Η σύγχρονη νομική επιστήμη στο εδώλιο της αριστοτελικής διδασκαλίας.

Νικος Παρασκευόπουλος, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

Eισαγωγικά, μια διευκρίνηση:    Το έργο του Αριστοτέλη έχει μια ευρύτερη αναγνώριση ως κοσμοθεωρητική βάση του σύγχρονου πολιτισμού γενικά, επειδή έχει καλύψει με αξιοπιστία, εύρος και αντοχή εξίσου τα μεγάλα θεμέλια της ανθρώπινης σκέψης και δράσης: Τόσο τις Επιστήμες και τη Λογική, όσο και την Ηθική.  Ο τίτλος ωστόσο της ομιλίας μου[1] δεν υπονοεί μια ιεραρχική αξιολόγηση δυο συστημάτων, όπου το πρώτο (η αριστοτελική διδασκαλία) να έχει μια θέση κατηγόρου και το δεύτερο (η σύγχρονη δικαιική θεωρία) να βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ούτε η αριστοτελική  διδασκαλία  ειδικά για τη δικαιοσύνη,  ούτε το σύνολο του θεωρητικού έργου  του φιλοσόφου βρίσκονται στο απυρόβλητο  σαν να περιβάλλονται από ένα δόγμα διαχρονικής ανωτερότητας. Προφανώς, μια ανάλογη αντίληψη θα προσέκρουε και στη ίδια την αριστοτελική μεθοδολογία, που δυσπιστεί όπως θα δούμε και στη συνέχεια  απέναντι στην αυτάρκεια της αλήθειας του ενός.

Για τους  παραπάνω λόγους η δυνατότητα της αριστοτελικής  διδασκαλίας να αναδείξει αδυναμίες της σύγχρονης νομικής  θεωρίας θα θιγεί εδώ ως υπόθεση, αριστοτελιστί ως δόξα προς έλεγχο, κι όχι σαν δεδομένη συνθήκη υπεροχής ή σαν  ύδωρ ελεγμού[2]. Ο  έλεγχος της υπόθεσης αυτής θα επιχειρηθεί παρακάτω, με βάση πέντε  θεμελιακά θέματα.

 

  1. Η μεθοδολογική αναστροφή.

Η προτεραιότητα της οντολογικής ή αντίθετα της συμβολαιακής βάσης των νομικών αξιολογήσεων και συλλογισμών αποτελεί την κύρια διάζευξη στο πλαίσιο της μεθοδολογίας του δικαίου. Προτάσσεται ο κόσμος ή ο νόμος[3]; Από την άποψη αυτή, για πολλούς λόγους  φιλοσοφικό έρεισμα για κριτική της σύγχρονης  νομικής  επιστήμης μπορεί να αντληθεί από  τις πιο γνωστές αριστοτελικές σκέψεις: Ότι η πόλη υπάρχει φύσει[4],  ότι προϋποτίθεται της έννοιας του πολίτη, καθώς από  την επίσης διάσημη  (ανήκει στις περισσότερο παραπεμπόμενες παγκοσμίως) θέση ότι ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό  και πολιτικό.  

 Η πρόταξη της μεθοδολογίας και ή έμφαση στις παραπάνω αρχές δικαιολογούνται για τρεις λόγους: Πρώτα, επειδή αποκαλύπτουν   μια σταθερή επιλογή του φιλοσόφου ενόψει της βασικής διαίρεσης των μεθόδων κατανόησης του δικαίου: Η φύση, η κοινωνία, η πόλη, η οντολογία, φαίνονται γι’ αυτόν να προηγούνται (επομένως να υπερέχουν ) της συμβολαιακής θεμελίωσης της δικαιοσύνης. Δεύτερο, επειδή δεν πρόκειται για μια δευτερεύουσα ή παρενθετική τοποθέτηση: Διαπερνά το σύνολο του αριστοτελικού  έργου, τόσο το επιστημονικό  όσο και το ηθικό του μέρος, όντας θεμελιακή για τη συνοχή του και  στήριγμα παράγωγων γνωμών που αναπτύσσονται με συνέπεια. Τρίτο, επειδή ο ίδιος ο Σταγειρίτης  τονίζει ότι τόσο στην θεωρία,  όσο και στον πρακτικό λόγο, τη μεγαλύτερη ευρετική αξία διαθέτει ο τρόπος, όχι το «πρέπει» το οποίο  συνήθως είναι ευνόητο[5].

