Περί του άρθρου 86 του Συνταγματος

Βασίλειος Σταματόπουλος, Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Ήδη από τον μήνα Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, κατ΄ επίτασιν δε τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν αποτυπωθεί πλείονες νομικές σκέψεις και επιχειρήματα περί της ορθής ερμηνείας του άρθρου 86 Σ. Το εν λόγω ζήτημα καθίσταται, ειδικώς αυτές τις ημέρες, έτι πιο επίκαιρο εξ αφορμής της λίαν προσφάτως επισυμβάσας «πρόωρης» λήξης των εργασιών της συσταθείσας «προανακριτικής» Επιτροπής της Βουλής και της συνακόλουθης λήψης απόφασης εκ μέρους της Ολομελείας περί ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βάρος πρώην υφυπουργού για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Και, όπως πολύ ορθώς επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής της 30ης Μαρτίου, το πιο δόκιμο θα ήταν βεβαίως τα σχετικά αυτά ζητήματα να τεθούν προς ανάλυση σε ένα εξειδικευμένο συνταγματικό νομικό σεμινάριο. Παρά ταύτα, μιας και ο παρών διαδικτυακός ιστότοπος (constitutionalism.gr) του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» έχει αποδεδειγμένα πλέον προσλάβει χαρακτήρα ζωντανού νομικού (αμιγώς επιστημονικού) ηλεκτρονικού περιοδικού Συνταγματικού και ευρύτερα Δημοσίου Δικαίου, έχοντας αναλάβει, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, το θεμελιώδες από δημοκρατικής απόψεως έργο της έγκυρης επιστημονικής (εν προκειμένω συνταγματικής) πληροφόρησης όσο όμως πρωτίστως και σφαιρικής ενημέρωσης (ας μην ξεχνάμε ότι ψυχή της Δικαιοσύνης και συνακολούθως μείζων αποστολή τόσο του έντυπου όσο και του ηλεκτρονικού Τύπου δεν είναι μόνο η δημοσίευσις αλλά προεχόντως και η έγκυρη ενημέρωση των πολιτών) έχοντας όλα αυτά τα χρόνια πρωτοστατήσει ενεργώς – μέσω της φιλοξενίας στις διαδικτυακές του στήλες πλειάδας επιστημονικών άρθρων και μελετών – στην ανάδειξη ποικίλων συνταγματικών ζητημάτων, ας μας επιτραπεί να θέσουμε επί του σχετικού επιστημονικού διαλόγου ορισμένες παρατηρήσεις μας αναφορικώς με το προσφάτως ανακύψαν και ήδη προρρηθέν (βλ. ως άνω) αμφισβητούμενο ερμηνευτικό ζήτημα υπό το συνταγματικό πρίσμα του άρθρου 86.

Καταρχάς, ουδόλως πρόκειται για προανακριτική επιτροπή, όπως καταχρηστικά και σίγουρα πάντως νομικά ανακριβώς λέγεται και γράφεται, προφανώς υπό την επήρεια του προγενέστερου (ήτοι προ του 2001) συνταγματικού καθεστώτος το οποίο ήταν (και εξακολουθεί ίσως ακόμα και σήμερα να είναι) κατά πολύ πιο οικείο στον Τύπο και στους πολίτες λόγω της πολύκροτης δίκης του Ανδρέα Παπανδρέου. Την εποχή εκείνη πράγματι συστήνονταν προανακριτικές επιτροπές της Βουλής ως προθάλαμος του Ειδικού Δικαστηρίου («Υπουργοδικείου») οι οποίες, πράγματι, διενεργούσαν γνήσια προανακριτικές πράξεις. Στην προκειμένη όμως, υπό τελείως διαφορετικό συνταγματικό καθεστώς, περίπτωση που απασχολεί την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για προανακριτική επιτροπή, όπως τελείως αποπροσανατολιστικά γίνεται λόγος, αλλά για μια ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που διενεργεί απλώς προκαταρκτική εξέταση για να διακριβωθεί αν δύναται ή πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη εκ μέρους της Βουλής. Το ζήτημα δεν είναι ορολογικό, όπως ίσως θα βιαζόταν κάποιος να απαντήσει prima facie, αλλά πρωτίστως νομικό και ουσιαστικό, αφού, σύμφωνα ακριβώς με τα προεκτεθέντα, κατά το στάδιο αυτό (ενώπιον δηλ. της περί ης ο λόγος συσταθείσας επιτροπής της Βουλής) ουδεμία προανάκριση λαμβάνει χώρα, ο δε εμπλεκόμενος υφυπουργός δεν έχει καν την ιδιότητα του κατηγορουμένου αλλά απλώς του υπόπτου, ακριβέστερα δε, φέρει την ιδιότητα του προκαταρκτικώς ελεγχομένου. Συνεπώς, κακώς γίνεται λόγος για δήθεν «προδικασία» (καθώς και για δυνητικές ακυρότητές της) τουλάχιστον stricto sensu. Η προδικασία κατά το άρθρο 86 Σ. εκκινεί πολύ αργότερα και ειδικότερα κατά το χρονικό εκείνο στάδιο που ακολουθεί την άσκηση ποινικής διώξεως από την Ολομέλεια της Βουλής, οπότε και η υπόθεση άγεται πλέον ενώπιον του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου. Αυτό και μόνο αυτό (ήτοι το Δικαστικό Συμβούλιο) είναι το συνταγματικώς εντεταλμένο όργανο για να διενεργήσει προανάκριση και πάντως όχι η Βουλή. Ακριβώς γι΄ αυτόν το λόγο άλλωστε, το άρθρο 86 παρ. 4 Σ. ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος (ενν. εκ μέρους του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου).

