Υπόθεση Δημήτρη Κώνστα κατά Ελλάδας. Προσφυγή (Communication) αριθμός 3582/2019, Απόφαση (Views) 19 Ιουλίου 2024 της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του άρθρου 14 (1) και (3) β «δικαίωμα σε δίκαιη δίκη»

Παρασκευή Νάσκου-Περράκη, Αφ. Καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

1. Εισαγωγή

Το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (στο εξής ΣΑΠΔ), κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997 φΕΚ Α 25), μαζί με τα δύο Προαιρετικά Πρωτόκολλα ( που κυρώθηκαν με τον ίδιο Νόμο), αποτελεί τη σημαντικότερη διεθνή πράξη προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι λόγοι για τον ανωτέρω χαρακτηρισμό είναι πολλοί: Πρώτον, διότι περιλαμβάνει έναν κατάλογο προστασίας ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που καλύπτουν όλα τα άτομα στα 173 κράτη μέρη που το έχουν κυρώσει· δεύτερον, διότι από την πρώτη στιγμή προέβλεπε μηχανισμό ελέγχου εφαρμογής των δικαιωμάτων που περιλαμβάνει, με τη δημιουργία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΑΔ) , και τρίτον και σημαντικότερο ήταν η πρώτη πράξη προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο που εισήγαγε τη διαδικασία της ατομικής αναφοράς/προσφυγής μετά την υιοθέτηση του πρώτου Προαιρετικού Πρωτοκόλλου. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων , η οποία λειτουργεί ως όργανο ελέγχου, εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων του ΣΑΠΔ από τα κράτη μέρη, ερμηνεύει τις διατάξεις του μέσω της υιοθέτησης των Γενικών Σχολίων, τα οποία τα κράτη μέρη οφείλουν να μεταφράσουν και γνωστοποιήσουν στους πολίτες τους και αποφασίζει, ως οιονεί δικαιοδοτικό όργανο, για τις προσφυγές που υποβάλλονται ενώπιον της απο άτομα που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του κράτους μέρους και ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης ενός των δικαιωμάτων του ΣΑΠΔ. Οι αποφάσεις της δεσμεύουν τα κράτη μέρη τα οποία υποχρεούνται να τις εφαρμόσουν και να συμμορφωθούν στην προθεσμία που ορίζει η Επιτροπή. Οίκοθεν νοείται ότι για την κατάθεση προσφυγής, θα πρέπει το θύμα της παραβίασης να έχει ζητήσει την αποκατάσταση της απο τα τα εσωτερικά Δικαστήρια, δηλαδή να έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα που διαθέτει το κράτος, όπως επίσης ότι ο Ελληνας Δικαστής θα πρέπει να γνωρίζει και να εφαρμόζει τις διατάξεις του ΣΑΠΔ, ως υπέρτατο Νόμο του κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 28,1 του Συντάγματος .

2. Ιστορικό της υπόθεσης Δ Κ, 3582/2019 (εκδίκαση 19 Ιουλίου 2024)

