Το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε τον Ιούνιο, δηλαδή σε λιγότερο από έναν χρόνο μετά την κατάρρευση της χούντας και αφού είχε ήδη προ εξαμήνου επιλυθεί το πολιτειακό ζήτημα με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974. Η Κυβέρνηση της ΝΔ κατέθεσε το Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος τον Ιανουάριο και μετά από 25 συνεδριάσεις στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και 35 συνεδριάσεις στην Ολομέλεια, το Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου από 208 σε σύνολο 220 βουλευτών της ΝΔ που ήταν παρόντες. Η Αντιπολίτευση είχε αποχωρήσει ήδη από τη συνεδρίαση της 21ης Μαΐου λόγω διαφωνιών για τις υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρά ταύτα, ήδη είχαν γίνει δεκτές πολυάριθμες αλλαγές (πάνω από 100) στο Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος που βελτίωναν την προστασία των ατομικών ελευθεριών.
Παρά την περιπέτεια αυτήν κατά την ψήφισή του το Σύνταγμα του 1975, μέσα και από τις αναθεωρήσεις και την ερμηνεία του, έγινε το Σύνταγμα όλων των πολιτικών δυνάμεων και υπηρέτησε τους δημοκρατικά εκλεγμένους κάθε φορά. Δεν εμπόδισε τον ευρύ μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας τη δεκαετία του 1980 και την αναδιανομή εισοδήματος, ούτε τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας τη δεκαετία του 1990 και τον ολοένα στενότερο συντονισμό με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης υποδέχτηκε την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και παρείχε ευελιξία στην πολιτική διαδικασία. Η επιτυχία αυτή του Συντάγματος οφείλεται στον συνδυασμό ανοικτότητας και πλουραλισμού: ανοικτότητας αφενός προς το διεθνές και το ευρωπαϊκό περιβάλλον, αφετέρου προς τα εναλλακτικά οικονομικά μοντέλα, πιο παρεμβατικά ή πιο φιλελεύθερα, και πλουραλισμού ως προς την κατοχύρωση ενός πλήρους καταλόγου ατομικών ελευθεριών και κοινωνικών δικαιωμάτων, πρωτοποριακού για την εποχή του ή και για τις μέρες μας. Ας μην ξεχνάμε ότι το Σύνταγμα του 1975 αφήνει την τέχνη, την επιστήμη, την έρευνα και τη διδασκαλία ελεύθερες χωρίς περιορισμούς.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι το Σύνταγμα του 1975 ανταποκρίθηκε πλήρως στις προκλήσεις. Πρωτίστως, σε αρκετές περιπτώσεις δεν διέθετε τις εγγυήσεις της αυτοπροστασίας του από την κακή ερμηνεία και την ανεπιτυχή εξειδίκευσή του. Για παράδειγμα, η ερμηνεία του άρθρου 3 περί της επικρατούσας θρησκείας ιδεολογικοποίησε το κατά τα άλλα ευέλικτο Σύνταγμα, κατά τρόπον ώστε υπό το κριτήριο του θρησκεύματος να ελέγχεται η βούληση του νομοθέτη κατά τη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος. Χωρίς το άρθρο 3 να ευθύνεται per se, χρησιμοποιήθηκε ως ανάχωμα στη βούληση του νομοθέτη για μια πιο πλουραλιστική κοινωνία.
Ακόμη, το Σύνταγμά μας, αν και πλουραλιστικό, όπως αναφέρθηκε, παραμένει ένα Σύνταγμα πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, στον οποίον η πλειοψηφία ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος και η πολιτική διαφωνία εκφράζεται αποτελεσματικά με την εναλλαγή των κυβερνήσεων, αλλά όχι κατά τη διάρκειά τους. Για να αμβλύνει τα χαρακτηριστικά του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, η αναθεώρηση του 2001 ενίσχυσε το κράτος δικαίου με μηχανισμούς αντιβάρων προς την πλειοψηφία, όπως οι ανεξάρτητες αρχές, η απαγόρευση συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης και ο σημαντικός περιορισμός των εξαιρέσεων από το ασυμβίβαστο των δικαστικών με άλλα καθήκοντα, το οποίο υπηρετεί την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, η αναθεώρηση του 2001 τελεί σε ιστορική συνέχεια προς το Σύνταγμα του 1911 ως προς την προσπάθεια θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι το Σύνταγμα του 1911 ίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, ανέθεσε στο Εκλογοδικείο την εκδίκαση των βουλευτικών ενστάσεων που έως τότε εξετάζονταν από τη Βουλή και κατοχύρωσε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Προς την ίδια κατεύθυνση, της ενίσχυσης του κράτους δικαίου και της αποφυγής συγκέντρωσης της εξουσίας, πρέπει να γίνουν πιο αποφασιστικά βήματα και σε μια επόμενη αναθεώρηση.
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το κλίμα της σημερινής εποχής, στην Ελλάδα και γενικότερα στον δυτικό κόσμο. Αντίθετα, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματική διακυβέρνηση χωρίς τις συνταγματικές αγκυλώσεις. Οι ΗΠΑ προσφέρουν τελευταία πολλά παραδείγματα ως προς αυτό το φαινόμενο. Αλλά και στη χώρα μας, η στροφή, για παράδειγμα, προς την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων αφενός γίνεται στο όνομα της αποτελεσματικότητας, αφετέρου δημιουργεί τον κίνδυνο του πλήρους ελέγχου του κράτους σε ένα σύστημα ούτως ή άλλως πλειοψηφικό.
Μια αναθεώρηση αντανακλά το πνεύμα της εποχής· δεν πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, ούτε επιχειρεί να συνετίσει τους πολίτες. Η εποχή μας αντανακλά σε έναν βαθμό -παντού στον δυτικό κόσμο- ένα πνεύμα αναθεωρητισμού εγγυήσεων που μετά τον Πόλεμο θεωρούνται κεκτημένα του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος. Πιθανόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον ένα καλό Σύνταγμα να μην μπορεί να γίνει καλύτερο. Με την απαιτούμενη ευρεία συναίνεση για την αναθεώρηση το Σύνταγμα αυτοπροστατεύεται.
Εφημερίδα Τα Νέα, 7 Ιουνίου 2025



