Χαράλαμπος Κουρουνδής: Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές. Πρόλογος Παναγιώτης Μαντζούφας. Εκδόσεις Σάκκουλα 2024

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ενασχόληση με βασικές παραμέτρους των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων αποτελεί έργο δυσχερές που εγκυμονεί ερευνητικούς κινδύνους. Αυτοί δεν συνδέονται μόνο με την αυτονόητη πολυσημία των βασικών εννοιών, όπως για παράδειγμα, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, η ελεύθερη εντολή, ο πλουραλισμός, τις οποίες οφείλει να ξεκαθαρίσει ο ερευνητής προτού εισχωρήσει στο εμπειρικό υλικό που θα αντλήσει από την πραγματική λειτουργία των θεσμών. Έχει να αναμετρηθεί, προκειμένου να καταλάβει την σύγχρονη λειτουργία των θεσμών, με το ιστορικό τους βάθος, την ποικίλη προέλευση τους από διαφορετικές περιόδους και έννομες τάξεις, καθώς και με τις αντιλήψεις αλλά και τις πρακτικές εφαρμογές τους οι οποίες προσέδωσαν υλικότητα και μετουσίωσαν τις αφηρημένες έννοιες σε πολιτειακές μορφές που έδωσαν σχήμα στην διαχείριση του κοινού βίου των κοινωνιών.

Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είχε πλήρη συναίσθηση του βάθους και της έκτασης των ζητημάτων που τίθενται, όταν επέλεξε να πραγματευτεί την αντιπροσωπευτική αρχή στη διαχρονία της και να αναδείξει τις σύγχρονες μορφές της. Η επιλογή αυτή συνεπαγόταν την ενασχόληση με συναφείς προς το συνταγματικό δίκαιο, -που παραμένει το κέντρο βάρους της εργασίας-, κλάδους όπως η ιστορία των πολιτικών ιδεών, η πολιτειολογία, η πολιτική φιλοσοφία, πρόκληση στην οποία ανταποκρίθηκε με επιτυχία.

