Πρόλογος
Καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, υπό την πρωθυπουργική του -και όχι μόνο- ιδιότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε να δώσει, ιδίως σε κρίσιμες πολιτικές και προεχόντως πολιτειακές περιόδους, εμφανή προτεραιότητα στις αναγκαίες για τον Τόπο θεσμικές τομές. Κυρίως δε σε τομές, οι οποίες συνδέονται αρρήκτως με την δομή του Συντάγματος και με την αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη. Πολλοί είναι οι λόγοι που δικαιολογούν την κορυφαία και υπεύθυνη αυτή επιλογή του. Οι σπουδαιότεροι εξ’ αυτών απορρέουν εκ του ότι η όλη ηγετική πολιτική φυσιογνωμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή του επέτρεψε, οιονεί «προφητικώς», να διαγνώσει -με την συνδρομή και της νομικής του παιδείας, που μπορεί να μην υπήρξε επιστημονικώς πλήρης πλην όμως ήταν, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη πολιτική του διαίσθηση και εμπειρία, αρκούντως συγκροτημένη και στέρεη για μια τέτοια «διάγνωση»– το πόσο ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας «περνάει», αναγκαίως, και μέσ’ από τον αντίστοιχο εκσυγχρονισμό των Πολιτειακών και των Πολιτικών Θεσμών. Και κατ’ εξοχήν εκείνων που εγγυώνται την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Το υπό τα ως άνω χαρακτηριστικά θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή ανιχνεύεται, μ’ εξαιρετική ενάργεια, και στις δύο περιόδους της διακυβέρνησης της Χώρας από τις Κυβερνήσεις του. Δηλαδή πριν και προδήλως μετά την Μεταπολίτευση, όταν και συντελέσθηκε η θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, του θεσμικώς και δημοκρατικώς πληρέστερου αλλά και «μακροβιότερου» «Καταστατικού Χάρτη» από την ίδρυση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους.
Ι. Η «κυοφορία» της «βαθείας τομής» μετά το 1961
Οι σκέψεις που εκτίθενται στην συνέχεια αφορούν αποκλειστικώς το πρώτο -και, από πλευράς ιστορικής αποτίμησης, περισσότερο «αφανές» και «αδικημένο» έως και σκοπίμως «διαστρεβλωμένο»– θεσμικό «αποτύπωμα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το οποίο ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 1961-1963. Πρόκειται για την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952, η οποία έμεινε γνωστή ως η «βαθεία τομή». Ο όρος δικαιολογείται, οπωσδήποτε, επειδή μολονότι, όπως θα διευκρινισθεί κατωτέρω, η αναθεωρητική αυτή πρωτοβουλία δεν είχε «αίσια» κατάληξη για τα πολιτικά και πολιτειακά δρώμενα της εποχής, ήταν αναμφιβόλως θεσμικώς κρίσιμη αλλά και ρεαλιστικώς φιλόδοξη. Πολλώ μάλλον όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ν’ αντιμετωπίσει τον συνδυασμό της αλαζονείας και της, έστω και κατ’ επίφαση, «παντοκρατορίας» των Ανακτόρων, που έδειχναν σαφώς πώς και γιατί η Βασιλική Οικογένεια -συμπεριλαμβανομένου ατυχώς και του Βασιλιά Παύλου Α΄, όχι τόσο λόγω της δικής του νοοτροπίας αλλά πολύ περισσότερο λόγω αρνητικής επιρροής της Βασίλισσας Φρειδερίκης και των «αυλικών» του- είχε πλήρως αποξενωθεί, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, από την Ελληνική πραγματικότητα. Επιπλέον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έπρεπε να εξουδετερώσει, σε αρκετές περιπτώσεις, και την εμφανή πολιτική ανευθυνότητα της τότε, στερούμενης και της αναγκαίας συνοχής, Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Μιας Αντιπολίτευσης η οποία, σ’ ένα «ξέσπασμα» λαϊκισμού, ενδιαφερόταν, αμέσως ή εμμέσως, μόνο για την με οποιοδήποτε τίμημα κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Α. Η ιστορική διαδρομή
Ευθύς μόλις ανέλαβε τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, την 5η Οκτωβρίου 1955 όταν και του ανατέθηκε από τον Βασιλιά Παύλο Α΄ η εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά -τον βοήθησε σε αυτό και η εμπειρία των προηγούμενων υπουργικών του θητειών- ότι το Σύνταγμα του 1952, υπό τις περιστάσεις που είχε θεσπισθεί και με τον τρόπο που είχε έως τότε εφαρμοσθεί, ήταν παντελώς ανεπαρκές για να επιτρέψει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού της Χώρας, και κατά κύριο λόγο στο πεδίο των εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων οι οποίες ήταν ήδη κάτι παραπάνω από ορατές. Πρωτίστως δε των προκλήσεων, οι οποίες ανοίγονταν στον ορίζοντα με βάση την σαφώς εκπεφρασμένη πρόθεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ενταχθεί η Ελλάδα, και δη το συντομότερο δυνατό, στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς της εποχής εκείνης, κατ’ ουσία δε στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ υπογράφηκε την 9η Ιουλίου 1961, στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής, ενώ σαφέστατη ήταν η στόχευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ολοκληρωθεί «επί των ημερών του» η οριστική δρομολόγηση της ενταξιακής πορείας της Χώρας. Και τούτο διότι δικαιολογημένα πίστευε πως οι άλλες Πολιτικές Δυνάμεις της εποχής, με την εικόνα που παρουσίαζε η εν γένει πολιτική συμπεριφορά τους, δεν μπορούσαν να «επωμισθούν» ένα τέτοιο μεγάλο και κρίσιμο «πολιτικό βάρος».