Στις 2 Ιουνίου 2018 ο Δημήτρης Κώνστας κατέθεσε προσφυγή (Communication) ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλούμενος παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη και στο δικαίωμα υπεράσπισης. Η προσφυγή διαβιβάστηκε στην Ελλάδα στις 5 Απριλίου 2019 με τον αριθμό 3582/2019 και η απόφαση (Views) της Επιτροπής υιοθετήθηκε στις 19 Ιουλίου 2024. Στην προσφυγή, ο προσφεύγων, επικαλέστηκε την παραβίαση του άρθρου 14(1) και (3) β για τη δίκαιη δίκη. Ο Κώνστας υπήρξε Καθηγητής των Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εξελέγη Αντιπρύτανης , κατά τα έτη 1984-87 και Πρύτανης για δύο συνεχόμενες θητείες απο το 1990 έως το 1995. Διετέλεσε επίσης Υπηρεσιακός Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Αυγ. -Σεπτ. 1996), και Πρέσβυς εκ Προσωπικοτήτων Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1997-2000). Ήταν επίσης μέλος της Επιτροπής της Βενετίας για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (2002-2006) και εκλεγμένος Πρόεδρος της Υποεπιτροπής Διεθνούς Δικαίου (2003-2006).
Το έτος 2004 ασκήθηκε σε βάρος του και σε βάρος άλλων Καθηγητών, μελών Πρυτανικών Αρχών και διαφόρων Επιτροπών όπως Παραλαβής Υλικών και Έργων, διοικητικών υπαλλήλων και ιδιωτών προμηθευτών, καθώς και της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ποινική δίωξη για έλλειμα 2 δις δραχμών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κατά τις περιόδους 1992-95 και 1996-98 το οποίο προέκυπτε από έλεγχο Ορκωτού Λογιστή διορισμένου από τις Πρυτανικές Αρχές τον Σεπτέμβριο του 1997 και των Επιθεωρητριών του Υπουργείου Οικονομικών. Τον Ιούνιο του 2007 καταδικάστηκε πρωτόδικα από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών σε κάθειρξη 14 ετών με αναστολή έως την έφεση. Στις 25 Νοεμβρίου 2007 προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) υποστηρίζοντας ότι δηλώσεις ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων εναντίον του πριν την έναρξη της δίκης στο Εφετείο παραβίαζαν το τεκμήριο της αθωότητος. Το ΕΔΔΑ με απόφαση του (Konstas v. Greece, 2011) καταδίκασε ομόφωνα την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 εδάφιο α’ και του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του επιδίκασε χρηματική αποζημίωση και ζήτησε τη δημοσιοποίηση της απόφασης. Η απόφαση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια και κατέστη αμετάκλητη.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δηλώσεις στο Κοινοβούλιο, προερχόμενες από Υπουργούς, περιλαμβανομένου εκείνου της Δικαιοσύνης, υπονόμευσαν το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη στο δεύτερο βαθμό όπου η υπόθεση πρέπει να κρίνεται εξαρχής επεκτείνοντας έτσι την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας μέχρι να τελεσιδικήσει μια υπόθεση.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών) παρά την απόφαση του ΕΔΔΑ και την αθωωτική πρόταση της Εισαγγελέως της Έδρας επικύρωσε κατά πλειοψηφία τον Ιούνιο του 2012 την πρωτοβάθμια καταδίκη του. Τον Δεκέμβριο του 2015 ο Άρειος Πάγος απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης όλων των προσφευγόντων του Κώνστα συμπεριλαμβανομένου.
Το 2019 η νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητος έλαβε τη μορφή Κοινοτικής Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη με νόμο που ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (Νόμος 4596/2019). Στο Άρθρο 45 αυτού του νόμου που ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της Βουλής πλην της Χρυσής Αυγής, προβλεπόταν ότι σε περίπτωση παραβίασης του Τεκμηρίου Αθωότητος από δηλώσεις δημοσίων αρχών, αναγνωρισμένης από το ΕΔΔΑ και ενώ έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, το Συμβούλιο Χαρίτων υποχρεούται να γνωμοδοτεί θετικά υπερ του αιτούντος χάρη. Τον Ιούλιο του 2019 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Δικαιοσύνης υπέγραψε το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ 2216/25.11.2019) χαρίζοντας του το υπόλοιπο της ποινής που δεν είχε εκτίσει.
Στο μεταξύ ο Κώνστας είχε προσφύγει στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΑΔ) του Συμφώνου, τον Ιούνιο του 2018, επικαλούμενος την παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη καθώς και του δικαιώματοs υπεράσπισης. Δικαίωμα να προσφύγει στην ΕΑΔ του έδινε το Πρόσθετο Πρωτόκολλο του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Άρθρα 2.3 και 5(2)) στο οποίο είχε προσχωρήσει η Ελλάδα. Νομικός παραστάτης του Κώνστα ήταν αρχικά ο Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ Ιωάννης Κτιστάκις (μετέπειτα Δικαστής στο ΕΔΔΑ) και στη συνέχεια η Δικηγόρος Αθηνών Κλειώ Παπαπαντολέων. Την Ελλάδα εκπροσώπησε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Η Απόφαση (Views) της Επιτροπής ελήφθη στις 19 Ιουλίου 2024 με ψήφους 17 υπέρ και 1 κατά (Ισπανός) ενώ μία ψήφος διαφοροποιείτο ως προς το διατακτικό υποστηρίζοντας την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον των Ελληνικών δικαστηρίων (Πορτογάλος). Η ΕΑΔ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 14 (1) και (3) β του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα , σύμφωνα με το οποίο κάθε άτομο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια. (Πρόκειται για αρχή η οποία είναι όμοια με αυτήν του Αρθρου 6 της ΕΣΔΑ).

