Ι. Θέση του ζητήματος
Για τη σκοπιμότητα της ίδρυσης της Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.) – που στον δημόσιο λόγο απαντά συχνότερα ως: «πανεπιστημιακή αστυνομία» − έχουν διατυπωθεί πλείστες όσες γνώμες. Είτε υπέρ είτε κατά, οι γνώμες αυτές εξετάζουν το κατά πόσον η ίδρυση ενός ειδικού σώματος ασφάλειας εντός των πανεπιστημιακών χώρων, που θα υπάγεται στον αρχηγό της ελληνικής αστυνομίας, είναι μία ορθή λύση που μπορεί να θεραπεύσει αποτελεσματικά δεδομένες κοινωνικές ανάγκες. Η εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης, που έχουν ασκήσει πανεπιστημιακοί φορείς, στο τέλος της τρέχουσας εβδομάδας, επαναφέρει στην επικαιρότητα τη νομική διάσταση του θέματος: Είναι μία τέτοια ρύθμιση σύμφωνη με το Σύνταγμα; Είναι συμβατή με τους θεμελιώδεις κανόνες της έννομης τάξης; Τι προβλέπουν αυτοί και τι θα σηματοδοτήσει η όποια έκβαση του δικαστικού αγώνα;
ΙΙ. Το θεωρητικό πλαίσιο
Σύμφωνα με το άρθρο 16 §5 εδ. α΄, β΄ του Συντάγματος, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Με τις διατάξεις αυτές, αναγνωρίζεται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) «πλήρης αυτοδιοίκηση», η οποία συνίσταται στην εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν για τις κάθε είδους υποθέσεις τους, με δικά τους όργανα. Βέβαια, αυτή η δράση των πανεπιστημιακών οργάνων για τη διαχείριση υποθέσεων που αφορούν τη λειτουργία των πανεπιστημίων, πραγματοποιείται εντός του γενικότερου πλαισίου που έχει θεσπιστεί για τη λειτουργία τους με νόμους του κράτους. Η αυτοδιοίκηση διακρίνεται, συνεπώς, από την αυτονομία: Τα Α.Ε.Ι. διαθέτουν μεν αυτοδιοίκηση, αλλά δεν διαθέτουν αυτονομία, δηλ. δεν έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν αυτοδυνάμως το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τη λειτουργία τους. Το τελευταίο μπορεί να γίνει μόνο μέσω νόμου (βλ. επ’ αυτού ενδεικτικά ΣτΕ 3474/2017, 387/2016 Ολ. και ιδίως 652/2016 Ολ.). Με αντίστροφη φορά σκέψης: Η Βουλή – κατόπιν φυσικά πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης – έχει κατ’ αρχήν την ευχέρεια να ψηφίζει νόμους που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία των Α.Ε.Ι., ωστόσο, δεν έχει την αρμοδιότητα να αναθέσει ένα ζήτημα που αφορά την εσωτερική λειτουργία σε κρατικά όργανα εκτός των Α.Ε.Ι., γιατί η έννοια της αυτοδιοίκησης είναι ακριβώς αυτή, ότι δηλαδή τα Α.Ε.Ι. διαχειρίζονται με δικά τους όργανα τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Έτσι, για παράδειγμα, ο νόμος μπορεί να καθορίσει τις γενικές προϋποθέσεις (προσόντα, κωλύματα, διοικητική διαδικασία) για την εκλογή ενός προσώπου ως Καθηγητή, πλην, όμως, δεν μπορεί να ορίσει ότι η επιλογή του καταλληλότερου ανατίθεται στον Υπουργό Παιδείας (δηλ. σε κρατικό όργανο διάφορο των πανεπιστημιακών οργάνων). Ο νόμος μπορεί να ορίσει ότι κάποιες Σχολές συγχωνεύονται ή μετονομάζονται και να καθορίσει τον αριθμό των εισακτέων, αλλά δεν μπορεί να ορίσει ότι τα γραπτά των φοιτητών θα διορθώνονται από πρόσωπα που δεν είναι καθηγητές του οικείου Α.Ε.Ι. Ο νόμος μπορεί να ορίσει ποια είναι τα όργανα διοίκησης κάθε Σχολής, αλλά δεν μπορεί να αναθέσει την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών σε επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας. Με άλλα λόγια, ο νόμος μπορεί να καθορίσει το πλαίσιο δράσης των πανεπιστημιακών οργάνων, δεν μπορεί, όμως, να θεσμοθετήσει διοικητική υποκατάστασητους∙ δεν μπορεί να υπαγάγει ένα ζήτημα λειτουργίας των Α.Ε.Ι. στην αρμοδιότητα άλλων κρατικών οργάνων.