Β. Η «κυοφορία» της τότε αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή διήρκησε από το 1961 έως το 1963. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση της ΕΡΕ στην Θεσσαλονίκη, την 1η Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Η πραγματοποίησις, όμως, ριζικών μεταβολών, η επιτάχυνσις της προόδου και η εξυγίανσις της δημοσίας μας ζωής, προϋποθέτει μιαν θαρραλέαν μεταρρύθμισιν: Την αναθεώρησιν των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Η ειρηνική επανάστασις…είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή μόνον υπό την προϋπόθεσιν αυτήν». Για λόγους ιστορικής πληρότητας επισημαίνεται πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε καλά ότι η απαιτούμενη -κατά τις διατάξεις του άρθρου 108 του Συντάγματος του 1952- πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, προκειμένου να συντελεσθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί. Κάτι το οποίο άλλωστε αποδείχθηκε ύστερα και από την προσχηματική υπαναχώρηση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της Ένωσης Κέντρου. Ας σημειωθεί ότι ενώ η Ένωση Κέντρου είχε αρχικώς συμφωνήσει για την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, την 10η Οκτωβρίου 1962, τρεις μόλις ημέρες αργότερα, την 13η Οκτωβρίου 1962, «ανέκρουσε πρύμναν», δήθεν λόγω έλλειψης σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής! Πλην όμως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντέτεινε, υπευθύνως και σθεναρώς, ότι αναλάμβανε εν πάση περιπτώσει την αναθεωρητική πρωτοβουλία παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες ευόδωσής της διότι, κατά την γνώμη του, αρκούσε έστω και «η παρά την δημοσίαν γνώμην δημιουργία της συνειδήσεως περί υφισταμένης ανάγκης αναθεωρήσεως».
Γ. Προς το τέλος του 1962 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ολοκλήρωσε το σχέδιο της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Την 16η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοίνωσε επισήμως την επικείμενη κατάθεση ολοκληρωμένης πρότασης αναθεώρησης του ισχύοντος τότε Συντάγματος. Την 19η Φεβρουαρίου 1963 συνεδρίασε προς τούτο το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και την 21η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους 26 Υπουργοί-Βουλευτές κατέθεσαν στην Βουλή την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. Αμέσως συγκροτήθηκε η για τον σκοπό αυτό προβλεπόμενη Επιτροπή της Βουλής και άρχισε τις εργασίες της, συνεδριάζοντας εννέα φορές, από την 13η Μαρτίου έως την 5η Ιουνίου 1963.
Δ. Την 11η Ιουνίου 1963 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή παραιτήθηκε αιφνιδίως και η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952 ουδέποτε συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής. Η «βαθεία τομή» έμεινε έτσι «στα χαρτιά», πλην όμως η σημασία της κατά την διαδρομή της σύγχρονης Συνταγματικής Ιστορίας μας κάθε άλλο παρά αμελητέα υπήρξε. Επισημαίνεται ότι κάποιες -με ιδιαίτερη σημασία μάλιστα- από τις θεσμικώς κρίσιμες «καινοτομίες» της «βαθείας τομής» ενέπνευσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στο πλαίσιο της «σαρωτικής» αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, η οποία κατέληξε στην θέσπιση του Συντάγματος του 1975.