Η σύγχρονη θεώρηση που επικρατεί (ιδίως στην Ηπειρωτική Ευρώπη και επομένως και στη χώρα μας), παρά την προ αιώνων Θωμιστική αναβίωση αριστοτελικών  θέσεων και παρά τις αντιλήψεις της νεωτερικής ιστορικής σχολής του δικαίου [6],  είναι  η αντίστροφη: Ο νομικός σήμερα για λύσει τα ερμηνευτικά προβλήματα και τις όποιες συγκρούσεις ανάγεται πρωταρχικά στο κοινωνικό συμβόλαιο, ως συναινετικό προϊόν  όπως το έβλεπε  και ο Αριστοτέλης [7],  αλλά στη χειρότερη περίπτωση και στο βίαια εξαναγκασμένο όπως το είχε δει ο Θρασύμαχος: Εν αρχή για τη θετικιστική θεώρηση βρίσκεται ο θεσμός, το Σύνταγμα, ο νόμος. Δεν αναγόμαστε βέβαια στον Θρασύμαχο, αλλά μας εμπνέουν συστήματα νοησιαρχικά ή βουλησιαρχικά, όπως αυτά των  Th. Hobbes και Ιm. Kant. Ο συνετός νομικός εκτελεί  άριστα το έργο του  εφόσον γνωρίζει καλά  τον νόμο, τη νομολογία και τη βιβλιογραφία, τελεία! Έτσι η νομική έχει κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά της κανονιστικής ηθικής και της ποιητικής τέχνης, ακόμη και της τεχνοκρατίας,  και λιγότερο της επιστήμης η οποία  προϋποθέτει διαγνώσεις και πρόταξη των αισθητών.

Η κρατούσα αυτή θεώρηση έχει αδυναμίες: Η ζυγαριά της νομικής (θέσπιση, απονομή, εκτέλεση δικαίου) προϋποθέτει αίσθηση και γνώση του βάρους των πραγμάτων. Φιλοσοφικά, τη σημασία των αισθήσεων αναγνώριζαν τόσο η αριστοτελική[8] όσο και η επικούρεια[9] διδασκαλία. Η δικαιοσύνη δεν έχει μόνο μια  κανονιστική γενική διάσταση: Συνδέεται επίσης με μετρήσιμες πραγματικές καταστάσεις όπως η ισότητα και η μεσότητα, όπως αντίστροφα η αδικία συνδέεται με την ανισότητα και την πλεονεξία[10]. Πώς θα έκανε  επιλογές ο συντακτικός ή ο απλός νομοθέτης, αν δεν γνώριζε πραγματικά δεδομένα και συνθήκες του κοινωνικού, του πολιτικού  και του οικονομικού χώρου; Σωστά το επισήμαινε ο Αριστοτέλης,  όποιος τρώει είναι καλύτερος κριτής για το φαγητό από το μάγειρα, ο καπετάνιος από τον κατασκευαστή του τιμονιού, ο κάτοικος από τον κτίστη. Ο κυρίαρχος  λαός (κι όχι μόνο οι ειδικοί ) θα έπρεπε να έχει άμεση ή έμμεση  γνώμη για διανεμητικές πράξεις και ευθύνες. [11] Στη φάση εξάλλου της έκτισης των ποινών, πώς να επιλέξει ο αρμόδιος λειτουργός την εναλλακτική αντί ποινής επιβολή ενός μέτρου απεξάρτησης, αν δεν γνωρίζει την πρακτική  αποτελεσματικότητα του τελευταίου; Θεωρητικά και πρακτικά η   αναγνώριση  του ανθρώπου ως κοινωνικού και πολιτικού όντος προσδιορίζει και την οντολογική θεώρηση του δικαίου.

Τέλος, είναι φανερό ότι η μέθοδος που ενώπιον ασαφειών ή συγκρούσεων  προτάσσει την κρίση λίγων  ειδικών, επιδρά στο δημοκρατικό πολιτικό και κοινωνικό ισοζύγιο. Ευνοεί συγκριτικά τους οργανωμένους – ή λανθάνοντες λόγω τυπικότητας των θεσμών – ολιγαρχικούς σχηματισμούς. Έτσι  αποδυναμώνονται οι πολλοί, ο κυρίαρχος λαός που στη δημοκρατία πρέπει να συμμετέχει και να αξιολογεί κάθε άσκηση εξουσίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

 

  1. Η επιείκεια / η αυστηρότητα των νόμων.