ΙΙΙ
- Τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο πρέπει να αξιολογηθεί το ζήτημα που μας απασχολεί. Στη δεδομένη περίπτωση, με τον Ν. 4777/2021 (άρθρα 12-20), οι πρωτοβουλίες του νομοθέτη κινούνται προς δύο κατευθύνσεις.
α. Αφενός επιδιώκεται η θέσπιση ενός γενικού πλαισίου για τα ζητήματα της ασφάλειας στους χώρους των Α.Ε.Ι. Τούτο είναι εμφανές ιδίως στα άρθρα 12, όπου προβλέπεται η υποχρέωση σύνταξης σχεδίου ασφαλείας των Α.Ε.Ι. (π.χ. υποχρέωση λειτουργίας ηλεκτρονικών μηχανημάτων ανίχνευσης απαγορευμένων αντικειμένων, θέση σε λειτουργία συναγερμού και φωτισμού ασφαλείας κ.ο.κ.), στο άρθρο 14, όπου προβλέπεται η συγκρότηση της Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας κάθε Α.Ε.Ι., καθώς και οι αρμοδιότητες της (στελεχώνεται από προσωπικό του Α.Ε.Ι., εποπτεύεται από τον Πρύτανη, σύμφωνα με το άρθρο 13 § 1 στοιχ. δ΄ και είναι υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για τη φύλαξη των υποδομών και εγκαταστάσεων του Α.Ε.Ι.) και στο άρθρο 15, όπου προβλέπεται η συγκρότηση της Επιτροπής Ασφάλειας και Προστασίας των Α.Ε.Ι. (στελεχώνεται από προσωπικό του Α.Ε.Ι. και μέλη Δ.Ε.Π., με πρόεδρο τον Πρύτανη, σύμφωνα με το άρθρο 13 § 1 στοιχ. α΄, και μεταξύ άλλων, είναι αρμόδια για την υποβολή εισηγήσεων στα αρμόδια όργανα για τη χάραξη και την υλοποίηση της πολιτικής ασφάλειας και προστασίας).
β. Αφετέρου, ανατίθεται η φύλαξη του πανεπιστημιακού χώρου στις Ο.Π.Π.Ι., δηλ. σε όργανα που δεν υπάγονται στα Α.Ε.Ι. Για την ακρίβεια, οι Ο.Π.Π.Ι. συγκροτούνται από ειδικούς φρουρούς που ανήκουν στην Ελληνική Αστυνομία, καλύπτουν οργανικές θέσεις που συγκροτούνται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (άρθρο 18 §5) και διατίθενται στα Α.Ε.Ι. (βλ. άρθρο 18 §§1,5). Η υπηρεσιακή τους κατάσταση ρυθμίζεται από τις πάγιες διατάξεις που διέπουν το αστυνομικό προσωπικό και τους ειδικούς φρουρούς και η μισθοδοσία τους βαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Μείζονος σημασία είναι η διαγραφόμενη στον νόμο σχέση των Ο.Π.Π.Ι. με τα όργανα (αυτο)διοίκησης του Πανεπιστημίου, καθώς είναι σαφές ότι οι ομάδες αυτές δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα-εξουσία του πρυτανικών αρχών, αλλά αυτενεργούν για την υλοποίηση των ανατεθειμένων σε αυτές καθηκόντων ή έστω υπάγονται στις διαταγές της Ελληνικής Αστυνομίας και πάντως όχι των πρυτανικών αρχών. Τούτο προκύπτει πέρα από τις ανωτέρω διατάξεις που μαρτυρούν την οργανική ένταξη των ειδικών φρουρών-μελών των Ο.Π.Π.Ι. στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και από το ιδιάζον λεκτικό των εξής διατάξεων: του άρθρου 13 §1 στοιχ. στ΄, στο οποίο αναφέρεται ότι ο Πρύτανης επικοινωνεί και συνεργάζεται με τους επικεφαλής και το προσωπικό της Ο.Π.Π.Ι.. (άρθρο 13 §1 στοιχ. στ΄), του άρθρου 18 §3 στο οποίο αναφέρεται ότι το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. [απλώς] συνεργάζεται με τον Πρύτανη ή τον αρμόδιο αντιπρύτανη και ότι οι διοικήσεις των Α.Ε.Ι. [αντί να καθοδηγούν] διευκολύνουν [sıc!] το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. και του άρθρου 18 §4 στοιχ. γ΄, εδ. β΄, στο οποίο και πάλι αναφέρεται ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. [απλώς] συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές.