Κατά ταύτα, η Βουλή, σύμφωνα πάντοτε με το σαφές γράμμα του άρθρου 86 Σ., δεν έχει καμία προανακριτική δικαιοδοσία/αρμοδιότητα την οποία τάχα απεμπόλησε. Υπ΄ αυτήν την έννοια και τούτων δοθέντων, προκαταληκτικώς συμφωνούμε απολύτως με τα όσα έχει υποστηρίξει συναφώς ο Νίκος Αλιβιζάτος σε επανειλημμένη αρθρογραφία του. Ουδεμία καταστρατήγηση, πολλώ δε μάλλον παραβίαση του άρθρου 86 Σ. συντελείται με την άμεση παραπομπή της υπόθεσης από την συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ολομέλεια της Βουλής προς άσκηση ποινικής διώξεως και κατ΄ αυτόν τον τρόπο προς κάταρξη ποινικής προδικασίας σε βάρος του πρώην υφυπουργού. Την εν θέματι προανάκριση θα διενεργήσει, κατά τα προεκτεθέντα, ως μόνο αρμόδιο το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 Σ. Ώστε εν προκειμένω, η Βουλή (και δη η Ολομέλεια) ως μοναδικό συνταγματικό ρόλο έχει την άσκηση (ή μη)1 ποινικής διώξεως, κατόπιν βεβαίως παραπεμπτικού πορίσματος της οικείας κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης, πορίσματος όμως το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός μεν πουθενά στο Σύνταγμα δεν προβλέπεται διάταξη περί την λιγότερο ή περισσότερο αναλυτική έκτασή του ή περί την ένταση της «ανακριτικής» διεισδυτικότητάς του, αφετέρου δε, και αυτό είναι το κυριότερο, πορίσματος το οποίο, σε τελική ανάλυση, είναι μη δεσμευτικό για την Ολομέλεια η οποία μπορεί (θεωρητικώς πάντοτε) να αποφασίσει και διαφορετικά2. Γι΄ αυτό άλλωστε και η ποινική δίωξη ασκείται εν τέλει μόνον κατόπιν νέας ψηφοφορίας στην Ολομέλεια και μόνο δυνάμει σχετικής αποφάσεως της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών3. Μόνο δηλ. η Ολομέλεια της Βουλής είναι εκείνη η οποία έχει την κυριαρχική και αποφασιστική αποκλειστική συνταγματική αρμοδιότητα προς άσκηση (ή μη) ποινικής διώξεως και σε καμία περίπτωση η συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, το πόρισμα της οποίας είναι απλώς ενισχυτικό, συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό προς την κατά ταύτα αποκλειστικώς και κυριαρχικώς αρμόδια αποφασίζουσα Ολομέλεια. Εάν δηλ. η κυριαρχικώς αρμόδια Ολομέλεια της Βουλής κρίνει, και δη ανελέγκτως, ότι συντρέχουν οιεσδήποτε, έστω και απλές, ενδείξεις ενοχής του υπό διερεύνηση πολιτικού προσώπου, τότε ασκεί ποινική δίωξη κατ΄ αυτού, οπότε και μόνον κατ΄ αυτόν τον ποινικοδικονομικό τρόπο είναι δυνατόν να ξεκινήσει η αντίστοιχη προδικασία (προανάκριση ή κύρια ανάκριση αναλόγως βεβαίως του εκάστοτε αποδιδόμενου αδικήματος) ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ. Είναι απολύτως σαφές ότι ουδεμία απολύτως δέσμευση της Ολομέλειας από το πόρισμα (πλήρες ή τυχόν ελλιπές, ορθό ή εσφαλμένο κλπ.) της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης υφίσταται κατά το Σύνταγμα, το οποίο άλλωστε πουθενά δεν προβλέπει, πολλώ δε μάλλον πουθενά δεν επιτάσσει την εξάντληση της (ούτως ή άλλως εκ της φύσεώς της απλώς επιβοηθητικής) διαδικασίας προκαταρκτικής εξετάσεως εκ μέρους της σχετικής κοινοβουλευτικής επιτροπής. Κατά τη σαφή γραμματική διατύπωση του άρθρου 86 παρ. 3 Σ. η Ολομέλεια της Βουλής, ως το ανώτατο άλλωστε κοινοβουλευτικό όργανο, έχει στο προκείμενο ζήτημα της άσκησης ποινικής διώξεως κατά διατελέσαντος κυβερνητικού προσώπου τον πλέον κρίσιμο και κυριαρχικώς αποφασιστικό ρόλο4. Όλα αυτά προκύπτουν τόσο από το γράμμα όσο βεβαίως και από το πνεύμα και την κεντρική τελολογία του άρθρου 86 Σ.