Η έννοια της επιείκειας θα μπορούσε ίσως να μην αναφερθεί  ως αυτοτελές κεφάλαιο της επιχειρούμενης εδώ σύγκρισης:  Αποτελεί  οπωσδήποτε ένα συνεπές παρακολούθημα της αριστοτελικής μεθοδολογίας που προεκτέθηκε, της θεωρητικής και πρακτικής πρόταξης της πόλης και του κόσμου έναντι της ακαμψίας του νόμου. Θα μπορούσε δηλαδή   να αφεθεί στην άκρη σαν κάτι  ευνόητο.  Αυτή η συγχώνευση της αναφοράς ωστόσο  μιας έννοιας που έχει χαρακτηριστεί ως η κυριότερη συνεισφορά   του Αριστοτέλη στη σύλληψη του δικαίου[12] θα ήταν αναντίστοιχη με τη διεθνώς αναγνωρισμένη σημασία της. Επίσης θα παρέλειπε ένα  εντυπωσιακό εύρημα ανατροπής κατά την  επιχειρούμενη εδώ σύγκριση: Το κεντρικό αυτό εργαλείο της δημοκρατικής σκέψης για τη Δικαιοσύνη συμβαίνει να έχει απωθηθεί (συχνά διαστρεβλωμένο) στο περιθώριο της σύγχρονης – ειδικά στην Ηπειρωτική Ευρώπη – δικαιικής θεωρίας. Η τελευταία έχει ξεχάσει το summum ius summa injuria και μένει σε γενικές γραμμές προσηλωμένη στην αντίστροφη αρχή dura lex sed lex των Ρωμαίων.

Με την περισσότερη δυνατή συντομία: Ο Αριστοτέλης  αναφέρεται στην επιείκεια με δυο εννοιολογικές εκδοχές. Με  μια ευρεία έννοια (ως προσωπική αρετή, αντίστοιχη του σπουδαίος αντίθετη προς το φαύλος),  καθώς  και με μια άλλη, πολύ πιο στενή: Η τελευταία αφορά τη διόρθωση του νόμου κατά την απονομή δικαιοσύνης, όταν η άκαμπτη εφαρμογή του θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. [13]    Η σύλληψη στηρίζεται στην αναγνώριση ότι ο νομοθέτης γενικεύοντας για να προσδώσει την αναγκαία καθολικότητα στον κανόνα αναγκαστικά απλουστεύει, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του συγκεκριμένα άγνωστα, ιδιόμορφα ή επερχόμενα στοιχεία. Τότε κατά την εφαρμογή ο δικαστής πρέπει να αποφαίνεται όπως θα αποφαινόταν ο ίδιος ο νομοθέτης αν θα ήταν παρών στις συγκεκριμένες περιστάσεις. Πρόκειται  για μια θεωρητική κατασκευή ταπεινή και  «συγγνωμονική» , που αποκρούει την ιδέα της απόλυτης ορθότητας κατά την καθολική ρυθμιστική επιταγή του νόμου και διευκολύνει τις διορθώσεις[14].

Αυτή η διορθωτική δυναμική οπωσδήποτε δυσκολεύει την ασφάλεια του δικαίου και την απόλυτη προσήλωση στην θετικιστική – κανονιστική πρόσληψη του νόμου. Μοιάζει επομένως ευεξήγητο αυτό που σημειώθηκε, ότι σε αντίθεση με την αγγλοαμερικανική  παράδοση που ευνοεί την περιπτωσιολογία κατά την εφαρμογή, η σύγχρονη Ηπειρωτική Ευρώπη συνήθως αγνοεί την επιείκεια στα σχετικά θεωρητικά συγγράμματα.[15]

 

  1. Η αλήθεια των πολλών / τα μονομελή εφετεία κακουργημάτων.

Επαναλαμβανόμενη στα Μετά τα Φυσικά και στα Πολιτικά θέση  του Αριστοτέλη,  είναι ότι η γνώμη των πολλών μπορεί να πλησιάσει την αλήθεια περισσότερο σε σχέση με τη γνώμη του ενός προσώπου ή των λίγων, έστω  αρίστων. Εδώ εντοπίζεται ένα βασικό σημείο διαφοροποίησής του από τον Πλάτωνα που οραματιζόταν μια πολιτεία με επικεφαλής ένα σοφό.

Μια γενική διατύπωση της θέσης αυτής συναντούμε στο κεφ. Α Έλαττον των Μεταφυσικών:  «Η θεώρηση της αλήθειας είναι από μια άποψη δύσκολη από άλλη εύκολη. Ένδειξη το ότι ούτε κανένας μπορεί να την επιτύχει με αξιώσεις ούτε όλοι να αποτυγχάνουν, αλλά ο καθένας λέει κάτι για τη φύση και ένας – ένας βέβαια προσθέτει ή τίποτε ή λίγο στην γνώση της, κι από όλα  όταν τα αθροίσουμε δημιουργείται κάποιος όγκος [γνώσεων]» [16].

