισσότερο κατανοητό πως η ανθρώπινη συμπεριφορά, συλλογική και ατομική, επηρεάζει καθοριστικά την εξέλιξη και τους τρόπους αντιμετώπισης των “υλικών” προβλημάτων – και αξιοποίησης των ευκαιριών.
Και τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και οι υγειονομικές κρίσεις και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών ή οι διακινδυνεύσεις που αυτές προκαλούν, λαμβάνουν χώρα, επιδεινώνονται, παράγουν ζημίες που αντιμετωπίζονται ή δεν αντιμετωπίζονται και προσφέρουν ευκαιρίες που αξιοποιούνται ή δεν αξιοποιούνται (με κατάλληλες ή ανεπαρκείς δημόσιες πολιτικές, αντίστοιχα) μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες. Συνιστούν δηλαδή εν τέλει (και) κοινωνικά προβλήματα.
Παράλληλα, μιά σειρά προβλήματα μείζονος σημασίας έχουν αποκλειστικά κοινωνικό χαρακτήρα: παραβατικότητα, εξαρτήσεις, έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία, φτώχεια και δυσχέρειες κοινωνικής ένταξης, ψηφιακό έγκλημα κλπ κλπ. Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει πλήρη και ουσιαστική κατανόηση των κοινωνικών μηχανισμών, των δυναμικών και των τάσεων της εποχής.
Σε πολλές δε περιπτώσεις φυσικά, τεχνολογικά και κοινωνικά προβλήματα αλληλοδιαπλεκονται και επηρεάζονται αμοιβαία, παράγωντας “πολυκρίσεις” (polycrises) σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε ο Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Edgar Morin . Η υγειονομική κρίση, η ενδοοικογενειακή βία αλλά και η κλιματική αλλαγή και η φτώχεια αποτελούν τέτοια παραδείγματα.
Τέλος, η μελέτη μιάς σειράς διαστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας όπως η ιστορική της εξέλιξη, η σκέψη, η λογοτεχνία και οι τέχνες συνιστά αυταξία συμβάλλοντας στην συλλογική και ατομική αυτοσυνείδηση και τροφοδοτώντας συλλογικές νοοτροπίες -κουλτούρα- που (μπορεί να) υπαγορεύουν κοινωνικά υπεύθυνες συμπεριφορές.
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ : ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Η κοινωνική έρευνα, συνεπώς, όπως και η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν αποτελούν πολυτέλεια οι δε πόροι που επενδύονται σε αυτές έχουν πλήρως παραγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά μάλιστα όταν τα ερευνητικά αποτελέσματα τροφοδοτούν προτάσεις δημόσιας πολιτικής και μάλιστα σε πεδία όπου οι σύγχρονες κοινωνίες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν προβλήματα ιδιαιτέρως δυσχερή και δυσεπίλυτα (wicked).
Η σύνδεση της κοινωνικής έρευνας με την δημόσια πολιτική δεν είναι βεβαίως κάτι που επιτυγχάνεται αυτόματα. Απαιτείται σχεδιασμός και ανάπτυξη των κατάλληλων διαύλων σύνδεσης των παραγωγών με τους χρήστες κοινωνικών δεδομένων, δηλαδή των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων με τα υπουργεία, τα νομικά πρόσωπα και τους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Χρειάζεται επίσης μιά κοινή “γλώσσα” – ή αλλοιώς ένας μηχανισμός “μετάφρασης”- που να επιτρέπει στους δύο χώρους, αυτού της έρευνας και εκείνου της δημόσιας πολιτικής, να επικοινωνούν, να συνεννοούνται και να αλληλο-κατανοούνται. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου “οικοσυστήματος” συνύπαρξης και συνεργασίας προϋποθέτει συστηματικές προσπάθειες για ανάπτυξη μεθοδολογίας, διαδικασιών και δικτύωσης.
ΔΥΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Ενδεικτικά θα αναφερθώ εδώ σε δύο έργα αυτής της κατεύθυνσης στα οποία συμβάλλει το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Το πρώτο εξ αυτών είναι το διευρωπαϊκό έργο “Τεχνική Υποστήριξη για την Οικοδόμηση Ικανοτήτων Άσκησης Πολιτικής Βάσει Τεκμηρίωσης” διάρκειας δύο ετών στο οποίο συντονιστής είναι η Ελλάδα και συμμετέχουν το Βέλγιο, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Ολλανδία με ένα ευρύ φάσμα οργανισμών από το συντονιστικό κέντρο της κυβέρνησης μέχρι τους φορείς έρευνας και τον ακαδημαϊκό κόσμο.
Τα παραδοτέα του έργου περιλαμβάνουν
(α) αναλύσεις της υφιστάμενης κατάστασης συνεργασίας ερευνητικών κέντρων και υπηρεσιών ανά χώρα
(β) σχεδιασμός διαδικασιών και εξειδικευμένες συστάσεις μεταρρυθμίσεων
(γ) εργαστήρια ανάπτυξης ικανοτήτων αμοιβαίας συνεργασίας για στελέχη υπηρεσιών υπεύθυνα για την χάραξη πολιτικής και για ερευνητές
(δ) ανάπτυξη λειτουργιών ενδιάμεσης διαχείρισης γνώσης (knowledge brokers).
