Ο ρόλος και η σημασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών μονοπωλούν στη δημόσια συζήτηση – όχι όμως πάντοτε για τους σωστούς λόγους. Ενώ η συζήτηση θα έπρεπε ψύχραιμα να κινείται για το πώς θα μπορούσαν πράγματι να λειτουργήσουν ως θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, βοηθώντας στην ποιότητα του κράτους, συχνά είτε βρίσ κονται εκτεθειμένες από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, είτε βιώνουν ένα είδος φρενίτιδας ενθουσιασμού από τις αντιπολιτεύσεις για το έργο τους. Το αποτέλεσμα αυτής της μη συνετής προσέγγισης είναι μια εργαλειακή προσέγγιση των αρχών, με αποτέλεσμα να υπάρχει στα μάτια της κοινής γνώμης μια θολή εικόνα για το έργο που επιτελούν.
Σε αυτό το έργο, όμως, ποιος είναι ο ρόλος της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης; Το ερώτημα αυτό βρέθηκε στο μικροσκόπιο της τρίτης θεματικής ενότητας της «διαΝΕΟσις», αυτή τη φορά για τις ανεξάρτητες αρχές, την οποία συντόνισε ο Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ, Κυριάκος Παπανικολάου, και πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025.
Η συζήτηση ξεκίνησε με την παρουσίαση στοιχείων έρευνας της διαΝΕΟσις και του ΙΟΒΕ για τις Ανεξάρτητες Αρχές, που αναμένεται σύντομα να δημοσιευτεί, από τον Νίκο Βέττα, Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ και Καθηγητή στο ΟΠΑ.
Στη συνέχεια ακολούθησε πάνελ συζήτησης με τη συμμετοχή των Σπύρου Βλαχόπουλου, Ιωάννη Τασόπουλου, Κωνσταντίνου Χρυσόγονου, Ευγενίας Πρεβεδούρου, Βασιλείου Κονδύλη και Αικατερίνης Ηλιάδου. Στο στρογγυλό τραπέζι, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι παραπάνω εισηγητές και εισηγήτριες, συμμετείχαν επίσης οι Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Νικόλαος Αλιβιζάτος, Δημήτριος Χαραλάμπης, Γρηγόρης Πελεκάνος και Αθανάσιος Συριανός.
Το “NB Daily” παρακολούθησε τον πλούσιο σε ιδέες διάλογο που αναπτύχθηκε και κατέγραψε τις σημαντικές θέσεις που διατυπώθηκαν γύρω από το πώς μπορεί να διαμορφωθεί το τρίγωνο Ανεξάρτητες Αρχές – Πολιτικό Σύστημα – Συνταγματική Αναθεώρηση.
Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο ΟΠΑ
“Ιδιαίτερη εντύπωση στην έκθεση του ΙΟΒΕ κάνει το γεγονός ότι ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών δεν είναι ευρύτερα γνωστός στην κοινή γνώμη για το έργο που επιτελούν.”
Ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο ΟΠΑ, ανέπτυξε το θέμα των ανεξάρτητων αρχών, εστιάζοντας στην πορεία τους στην Ευρώπη και την Ελλάδα, και αναδεικνύοντας τη σημασία της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας τους.
Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, οι ανεξάρτητες αρχές έκαναν την εμφάνισή τους αργά στην Ευρώπη και ακόμη πιο πρόσφατα στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκαν κυρίως λόγω της έντονης ανάγκης στις ΗΠΑ μετά το Κραχ του 1929, όταν υπήρξε η ανάγκη για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία. «Η ιδέα ήταν πως οι ανεξάρτητες αρχές θα έφερναν τεχνογνωσία, ασφάλεια και συνέχεια», δήλωσε ο κ. Βέττας. Στη συνέχεια, αυτές οι αρχές ανέπτυξαν δυναμική στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με σκοπό να ενισχύσουν τη διαφάνεια και την κανονικότητα στη λειτουργία των αγορών.
Ο κ. Βέττας τόνισε τη σημασία των ζητημάτων της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας των ανεξάρτητων αρχών. Παράλληλα, ανέφερε πως ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα αφορά τις επικαλύψεις μεταξύ των διαφόρων αρχών, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία επεμβαίνει στις αγορές κατασταλτικά, και οι τομεακές ρυθμιστικές αρχές σε πεδία όπως η ενέργεια, τα ύδατα και οι τηλεπικοινωνίες. «Υπάρχουν θέματα που συνδέουν την εκ των προτέρων και την εκ των υστέρων μεταχείριση, η οποία πρέπει να είναι συνεπής», επισήμανε.
Στην τοποθέτησή του, ο κ. Βέττας αναφέρθηκε επίσης στη σημαντική ερώτηση του πώς οι ανεξάρτητες αρχές συντονίζουν τη δράση τους με την εκάστοτε κυβέρνηση. Εξήγησε ότι πολλές από αυτές τις αρχές υπάρχουν για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών έναντι της κυβέρνησης, επισημαίνοντας την ανάγκη για ισχυρή ανεξαρτησία τους.
Η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών για τις ανεξάρτητες αρχές η οποία πρόκειται να δημοσιευτεί τις επόμενες ημέρες, στοιχεία της οποίας παρουσίασε ο κ. Βέττας, αξιολογεί την πορεία των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, εστιάζοντας σε θεσμικά ζητήματα και την ανάγκη για προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αρμοδιότητες των ανεξάρτητων αρχών είναι εξαιρετικά διαφορετικές, με κάποιες να αφορούν την αδειοδότηση, άλλες τις κυρώσεις, και κάποιες να είναι γνωμοδοτικές.