Η  παραπάνω γνωσιολογική θέση  εντάσσεται  από τον Αριστοτέλη  συστηματικά στη συνολική διδασκαλία του έχοντας  ταυτόχρονα κεντρική σημασία για τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία αλλά και για τη Δημοκρατία. Πραγματικά,  εξηγεί πολύπλευρα  την εμπιστοσύνη στην κρίση – ψήφο των πολλών πολιτών προκειμένου να επιλεγεί η ορθή πολιτική ηγεσία προς διαχείριση των κοινών, ακόμη και με την αντιμετώπιση της διαφθοράς στην πολιτική, αφού οι πολλοί, όπως το πολύ νερό που λερώνεται δυσκολότερα, διαφθείρονται επίσης δυσκολότερα. [17]  Συνδέεται δηλαδή μια  γενική γνωσιολογική θέση για την εύρεση του ορθού και της αλήθειας  με την άσκηση της πολιτικής[18], την οποία  ο Σταγειρίτης εμπιστεύεται στη γνώμη των πολλών[19].

Η συγκεκριμένη  σύλληψη  συνδέεται επομένως με το αρχαίο περιβάλλον της πόλης. Δεν έσβησε όμως ταυτόχρονα με τις τότε συνθήκες της διαπαντός. Ο διάλογος γίνεται και σήμερα πιο παραγωγικός σε ιδέες, όσο πιο πολυφωνικός είναι και όσο περισσότερες αντιρρήσεις ακούγονται κατά τη διεξαγωγή του. Αυτό αποτελεί μάλιστα  ένα νέο σπουδαίο εύρημα  σημαντικών ερευνών μέσω εργαλείων της Τεχνητής Νοημοσύνης, το οποίο  αφορά το συλλογικό σχηματισμό κρίσεων και αποφάσεων. [20]

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πάντως περισσότερη απόκλιση από τον αριστοτελικό ορθολογισμό από εκείνη που προέκυψε με πρόσφατη μεταρρύθμιση  του ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [21] που καθιέρωσε Μονομελή Εφετεία για εκδίκαση ορισμένων κακουργημάτων. [22] Ένας και μόνος δικαστής μπορεί σήμερα να επιβάλει καθείρξεις άνω των 5 ετών (ή να αθωώνει). Θεωρείται πως έχει την ικανότητα να προσέχει τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες, καθώς και τα έγγραφα κατά τη διάρκεια δίκης (συνήθως πολλών δικών την ίδια μέρα) που μπορεί να έχει πολύωρη διάρκεια. Τεκμαίρεται από το νομοθέτη ότι  η προσοχή του ούτε για δευτερόλεπτο δεν διασπάται, ότι ο εγκέφαλός του  επεξεργάζεται με ακρίβεια το πρόσωπο του καταθέτοντος αναγνωρίζοντας θαυμαστά την ειλικρίνεια ή το ψεύδος. Στη συνέχεια, ο μοναδικός δικαστής  χωρίς να έχει δυνατότητα να ρωτήσει ένα διπλανό του σύνεδρο «εσύ τί νομίζεις», κοιτά τον κατηγορούμενο στα μάτια και εκφωνεί έξη χρόνια εντός ή ελεύθερος σπίτι σου. Πέρα από τους νομικούς εκείνους που άσκησαν κριτική, οι επιστημολόγοι, οι γνωστικοί ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι αριστοτελιστές, δεν χρειάζεται να προσέξουν  αυτήν την απόσταση από την αριστοτελική διδασκαλία;

 

  1. Ρυθμίσεις: Πρόταξη κοινών αγαθών / πρόταξη ρυθμίσεων ανταγωνισμού

Ο Σταγειρίτης προσέδενε σφιχτά την ηθική του διδασκαλία στην πόλη. Μέσω της παιδείας  και των νόμων αναζητούσε   το άριστο πολίτευμα,  ειδικότερα τη  διαμόρφωση ενάρετων πολιτών και γενικότερα την  ανθρώπινη ευδαιμονία[23]. Η δικαιοσύνη, δεχόταν,  στοχεύει κατεξοχήν στο κοινό συμφέρον. [24] Η έμφαση αυτή άλλωστε έχει μια γενικότερη λογική βάση, αφού το σύνολο προϋποτίθεται του μέρους.[25] Ο ίδιος είχε τονίσει πόσο καλλίτερο (κάλλιον, θειότερον) είναι  η φροντίδα να αφορά την πόλη πέρα από το άτομο.[26] Επίσης ότι η φρόνηση είναι μια αρετή που μέσα στην πόλη καλλιεργείται και χαρακτηρίζει ακριβώς τους ασκούντες εξουσία[27].