Υπ΄ αυτήν ακριβώς την έννοια, ουδεμία παραβίαση ή έστω καταστρατήγηση του άρθρου 86 Σ. συντελείται με την άμεση παραπομπή της υπόθεσης από την συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ολομέλεια της Βουλής, παραπομπή άλλωστε η οποία συμβάλλει τα μέγιστα στην ταχύτατη απεμπλοκή της Βουλής από αμιγώς δικαστικές κρίσεις και αποφάνσεις στις οποίες η ίδια αποδεδειγμένα, όπως έχουν καταδείξει με τον πλέον αδιάψευστο τρόπο όλα τα παρελθόντα χρόνια της μεταπολίτευσης με τις αναρίθμητες επιτροπές-παρωδία, αδυνατεί να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς. Στο σημείο μάλιστα αυτό θα διαφωνήσουμε με τον Νίκο Αλιβιζάτο που ομιλεί για προτεραιότητα της τελολογικής ερμηνείας του Συντάγματος έναντι της γραμματικής υπονοώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο εμμέσως ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση ίσως και να παραβιάζεται το γράμμα του άρθρου 86 Σ. Τουναντίον, σύμφωνα με όλα όσα προεκθέσαμε, είναι αυτή ταύτη η γραμματική διατύπωση ειδικώς της τρίτης παραγράφου του άρθρου 86 Σ. η οποία δίδει, αναφορικά πάντοτε με το ενταύθα κρίσιμο θέμα της ποινικής ευθύνης κυβερνητικού προσώπου, σαφέστατο ερμηνευτικό προβάδισμα στην κατισχύουσα αποκλειστική δικαιοδοσία της Ολομέλειας προς άσκηση ποινικής διώξεως και σε καμία περίπτωση στον κατά ταύτα επικουρικό και απλώς υποβοηθητικό ρόλο που έχει η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Δι΄ό και φρονούμε ότι εν προκειμένω γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 86 Σ. βαίνουν αισίως σε κοινό ερμηνευτικό τόπο και θεμελιώνουν εδραίως την ορθή καθ΄ ημάς θέση (που πρώτος διετύπωσε ο Νίκος Αλιβιζάτος στην αρθρογραφία του στον Τύπο). Εξάλλου, ο ερμηνευτής του Δικαίου έχει ως πρώτιστο χρέος του να επιδιώκει πάντοτε την πραγμάτωση της ουσιαστικής ενότητας της ερμηνείας του Δικαίου και να θεραπεύει τυχόν ανακύπτουσες ερμηνευτικές αντινομίες. Με άλλα λόγια, φρονούμε δηλαδή ότι η τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος -κατά την ορθή δικαιοπολιτική αποστολή της- συμπληρώνει, επιρρωνύει και εν τέλει θωρακίζει τη γραμματική διατύπωση των κατ΄ ιδίαν συνταγματικών διατάξεων τις οποίες πάντως σε καμία περίπτωση ούτε αναιρεί ούτε καταργεί ούτε αλλοιώνει. Ώστε γραμματική και τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος, στο προκείμενο πάντοτε ζήτημα (86 Σ.), δεν τελούν σε καθεστώς δήθεν συγκρούσεως ώστε να ανακύπτει τότε πράγματι ανάγκη κατισχύσεως μίας εξ αυτών (εν προκειμένω της τελολογικής) όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος, αλλά φρονούμε ότι ειδικώς στην περίπτωση του άρθρου 86 Σ. τα δύο αυτά είδη ερμηνείας (γραμματική και τελολογική) αλληλοσυμπληρώνονται δικαιομεθοδολογικώς και συμπορεύονται αρμονικώς (ενότητα της ερμηνείας). Εν προκειμένω δηλ. η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 86 Σ. (όπως ορθώς κατά τη γνώμη μας την αντιλαμβάνεται και την διατυπώνει ο Ν. Αλιβιζάτος)5 δεν αντιδικεί αλλά, αντιθέτως, συστρατεύεται απολύτως προς τη σαφή γραμματική διατύπωση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, υπό την έννοια ακριβώς που καταδείξαμε ανωτέρω.