3. Το αντικείμενο της αίτησης στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Στην αίτησή του στην ΕΑΔ ο Κώνστας (02-06-2018) παρέθεσε στοιχεία από τη μακρόχρονη διαδικασία των ποινικών δικών που διεξήχθησαν αρχής γενομένης από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στο Τριμελές Εφετείο στις 21 Νοεμβρίου 2005 έως την απόφαση του Αρείου Πάγου στις 21 Δεκεμβρίου 2015, τα οποία κατά την άποψή του αποκαλύπτουν ουσιώδεις παραλήψεις της ποινικής δικονομίας και ευθείες παραβιάσεις των δικαιωμάτων του.
Το ουσιώδες ζήτημα που έθεσε ο Κώνστας στην αίτησή του ήταν τα ελλιπή χειρόγραφα πρακτικά τα οποία είτε αποσιωπούσαν ή και διαστρέβλωναν, σημαντικά κατά την άποψη του, στοιχεία τα οποία είχαν κατατεθεί και συζητηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία πρακτικά διατέθηκαν στους κατηγορουμένους πολλούς μήνες μετά την προφορική αναγγελία της ετυμηγορίας του δικαστηρίου (29 μήνες μετά την πρωτόδικη απόφαση και 25 μήνες μετά την δευτεροβάθμια) ενσωματωνόμενα στην απόφαση. Περαιτέρω αυτή η κατ΄εξακολούθηση πρακτική της χειρόγραφης τήρησης των Πρακτικών ερχόταν σε αντίθεση με τη βούληση του νομοθέτη όπως αποτυπώθηκε στο Αρ142Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 3346/2005) το Αρθρο 9{1} του οποίου έτασσε ότι η τήρηση των Πρακτικών στα δικαστήρια, και δη στα κακουργιοδικεία, μπορεί να γίνει με φωνοληψία και απομαγνητοφώνηση, διαδικασία την οποία οργανώνει ο Γραμματέας του Δικαστηρίου υπό την εποπτεία του προεδρεύοντος Δικαστή. Η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας αλλά βεβαίως η φωνοληψία θα επέτρεπε ένα μέσο επαλήθευσης της ακριβούς απόδοσης των λεχθέντων κατά την ακροαματική διαδικασία. Κάτι το οποίο απέτυχε και στους δύο βαθμούς απονομής δικαιοσύνης όσον αφορά τον Κώνστα.
Διαπιστώνοντας ότι για άλλη μια φορά η χειρόγραφη τήρηση των πρακτικών στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είχε ελλείψεις ο Κώνστας είχε ήδη καταθέσει αίτηση στο Πενταμελές Εφετείο για τη συμπλήρωση των πρακτικών της υπ. αριθ. 2006/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (Αρ. Πρωτοκόλλου 5986/16.04.2014). Η αίτηση αυτή ουδέποτε εκδικάστηκε σε αντίθεση με παρόμοια αίτηση που είχε κατατεθεί για τη διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών της υπ. αριθ. 2447/2007 πρωτοβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Εφετείου. Η τελευταία αίτηση εκδικάστηκε και διόρθωσε εν μέρει διαστρεβλώσεις των μαρτυριών καίριων μαρτύρων.
Η ουσιώδης παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και στην υπεράσπιση κατά τον Κώνστα εντοπίζεται στο εξής σημείο: Σύμφωνα με την ποινική δικονομία η αίτηση αναίρεσης στον Άρειο Πάγο δίνει σε αυτό το Δικαστήριο το δικαίωμα της εξέτασης των Πρακτικών της διαδικασίας στο Εφετείο προκειμένου να ελεγχθούν τυχόν δικονομικές παραβάσεις. Αν τα πρακτικά παραλείπουν να καταγράψουν με ακρίβεια τα διαμειφθέντα η εξέταση των πρακτικών είναι άνευ ουσίας.