ΙΙ. Το θεσμικό «κεκτημένο» της «βαθείας τομής»
Η «βαθεία τομή» δεν αποσκοπούσε βεβαίως -ούτε θα το μπορούσε άλλωστε, ως αμιγώς αναθεωρητική πρωτοβουλία στο πλαίσιο των θεσμοθετημένων περιορισμών περί των αναθεωρητέων διατάξεων- σε μια ολοκληρωμένη «ανατροπή» των οφθαλμοφανών αδυναμιών του Συντάγματος του 1952. Είναι βέβαιο όμως ότι μέσ’ από έναν εξαιρετικά ουσιώδη συνδυασμό ρυθμίσεων που αφορούσαν την αναθεώρηση συγκεκριμένων αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος του 1952, σχετικών κυρίως με την «ισορροπία» του Πολιτεύματος, την Διάκριση των Εξουσιών, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου –και ιδίως τα Κοινωνικά- και τους θεσμούς διευκόλυνσης της ανάπτυξης της Εθνικής Οικονομίας, θα μπορούσε, αν είχε ευοδωθεί, να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό σ’ έναν ταχύτερο εκσυγχρονισμό της Ελλάδας και, αντιστοίχως, στην επιτάχυνση της ενταξιακής της πορείας στην τότε ΕΟΚ. Είναι δε ιδιαιτέρως ενδεικτικό το ότι μεταξύ των καινοτομιών που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «φιλοδοξούσε» να επιφέρει μέσω της «βαθείας τομής» ήταν και εκείνη ενός σύγχρονου και προοδευτικού προσδιορισμού της θέσης της Ελλάδας στην Διεθνή Κοινότητα. Τα κυριότερα σημεία της ιστορικής αυτής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικεντρώνονται στα εξής:
Α. Στην διά της λογικής της θέσπισης των αναγκαίων «θεσμικών αντιβάρων» («checks and balances») ενίσχυση της Εκτελεστικής Εξουσίας –και κυρίως της Κυβέρνησης- που διέθετε την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση έναντι των de facto διογκωμένων τότε εξουσιών των Ανακτόρων. Εξουσιών, οι οποίες επιτρέποντας και την διαιώνιση της εφαρμογής στην πράξη της «θεωρίας του κηπουρού» σε ό,τι αφορά τον διορισμό του Πρωθυπουργού, υπήρξαν αιτίες πολλών «δεινών» για την πολιτική και πολιτειακή ζωή της Χώρας. Με αποκορύφωμα τις συνθήκες παραίτησης της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της οριστικής αναχώρησής του για το εξωτερικό (Παρίσι), καθώς και τις συνθήκες αυθαίρετης «παύσης» της Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στην συνέχεια, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Β΄.
Β. Στον μέσω της ριζικής αναθεώρησης του άρθρου 35 του Συντάγματος του 1952 εξορθολογισμό της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας -προβλεπόταν από τότε ο θεσμός των Βουλευτών Επικρατείας- ιδίως δια της διευκόλυνσης επιτάχυνσης του νομοθετικού έργου της Βουλής με την πρόβλεψη της δυνατότητας να νομοθετεί ακόμη και σε Τμήματα και να ψηφίζει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και «νόμους-πλαίσια», που θα εξειδικεύονταν με νομοθετικά διατάγματα. Σ’ ένα διαφορετικό πεδίο δράσης της Βουλής στόχευε να επέμβει η «βαθεία τομή» δια της αναθεώρησης των σχετικών ρυθμίσεων του Συντάγματος του 1952 (άρθρο 78), έτσι ώστε μέσω της τροποποίησης της διαδικασίας υποβολής προτάσεων εμπιστοσύνης και δυσπιστίας να περιορισθεί, κατά το δυνατόν, ο διαβρωτικός κίνδυνος παρατεταμένου κλονισμού της κυβερνητικής σταθερότητας.
Γ. Στον εκσυγχρονισμό πτυχών της Εκτελεστικής Εξουσίας, ιδίως μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ), με κύρια στόχευση την ανάδειξη ικανών και επαρκώς εξειδικευμένων δημόσιων υπαλλήλων, ενόψει μάλιστα της προοπτικής ένταξης της Χώρας στην τότε ΕΟΚ.
Δ. Στον δραστικό περιορισμό των ακροτήτων εφαρμογής στην πράξη του θεσμού της ασυλίας των Βουλευτών (άρθρο 63 του Συντάγματος του 1952) «δεδομένου ότι έχει ήδη διαμορφωθεί ουσιαστικώς καθεστώς αποκλεισμού της άρσεως της ασυλίας άνευ τινός διακρίσεως, επί ζημία δε του κύρους του Κοινοβουλίου καλλιεργείται παρά τη κοινή γνώμη υπό των επιβουλευομένων το ελεύθερον Πολίτευμα η εντύπωσις περί ασυδοσίας, δήθεν, του Βουλευτού έναντι του νόμου», κατά την σχετική διατύπωση του εν προκειμένω κειμένου της «βαθείας τομής».