Συμπερασματικώς, η άμεση παραπομπή της υπόθεσης από την συσταθείσα ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ολομέλεια της Βουλής προς άσκηση ποινικής διώξεως κατά του πρώην υφυπουργού ουδόλως παραβιάζει το γράμμα, πολλώ δε μάλλον το πνεύμα της διατάξεως του άρθρου 86 Σ., καθόσον, επαναλαμβάνουμε, πουθενά στο Σύνταγμα δεν προβλέπεται ούτε a fortiori επιβάλλεται ότι η εν θέματι επιτροπή οφείλει τάχα να εξαντλήσει με άκρα ερευνητική διεισδυτικότητα και ιδιαίτερη «ανακριτική» ένταση αυτήν την (οιονεί και πάντως όχι γνήσια) προανακριτική, ακριβέστερα δε εισαγγελική της αποστολή (ήγουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως), τουναντίον δε κατά το απολύτως σαφές γράμμα του άρθρου 86 Σ. η Ολομέλεια – μόνον αυτή και ουδείς άλλος – είναι η κυριαρχικώς όσο και αποκλειστικώς αρμόδια να αξιολογήσει, κατόπιν νέας ψηφοφορίας πάντοτε, τη βασιμότητα ή μη καθώς και τον απαιτούμενο βαθμό επάρκειας του σχετικού παραπεμπτικού πορίσματος. Τούτων δοθέντων, φρονούμε ότι η λύση που τελικώς προκρίθηκε είναι η (συνταγματικά όσο όμως, επιπροσθέτως, και πολιτικά με πλείστες αναγωγές στις πάμπολλες επιτροπές-παρωδία του πλούσιου μεταπολιτευτικού μας παρελθόντος) απολύτως ενδεδειγμένη και πρέπει να ακολουθείται σε όλες ανεξαιρέτως τις μελλοντικές περιπτώσεις που ανακύπτει τυχόν ποινική ευθύνη υπουργού ή υφυπουργού, ώστε να διευκολύνεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο η άμεση απεμπλοκή της Βουλής από αμιγώς δικαστικά καθήκοντα, καθήκοντα αν όχι (στη χειρότερη και προδήλως πιο πιθανή περίπτωση) αντιφατικά και συγκρουόμενα προς αυτήν την ίδια (βλ. λ.χ. τη σύγκρουση συμφερόντων που σίγουρα θα ανακύπτει καθώς και ποικίλα ζητήματα κακώς νοουμένης κομματικής πειθαρχίας), στην καλύτερη τουλάχιστον -και πιο επιεική- περίπτωση η απεμπλοκή της από δικαστικά καθήκοντα αλλότρια και πάντως μη οικεία σε αυτήν ως εξ ορισμού φορέα της νομοθετικής (και όχι της δικαστικής) λειτουργίας.