Η επιλογή του να εξετάσει την ιστορική καταγωγή του αντιπροσωπευτικού θεσμού στις προνεωτερικές κοινωνίες τον δικαίωσε, διότι διαπίστωσε ότι ενώ τα βασικά χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού συστήματος αποκρυσταλλώθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα με τη δημιουργία των εθνικών κρατών, οι θεσμοί που αυτά υιοθέτησαν προέρχονταν -σε μεγάλο βαθμό, στην περίπτωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος- τόσο από το συνοδικό σύστημα των μεσσιανικών εκκλησιών, όσο και από τις αντιπροσωπείες των ευγενών που πλαισίωναν τη μοναρχία. Ωστόσο, η πορεία της αντιπροσώπευσης δεν υπήρξε αδιατάρακτη, δεδομένου ότι η μετάβαση από τις θρησκευτικές μορφές νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας στις εκκοσμικευμένες μορφές προϋπέθετε μια συμβολική πρόσληψη της αντιπροσώπευσης, όπως αυτήν που επεξεργάστηκε πρωτογενώς ο Χομπς και ο συγγραφέας αναπτύσσει υποδειγματικά. Η απόρριψη της αντιπροσώπευσης από τον Ρουσσώ μας έδειξε ότι η δυναμική του προτάγματος της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να προσλάβει ριζοσπαστικές μορφές άμεσης δημοκρατίας, καθώς η επιρροή του έργου του αποτυπώθηκε στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793 μετά τη Γαλλική επανάσταση. Αναμφίβολα, τόσο η Γαλλική, όσο και η Αμερικάνικη επανάσταση έδωσαν μια νέα πνοή στην αντιπροσώπευση αφού ξεκαθαρίστηκε ότι το συμβολικό της πεδίο είναι η λαϊκή κυριαρχία και οι αντιπρόσωποι που προέρχονται από εκλογές και όχι ο μονάρχης με τα κληρονομικά του δικαιώματα. Για αυτήν την εξέλιξη είχε προλειάνει το έδαφος ο βρετανικός κοινοβουλευτισμός, ο οποίος μετά από εμφύλιες συγκρούσεις αναγνώρισε σταδιακά την πρωτοκαθεδρία στο κοινοβούλιο έναντι του μονάρχη.
Μέσα από αυτές τις περίπλοκες και εν πολλοίς αντιφατικές διαδρομές η έλευση του 20ου αιώνα και η επικράτηση της καθολικής ψήφου έθεσαν σε νέα βάση την αντιπροσώπευση. Ο συγγραφέας καθιστά σαφές ότι η θέση της αντιπροσώπευσης στον πυρήνα της σύγχρονης δημοκρατίας και ο ιδιαίτερος δεσμός αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων αποτελεί το βασικό κριτήριο του βαθμού νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Ο δεσμός αυτός συνδέεται με την έννοια της εντολής που στην περίπτωση των νεωτερικών αντιπροσωπευτικών συστημάτων νοείται ως ελεύθερη κατά την οποία οι αντιπρόσωποι δεν δεσμεύονται στην έκφραση γνώμης και ψήφου από τους εντολείς τους. Μετριασμό αυτής της ελευθερίας, πέραν της περιοδικότητας των εκλογών, επιφέρει η δυνατότητα δημόσιας έκφρασης γνώμης και κριτικής με θεσμοποιημένες (π.χ κοινοβουλευτικός έλεγχος) και πάντως δημόσιες διαδικασίες, που διασφαλίζεται και από τις ελευθερίες που τα Συντάγματα αναγνωρίζουν στους πολίτες, όπως η συνάθροιση και η ελευθερία του τύπου. Σημαντική τομή στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής αρχής αποτέλεσε η εμφάνιση των κομμάτων και η μετέπειτα αναγνώρισή τους από τα συντάγματα, ως ενδιάμεσων θεσμών μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η λειτουργία των οποίων μετέβαλε το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσης. Οι βουλευτές εκλέγονται και ως μέλη κομματικών σχηματισμών και όχι ως αντιπρόσωποι μόνον του έθνους και του λαού. Η ανάληψη κομματικών δεσμεύσεων και η λεγόμενη κομματική πειθαρχία, κατά την άποψη ορισμένων θεωρητικών, επαναπροσδιορίζει την ελεύθερη εντολή ως εντολή –πλαίσιο σε ένα περιβάλλον όπου ο θεσμός του κόμματος μετασχηματίζεται συνεχώς, υπό την πίεση και της μεσολάβησης των ΜΜΕ. Οι παραπάνω μεταβολές και θεσμικές διαρρυθμίσεις της αντιπροσώπευσης δεν θα μπορούσαν να απαλλάξουν τον συγγραφέα από την ευθύνη του κεντρικού ερωτήματος της ταυτότητας των αντιπροσωπευομένων. Ο Κουρουνδής αναγνωρίζει ότι η πολιτική αντιπροσώπευση θεμελιώνεται στην πλασματική κατασκευή του λαού ως κυρίαρχου υποκειμένου τα μέλη του οποίου διευρύνονται (βλ. την μετάβαση από την τιμηματική ψήφο στην αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος του εκλέγειν) σε συνάρτηση με την ιστορική εξέλιξη της δημοκρατίας από φιλελεύθερη (μέσα 19ου αιώνα μέχρι τον μεσοπόλεμο του 20ου αιώνα) σε μια μαζική εκδοχή της. Άρα το ερώτημα ποιοι πρέπει να αντιπροσωπεύονται πολιτικά και υπό ποιες προϋποθέσεις διατρέχει όλη την πορεία της νεωτερικής εκδοχής της αντιπροσωπευτικότητας. Τις συγκρούσεις που προκάλεσαν αυτά τα ερωτήματα ο συγγραφέας τις ανέδειξε μέσα από την αντιπαράθεση του Hans Kelsen με τον Carl Schmitt. Τον διάλογό τους, τον καθορίζει η κρίση του κοινοβουλευτισμού του μεσοπολέμου, που συμπαρασύρει και τα «κεκτημένα» της αντιπροσώπευσης καθώς αμφότεροι αντιδιαστέλλουν τη δημοκρατία προς την αντιπροσώπευση. Η βασική τους διαφορά, ανάμεσα στα άλλα, έγκειται στο ότι ο Kelsen υπερασπίζεται τον κοινοβουλευτισμό στο σχήμα της δεσμευτικής εντολής και τον θεσμό των κομμάτων ως εκπροσώπηση συγκρουόμενων συμφερόντων μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, ενώ ο Schmitt επιμένει στην κοινωνική ομοιογένεια την οποία αυθεντικά αντιπροσωπεύει και εγγυάται ένα κυρίαρχο φυσικό πρόσωπο. Δείγμα της κρίσης αντιπροσώπευσης της εποχής αποτελούν και οι, φασιστικής έμπνευσης, προτάσεις περί επαγγελματικής αντιπροσώπευσης, μια δημοκρατική εκδοχή των οποίων βρήκε μια σχετική αποδοχή και από τον σημαντικό Έλληνα συνταγματολόγο Αλέξανδρο Σβώλο, χωρίς όμως ιδιαίτερη θεσμική επιρροή στα ελληνικά συντάγματα της περιόδου.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις οδυνηρές εμπειρίες σε υλικό και θεσμικό επίπεδο σταθεροποιείται, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, το καθεστώς των φιλελεύθερων δημοκρατιών με αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και πολιτική ισότητα που διευρύνεται με την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών.

Το γεγονός ότι η πολιτική ισότητα είναι ένα σύγχρονο επίτευγμα, εν πολλοίς ουτοπικό για πολλούς αιώνες, δεν αρκεί στον συγγραφέα προκειμένου να μην θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς για την διεύρυνση της αντιπροσώπευσης προς το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, έχοντας ωστόσο την συνείδηση ότι αυτά μπορούν να απαντηθούν από την ιστορική δυναμική και όχι από μια έρευνα στους θεσμούς και τις έννοιες.