Η ανάπτυξη της Δικαιοσύνης έχει εντωμεταξύ  συνδεθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία στον δυτικό χώρο  περισσότερο με το Ρωμαϊκό δίκαιο, με τα τυπικά – συμβατικά χαρακτηριστικά του τελευταίου και με μια κάθετη διάκριση των πόλων  φύση και νόμος. Ο προσανατολισμός αυτός έχει αποτρέψει την παραπέρα επεξεργασία ορισμένων εργαλείων  ουσιαστικής ώσμωσης του δικαίου με την κοινωνία και με την πολιτική,  τα οποία  χαρακτηρίζουν την αρχαιοελληνική δικαιική σκέψη. Ο Αριστοτέλης  διανοείται αφενός μια γενική διάσταση του δικαίου, που στη δημοκρατία  (άλλο θέμα η τυραννία) αναφέρεται στο γενικό συμφέρον ως τέλεια δικαιοσύνη, και αφετέρου σε μια ειδική που αναφέρεται στον άνθρωπο – κοινωνό, με διανεμητικές και διορθωτικές λειτουργίες.

Στα δικαιικά συστήματα της νεωτερικής εποχής η κατάσταση ποσοτικά τουλάχιστον έχει αντιστραφεί. Στο εξωτερικό της περιβάλλον, η ανιδιοτέλεια και το κοινό όφελος   δεν εξυπηρετούν άμεσα τον οικονομικό ανταγωνισμό, ίσα – ίσα σε κάποιες περιπτώσεις τον οριοθετούν. Αντίστοιχα η  νομοθετική και η νομολογιακή δραστηριότητα, η βιβλιογραφία, καθώς και η ταυτότητα των μαθημάτων στα ακαδημαϊκά προγράμματα δείχνουν ότι η ύλη που αφορά το ιδιωτικό δίκαιο και τον ανταγωνισμό απασχολούν περισσότερο από την θεσμική εγγύηση του κοινού συμφέροντος. Πρόκειται για τυχαίο φαινόμενο, ή για αιτιακή ακολουθία; Ο καθένας μπορεί να κρίνει,  προσωπικά πιστεύω πάντως το δεύτερο. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η κοινωνία/πόλη και το φυσικό περιβάλλον (φύση, κλίμα) δεν έχουν παύσει να αποτελούν οντολογική προτεραιότητα της ζωής γενικότερα, και κατά συνέπεια και της Δικαιοσύνης.

 

  1. Η αιτιολογημένη κρίση / το μαύρο κουτί της τεχνητής νοημοσύνης.

Για τον Αριστοτέλη η κατανόηση, ως στοιχείο  της μάθησης και της διδασκαλίας, προϋποθέτει τη γνώση των αιτίων: Της ακολουθίας αρχή – μέση – τέλος. Έτσι η γνώση κατορθώνει να γίνεται εξηγήσιμη, διορθώσιμη στο μέτρο που δεν είναι αλάθητη, καλλιεργήσιμη και μεταδόσιμη σε μαθητές, σε διαδίκους  και σε οποιουσδήποτε πολίτες, καθώς  και πιο ανθεκτική στην πάροδο του  χρόνου καθώς και στην έκθεση σε αντιρρήσεις και έλεγχο. Είναι αλήθεια ότι κάποτε – κάποιες  άμεσες αντιμετωπίσεις προβλημάτων είναι δυνατές και στο διαδικαστικό πλαίσιο της δικαιοσύνης αυτόματα, με  τυπικότητα. Χωρίς γνώση αιτίων και εξήγηση όμως ουσιαστική δικαιοσύνη δεν νοείται και κατεξοχήν κάθε  πολιτική πρόληψης γίνεται  μάταια: Πώς θα αποφύγεις κάτι, αν δεν το γνωρίζεις;  Η αιτιολογία που κατοχυρώνεται και στο Ελληνικό Σύνταγμα[28] σήμερα αποτελεί μια από τις θεμελιακές εγγυήσεις της απονομής  της Δικαιοσύνης. Ωστόσο οι σχετικοί κίνδυνοι στο πλαίσιο του σύγχρονου δικαίου  είναι δυο, ένας παρών και ένας επερχόμενος.

Παρών κίνδυνος, ο παρά τις θεσμικές προβλέψεις των αιτιολογήσεων και του αναιρετικού τους ελέγχου πρακτικός εκφυλισμός του σκεπτικού (με λακωνικότητα ή στερεότυπες διατυπώσεις). Το μεγάλο πρόβλημα είναι, ότι αυτή η παραφθορά γίνεται συστημικά ανεκτή.