ΥΓ. Σε σχέση με το δικαστικώς ανέλεγκτο των interna corporis της Βουλής (στο οποίο αναφέρεται και ο Νίκος Αλιβιζάτος στην σχετική αρθρογραφία του) και κυρίως σε σχέση με τα άκρα όρια αυτού του δικαστικώς ανελέγκτου φρονούμε ότι – ειδικώς επ΄ αυτού του θέματος – θα πρέπει, πράγματι, να λάβει χώρα ένα εξειδικευμένο νομικό σεμινάριο, καθόσον η (συχνά καταχρηστική) επίκληση αυτού του δικαστικώς ανελέγκτου των interna corporis της Βουλής οδηγεί ενίοτε σε ορισμένες βαρέως αντισυνταγματικές κοινοβουλευτικές πρακτικές/εκτροπές (βλ. λ.χ. την παραβίαση από τη Βουλή των ρητώς προβλεπομένων στο Σύνταγμα αυξημένων ποσοστών πλειοψηφίας του άρθρου 101 Α παρ. 2 Σ. ως προς την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές).

1 Βλ. άρθρο 86 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντάγματος.

2 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντάγματος «…στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης». Ουδεμία απολύτως δέσμευση της Ολομελείας εκ του οιουδήποτε πορίσματος της εν θέματι επιτροπής προκύπτει με βάση το σαφές γράμμα της προρρηθείσης συνταγματικής διατάξεως.

3 Βλ. άρθρο 86 παρ. 3 εδ. δ΄ Συντάγματος.

4 Προσεκτική και επισταμένη γραμματική ερμηνεία των τεσσάρων πρώτων εδαφίων του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, συνδυαστικώς, δύναται να αποκαλύψει, κατά τη γνώμη μας, μία τρόπον τινά υποσυνείδητη και λανθάνουσα τεχνική κανονιστικής «φωτοσκίασης» εκ μέρους του συνταγματικού νομοθέτη. Κατά ταύτα, φρονούμε ότι το πρωτογενές συνταγματονομοθετικό κανονιστικό φως της διατάξεως του άρθρου 86 παρ. 3 Συντάγματος προσπίπτει ευθέως, αριδήλως και υπερχειλώς επί της αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Ολομελείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, με το πόρισμα της οικείας επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης να συνιστά – σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη – ένα κατά το μάλλον ή ήττον τυπικό διαδικαστικό προαπαιτούμενο για την έγκυρη θέση σε κίνηση της σχετικής διαδικασίας ασκήσεως ποινικής διώξεως από την Ολομέλεια. Αυτή ακριβώς η γραμματικώς αναμφίλεκτη συνταγματοκανονιστική ιεράρχηση αρμοδιοτήτων μεταξύ αφενός Ολομελείας και αφετέρου ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και, συνακολούθως, αυτή η κατά τα προεκτεθέντα πρωτογενής συνταγματική κατίσχυση της δικαιοδοσίας της Ολομελείας προς άσκηση ποινικής διώξεως σε αντίστιξη (και κατά φωτοσκίαση) με τον απλώς επιβοηθητικό ρόλο της οικείας επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δίδουν, εντεύθεν, και εν ταυτώ νομιμοποιούν το απολύτως σύστοιχο (προς το αντίστοιχο κανονιστικό) ερμηνευτικό προβάδισμα και θεμελιώνουν εδραίως την (καθ΄ ημάς ορθή) θέση που υποστηρίζουμε στο κύριο μέρος του παρόντος άρθρου. Συνελόντι ειπείν, εκ των τεσσάρων πρώτων εδαφίων του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος εν συνδυασμώ, συνάγονται πρωτευόντως μεν και κυρίως η κανονιστική, συνακολούθως δε και παρεπομένως και η (απολύτως σύστοιχη προς την κανονιστική) αντίστοιχη ερμηνευτική πρωτοκαθεδρία της (κυριαρχικής και αποκλειστικής) συνταγματικής αρμοδιότητας της Ολομελείας προς άσκηση ποινικής διώξεως έναντι μίας ήσσονος αρμοδιότητας της σχετικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως.

5 Βλ. ενδ. Ν. Αλιβιζάτο, Καθημερινή της Κυριακής 30 Μαρτίου 2025, όπου και παραπέμπουμε προς αποφυγήν επαναλήψεων.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

12 + seventeen =