- Η αξιολόγηση τους
α. Από τις δύο ως άνω συστάδες διατάξεων, ευχερώς συνάγεται ότι η πρώτη βρίσκεται σε αρμονία με τις συνταγματικές διατάξεις του αυτοδιοίκητου των Α.Ε.Ι., όπως αυτές ανωτέρω περιεγράφησαν. Ο νομοθέτης, σταθμίζοντας συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες, διαθέτει επί της αρχής, τουλάχιστον, την ευχέρεια να θεσπίσει ένα γενικό νομοθετικό πλαίσιο, που θα προάγει με πιο συγκεκριμένο τρόπο το έννομο αγαθό της ασφάλειας εντός των χώρων των Α.Ε.Ι., θέτοντας στόχους πολιτικής και καθιδρύοντας νέες προς τούτο αρμοδιότητες χάριν των οργάνων διοίκησης αυτών. Πράγματι, με το πρώτο πλέγμα διατάξεων, επιδιώκεται ο ως άνω σκοπός δημοσίου συμφέροντος, οι δε αρμοδιότητες προς υλοποίηση του ανατίθενται σε όργανα που απαρτίζονται από το προσωπικό του εκάστοτε Α.Ε.Ι., ώστε να μην τίθεται ζήτημα αντίθεσης προς τις συνταγματικές διατάξεις αναφοράς του άρθρου 16 Συντ.
β. Ειδοποιός διαφορά της δεύτερης δέσμης νομοθετικών μέτρων είναι η ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε πάγια βάση, εντός του χώρου των Α.Ε.Ι. και στο πλαίσιο λειτουργίας αυτού, σε όργανα που δεν υπάγονται και δεν ελέγχονται από τα όργανα διοίκησης του εκάστοτε Α.Ε.Ι. Και όχι μόνο τούτο. Η υποχρέωση του Πρύτανη και των «διοικήσεων των Α.Ε.Ι.», κατά τη χρησιμοποιούμενη νομοθετική ορολογία, όχι απλά να συνεργάζονται, αλλά να διευκολύνουν το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι., θέτει την τελευταία σε μία θέση ιεραρχικής παραλληλότητας με τις πρώτες. Η Ο.Π.Π.Ι. καθιερώνεται ως μία παράλληλη εξουσία, ως μία «παρα-εξουσία», που θα δρα αυτόνομα σε σχέση με τις πρυτανικές αρχές. Είναι, όμως, ερωτάται, κάτι τέτοιο συνταγματικά επιτρεπτό; Το ζήτημα δέον όπως αντιμετωπιστεί επί τη βάσει των πάγιων νομολογιακών παραδοχών για την έννοια της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης: Θα δεχτούμε ότι ανακύπτει συνταγματικό πρόβλημα, αν οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στις Ο.Π.Π.Ι. θεωρηθούν ως εσωτερικά ζητήματα κάθε Α.Ε.Ι. Εφόσον, δηλαδή, ανατίθενται αρμοδιότητες για εσωτερικά ζητήματα των Α.Ε.Ι., σε άλλα κρατικά όργανα, πλην των πανεπιστημιακών αρχών, συντρέχει κατά τα ανωτέρω (βλ. ανωτ. υπό ΙΙ.) παραβίαση του άρθρου 16 §5 εδ. α΄, β΄ Συντ., ενώ, αν οι αρμοδιότητες τους δεν θεωρηθούν ότι εμπίπτουν σε εσωτερικά ζητήματα των Α.Ε.Ι., αλλά έχουν χαρακτήρα γενικού νόμου σκοπούντος με γενικό τρόπο στη θεραπεία δημοσίων αγαθών, όπως η δημόσια ασφάλεια ή η δημόσια τάξη, τότε δεν θα συντρέχει συνταγματική παράβαση.