Ε. Στην θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου με δικαιοδοσία που θα επικεντρωνόταν ιδίως στις εκλογικές διαφορές και στην λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων. Από αυτή την καινοτομία της «βαθείας τομής» έμεινε μέσα στον χρόνο μόνον η –αναμφισβητήτως αναχρονιστική και προβληματική, το λιγότερο- πρόβλεψη για την δικαιοδοσία του Συνταγματικού Δικαστηρίου να θέτει, ενδεχομένως, εκτός νόμου Πολιτικά Κόμματα, δίχως να υπολογισθούν και να εκτιμηθούν δεόντως άλλες, χρήσιμες, πολιτικές και πολιτειακές δικαιοδοτικές αρμοδιότητές του. Αλλά και δίχως να συνυπολογίζεται ότι ακόμη και η διαδικασία θέσης εκτός νόμου Πολιτικών Κομμάτων θα υπαγόταν έτσι τουλάχιστον σε ουσιώδη δικαστικό έλεγχο, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, όταν μάλιστα η ως τότε αντίστοιχη απόλυτη αυθαιρεσία είχε να «επιδείξει» και την, με «συνοπτικές διαδικασίες» και χωρίς καμμία δικαστική εγγύηση, θέση εκτός νόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (α.ν. 509/1947, που κυρώθηκε με το ΝΗ΄ Ψήφισμα).
ΣΤ. Στην θεσμοθέτηση σύγχρονων διατάξεων περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και εκτέλεσης μεγάλων έργων κοινής ωφέλειας, απαραίτητων για την επιτάχυνση και την επιτυχή εξέλιξη της όλης αναπτυξιακής πορείας της Χώρας υπό συνθήκες στήριξης του κοινωνικού συνόλου, και κατά κύριο λόγο των οικονομικώς ασθενέστερων.
Ζ. Στην θέσπιση της γενικής ρήτρας απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων και στην κατοχύρωση σημαντικών νέων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κυρίως δε Κοινωνικών Δικαιωμάτων, παντελώς «άγνωστων» στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος του 1952, με βασικούς άξονες κανονιστικής ρύθμισης την προστασία του γάμου, της οικογένειας και της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό η κανονιστική παρέμβαση της «βαθείας τομής» αποσκοπούσε, κατ’ ουσία, στην αντίστοιχη κανονιστική εδραίωση των θεμελίων ενός, έστω και στοιχειώδους, Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.
Επίλογος
Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν είναι δυνατό να συναχθούν και τ’ ακόλουθα συμπεράσματα: Πριν απ’ όλα η πολιτικώς κοντόφθαλμη και εν τέλει ανερμάτιστη στάση των Ανακτόρων εν γένει -σε συνδυασμό με την πολιτικώς ανεύθυνη στάση της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης- να σταθούν απέναντι στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό του Συντάγματος του 1952 μέσω της ευόδωσης του αναθεωρητικού εγχειρήματος της «βαθείας τομής», μ’ εμπνευστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό στην υπό τις γνωστές επώδυνες συνθήκες πτώση της Κυβέρνησής του, με όλες τις εντεύθεν και μετέπειτα πολιτικές και πολιτειακές επιπτώσεις. Πέραν δε τούτου, η συνέχιση της άκρως προβληματικής εφαρμογής του δημοκρατικώς προδήλως «ελλειμματικού» Συντάγματος του 1952 επέτρεψε στα Ανάκτορα να δρουν με την ίδια πολιτειακή αλαζονεία και επιπολαιότητα, και μάλιστα, a fortiori μετά τον θάνατο του Βασιλιά Παύλου Α΄ και την ανάρρηση στον θρόνο του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄. Και σήμερα, είναι πια ιστορικώς επαρκώς τεκμηριωμένη η θέση ότι αν η ολοκλήρωση της «βαθείας τομής» του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε επιφέρει τις αναγκαίες δημοκρατικές αλλαγές στο Σύνταγμα του 1952, κυρίως μέσω της θεσμοθέτησης των κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων», η Ελλάδα θα είχε αποφύγει τις μεγάλες περιπέτειες στις οποίες μπήκε όταν, όπως προεκτέθηκε, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ αφενός υποχρέωσε σε μια θεσμικώς αδιανόητη παραίτηση την δημοκρατικώς εκλεγμένη Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Και, αφετέρου και στην συνέχεια, «πυροδοτώντας» ο ίδιος τις μεθοδεύσεις της «αποστασίας» και της εξ αυτής καταλυτικής αποδόμησης της Ένωσης Κέντρου, συνέτεινε ενεργώς στον πλήρη ευτελισμό της πολιτικής ζωής της Χώρας και στην καταστροφική, όπως η πραγματικότητα απέδειξε, δημοκρατική απονομιμοποίησή της.
* Δημοσιεύθηκε στο ένθετο “Η εποχή των Βασιλέων 50 χρόνια μετά την επίλυση του Πολιτειακού” της εφημερίδας “Καθημερινή της Κυριακής”, της 27/10/2024