Ένα ακόμα βασικό ζήτημα που επεσήμανε ο κ. Βέττας ήταν το θέμα της επιλογής ηγεσίας στις ανεξάρτητες αρχές, τονίζοντας τη σημασία να επιλέγονται άτομα που δεν αμφισβητείται η ανεξαρτησία της κρίσης τους, ενώ πρέπει να υπάρχει και μηχανισμός για την καταγραφή της απόδοσης τους. Στο τέλος της ομιλίας του, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών δεν είναι ευρέως γνωστός στην κοινή γνώμη, παρά το έργο που επιτελούν.
Κυριάκος Παπανικολάου, Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ
“Στο διάνυσμα των ετών έχουν μετατοπιστεί τα βασικά ερωτήματα που αφορούν τις ανεξάρτητες αρχές.”
Ο Κυριάκος Παπανικολάου, Λέκτορας Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ, αναφέρθηκε στην αρχική προσέγγιση των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τη δύσκολη και αμήχανη πορεία του θεσμού κατά την αρχική του εμφάνιση στην έννομη τάξη. Όπως ανέφερε, ο θεσμός θεωρήθηκε αρχικά ως «sui generis», ενώ, ευτυχώς, η θεωρία ήταν έτοιμη να δώσει κάποιες πειστικές απαντήσεις ήδη από τα πρώτα βήματα του θεσμού, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα.
Με την αναθεώρηση του 2001, έγινε η διάκριση μεταξύ συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών και ανεξάρτητων αρχών κοινού δικαίου, κάτι που άλλαξε τη μορφή του θεσμού. Στη συνέχεια, τα βασικά ερωτήματα γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές εξελίχθηκαν. Αρχικά, το βασικό ερώτημα ήταν αν είναι επιτρεπτός ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών. Μετά την αναθεώρηση του 2001, τα ερωτήματα έγιναν πιο σύνθετα, και μπορούμε να διακρίνουμε τις δοκιμασίες που έχει υποστεί ο θεσμός, με κάθε αρχή να αναλαμβάνει διαφορετικά ζητήματα σε κάθε περίοδο. Η κρισιμότερη στιγμή δοκιμασίας, σύμφωνα με τον κ. Παπανικολάου, ήταν το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, το οποίο διαχειρίστηκε το ΕΣΡ. Η τελευταία σημαντική δοκιμασία αφορά την ΑΔΑΕ και τη λειτουργία της τα τελευταία χρόνια.
Ο κ. Παπανικολάου υπογράμμισε ότι ο κύκλος που ξεκίνησε με αμφιβολίες και προβληματισμούς για τη δημοκρατική αρχή γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανεξαρτησία τους δεν αποτελεί πρόβλημα για τη δημοκρατία. Αντίθετα, η ανεξαρτησία παρέχει δημοκρατική νομιμοποίηση στην κρατική εξουσία, κάτι που είναι πλέον εξαιρετικά σαφές.
Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ
“Τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές τις λατρεύουν όλοι όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις αντιπαθούν όλοι όταν είναι στην κυβέρνηση.”
Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ, αναφέρθηκε στη σημασία των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών στην Ελλάδα, τονίζοντας τη διαφορετική προσέγγιση που έχουν απέναντί τους οι πολιτικές δυνάμεις ανάλογα με τη θέση τους στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση. «Τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές τις λατρεύουν όλοι όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις αντιπαθούν όλοι όταν είναι στην κυβέρνηση», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Βλαχόπουλος ανέλυσε τις πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές και την επιλογή τους, εστιάζοντας σε δύο αρχές που σχετίζονται με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων: την ΑΠΔΠΧ και την ΑΔΑΕ. Όπως είπε, «η πράξη απέδειξε ότι σωστά επιλέχθηκαν αυτές οι δύο αρχές για να εξοπλιστούν με συνταγματική κατοχύρωση, όσον αφορά την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων». Ιδιαίτερη μνεία έκανε στην ΑΔΑΕ, η οποία, κατά τον ίδιο, είναι ο μόνος αξιόπιστος θεσμικός εγγυητής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, κάτι που ισχύει και για την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Ο κ. Βλαχόπουλος συνέχισε αναφέροντας το ΑΣΕΠ και τον Συνήγορο του Πολίτη, τονίζοντας πως πρόκειται για αρχές που αποβλέπουν στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, σε συνδυασμό με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. «Η δημιουργία και η συνταγματική κατοχύρωση του ΑΣΕΠ ήταν αποτέλεσμα της δυσπιστίας απέναντι στον κοινό νομοθέτη», ανέφερε, προσθέτοντας ότι, αν και το ΑΣΕΠ ανέλαβε πολλές αρμοδιότητες, τίθενται ζητήματα αποτελεσματικότητας. Ο Συνήγορος του Πολίτη, από την άλλη, επιτελεί σημαντικό ρόλο, αλλά, σύμφωνα με τον κ. Βλαχόπουλο, το γεγονός ότι δεν είναι αρμόδιος όταν η υπόθεση εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα.