γ. Η διακρίβωση του ενός ή του άλλου ενδεχομένου, προϋποθέτει τα εξής συλλογιστικά βήματα: Η προστασία της δημόσιας ασφάλειας μέσω της δίωξης εγκλημάτων, της αναζήτησης και σύλληψης διωκομένων προσώπων ή της πρόληψης του εγκλήματος, βάσει επιχειρησιακού σχεδίου και εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικημάτων, ανήκει στον στενό πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Το κράτος δεν είναι δυνατόν να αποξενωθεί πλήρως από τέτοιες αρμοδιότητες αναθέτοντάς αυτές σε άλλα όργανα. Η καταστολή και η πρόληψη των εγκλημάτων εντός των πανεπιστημιακών χώρων, υπό την έννοια αυτή, ασφαλώς και δεν μπορεί παρά να ανήκει στην ελληνική αστυνομία. Όπως ορίζεται στο άρθρο 11 § 5 του Ν 4249/2014, η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και λοιπών περιουσιακών δικαιωμάτων, τον έλεγχο και τη δίωξη της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ή και την επιτήρηση των τόπων όπου συχνάζουν οι ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων και τον έλεγχο των προσώπων αυτών. Πέρα από οποιαδήποτε άλλη εννοιολογική προσέγγιση, από την κείμενη νομοθεσία συνάγεται ότι οι αρμοδιότητες προάσπισης της δημόσιας ασφάλειας εκ μέρους της ελληνικής αστυνομίας αφορά δεδομένες περιπτώσεις διασάλευσης αυτής, είτε διότι έχει τελεστεί ένα αδίκημα είτε διότι υπάρχουν υπόνοιες τέλεσης συγκεκριμένων κατά τόπο και χρόνο αδικημάτων. Προληπτική αρμοδιότητα προστασίας της δημόσιας ασφάλειας εκ των ενόντων ανακύπτει, όταν συντρέχουν, τουλάχιστον, αιτιακοί όροι διασάλευσης της. Σε ένα κράτος δίκαιου, ουδέποτε ανακύπτει αρμοδιότητα αστυνομικής παρουσίας/επέμβασης στη δημόσια ή ιδιωτική σφαίρα χωρίς σύνδεση προς κάποια συγκεκριμένη ανάγκη και κατά την ανέλεγκτη (και δυνάμει αυθαίρετη;) κρίση του εκάστοτε αστυνομικού διευθυντή.
Αρμοδιότητες χωρίς καμία σύνδεση με δεδομένες κατά τόπο και χρόνο ενδείξεις διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας (π.χ. επικείμενη τέλεση αδικημάτων) εκφεύγουν της έννοιας της δημόσιας ασφάλειας και εμπίπτουν στη γενική έννοια της φύλαξης. Η φύλαξη, όμως, των πανεπιστημιακών χώρων είναι έννοια ποιοτικώς διάφορη της καταστολής ή της πρόληψης επικείμενων εγκλημάτων. Η φύλαξη έχει να κάνει με την καθημερινή φροντίδα του πανεπιστημιακού χώρου, με τον έλεγχο των εισόδων και εξόδων ή έστω – αν ήθελε θεωρηθεί – και με την πρόληψη τέλεσης αδικημάτων, γενικώς και ασυνδέτως προς συγκεκριμένες ενδείξεις επικείμενων ενεργειών. Συνεπώς, η γενική και αφηρημένη επιτήρηση, ώστε να προλαμβάνεται η τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης εντός των χώρων των Α.Ε.Ι., αν, όπως και όποτε αυτή εκδηλωθεί, καθώς και η πραγματοποίηση περιπολιών στους πανεπιστημιακούς χώρους, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα υπηρεσιών φύλαξης που εντάσσονται στο βεληνεκές της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και όχι στον στενό πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, η μόνη φύλαξη που μπορεί να θεωρηθεί εν γένει ανεκτή, είναι η αναφερόμενη στο άρθρο 9 του Ν. 2734/1999 (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 Ν. 4777/2021), ήτοι εκείνη των ευπαθών στόχων αστυνομικού ενδιαφέροντος, ρητώς αναφερομένων των κτιρίων και εγκαταστάσεων δημοσίων υπηρεσιών, δικαστικών αρχών, οργανισμών κοινής ωφέλειας, διπλωματικών αντιπροσωπειών, κατοικιών κυβερνητικών αξιωματούχων, δηλαδή κτιρίων που από τη φύση τους ενέχουν στοιχεία διακινδύνευσης της δημόσιας ασφάλειας.