Επερχόμενος:  Όπως είναι ευρύτερα γνωστό,  η όποια διάγνωση ή πρόβλεψη  μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης στηρίζεται πολύ περισσότερο στους συνειρμούς και στους συσχετισμούς (ιδίως τους γλωσσικούς), παρά στους αιτιολογικούς συλλογισμούς.  Η συνειρμική σκέψη είναι χάρη στο συγκεκριμένο  χαρακτηριστικό  πολύ ταχύτερη. Γι΄αυτό αποτελεί ένα μονόδρομο όταν υπάρχει ανάγκη για γρήγορες αποφάσεις ή για παραγωγή μεγάλου όγκου δουλειάς, όπως συμβαίνει σήμερα με το φορτίο του δικαστικού έργου. Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι η αναδρομική γνώση της αιτιολογίας μέσω αποτυπωμένων σκεπτικών είναι ανέφικτη χωρίς κόστος χρόνου που θα την καθιστούσε λειτουργικά ασύμφορη. Έτσι  γίνεται λόγος για ένα σκοτεινό θάλαμο, black box, που στεγανοποιεί τους σχετικούς συλλογισμούς.  Σήμερα η ανάθεση της δικανικής  κρίσης σε ρομπότ θα αποτελούσε μια επιλογή ταχύτητας σε βάρος της ποιότητας και της ευθυκρισίας κατά την απονομή δικαιοσύνης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας πάντως ήδη έχει κρίνει στη χώρα μας ότι ακόμη και μια διοικητική πράξη  όταν εκδίδεται με ηλεκτρονική αυτόματη επεξεργασία δεδομένων πρέπει να αιτιολογείται.[29]

Συνοψίζω: Η μεθοδολογική προτεραιότητα του υπαρκτού κόσμου (φύσης – πόλης) έναντι του κανόνα, η επιείκεια, η υπεροχή της γνώμης  των πολλών έναντι της μονοπρόσωπης, η πρόταξη της σημασίας του κοινού οφέλους έναντι των ανταγωνιστικών αγαθών και η έμφαση στην αιτιολογία των κρίσεων, συνιστούν ενδεικτικά πέντε θεμελιακές επιλογές της αριστοτελικής θεωρίας για τη δικαιοσύνη. Εκφράζουν το περιβάλλον και το πνεύμα της Δημοκρατίας. Στη σύγχρονη θεωρία του δικαίου τα προτάγματα που έχουν καθιερωθεί είναι σαφώς  διαφορετικά. Διευκολύνουν αντικειμενικά τον αντίποδα, την ολιγαρχία.

 

[1] Δ’ Κύκλος διαλέξεων ΔΙΚΑΜ (Διεπιστημονικού κέντρου αριστοτελικών μελετών) – ΑΠΘ με θέμα «Ο Αριστοτέλης σήμερα», στο πλαίσιο του εορτασμού για τα «100 χρόνια ΑΠΘ», 22/9/2025.

[2] Παλαιά διαθήκη, Αριθμοί, 5.18.

[3] Βλ. μελέτη «Εν αρχή ην ο κόσμος ή ο νόμος; Ιδέες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας» στο βιβλίο μου Οι μέλισσες και οι λύκοι, έκδ. Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών ΑΠΘ (2016) σελ.15κε.

[4] Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1253 α 19-22.

[5] Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια 1112β 13 – 20. : «βουλευόμεθα δ᾽ οὐ περὶ τῶν τελῶν ἀλλὰ περὶ τῶν πρὸς τὰ τέλη. οὔτε γὰρ ἰατρὸς βουλεύεται εἰ ὑγιάσει, οὔτε ῥήτωρ εἰ πείσει, οὔτε πολιτικὸς εἰ εὐνομίαν ποιήσει, οὐδὲ τῶν λοιπῶν οὐδεὶς περὶ τοῦ τέλους· ἀλλὰ θέμενοι τὸ τέλος τὸ πῶς καὶ διὰ τίνων ἔσται σκοποῦσι· καὶ διὰ πλειόνων μὲν φαινομένου γίνεσθαι διὰ τίνος ῥᾷστα καὶ κάλλιστα ἐπισκοποῦσι, δι᾽ ἑνὸς δ᾽ ἐπιτελουμένου πῶς διὰ τούτου ἔσται κἀκεῖνο διὰ τίνος, ἕως ἂν ἔλθωσιν ἐπὶ τὸ πρῶτον αἴτιον, ὃ ἐν τῇ εὑρέσει ἔσχατόν ἐστιν.»  («Δεν συζητούμε για τους σκοπούς, αλλά για τα μέσα πραγματοποίησής τους. Γιατί ούτε ο γιατρός σκέφτεται αν θα γιατρέψει, ούτε ο ρήτορας αν θα πείσει, ούτε ο πολιτικός αν θα κάνει καλούς νόμους, ούτε οποιοσδήποτε άλλος τι άλλο πρέπει να επιδιώξει. Αλλά αφού ο σκοπός έχει τεθεί, εξετάζουν πώς και με ποια μέσα θα τον επιτύχουν. Κι αν τα μέσα είναι πολλά, φαίνονται πως μελετούν με ποια από αυτά ο σκοπός θα επιτευχθεί ευκολότερα και καλύτερα,  ενώ αν υπάρχει ένα μόνο μέσο, αναρωτιούνται πως αυτό θα χρησιμοποιηθεί και μέσω αυτού και ένα άλλο, μέχρι να φθάσουν στην πρώτη αιτία, που στην ευρετική διαδικασία ανακύπτει τελευταίο»). Βλ. ανάλυση και σε G. Hughes, Aristotle’s Nicomachean Ethics (Routledge 2001) 133 -135.