Ο κ. Βλαχόπουλος ανέφερε και την περίπτωση του ΕΣΡ, λέγοντας πως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμηχανίας του πολιτικού συστήματος απέναντι στην οικονομική εξουσία.
Κλείνοντας, ο καθηγητής αναφέρθηκε στο αν θα έπρεπε να συνταγματοποιηθούν άλλες ανεξάρτητες αρχές, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι απαραίτητο, καθώς πολλές από αυτές, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ήδη έχουν κατοχύρωση σε ενωσιακό επίπεδο. «Αν κάτι πρέπει να δούμε, είναι ποια ανεξάρτητη αρχή στο Σύνταγμά μας θα πρέπει να είναι αρμόδια για το διαδίκτυο και την τεχνητή νοημοσύνη», κατέληξε.
Ιωάννης Τασόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ
“Το κρίσιμο είναι να δεχτούμε ότι πρέπει να αποχωριστεί η επιλογή των στελεχών των ανεξάρτητων αρχών από το πολιτικό σύστημα. Δεν πρέπει το πολιτικό σύστημα να αναμειγνύεται σε αυτή τη διαδικασία.”
Ο Ιωάννης Τασόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση των ανεξάρτητων αρχών, εστιάζοντας στο ζήτημα της επιλογής των μελών τους και την αλλαγή που υπήρξε το 2019. Ο κ. Τασόπουλος εξήγησε ότι η προηγούμενη αναθεώρηση αφορούσε τον τρόπο επιλογής των μελών των αρχών από τη Διάσκεψη των Προέδρων, αλλά λόγω της απροθυμίας των πολιτικών δυνάμεων να τηρήσουν τις επιταγές του Συντάγματος, οδηγηθήκαμε στην έκπτωση του παράγοντα της συναίνεσης και υιοθετήθηκε η λύση της πλειοψηφίας των 3/5.
Ο καθηγητής επισήμανε ότι το βαθύτερο ζήτημα δεν είναι αν θα έχουμε ανεξάρτητες αρχές, αλλά ποια θέση κατέχουν αυτές στο σύστημα, σε σχέση με την πολιτική εξουσία και ποιον ρόλο είμαστε διατεθειμένοι να τους αναγνωρίσουμε συνταγματικά. «Όσον αφορά το ζήτημα της συνταγματοποίησης άλλων αρχών, εκτιμώ ότι είναι απαραίτητη η συνταγματική αναγνώριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, για λόγους ουσιαστικούς και παιδευτικούς», ανέφερε.
Ο κ. Τασόπουλος επεσήμανε τα βασικά χαρακτηριστικά που έχουν καταγραφεί σε θεωρητικό επίπεδο αλλά δεν γίνονται πάντα αποδεκτά στην πράξη: η ανεξαρτησία, η αμεροληψία και η τεχνογνωσία. Όπως εξήγησε, αυτά τα χαρακτηριστικά συνθέτουν τη δυνατότητα των αρχών να λειτουργούν ως θεσμικά αντίβαρα και ως φύλακες του Συντάγματος.
Αναφορικά με την επιλογή των στελεχών των ανεξάρτητων αρχών, ο καθηγητής τόνισε την ανάγκη να αποχωριστεί η διαδικασία επιλογής από το πολιτικό σύστημα, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να υπάρχει πολιτική ανάμειξη. Προτείνοντας μια λύση για τη διαδικασία επιλογής, ανέφερε ότι αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε υποψηφιότητες, με διαδικασία που θα ρυθμίζεται από τον νόμο και θα εξασφαλίζει την τεχνογνωσία των υποψηφίων. Η επιλογή, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να γίνεται από εμπειρογνώμονες.
Τέλος, ο κ. Τασόπουλος ανέφερε ότι ένα συλλογικό όργανο θα μπορούσε να επιλέγει τους εμπειρογνώμονες, το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα πρόσωπο που υποδεικνύει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένα πρόσωπο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα τρίτο μέλος που προτείνεται από απόφαση της Ολομέλειας της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ένα τέταρτο μέλος από ένα όργανο που θα αφορά τις ρυθμιστικές αρχές για τη διευθέτηση θεμάτων συντονισμού και αποφυγής δυσαρμονιών στον οικονομικό τομέα, και τέλος, ένα πρόσωπο που θα προτείνεται από τη Βουλή, με τη συναίνεση τουλάχιστον των δύο μεγάλων κομμάτων.
Κωνσταντίνος Χρυσόγονος
“Οι ανεξάρτητες αρχές θέτουν, τελικώς, ένα ζήτημα θέλησης για το Σύνταγμα.”
Ο Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα των ανεξάρτητων αρχών ως θεσμικών αντιβάρων στο πολιτικό σύστημα. Όπως εξήγησε, το θέμα των ανεξάρτητων αρχών αποτελεί μια επιμέρους πτυχή της μεγαλύτερης εικόνας των θεσμικών αντιβάρων, η αναζήτηση των οποίων εντοπίζεται ήδη από τον 19ο αιώνα. Το 2001, και στη διαρκή αναζήτηση αυτών των αντιβάρων, φτάσαμε στη συνταγματική κατοχύρωση ορισμένων ανεξάρτητων αρχών, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις για τη μεταφορά ενός μέρους της εκτελεστικής εξουσίας από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη εκάστοτε κυβέρνηση σε ανεξάρτητους φορείς.