Επειδή, συνεπώς, η διακηρυγμένη αποστολή της Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.), είναι η τέλεση περιπολιών και πρόληψης της τέλεσης αδικημάτων γενικά και αφηρημένα, με αυτοδύναμες ενέργειες, ακόμα και, όταν ουδέν συντρέχει περί τούτου, συνάγεται ότι οι εν λόγω αρμοδιότητες έχουν χαρακτήρα (απλής) φύλαξης (ούτε καν φύλαξης ευπαθών στόχων, αφού ούτε ο ίδιος ο νομοθέτης δεν κατηγοριοποιεί τα Α.Ε.Ι. ως τέτοια) και όχι χαρακτήρα άσκησης αστυνόμευσης της δημόσιας ασφάλειας. Συνεπώς, οι σχετικές ρυθμίσεις που αναθέτουν στην ελληνική αστυνομία τη φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων και όχι σε ειδικό σώμα υπαγόμενο στις πρυτανικές αρχές, παρά το γεγονός ότι η φύλαξη αποτελεί εσωτερικό ζήτημα κάθε Α.Ε.Ι., αντίκεινται στο άρθρο 16 §5 του Συντάγματος.
- Ενδιάμεσο συμπέρασμα
Η ανάθεση αρμοδιοτήτων (α) πραγματοποίησης περιπολιών και εν γένει πρόληψης της τέλεσης αξιοποίνων πράξεων, ασυνδέτως προς δεδομένες ενδείξεις ή υπόνοιες και μάλιστα σε πάγια βάση εντός των χώρων των Α.Ε.Ι. (άρα αρμοδιοτήτων φύλαξης, που δεν ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της αστυνομικής αρμοδιότητας και ισοδυναμούν με καθήκοντα που μπορούν να ανατίθενται και σε ιδιωτικές εταιρείες, δηλ. εσωτερικών ζητημάτων των Α.Ε.Ι –ΣτΕ 1934/1998, 3946/2002) σε (β) όργανα που δεν εντάσσονται οργανικά στα Α.Ε.Ι. και εν πάση περιπτώσει δεν υπάγονται ιεραρχικά στις πρυτανικές αρχές, αλλά ενεργούν αυτοδυνάμως εντός των χώρων των Α.Ε.Ι., ακόμα και αν δεν υπάρχουν υπόνοιες-ενδείξεις τέλεσης αδικημάτων, αντίκειται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις που θεσπίζουν το πανεπιστημιακό αυτοδιοίκητο. Αντίστροφα: (α) Η ανάθεση αρμοδιοτήτων αντιμετώπισης τελεσθέντος αδικήματος (δηλ. της δίωξης του εγκλήματος) και πρόληψης τέλεσης αδικήματος επί του οποίου συντρέχουν υπόνοιες ή ενδείξεις για την τέλεση του, επί τούτου και όχι σε μόνιμη βάση εντός των χώρων των Α.Ε.Ι., δεν είναι εσωτερικό ζήτημα των Α.Ε.Ι. και εμπίπτει κατ’ εξοχήν στην αρμοδιότητα της ελληνικής αστυνομίας ως ζητήματος δημοσίας ασφάλειας – είναι δε διάφορο το ζήτημα της δυνατότητας αυτοδύναμης επέμβασης εντός του χώρου των Α.Ε.Ι. για κάθε είδους αδίκημα (πλημμέλημα ή κακούργημα, αυτόφωρο ή μη), δίχως την άδεια/πρόσκληση των πρυτανικών αρχών, ζήτημα συνδεόμενο με εκείνο της συνταγματικής κατοχύρωσης του λεγόμενου πανεπιστημιακού ασύλου. (β) Η ανάθεση των ως άνω αρμοδιοτήτων φύλαξης, ως εσωτερικών ζητημάτων των Α.Ε.Ι., σε ιδιωτικές εταιρείες ή σε σώματα που συγκροτούνται από υπάλληλους συνδεόμενους με σχέση δημοσίου δικαίου με το κράτος ή/και μέλη των σωμάτων ασφαλείας που σε κάθε περίπτωση υπόκεινται ιεραρχικά στις πρυτανικές αρχές, επίσης, δεν εγείρει ζητήματα αντίθεσης προς το πανεπιστημιακό αυτοδιοίκητο, εφόσον η (απλή) φύλαξη των χώρων των Α.Ε.Ι., ως εσωτερικό ζήτημά τους ελέγχεται από τα όργανα αυτών και δεν επαφίεται στην αυτοδύναμη ενέργεια σωμάτων οργανικά και ιεραρχικά ενταγμένων σε άλλα κρατικά όργανα – πλην, όμως, τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω.