[6] Α.  Καΐσης, Νομική επιστήμη και κοινωνικές επιστήμες, Σημεία διείσδυσης των κοινωνικών επιστημών στη νομική επιστήμη με παράδειγμα το δικονομικό δίκαιο (Θεσσαλονίκη 1982, βλ. και Επιστ. Επετ. 2 του Δικηγ. Συλ. Θεσ/κης) σελ. 29κε.

[7] Ότι η αριστοτελική φιλοσοφία δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα του νομικού θετικισμού βλ. και σε G. Duke Aristotle and Law. The Politics of Nomos (Cambridge Univ. Press 2020) σελ. 99.

[8] Προηγήθηκε βέβαια ο Δημόκριτος. Βλ. Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά 993 α 8 -9,  και σχόλιο Β. Κάλφα  αριθ. 355  στο βιβλίο του Μετά τα Φυσικά βιβλίο Α’  Εισαγωγή- μετάφραση- σχόλια  έκδ. Πόλις (2009) σελ. 208, 331 – 332. Για τη σημασία της αίσθησης στο αριστοτελικό έργο βλ. και Δ. Σφενδόνη – Μέντζου, Ο Αριστοτέλης σήμερα, έκδ.Ζήτη (2010) σελ.39κε.

[9] Σέξτος Εμπειρικός, προς Λογικούς, 8.63-4: (Ο Επίκουρος έλεγε…) «Πάντα τα αισθητά είναι αληθή, και πάσαν φαντασίαν από υπάρχοντος είναι, και τοιαύτην οποίον εστι το κοινούν την αίσθησιν, πλανάσθαι δε τους τινάς των φαντασιών λέγοντας αληθείς, τινάς δε ψευδείς παρά το μη δύνασθαι χωρίζειν δόξαν από εναργείας.» Η μετάφραση (Γ. Αβραμίδη) από το βιβλίο Επίκουρος. Αναγνωστικό της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην – θεματική ταξινόμηση των αρχαίων πηγών, έκδ. Θύραθεν (2000) σελ. 5. Βλ. επίσης G. Striker, Epistemology, in The Oxford Book of Epicurus and Epicurianism, Oxford Univ. Press (2020) σελ.52 – 53.

[10] Σύνδεση της αδικίας τόσο με την παρανομία όσο και με την ανισότητα και την πλεονεξία βλ. σε Ηθικά Νικομάχεια 1129 α 28- β 14.

[11] Πολιτικά  1282α 22 – 25, S. Fuselli, Aristotle’s Anthropological Conception of Justice in the Contemporary Context, in Aristotle on Truth, Dialogue, Justice and Decision (Springer 2023) σελ. 89.

[12] Βλ. Duke, όπ. σελ.  148.

[13] Βλ. τις αναπτύξεις σε Αριστοτέλη, Ηθικά  Νικομάχεια κεφ.  V 10 και Ρητορική Ι 13, 15.

[14] Βλ. Ηθ. Νικομ. 1139 β 11-19.

[15] Για τη διείσδυση της έννοιας της επιείκειας στο Ρωμαϊκό και στη νεωτερική εποχή στοστο αγγλικό δίκαιο βλ. Ν. Παρασκευόπουλου, Οι μέλισσες και οι λύκοι (έκδ. Ινστιτούτου Νεοελ. Σπουδών ΑΠΘ, 2016) σελ. 95κε, Μ. Σταθόπουλου, Δικαιοσύνη ως επιείκεια εντός του δικαίου και πέραν αυτού,Ελληνική Δικαιοσύνη 2023 σελ. 321 – 334.