Ο καθηγητής τόνισε ότι το γενικότερο πρόβλημα των θεσμικών αντιβάρων δεν είναι μόνο θεσμικό, αλλά κυρίως πολιτικό. Αυτό φάνηκε και στην περίπτωση της χώρας μας, μετά την αναθεώρηση του 2001, όταν υπήρξαν δυσκολίες στην εξεύρεση μελών κοινής αποδοχής για τις ανεξάρτητες αρχές, ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία των 4/5 στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.
Ο κ. Χρυσόγονος υπογράμμισε ότι, λόγω αυτών των δυσκολιών, οδηγηθήκαμε σε πρακτικά αδιέξοδα, τα οποία ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσπάθησε να αντιμετωπίσει μειώνοντας τις απαιτήσεις συναίνεσης και συνταγματοποιώντας την παράταση της θητείας των ήδη υπηρετούντων μελών, εφόσον δεν εκλέγονται άλλα μέλη. Όμως, όπως επισήμανε, δεδομένου ότι το πρόβλημα είναι κυρίως νοοτροπίας της πολιτικής τάξης, οι ρυθμίσεις αυτές δεν λύνουν τα προβλήματα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι ανεξάρτητες αρχές θέτουν τελικά ένα ζήτημα θέλησης για το Σύνταγμα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ουσιαστική πολιτική βούληση για την ενίσχυση αυτών των θεσμών.
Ευγενία Πρεβεδούρου
“Κρίσιμη η επανεξέταση της αναγκαιότητας καθεμίας από τις υφιστάμενες αρχές, η μεγαλύτερη ομογενοποίηση του κανονιστικού τους πλαισίου, η καθιέρωση διαδικασιών συνεργασίας, και τέλος, η απεξάρτηση των ανεξάρτητων αρχών από τα εκάστοτε υπουργεία.”
Η Ευγενία Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ξεκίνησε την εισήγησή της με την αναφορά ότι η επιστημονική συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές και όχι τόσο στις λιγότερο λαμπερές διοικητικές αρχές, οι οποίες δεν έχουν συνταγματικό έρεισμα ή άμεσο ενωσιακό θεμέλιο.
Αναφερόμενη στη συνταγματικότητα των ανεξάρτητων αρχών, η κ. Πρεβεδούρου σημείωσε ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει συνολικά τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών, παρέχοντας στον κοινό νομοθέτη κατευθυντήριες γραμμές για την σύστασή τους. «Δεν υπάρχει συνταγματικό κώλυμα, και μάλιστα σε μια εποχή συμβασιοποίησης της δημόσιας δράσης και συστηματικής ανάθεσης διοικητικού έργου σε ιδιώτες, για τη δημιουργία ανεξάρτητων οντοτήτων», είπε, εξηγώντας ότι δεν δημιουργείται πρόβλημα από το πρίσμα της αρχής του κράτους δικαίου.
Επίσης ανέφερε ότι ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας, ορισμένες νομοθετικές επιλογές προκαλούν εντύπωση. Ιδιαίτερα, τόνισε την περίπτωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία λειτουργεί από το 2017 και αντικατέστησε τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Η ΑΑΔΕ, με τις ευρύτατες αρμοδιότητές της, ασκεί κεντρική κρατική εξουσία, κάτι που, όπως σημείωσε η κ. Πρεβεδούρου, η εκάστοτε κυβέρνηση δύσκολα δέχεται να μοιραστεί ή να μεταβιβάσει υπό κανονικές συνθήκες.
Η κ. Πρεβεδούρου ανέφερε επίσης την ανομοιογένεια των διατάξεων που ιδρύουν τις ανεξάρτητες αρχές, σημειώνοντας ότι για κάποιες από αυτές οι ιδρυτικές διατάξεις είναι λακωνικές ή επιφυλακτικές. «Για κάποιες αρχές, παρά τον ρητό νομοθετικό χαρακτηρισμό τους ως ανεξάρτητων, προβλέπεται η υπαγωγή τους στην εποπτεία και τον έλεγχο νομιμότητας των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργών», είπε, δίνοντας το παράδειγμα της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, η οποία εποπτεύεται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κάτι που μειώνει την ανεξαρτησία της.
Στη συνέχεια, η καθηγήτρια αναφέρθηκε στη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τις αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, επισημαίνοντας ότι ο νομοθέτης ίδρυσε πολλές ανεξάρτητες αρχές χωρίς να διακρίνει σαφώς το νομικό τους καθεστώς από εκείνο των αυτοτελών και αποκεντρωμένων διοικητικών υπηρεσιών.
Όσον αφορά την «αναβάθμιση» της Επιθεώρησης Εργασίας σε ανεξάρτητη αρχή, η κ. Πρεβεδούρου εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις. Ανέφερε ότι η αποκοπή της Επιθεώρησης από την κεντρική δομή του Υπουργείου Εργασίας ενδέχεται να διασπάσει τον απαραίτητο σύνδεσμο για τον σχεδιασμό και την εκπλήρωση του έργου της, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε αποκοπή της ενημέρωσης για όλα τα εργατικά θέματα, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού μηχανισμού.
Η καθηγήτρια τόνισε ότι η αύξηση των ανεξάρτητων αρχών δημιουργεί αναγκαστικά συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, παραθέτοντας την Εθνική Αρχή Διαφάνειας ως παράδειγμα. Παρά το γεγονός ότι αυτή η Αρχή δεν έχει νομική προσωπικότητα, διαθέτει μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ικανότητά της να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα, δημιουργείται πρόβλημα σύγκρουσης αρμοδιοτήτων με τον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος έχει λειτουργήσει επιτυχώς και τα πορίσματά του προκαλούν αντιδράσεις από την πολιτική εξουσία.