4. Η μη αποτύπωση στα πρακτικά του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου της διακοπής της απολογίας του αιτούντα στον πρώτο βαθμό.

Ο Κώνστας είχε θέσει στους λόγους αναίρεσης προς το ακυρωτικό δικαστήριο δύο θέματα που κατά τη γνώμη των δικηγόρων είχαν επιρροή στην έκβαση της δίκης. Το πρώτο αφορούσε στη μη ολοκλήρωση της απολογίας του στον πρώτο βαθμό γεγονός που καθιστά άκυρη τη διαδικασία στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η απολογία του διεκόπη λόγω ασθενείας και μετά την επιστροφή του στην αίθουσα του Δικαστηρίου δεν του εδόθη ξανά ο λόγος ακόμα και όταν τον ζήτησε ενώ στερήθηκε της δυνατότητας να απαντήσει σε ερωτήματα της Έδρας. Η άρνηση του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε στα πρακτικά δίνοντας του τη δυνατότητα, μετά τη δημοσίευση της απόφασης και των πρακτικών, να καταφύγει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να ζητήσει την παρέμβασή του (Αίτηση 383/15.11.2010 και 9414/15.10.2010). Η ενέργεια αυτή του Δικαστηρίου δημιούργησε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ 1 περ. δ ΚΠΔ. Πράγματι, ο Εισαγγελέας του ΑΠ παρήγγειλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών να κοινοποιήσει στο Πενταμελές Εφετείο την καταγγελία ώστε αυτό να πράξει τα δέοντα και η βεβαίωση από την Εισαγγελία Αθηνών (Αρ. Πρωτ. 11906/16.02.2018) βεβαιώνει ότι τούτο πράγματι είχε γίνει. Καίτοι ο Κώνστας έθεσε αυτό το ζήτημα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο όταν αυτό συνήλθε στις 21 Φεβρουαρίου 2011, ζητώντας την ακύρωση της διαδικασίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια ούτε το αίτημα του ούτε τα έγγραφα του Εισαγγελέα του ΑΠ και του Εισαγγελέα Εφετών είχαν σημειωθεί στα χειρόγραφα πρακτικά. Ώστε όταν το θέμα ετέθη στους λόγους αναίρεσης προ το Ακυρωτικό Δικαστήριο, το τελευταίο να αποφανθεί ότι «…μετά από την επιτρεπόμενη εξέταση των πρακτικών προκύπτει ότι το θέμα αυτό δεν ετέθη και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει»! (σελ. 592-593 της υπ. αριθ. 1342/2015 Απόφασης του Αρείου Πάγου).

5. Η μη αποτύπωση στα πρακτικά του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της απόφασης του ΕΔΔΑ για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας

Κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας δίκης στο Πενταμελές Εφετείο δόθηκε στη δημοσιότητα η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση «Κώνστας κατά Ελλάδος», 2011. Ο Κώνστας κατάθεσε την απόφαση του ΕΔΔΑ ενώ οι δικηγόροι του αλλά και ο Συνήγορος Πολιτικής Αγωγής τόνισαν τη σημασία της απόφασης και ζήτησαν να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του δικαστηρίου. Στους αναιρετικούς λόγους στο ακυρωτικό δικαστήριο ο Κώνστας έθεσε την αποσιώπηση της απόφασης του ΕΔΔΑ έχοντας διαπιστώσει ότι τα δημοσιευμένα πρακτικά του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ήταν ελλιπή ως προς την απόδοση αυτής της κεφαλαιώδους σημασίας απόφασης. Για άλλη μια φορά το ακυρωτικό δικαστήριο απεφάνθη ότι από την επιτρεπόμενη εξέταση των πρακτικών του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι το θέμα αυτό ετέθη στην ακροαματική διαδικασία ώστε να χρειαστεί να απαντήσει το Δικαστήριο! Συνεπώς έκρινε μη παραδεκτό τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος.