Οι αναπτύξεις του Κουρουνδή για τους σύγχρονους προβληματισμούς σχετικά με την αντιπροσώπευση εμπλουτίζονται εμφατικά με ουσιαστικές περιγραφές και κρίσεις για τον συνταγματικό λαϊκισμό στην αμερικάνικη εκδοχή του, η οποία θέτει στο επίκεντρο της κριτικής του τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της δικαστικής λειτουργίας προκρίνοντας την ερμηνεία του Συντάγματος που ασκείται από τα αντιπροσωπευτικά όργανα και το εν γένει λαϊκό παράγοντα μέσω των αγωνιστικών κοινοποιήσεών του. Εύστοχες σελίδες αφιερώνονται και στον αριστερό λαϊκισμό, όπως τον επεξεργάστηκε το ερευνητικό δίδυμο Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ ως μια εναλλακτική ριζοσπαστική θέση που επαναφέρει τα συγκρουσιακά στοιχεία της δημοκρατίας ως απάντηση στην κατασκευασμένη συναίνεση του φιλελευθερισμού την οποία κατακρίνουν.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πορεία της αντιπροσωπευτικής αρχής δεν ακολούθησε αυτή των δημοκρατιών της δυτικής Ευρώπης, καθώς μεταπολεμικά, ως απόρροια του εμφυλίου πολέμου και της ήττας της αριστεράς, εγκαταστάθηκε μια καχεκτική δημοκρατία διακρίσεων και ελεγχόμενου πλουραλισμού. Αυτή η καχεκτική δημοκρατία συνεπαγόταν περιορισμούς στην άσκηση βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και αποκλεισμούς στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο μιας συγκεκριμένης μερίδας του πληθυσμού κυρίως μέσω της νομοθεσίας του παρασυντάγματος που ίσχυε παρά το Σύνταγμα του 1952, καθεστώς το οποίο επικρίθηκε απ’ τον κορυφαίο Έλληνα συνταγματολόγο Αριστόβουλο Μάνεση.

Το Σύνταγμα του 1975 και η μεταπολίτευση ουσιαστικά εγκαθίδρυσε την πολιτειακή ομαλότητα και την πλέον πλουραλιστική και δημοκρατικά βιώσιμη περίοδο στην ιστορία του ελληνικού κράτους, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν έχουν τους εσωτερικούς τους εχθρούς και δεν απειλούνται από καινοφανή φαινόμενα, όπως η έξαρση του ακροδεξιού φαινομένου, οι έντονες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και οι κρίσεις χρέους που συντάραξαν τη χώρα μας και επέφεραν την κατάρρευση του κομματικού συστήματος και μια έντονη κρίση αντιπροσώπευσης που κράτησε πάνω από μια δεκαετία. Επίσης, φαινόμενα όπως η υγειονομική κρίση και κλιματική αλλαγή δεν θα μπορούσαν να μην επιφέρουν κοινωνικούς κλυδωνισμούς που συνεπάγονται και κρίσεις στην λειτουργία των θεσμών. Ο Κουρουνδής διατηρεί στο φόντο των αναλύσεων του αυτά τα φαινόμενα και διακρίνει ως κατακλείδα των αναλύσεών του δύο βασικές προσλήψεις της αντιπροσώπευσης: μια φορμαλιστική πρόσληψη που καθιστά τον αντιπρόσωπο πλήρως ελεύθερο έναντι του αντιπροσωπευόμενου –λαού που επανέρχεται ως κυρίαρχος μόνο την ημέρα της εκλογής και ένα δεύτερο ρεύμα, στην παράδοση του Κέλσεν, που δέχεται ότι η σχέση αυτή διέπεται από μια εντολή-πλαίσιο του αντιπροσωπευόμενου προς τον αντιπρόσωπο που παρέχει τη δυνατότητα διαρκούς ελέγχου και πίεσης διατηρώντας έτσι μια ισχυρότερη σχέση με τον λαϊκό παράγοντα. Ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή του του στο δεύτερο ρεύμα αν και είναι αμφίβολο το κατά πόσο αυτά είναι διακριτά και δεν συνυπάρχουν σε ένα σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου η παρουσία του μιντιακού περιβάλλοντος με κυρίαρχα μέσα την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιφέρει αλλοιώσεις στην λειτουργία των θεσμών και βάζει την δημοκρατία σε μια συνεχή δοκιμασία.

Από την πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα μονογραφία του Χαράλαμπου Κουρουνδή αποκομίζει κανείς μία αίσθηση πληρότητας και αναρριπίζεται η διάθεση του να εμβαθύνει στη λειτουργία της δημοκρατίας μας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η αντίληψη, που είναι διάχυτη στο βιβλίο, ότι η δημοκρατία και ο πυρήνας της, η αντιπροσωπευτική αρχή, δεν αποτελούν στατικούς θεσμούς τους οποίους εξετάζουμε σε ένα αφηρημένο εννοιολογικό επίπεδο αλλά ιδανικά του σύγχρονου νομικού πολιτισμού μας τα οποία οφείλουμε να προστατεύουμε και να καλλιεργούμε ως ενεργοί πολίτες.

 

 

Καταχώρηση: 24-11-2024     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

eighteen − thirteen =