Κλείνοντας, η κ. Πρεβεδούρου πρότεινε την επανεξέταση της αναγκαιότητας των υφιστάμενων ανεξάρτητων αρχών, την καλύτερη ομογενοποίηση του κανονιστικού τους πλαισίου, την καθιέρωση διαδικασιών συνεργασίας και την απεξάρτηση των αρχών από τα εκάστοτε υπουργεία.
Βασίλειος Κονδύλης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Νομικός Σύμβουλος της ΕΕΤΤ
“Το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί να διασφαλίζεται με σαφή τρόπο η θεσμική, η προσωπική, η λειτουργική και η οργανωτική ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών.”
Ο Βασίλειος Κονδύλης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Νομικός Σύμβουλος της ΕΕΤΤ, τόνισε ότι η αναγνώριση του θεσμού και της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών σε επίπεδο δικαίου της ΕΕ και η σχετική νομολογία του ΔΕΕ ουσιαστικά αναιρούν έναν διπλό φόβο κάποιων κρατών μελών απέναντι σε αυτές τις αρχές, που οδήγησε και στη θεσμοθέτηση μορφών άσκησης ελέγχου επ’ αυτών. Ο φόβος αυτός εμμέσως αναφέρεται στον κίνδυνο, όχι τοπικής αλλά λειτουργικής και ουσιαστικής επαναφεουδοποίησης του Κράτους και έμμεσης επαναφοράς των συζητήσεων για το μέλλον της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και το θεσμικό βάρος, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο Κ-Μ, των διοριζόμενων στις ΑΑ/ΑΔΑ εμπειρογνωμόνων. Ωστόσο, η καθολική αποδοχή του θεσμού των ΑΔΑ, τόσο από τον Συνταγματικό όσο και από τον Ενωσιακό νομοθέτη, οδήγησε και στη δημιουργία ΑΑ/ΑΔΑ σε επίπεδο ΕΕ.
Ωστόσο, ο καθηγητής τόνισε ότι η καθολική αποδοχή του θεσμού των ανεξάρτητων αρχών, τόσο στο πεδίο του Συντάγματος όσο και στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου, οδήγησε στη διεύρυνση του θεσμού.
Ο κ. Κονδύλης παρουσίασε τις διαφορετικές μορφές ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων αρχών, οι οποίες περιλαμβάνουν: τη θεσμική ανεξαρτησία, η οποία διασφαλίζεται με τη δημιουργία ανεξάρτητων αρχών, την προσωπική ανεξαρτησία των μελών, τη λειτουργική ανεξαρτησία και την οργανωτική ανεξαρτησία. Ειδικότερα για τη θεσμική ανεξαρτησία, ανέφερε ότι το δίκαιο της Ε.Ε. επιτάσσει τη δημιουργία ξεχωριστών οντοτήτων, διακριτών είτε από την κυβέρνηση είτε με τη μορφή ξεχωριστών νομικών προσώπων σε σχέση με το κράτος.
Η σημαντική απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας της 13ης Ιουνίου 2018, όπως σημείωσε ο κ. Κονδύλης, ανέδειξε τη σημασία της οργανωτικής ανεξαρτησίας και της ανεξαρτησίας λήψης αποφάσεων, με την Πολωνία να παραλείπει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση αυτών, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της σχετικά με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.
Στη συνέχεια, ο καθηγητής αναφέρθηκε στην προσωπική ανεξαρτησία, υπογραμμίζοντας τα τρία βασικά στοιχεία που τη διαμορφώνουν: τον διορισμό για ορισμένη θητεία χωρίς δυνατότητα πρόωρης λήξης, τον καθορισμό ασυμβίβαστων λόγω ιδιοτήτων και λόγων έκπτωσης, καθώς και την απαγόρευση άσκησης άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Ανέφερε ότι το δίκαιο της Ε.Ε. αφήνει στα κράτη-μέλη την ευχέρεια να διορίζουν με διαφανείς διαδικασίες, ενώ επισημάνθηκε και η ανάγκη για δικαστική υπεράσπιση και νομική υποστήριξη των μελών των ανεξάρτητων αρχών.
Αναφορικά με τη λειτουργική ανεξαρτησία, ο κ. Κονδύλης τόνισε τη σημασία του αποκλεισμού κάθε μορφής άμεσης ή έμμεσης επιρροής. Τέλος, για την οργανωτική ανεξαρτησία, υπογράμμισε ότι οι αρχές πρέπει να διαθέτουν τους κατάλληλους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για να εκτελούν τα καθήκοντά τους, διαφορετικά η αποτελεσματικότητά τους κινδυνεύει.
Συμπερασματικά, ο καθηγητής κατέληξε ότι το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί να διασφαλίζεται με σαφήνεια η θεσμική, προσωπική, λειτουργική και οργανωτική ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών.
Αικατερίνη Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ
“Οι έννοιες «κανονιστική» και «ρυθμιστική» αρμοδιότητα δεν ταυτίζονται — τέμνονται εν μέρει.”