[16] Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά Ι Α Έλαττον 993α 30 – 993β 4: «Η περί της αληθείας θεωρία τη μεν χαλεπή, τη δε ραδία. Σημείον δε το μητ’ αξίως μηδένα δύνασθαι θιγείν αυτής μήτε πάντας αποτυγχάνειν, αλλ’ έκαστον λέγειν τι περί της φύσεως και καθένα  ή μηθέν ή μικρόν επιβάλλειν αυτή, εκ πάντων δε συναθροιζομένων γίγνεσθαί τι μέγεθός».  Η μετάφραση παραπάνω στο κείμενο είναι του Μιχ. Τσιτσικλή, Η τελευταία παράδοση του Αριστοτέλη, Χρονικά της Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη τεύχη 44 – 45, σελ.37.

[17] Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1286 α 30 – 33: «Κρίνει άμεινον όχλος ή είς οστιςούν. Έτι μάλλον αδιάφθορον το πολύ καθάπερ γαρ ύδωρ το πλείον, ούτω και το πλήθος των ολίγων αδιαφθορώτερον»  («Κρίνει καλύτερα ο όχλος παρά ο οποιοσδήποτε ένας. Το πολύ διαφθείρεται δυσκολότερα, όπως δηλαδή συμβαίνει με το πολύ νερό έτσι και το πλήθος λερώνεται δυσκολότερα»).

[18] Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1281α 40 – 1281β 12. «Ότι δε δεί κύριον είναι μάλλον το πλήθος ή τους αρίστους μεν ολίγους δε, δόξειεν αν λύεσθαι και τιν’ έχειν απολογίαν, τάχα δε καν αλήθειαν. Τους γαρ πολλούς, ων έκαστος εστίν ου σπουδαίος ανήρ, όμως ενδέχεται συνελθόντας είναι βελτίους εκείνων, ουχ ως έκαστον αλλ΄ ως σύμπαντας..».  («Αλλά ότι την εξουσία πρέπει να την έχει ο πολύς λαός μάλλον, παρά οι λίγοι άριστοι, φαίνεται ότι μπορεί να λέγεται και να προξενεί δυσκολίες, πιθανώς όμως να αποδειχθεί αληθές διότι δεν είναι καθόλου απίθανο οι πολλοί, που κατ’ άτομο δεν είναι σπουδαίοι, να είναι εντούτοις ως συγκροτημένο σώμα ανώτεροι από τους άριστους, όχι ατομικά αλλά συλλογικά»).

[19] Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1291β 37 – 38: «επεί δε πλείων ο δήμος, κύριον δε το δόξαν τοις πλείοσιν, ανάγκη δημοκρατίαν είναι ταύτην»  (« επειδή ο δήμος είναι των πολλών και επικρατεί αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι, πρόκειται αναγκαστικά για δημοκρατία»).

[20] Alex Pentland, Social Physics. How good ideas spread- The lessons from a new science, Scribe (Melbourn – London 2014) p.28 (“wisdom of crowd”).

[21] Άρθρο 115 περ. α,β, τροποποίηση με Ν.5090/2024.

[22] https://www.news247.gr/gnomes/ti-tha-elege-o-aristotelis-enopion-tis-poinikis-metarrithmisis/. Άρθρο, 11/12/2023.

[23] Αριστοτέλης, Πολιτικά 1263b36-41: «Αλλά επειδή η πόλη αποτελείται από ετερόκλητο πλήθος, όπως ειπώθηκε πρωτύτερα, πρέπει να ενωθεί με κοινή παιδεία. Και αυτός που θέλει να εισάγει στο μέλλον μια τέτοια παιδεία είναι άτοπο να νομίζει ότι μέσω αυτής θα κάνει την πόλη σπουδαία και να θεωρεί ότι με τέτοια μέσα θα τη βελτιώσει, και όχι με τα ήθη, τη φιλοσοφία και τους νόμους.»

[24] Αριστοτέλη, Ηθικά  Νικομάχεια 1129 β 18-23.

[25] Πολιτικά, 1253α  22 -23; «Το γαρ όλον πρότερον αναγκαίον είναι του μέρους». Βλ. και Γ. Κουσουλάκου, η θεώρησις του καθόλου εν τω δικαίω (1960) σελ. 38κε.

[26] Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια 1094β 7-10, βλ. και  Πολιτικά  1253 α 41-43.

[27] Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1277 β 23 – 24 .

[28] Άρθρο 93 παρ. 3 εδάφιο 1: «Κάθε δικαστική  απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και να απαγγέλλεται σε δημόσια  συνεδρίαση».

[29]  Συμβούλιο της Επικρατείας Τμήμα Δ΄ Αριθμός 1206/2024.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

6 − three =