Το δεύτερο έργο αυτής της κατεύθυνσης έχει τίτλο “Ανθεκτικότητα, Συμπερίληψη και Ανάπτυξη: Προς μια Δίκαιη Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση των Ελληνικών Περιφερειών” (JustReDI), leader το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και εκτελείται σε συνεργασία με τρία ερευνητικά κέντρα (το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και το Ερευνητικό Κέντρο Αθηνά) και δύο πανεπιστήμια: το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας.
Το έργο, με διετή επίσης διάρκεια, χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα “Ελλάδα 2.0 Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας” και τα παραδοτέα του περιλαμβάνουν
(α) την ανάλυση των διαδρομών ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού στις ελληνικές περιφέρειες,
(β) την καταγραφή αξιών, στάσεων και συμπεριφορών του γενικού κοινού αλλά και επιμέρους κοινωνικών ομάδων,
(γ) την ανάπτυξη μεθοδολογίας διαμόρφωσης προτάσεων δημόσιας πολιτικής και την αξιοποίησή της για παροχή μεθόδων και εργαλείων σχεδιασμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης πολιτικών έτσι ώστε η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση να συντελεστούν με όρους δικαιοσύνης, ανθεκτικότητας, βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής συμπερίληψης.
Τα δύο αυτά παραδείγματα εικονογραφούν την σπουδαιότητα που έχει το να γίνει αντιληπτή η κοινωνική (υπό την ευρεία έννοια) διάσταση ως κρίσιμη συνιστώσα της άσκησης των κάθε είδους δημοσίων πολιτικών. Όχι αποκλειστικά των κοινωνικών, αλλά και εκείνων που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να έχουν έναν φυσικό ή τεχνικό χαρακτήρα: πολιτικές για το περιβάλλον, την τεχνολογία, την υγεία, την ανάπτυξη.
ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Συμπερασματικά θα επισημάνω ότι η ενίσχυση της χρηματοδότησης της κοινωνικής (εν προκειμένω και πολιτικής) έρευνας σε εθνικό αλλά και σε ενωσιακό επίπεδο, θα μπορούσε να περάσει από δύο κυρίως διαύλους:
Πρώτον από πόρους που θα επενδυθούν στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των ασκούμενων δημοσίων πολιτικών. Μιά τέτοια επένδυση έχει ως προϋπόθεση την οριζόντια ενσωμάτωση (mainstreaming) των κοινωνικών διαστάσεων σε όλες τις επιμέρους τομεακές πολιτικές. Μια τέτοια ενσωμάτωση θα πρέπει να έχει μεθοδολογικά, επιστημολογικά, αξιακά εν τέλει χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που για πολλούς τομείς πολιτικής και τις αντίστοιχες επιστημονικές πειθαρχίες θα αγγίζουν την “αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος”, κατά την έννοια που εισήγαγε ο Κουν με το βιβλίο του “Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων”.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση των αλλαγών που επιφέρουν τα Συμπεριφορικά Οικονομικά στον τρόπο με τον οποίο η Οικονομική Επιστήμη προσλαμβάνει, αναλύει και ταξινομεί τους τρόπους διαμόρφωσης των προτιμήσεων, των επιλογών και των αποφάσεων των οικονομικών υποκειμένων. Αλλά και των επιπτώσεων που μιά τέτοια αλλαγή προοπτικής επιφέρει στην ανάλυση και τις προτάσεις πολιτικής που η αρμόδια επιστημονική κοινότητα καταρτίζει και απευθύνει στους αρμόδιους policy makers. Αλλαγές που συνδέονται συνολικά με μια πρωτόγνωρη ανάδυση της κοινωνικής διάστασης στην οικονομική σκέψη, σε σύγκριση με τα κλασσικά οικονομικά.
Δεύτερον η χρηματοδοτική ενίσχυση θα πρέπει να συμπεριλάβει κοινωνικούς πόρους που θα κατευθυνθούν αυτοτελώς στην αναβάθμιση της βασικής, πρωτογενούς, κοινωνικής έρευνας. Εδώ δεν πρόκειται για μιά επένδυση στην εφαρμοσμένη πολιτική αλλά για μιά επένδυση στο μέλλον. Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα στους κοινωνικούς επιστήμονες και στους φορείς τους να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να βγουν από την πεπατημένη, να εξοικειωθούν με νέα πεδία, να αναπτύξουν καινούργιες ερμηνείες, να κατασκευάσουν πρωτότυπα εργαλεία , ακόμη και να διαψευστούν και να αποτύχουν.
Η νέα γνώση παράγεται μέσα από την δοκιμή, την διάψευση και την επιβεβαίωση. Θα χρειαστεί λοιπόν να υπάρξουν πολλές δοκιμές και αρκετές διαψεύσεις για να προκύψουν τελικά οι αναγκαίες επιβεβαιώσεις.
Ζώντας σε ασταθείς, ευμετάβλητες και αβέβαιες εποχές είναι σίγουρο ότι για να οικοδομήσουμε τις νέες κανονικότητες θα χρειαστούμε καινούργια γνώση σε μεγάλη έκταση. Και για τούτο θα απαιτηθούν επαρκείς δημόσιοι πόροι που θα την προετοιμάσουν.