Η Αικατερίνη Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και Μέλος της ΑΠΔΠΧ, αναφέρθηκε στις κανονιστικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες των ανεξάρτητων αρχών, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα «παζλ», καθώς υπάρχει ανομοιογένεια μεταξύ των αρχών. Όπως εξήγησε, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δημιούργησε μια τομή μεταξύ ανεξάρτητων αρχών και συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών, αλλά ακόμη και αυτή η διάκριση δεν επαρκεί για να κατανοηθούν πλήρως οι διαφοροποιήσεις, καθώς οι αρμοδιότητες των αρχών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Κάποιες αρχές έχουν πολύ σύνθετους ρόλους, όπως το ΕΣΡ που έχει ρυθμιστικές, εγγυητικές και εποπτικές αρμοδιότητες, ενώ άλλες έχουν απλώς συμβουλευτικές αρμοδιότητες.
Η καθηγήτρια ανέφερε τη διάκριση μεταξύ κανονιστικών και ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων, εξηγώντας ότι οι κανονιστικές αρμοδιότητες αφορούν τη δυνατότητα της διοίκησης να θεσπίζει απρόσωπους κανόνες δικαίου μέσω νομοθετικής εξουσιοδότησης. Αντίθετα, οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες αναφέρονται στην παρέμβαση σε συγκεκριμένα κοινωνικά πεδία για την υλοποίηση στόχων και την άσκηση δημόσιας εξουσίας με διάφορους τρόπους. Αυτές οι έννοιες δεν ταυτίζονται, αλλά τέμνονται σε ορισμένα σημεία.
Η κ. Ηλιάδου υπογράμμισε την κεντρική σημασία των αρμοδιοτήτων για την ανεξαρτησία των αρχών και ανέφερε ότι το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο νομοθέτης μπορεί να καταλαμβάνει ρυθμιστική ύλη που εμπίπτει στο θεματικό πεδίο των ανεξάρτητων αρχών. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην περίπτωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, όπου δεν μπορεί να αφαιρεθούν αρμοδιότητες που τους έχουν εκχωρηθεί από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Για τις αρχές που ιδρύονται με κοινό νόμο, η κ. Ηλιάδου ανέφερε ότι οι λόγοι ίδρυσής τους πρέπει να δικαιολογούν την παραχώρηση αυτών των αρμοδιοτήτων και ότι, για παράδειγμα, αν μια ρυθμιστική αρχή αποσκοπεί στην ενίσχυση του ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν μπορεί να αφαιρεθεί η εξουσία που της έχει παραχωρηθεί, καθώς αυτό θα δημιουργήσει πρόβλημα στην αξιοπιστία της πολιτικής που έχει επιλεγεί.
Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Πρόεδρος της ΑΠΔΠΧ και Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
“Σε ό,τι αφορά τη συγχώνευση των ανεξάρτητων αρχών, παρότι συνταγματικά δεν υπάρχει κώλυμα, σε σχέση με την ΑΔΑΕ και την ΑΠΔΠΧ, ίσως θα ήταν και σκόπιμο, διότι σε κάποια σημεία οι αρμοδιότητές τους διασταυρώνονται.”
Ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Πρόεδρος της ΑΠΔΠΧ και Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανέφερε ότι το ερώτημα που τίθεται συχνά αφορά το αν θα μπορούσε να προστεθεί κάτι για να κατοχυρωθεί περαιτέρω η ανεξαρτησία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών. Η απάντησή του ήταν αρνητική, τονίζοντας ότι ενώ μπορούμε να πούμε τι θίγει την ανεξαρτησία, δεν μπορούμε να καθορίσουμε σφαιρικά τι απαιτείται για να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία μιας αρχής.
Ο κ. Μενουδάκος υπογράμμισε ότι το σημαντικό για την ανεξαρτησία είναι οι νομικές και πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί η αρχή. Ανέφερε επίσης ότι ο τρόπος ορισμού των μελών είναι βασικό στοιχείο της ανεξαρτησίας, αλλά σημείωσε ότι δεν είναι σίγουρος για το αν αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα. Παρουσίασε τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ο οποίος προβλέπει τη διαφανή διαδικασία διορισμού των μελών είτε από το Κοινοβούλιο, είτε από την κυβέρνηση, είτε από τον αρχηγό του κράτους, είτε από ανεξάρτητο φορέα. Σημείωσε ότι οι τέσσερις αυτοί τρόποι έχουν χρησιμοποιηθεί σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαιώνοντας ότι ο ενωσιακός νομοθέτης δεν θεωρεί τον τρόπο επιλογής των μελών ως το κύριο στοιχείο της ανεξαρτησίας.
Σύμφωνα με τον κ. Μενουδάκο, κρίσιμες είναι οι πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί η αρχή, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη συζήτηση με τον Επίτροπο Δικαιοσύνης, ο οποίος εστίασε στους υλικούς και ανθρώπινους πόρους.
Όσον αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ο κ. Μενουδάκος αναφέρθηκε σε μια διάταξη που προέβλεπε τη δυνατότητα επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών με προσπάθεια ομοφωνίας ή, αν αυτό δεν ήταν δυνατό, με πλειοψηφία 4/5. Επισήμανε όμως ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αυτή τη διάταξη, κάτι που οδήγησε στην παράταση της θητείας των ήδη υφισταμένων μελών μέχρι τον διορισμό των νέων.
