Το συνταγματικό δίκαιο είναι μια «κανονιστική» επιστήμη με μια ειδικότερη έννοια που τη διαφοροποιεί από τις άλλες νομικές επιστήμες. Όχι μόνο επειδή -όπως και αυτές- ασχολείται με κανόνες δικαίου, εν προκειμένω τους συνταγματικούς κανόνες, αλλά και γιατί οι κανόνες αυτοί αποτελούν το a priori της νομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, προς το οποίο θα πρέπει να συμμορφώνονται κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Έτσι, το βασικό ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν οι συνταγματολόγοι, χωρίς βέβαια να διαθέτουν κάποιο αλάθητο, αλλά μόνο μια μεγαλύτερη εξειδίκευση, είναι αν μια νομοθετική ρύθμιση ή μια διοικητική ή δικαστική απόφαση ή μια πολιτική πράξη ή μια ιδιωτική συμπεριφορά, είναι σύμφωνη ή αντίθετη προς το Σύνταγμα. Υπό την πρακτική αυτή διάστασή της, η οποία είναι εκείνη που ενδιαφέρει κυρίως την κοινή γνώμη, η επιστήμη του Συντάγματος αξιολογεί αυτό που κάθε φορά ισχύει, υπάρχει ή γίνεται σε υπο-συνταγματικό επίπεδο, με βάση αυτό που πρέπει να ισχύει σε συνταγματικό επίπεδο, δηλαδή το συνταγματικό «δέον γενέσθαι».
Από την άποψη αυτή, η μομφή που απηύθυνε ο Ηλίας Κανέλλης (Τα Νέα 13.1.2023), στους συνταγματολόγους που υπέγραψαν το επικριτικό κείμενο κατά της γνωμοδότησης Ντογιάκου, ότι δεν ενήργησαν ως καθαροί επιστήμονες αλλά ως ακτιβιστές με πολιτική πρόθεση και στόχο, δεν έχει νόημα. Διότι ο συνταγματολόγος εξ επαγγέλματος οφείλει να προασπίζεται το Σύνταγμα και να επισημαίνει τις συνταγματικές παρεκβάσεις, οποθενδήποτε προερχόμενες, ανεξάρτητα από το όφελος ή τη ζημία που μπορεί να έχει η δημόσια παρέμβασή του γι’ αυτήν ή την άλλη πολιτική δύναμη.
Ο νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν είναι μόνον ο συντάκτης της επίμαχης γνωμοδότησης αλλά -ως Εισαγγελέας Εφετών τότε- και της πρότασης παραπομπής σε δίκη των μελών της Χρυσής Αυγής, με ένα σκεπτικό που έχει ενσωματωθεί πλέον στο νόημα του άρθρου 29 Συντ. και δεν αφήνει περιθώρια για την καταχρηστική του χρήση, από εγκληματικές οργανώσεις που λειτουργούν υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος. Όμως η γνωμοδότησή του για τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ προκαλεί ένα μεγάλο τραύμα στο Σύνταγμα. Η απαριθμημένη συνταγματοποίηση της ΑΔΑΕ και των τεσσάρων άλλων ανεξάρτητων Αρχών με την αναθεώρηση του 2001 (άρθρα 9Α, 15 §2, 19 §2, 103 §7, 103 §9 Συντ.), δεν σημαίνει μόνο την απαγόρευση νομοθετικής κατάργησής τους. Η ειδική αυτή συνταγματοποίηση των ανεξάρτητων Αρχών δεν συνεπάγεται μόνο τη συνταγματική κατοχύρωση της ύπαρξής τους αλλά και των αρμοδιοτήτων τους, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η επανοικειοποίηση από τον κοινό νομοθέτη αρμοδιοτήτων που έχουν ήδη χορηγηθεί σε αυτές. Αυτό όμως λέει στην ουσία η γνωμοδότηση Ντογιάκου: ότι με την επιφύλαξη της μη κατάργησής της, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να απομειώνει τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, καθιστώντας την κάτι που μοιάζει απλώς με ανεξάρτητη Αρχή.
Υπό την εκδοχή αυτήν, το εύρος και ο τρόπος άσκησης αρμοδιοτήτων ακόμη και των συνταγματικώς εγγυημένων ανεξάρτητων Αρχών, δεν έχει ένα «ουσιώδες συνταγματικό περιεχόμενο», αλλά καταλείπεται στον κοινό νομοθέτη. Όμως, εάν οι αρμοδιότητες των ανεξάρτητων Αρχών είναι ελευθέρως ανακλητές ή μεταβιβάσιμες σε άλλα κρατικά όργανα -όπως έχει γίνει ήδη στην περίπτωση της ΑΔΑΕ- τότε αυτές παύουν πλέον να είναι λειτουργικά ανεξάρτητες.