- Καταληκτικές παρατηρήσεις
Από τη διαδοχή των ως άνω σκέψεων συνάγεται ότι η βασική μεταβλητή που καθορίζει τη συνταγματικότητα παρομοίων ρυθμίσεων είναι η φύση του ζητήματος: Εάν η κρατική επέμβαση εντοπίζεται σε ζήτημα που αξιολογείται ως εσωτερικό των Α.Ε.Ι., τότε αυτό πρέπει να ανατίθεται, κατά συνταγματική επιταγή, στα όργανα διοίκησης των Α.Ε.Ι. Σε περίπτωση αποφατικής κρίσης, για τον λόγο ότι το ζήτημα στο οποίο αφορά η κρατική επέμβαση δεν θεωρείται εσωτερικό ζήτημα των Α.Ε.Ι., τότε δεν συντρέχει κώλυμα υπαγωγής του στην αρμοδιότητα άλλων κρατικών οργάνων. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να προκαλείται ένταση σε σχέση με τον συνταγματικό χάρτη, ακόμα και αν ένα ζήτημα δεν αξιολογείται ως εσωτερικό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Όπως ανωτέρω υπαινιχθήκαμε, η αστυνόμευση μιας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας προϋποθέτει ένα ελάχιστο δικαιοκρατικό υπόβαθρο συνιστάμενο σε κάποια σύνδεση της παρουσίας και δυνατότητας αυτοδύναμης ενέργειας της αστυνομικής αρχής με υπαρκτό κίνδυνο (ενδείξεις επικείμενης τέλεσης αδικήματος-ευπαθής στόχος).
Σε κάθε περίπτωση, αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση δεν παραθεωρεί μόνο τη συνταγματική έννοια της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και των συγκριτικών περί αυτής δεδομένων, αλλά άγει και σε αποτελέσματα θεσμικώς παράδοξα και εν γένει αποδοκιμαζόμενα από την έννομη τάξη. Αρκεί να σκεφτούμε τι θα συμβεί, αν για παράδειγμα, επιχειρηθεί οποιαδήποτε έκνομη ενέργεια εντός του πανεπιστημιακού χώρου (π.χ. οπλισμένος δράστης στον πανεπιστημιακό χώρο, επίθεση με μολότοφ κ.λπ.). Σε μία τέτοια περίπτωση οι «φύλακες» θα έχουν ανάγκη φύλαξης και προστασίας. Διότι θα πρέπει να κληθούν να επέμβουν διμοιρίες των ΜΑΤ ή άνδρες της ομάδας ΔΙΑΣ κ.ο.κ. – άλλη μία απόδειξη ότι θα εκτελούν καθήκοντα φύλαξης και όχι δημόσιας ασφάλειας. Και δεν χρειάζεται να σκεφτούμε σε τι καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει η δυνατότητα αυτοδύναμης επέμβασης στους χώρους των Α.Ε.Ι., ανεξάρτητα από υποδείξεις των πρυτανικών αρχών, εάν επιχειρηθεί παρουσία τους π.χ. κατά τη διεξαγωγή συνελεύσεων φοιτητικών συλλόγων, υπό την αιτιολογία ότι… δεν αποκλείεται να τελεστεί και κάποια αξιόποινη πράξη… Ούτε χρειάζεται να αναλογιστούμε τις επιπτώσεις τέτοιων επιλογών και για το θεσμικό κύρος της αστυνομίας και κατά μέγιστον για την εικόνα μιας κοινωνίας, που συμβιβάζεται με ένα τέτοιο ρόλο της αστυνομίας εντός της.
Αναδημοσίευση από το www.syntagmawatch.gr, 10.03.2022