Επιπλέον, τόνισε τη σημασία της ποιοτικής διαφοράς μεταξύ των πλειοψηφιών των 4/5 και 3/5, εξηγώντας ότι με τη διαδικασία των 4/5 απαιτούνταν η συμφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάτι που εγκαταλείφθηκε με τη λύση των 3/5.
Τέλος, αναφέρθηκε στη συγχώνευση των ανεξάρτητων αρχών, σημειώνοντας ότι παρόλο που συνταγματικά δεν υπάρχει κώλυμα, ίσως να ήταν σκόπιμο να εξεταστεί για αρχές όπως η ΑΔΑΕ και η ΑΠΔΠΧ, δεδομένου ότι σε κάποια σημεία οι αρμοδιότητές τους διασταυρώνονται.
Νικόλαος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και πρώην μέλος του ΕΣΡ και της ΑΠΔΠΧ
“Σε ένα πολιτικό σύστημα εξ ορισμού πλειοψηφικό, χωρίς κουλτούρα συναινέσεων, ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών είναι ξένο σώμα.”
Ο Νικόλαος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και πρώην μέλος του ΕΣΡ και της ΑΠΔΠΧ, αναφέρθηκε στις σημαντικές δικαστικές υποθέσεις που αφορούν τις ανεξάρτητες αρχές και τις εμπειρίες του από αυτές. Εξήγησε ότι το 1989, κατά την κυβέρνηση Τζαννετάκη, όταν ο Θανάσης Κανελλόπουλος πρότεινε τη χορήγηση αδειών σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς φορείς, εκείνος προχώρησε σε μια πρόταση προς τον Λ. Κύρκο για τη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής που θα χορηγεί τις άδειες. Σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, αυτή η πρόταση ήταν πρωτοποριακή και καινοφανής, καθώς ο θεσμός της ανεξάρτητης αρχής ήταν άγνωστος και νέος για την Ελλάδα. Παρά τις δυσκολίες, το 1990 η πρόταση πέρασε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αν και το ΣτΕ έκρινε ότι η κατανομή του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου έπρεπε να γίνει από τον αρμόδιο υπουργό, όχι από ανεξάρτητη αρχή. Όμως, το σημαντικό ήταν ότι το ΣτΕ αποδέχτηκε τον θεσμό της ανεξάρτητης αρχής.
Εν συνεχεία, εξέφρασε την πεποίθηση πως το 2001, όταν οι ανεξάρτητες αρχές εντάχθηκαν στο Σύνταγμα, το πολιτικό σύστημα τις ενέταξε για να τις ελέγξει καλύτερα. Η επιφύλαξη του κ. Αλιβιζάτου ενισχύεται και από το γεγονός του απόλυτου ασυμβίβαστου της εκλογής ως βουλευτή των μελών των ανεξάρτητων αρχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 56, παράγραφος 3 του Συντάγματος.
Το 2016, με τον Νόμο Παππά, υπήρξε νέα δοκιμασία για τις ανεξάρτητες αρχές, με απόπειρα να παρακαμφθεί το άρθρο 15 του Συντάγματος, ενώ το 2017 καθαιρέθηκε μέλος ανεξάρτητης αρχής χωρίς αιτιολογία, επειδή επισκέφθηκε τα γραφεία πολιτικού κόμματος. Το ΣτΕ τελικά δικαίωσε το μέλος, αναγνωρίζοντας πως η επίσκεψη δεν αποτελεί παραβίαση των καθηκόντων του.
Περαιτέρω, ανέφερε ότι το 2019, η πλειοψηφία για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών μειώθηκε από 4/5 σε 3/5, γεγονός που οδήγησε σε δικαστική διαμάχη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος δεν είχε έννομο συμφέρον, μια απόφαση που θεωρήθηκε κακή στιγμή για το δικαστήριο. Η υπόθεση έχει αχθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και αναμένεται νέα ευρωπαϊκή καταδίκη, όπως υπογράμμισε.
Τέλος, ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρθηκε στην απόφαση του ΣτΕ για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τονίζοντας πως η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντικό επίτευγμα για το δικαστήριο.
Καταλήγοντας, ο κ. Αλιβιζάτος τόνισε πως, σε ένα πολιτικό σύστημα χωρίς κουλτούρα συναινέσεων, ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών αποτελεί «ξένο σώμα». Εξέφρασε την άποψη ότι, παρά τις δυσκολίες, πρέπει να προσπαθήσουμε να διαφυλάξουμε και να επιβάλουμε αυτόν τον θεσμό.
Δημήτριος Χαραλάμπης, Ομότιμος Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΣΡ
“Το ΕΣΡ είναι κρίσιμο να καταστεί ο βασικός θεσμός για την εποπτεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και τούτο διότι καθημερινά βλέπουμε τη διάλυση της δημόσιας σφαίρας, τη διάλυση της δεοντολογίας, των κανονιστικών δεσμεύσεων, και τελικά της ίδιας της ελευθερίας της έκφρασης.”