6. Το σκεπτικό της Επιτροπής

Δεδομένων των εμποδίων που αντιμετώπισε ο προσφεύγων στην έγκαιρη πρόσβαση σε πλήρη και επαληθευμένα αντίγραφα των δικαστικών διαδικασιών, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 5 (4) του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, είναι της άποψης ότι τα γεγονότα ενώπιον της συνιστούν παραβίαση από το συμβαλλόμενο Κράτος των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου σύμφωνα με το άρθρο 14 (3) (β) του Συμφώνου. … Το Συμβαλλόμενο Κράτος παραβίασε τις υποχρεώσεις του βάσει του Άρθρου 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) του ΣΑΠΔ παραλείποντας να εξασφαλίσει στον αιτούντα τον κατάλληλο χρόνο και διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, ιδίως μη εξασφαλίζοντάς του την έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβή και πλήρη πρακτικά δίκης των Δικαστηρίων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της αναίρεσης, η οποία περιόρισε την ικανότητα του προσφεύγοντος να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο ίδιος ή οι μάρτυρες ενώπιον των δικαστηρίων της δίκης δεν μπορούσαν να επαληθευτούν.
Κατά συνέπεια η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να καταβληθεί στον αιτούντα «επαρκής αποζημίωση» να δημοσιοποιηθούν οι Απόψεις της Επιτροπής και να ληφθούν μέτρα ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον αυτές οι παραβιάσεις. Έταξε δε προθεσμία 180 ημερών για τη συμμόρφωση της χώρας.

7. Συμπέρασμα

Πρόκειται για άλλη μια καταδίκη της χώρας μας σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή τη φορά για παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το Διεθνές Δίκαιο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει στα κράτη την αρμοδιότητα να κρίνουν πρώτα και αποκλειστικά ζητήματα παραβίασης δικαιωμάτων του ανθρώπου απο τη στιγμή που όλες οι σχετικές Συμβάσεις κυρώνονται και εφαρμόζονται ή θα πρέπει να εφαρμόζονται απο τον Ελληνα Δικαστή. Για αυτόν τον λόγο απαιτεί την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Εάν η Ελληνική Δικαιοσύνη γνωρίζει και εφαρμόζει τις Διεθνείς Συμβάσεις, που είναι Νόμοι της χώρας, γνωρίζει τη νομολογία των Επιτροπών που προβλέπονται σε κάθε μια από αυτές (οκτώ συνολικά), πιστεύουμε ότι οι έλληνες πολίτες δεν θα χρειζόταν να προσφεύγουν στις Επιτροπές των Διεθνών Συμβάσεων για να δικαιωθούν και ο έλληνας φορολογούμενος να επιβαρύνεται με τις αποζημιώσεις. Οι εθνικοί δικαστές οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι πιθανή μη συμμόρφωση ενδέχεται να οδηγήσει σε καταδίκη του κράτους και καταβολή αποζημίωσης Για τον λόγο αυτό φρονούμε ότι οι δικαστές οφείλουν να γνωρίζουν και να λαμβάνουν υπόψη τους τόσο την ερμηνεία των διεθνών αυτών πράξεων όσο και τη νομολογία. Διότι είναι αποδεκτό ότι οι Επιτροπές που προβλέπονται από τις παγκόσμιες συμβάσεις προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου παράγουν δικαιοδοτικές πράξεις.

 

 

 

.

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

14 + three =