Ο Δημήτριος Χαραλάμπης, Ομότιμος Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΣΡ, αναφέρθηκε στον ρόλο των ανεξάρτητων αρχών, τονίζοντας ότι για το ευρύ κοινό παραμένουν συχνά άγνωστες, λόγω της στάσης της πολιτικής εξουσίας να περιορίζει τη λειτουργία τους. Ωστόσο, σημείωσε ότι αυτές οι αρχές γίνονται πιο γνωστές σε συγκεκριμένες συγκυρίες, όπως στην περίπτωση του «βασικού μετόχου», όπου υπήρξε έντονη πολιτική κριτική και αντιπαράθεση με το άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι, ενώ αρχικά υπήρξε πολιτική πίεση, αργότερα ολόκληρος ο τομέας των ΜΜΕ ελέγχθηκε από το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Τόνισε ότι, στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η τηλεόραση έχει χάσει τη δύναμή της και πλέον απευθύνεται κυρίως σε μεγαλύτερες ηλικίες. Για αυτόν τον λόγο, υποστήριξε πως το ΕΣΡ πρέπει να αναλάβει τον ρόλο του βασικού θεσμού για την εποπτεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να αντιμετωπιστεί η διάλυση της δημόσιας σφαίρας και η παρακμή της ελευθερίας της έκφρασης.
Γρηγόρης Πελεκάνος, Δικηγόρος και Εταίρος της Ballas Pelecanos Law, μέλος του ΔΣ της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία
“Το δίκαιο του ανταγωνισμού αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς απεμπλοκής της οικονομικής από την πολιτική εξουσίας.”
Ο Γρηγόρης Πελεκάνος, Δικηγόρος και Εταίρος της Ballas Pelecanos Law, καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία, τόνισε την ανάγκη εγρήγορσης απέναντι στην αυξανόμενη τάση υιοθέτησης επιχειρησιακών λογικών στη δημόσια διοίκηση. Όπως επισήμανε, παρότι πρωτοβουλίες όπως ο νόμος για το επιτελικό κράτος και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου έχουν θετικά στοιχεία, η άκριτη μεταφορά προτύπων από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα μπορεί να οδηγήσει σε υπονόμευση των θεσμικών αντιβάρων και της δημοκρατικής λογοδοσίας.
Ο κ. Πελεκάνος προειδοποίησε ότι η κυριαρχία της «αποτελεσματικότητας» ως μοναδικού κριτηρίου αξιολόγησης κινδυνεύει να μετατρέψει τον πολίτη σε καταναλωτή και τη διοίκηση του κράτους σε μηχανισμό παραγωγής αριθμών, στερώντας της τον αξιακό και δημοκρατικό της πυρήνα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνώρισε ως κρίσιμο τον ρόλο των Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες – όπως υπογράμμισε – πρέπει να διαθέτουν ουσιαστική ανεξαρτησία, προκειμένου να αποτελούν αντίβαρο σε συγκεντρωτικές τάσεις.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην ανάγκη αναβάθμισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ώστε να καλύπτει ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, προστασίας καταναλωτή, διαφήμισης και τεχνολογικής επιρροής στις αγορές. Όπως σημείωσε, στην εποχή του info tech, οι επιχειρήσεις που διαθέτουν και επεξεργάζονται τον μεγαλύτερο όγκο και την καλύτερη ποιότητα δεδομένων αποκτούν ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι μικρότερων επιχειρήσεων, προμηθευτών και καταναλωτών. Η εξέλιξη αυτή καθιστά αναγκαία τη θωράκιση της ρυθμιστικής λειτουργίας του κράτους απέναντι στις νέες μορφές ανισότητας πληροφόρησης και ισχύος.
Τέλος, πρότεινε τη συγχώνευση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, με στόχο μια πιο συνεκτική και αποτελεσματική ρύθμιση της πρόσβασης στην αγορά και την ενίσχυση της θεσμικής διαφάνειας.
Αθανάσιος Συριανός, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης Α.Ε. (ΕΖΑ), καθώς και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας και Μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις
“Από την πλευρά της επιχειρηματικότητας ως αποδέκτες των θεσμικών εξελίξεων γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές, θέλουμε ξεκάθαρη κωδικοποίηση για να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις και για να μην διογκώνεται η γραφειοκρατία.”
Ο Αθανάσιος Συριανός, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης Α.Ε. (ΕΖΑ), καθώς και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας και Μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις, επεσήμανε τη συνεχιζόμενη περιορισμένη σημασία που δίνεται στην ανάπτυξη ενός καλύτερου μέλλοντος για τη χώρα, τους θεσμούς και τις ανεξάρτητες αρχές, ενώ τόνισε την ανάγκη για επαρκή επένδυση σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους.
Ο κ. Συριανός ανέφερε ότι από την πλευρά της επιχειρηματικής εκπροσώπησης, απαιτείται μια ισχυρότερη και πιο συλλογική επιχειρηματική κοινότητα, η οποία θα μπορεί να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει τεκμηριωμένες προτάσεις για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα της χώρας. Αναφερόμενος στις ανεξάρτητες αρχές, ζήτησε ξεκάθαρη κωδικοποίηση των κανόνων, προκειμένου να αποφευχθούν αμφισβητήσεις και να μην διογκώνεται η γραφειοκρατία.
Κατέληξε με το θέμα της επαγγελματικής κατάρτισης, υπογραμμίζοντας ότι το πρόβλημα της έλλειψης επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία σήμερα. Πρότεινε ότι η επιχειρηματική κοινότητα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την εκπαίδευση, ώστε να επηρεαστεί θετικά ο κύκλος εργασία-παραγωγή-παιδεία, προκειμένου να καλυφθεί το πρόβλημα της έλλειψης εργατικού δυναμικού.
Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily.