Ι
Ο προεδρεύων, Ε΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής, στη συνεδρίαση της Ολομέλειάς της την 22α Νοεμβρίου 2024 ανακοίνωσε την αποχώρηση δύο (2) ακόμη βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία» και την ανεξαρτητοποίησή τους. Έτσι, επισημοποιήθηκε τυπικά η ανατροπή, άραγε προ στιγμής(;), στη σειρά κατάταξης των κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Η έως τότε δεύτερη περιορίστηκε στους είκοσι εννέα (29) βουλευτές, συνολικά δέκα οκτώ (18) λιγότερους από όσους είχαν αναδειχθεί υπό τη σημαία της στην εκλογική αναμέτρηση της 24ης και της 25ης Ιουνίου 2023, και στη θέση της βρέθηκε το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής». Διαθέτοντας τριάντα ένα (31) βουλευτές είναι, πλέον, η μεγαλύτερη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα που δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Δηλαδή, κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση έπειτα από δέκα πέντε σχεδόν έτη, πιο πρόσφατη και χρονικά τελευταία υπήρξε στη Βουλή του 2007, και τούτη τη φορά ως συνασπισμός περισσότερων πολιτικών κομμάτων.
ΙΙ
Η εξέλιξη είναι μοναδική στην κοινοβουλευτική μας ιστορία. Ουδέποτε, τουλάχιστον μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά, είχε σημειωθεί εναλλαγή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Ακόμη και όταν, κατ’ ακραία εξαίρεση, η απόσταση μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας υπήρξε οριακή ή απλώς μικρή, από μόνη της δεν αποδείχθηκε αρκετή, προκειμένου να αποκτήσει το ενδεχόμενο επικαιρότητα. Άλλωστε, για να λάβει χώρα απαιτούνται, πρωτίστως, πολιτικές διεργασίες ικανές να πυροδοτήσουν ανακατατάξεις ή μετακινήσεις, όχι μεμονωμένες αλλά σε ευρεία έκταση, και να καταλήξουν στη σημαντική αποδυνάμωση ή, αντιστοίχως, στην όμοια ενίσχυση των εμπλεκομένων συνθέσεων. Τέτοια χαρακτηριστικά και μάλιστα σε πρωτοφανή ένταση απαντώνται στην περίπτωση του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία». Πριν ακόμη συμπληρωθούν δέκα οκτώ (18) μήνες από τις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές, έχει ήδη αντιμετωπίσει δύο «βίαιες» διασπάσεις, διαρκείς, συχνά εκτός ελέγχου, πολιτικές αντιπαραθέσεις και την ανάγκη να αναδείξει δύο φορές νέο αρχηγό του.
ΙΙΙ
Ανεξαρτήτως της ένταξής τους σε συγκεκριμένη κοινοβουλευτική ομάδα, οι βουλευτές και οι ομάδες τους ανήκουν στη συμπολίτευση ή στην αντιπολίτευση. Πρόκειται για κατηγοριοποίηση τόσο παλιά όσο ο κοινοβουλευτισμός και η κοινοβουλευτική αρχή στην εξελιγμένη μορφή τους. Η συμπολίτευση είναι, κατά κανόνα, μονοκομματικής σύνθεσης και περιλαμβάνει τους βουλευτές που έχουν παράσχει και εξακολουθούν να περιβάλουν με την εμπιστοσύνη τους την κυβέρνηση. Αντιθέτως, την αντιπολίτευση, απαρτίζουν περισσότερες της μίας κοινοβουλευτικές ομάδες, αλλά ο συνολικός αριθμός των μελών τους υπολείπεται, κατά κανόνα, εκείνου της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η πρώτη σε δύναμη από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της αντιπολίτευσης αποτελεί την αξιωματική και οι λοιπές συνθέτουν την ελάσσονα. Αν και η διάκριση είναι γνωστή από μακρού στην κοινοβουλευτική πράξη και στην επιστήμη, ο νομοθέτης είτε δεν αναφέρεται σε αυτήν είτε, συνήθως, την αγνοεί, υποτιμώντας, μάλλον, τη σημασία της.
Ο συνταγματικός νομοθέτης στη μοναδική διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος που τον απασχολεί ο συσχετισμός δυνάμεων στη Βουλή προκρίνει την αναφορά στο ποσοτικό κριτήριο, την κοινοβουλευτική δύναμη. Όταν επικρατεί η σχετικά πλειοψηφική εκδοχή της δεδηλωμένης, δηλαδή όταν δεν έχει προκύψει από τις γενικές βουλευτικές εκλογές μονοκομματική αυτοδυναμία, οι αρχηγοί καθενός από τα τρία πρώτα σε αριθμό βουλευτών πολιτικά κόμματα λαμβάνουν, διαδοχικά, τη διερευνητική εντολή και αναζητούν ευρύτερες συμπράξεις ή συναινέσεις για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ. 3 πρότ. 1 Συντ.). H ίδια επιλογή στη διατύπωση, δηλαδή η αναφορά στην κοινοβουλευτική δύναμη, υιοθετείται, με δύο σημειακές εξαιρέσεις, και από τον Κανονισμό της Βουλής. Ορίζει, εν πρώτοις, ότι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ο Πρόεδρος της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην κυβέρνηση και, υπό αυτήν του την ιδιότητα, απολαμβάνει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο Κανονισμός και οι κείμενες διατάξεις (άρθρο 20 ΚτΒ). Εξάλλου, από τις πέντε (5) προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις κατά τη διάρκεια κάθε (τακτικής) βουλευτικής συνόδου, το θέμα των οποίων επιλέγει η αντιπολίτευση, τις δύο (2) τις προκαλεί η αξιωματική (άρθρο 143 παρ. 2 εδάφ. γ΄ πρότ. 1 ΚτΒ).
IV
Οι γενικές βουλευτικές εκλογές της 24ης-25ης Ιουνίου 2023 διεξήχθησαν ένα περίπου μήνα μετά τις ατελέσφορες όμοιες προηγούμενες και με εκλογικό σύστημα τη γνωστή παραλλαγή της ενισχυμένης αναλογικής των δύο πρώτων δεκαετιών του διανυόμενου αιώνα και μοναδική διαφοροποίηση την κλιμακωτή πριμοδότηση (bonus) σε έδρες του νικητή τους. Για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, ανεξαρτήτως της εκδοχής της δεδηλωμένης που επικρατεί και με την εξαίρεση της ιδιάζουσας πολιτικής συγκυρίας στη Βουλή του Νοεμβρίου του 1989, η αξιωματική αντιπολίτευση ανέδειξε μόλις σαράντα οκτώ (48) βουλευτές. Όσα ακολούθησαν την παραίτηση του Αλ. Τσίπρα και οι, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενες, συχνά προκλητικές, δηλώσεις ή επιλογές του εξωκοινοβουλευτικού διαδόχου του στην αρχηγία του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία», θα θέσουν το κόμμα σε διαρκή πολιτική περιδίνηση.
Πριν από ένα έτος η αποχώρηση δύο (2) και ελάχιστες ημέρες αργότερα άλλων εννέα (9) βουλευτών, μεταξύ των οποίων ήταν και εκείνη που είχε διεκδικήσει την ηγεσία του πολιτικού κόμματος, και ευάριθμων μελών του κεντρικού καθοδηγητικού οργάνου σηματοδότησε τον πρώτο σταθμό σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία συρρίκνωσης. Την κορύφωσή της συνιστούν η μομφή στο πρόσωπο του τότε αρχηγού και ο αποκλεισμός του από τη διαδικασία ανάδειξης του νέου. Ο τελευταίος σταθμός συμπίπτει με τις πρόσφατες ανεξαρτητοποιήσεις. Η επισημοποίησή τους μείωσε τη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του δεύτερου σε εκλογική απήχηση πολιτικού κόμματος. Τα νέα αριθμητικά δεδομένα έφεραν το «Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία» στην τρίτη θέση της κατάταξης των κοινοβουλευτικών δυνάμεων και στην ελάσσονα αντιπολίτευση.
Η οριακή διαφορά του, υπολείπεται μόλις δύο (2) βουλευτές, από τη νέα αξιωματική αντιπολίτευση δεν επιτρέπει πάντως να χαρακτηριστεί η εναλλαγή οριστική στην απομένουσα διάρκεια της διανυόμενης βουλευτικής περιόδου. Στο επικρατούν ρευστό κοινοβουλευτικό περιβάλλον, με τους ανεξάρτητους να αριθμούν ήδη είκοσι ένα (21) μέλη, τίποτε δεν αποκλείει την εκδήλωση, ίσως και αμέσως μετά την εκλογή του νέου αρχηγού του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία», πρωτοβουλίας για την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής του ομάδας και την αύξηση του αριθμού των βουλευτών του. Η επιτυχής έκβασή της, δηλαδή η ανταπόκριση κάποιων από την ευάριθμη δεξαμενή των διαθέσιμων προς ένταξη σε κοινοβουλευτική ομάδα ή η επιστροφή των βουλευτών της «Νέας Αριστεράς», θα σημάνει, άνευ ετέρου, την επαναφορά του στην αξιωματική αντιπολίτευση. Έτσι, η νωπή νέα πραγματικότητα θα αποδειχθεί, εντέλει, παρένθεση και μάλιστα βραχεία.
V
1. Η τοποθέτηση πολιτικού κόμματος στην αξιωματική αντιπολίτευση, ιδιαίτερα όταν διαθέτει σημαντική σε αριθμό κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, συνδέεται με αξιοσημείωτες πολιτικές ή επικοινωνιακές επενέργειες. Το φέρνει, περισσότερο από τις λοιπές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, αντιμέτωπο στη Βουλή και την κοινωνία με την πλειοψηφία και τις επιλογές της. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες σχηματίζει σκιώδη κυβέρνηση με τα μέλη της να παρακολουθούν και να ελέγχουν τους ομόλογούς τους Υπουργούς. Η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί, επίσης, την, κατά βάση εύλογη, ρεαλιστική προσδοκία να αναλάβει μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές τη διακυβέρνηση της χώρας.
Έτσι, το προεκλογικό της πρόγραμμα προβάλλεται επικοινωνιακά με μεγαλύτερη πειστικότητα ως η εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Ειδικά για το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής» και παρά την ισχνή, μοναδική στην κοινοβουλευτική μας ιστορία, κοινοβουλευτική του δύναμη, η επιστροφή στη θέση που κατείχε ως αυτοτελές πολιτικό κόμμα επί περίπου δέκα πέντε (15) έτη από τα τριάντα πέντε (35) συνολικά της εποχής του παραδοσιακού δικομματισμού μπορεί να σηματοδοτήσει, αν τη διαχειριστεί με ευρηματικούς και πειστικούς πολιτικούς και επικοινωνιακούς χειρισμούς, τη ζητούμενη, επί μία και πλέον δεκαετία, επανεκκίνηση, αφήνοντας οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας το «μνημονιακό άγος».
2. Η επαναφορά στην αξιωματική αντιπολίτευση ενός από τους δύο πρωταγωνιστές του μεταπολιτευτικού πολιτικού κύκλου και για όσο χρόνο θα παραμείνει στη θέση αυτή, δεν έχει, παρά τα όσα διακινήθηκαν σε μερίδα του Τύπου, πολλές και πάντως ιδιαίτερης σημασίας νομικές επενέργειες. Ο Πρόεδρος της κοινοβουλευτικής του ομάδας εγκαθίσταται στο γραφείο που διατίθεται στον αρχηγό της μεγαλύτερης σε δύναμη, η οποία όμως δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Εξάλλου, ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων που διορίζονται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής αυξάνεται, παρά το γεγονός ότι η κατανομή και η διαβάθμιση τους καθορίζονται αναλόγως της κοινοβουλευτικής δύναμης (άρθρο 18 παρ. 4 πρότ. 2 ΚτΒ), και η νέα αξιωματική αντιπολίτευση θα έχει στη διάθεσή της εννέα (9) έναντι έξι (6) πριν, δηλαδή τρεις (3) περισσότερους, απασχολούμενους αυτής της κατηγορίας [άρθρο 35 παρ. 1 περίπτ. Στ υποπεριπτ. β) και γ) ΚτΒ/Μέρος Προσωπικό]. Δικαιούται, επίσης, θέση Αντιπροέδρου, αντί εκείνης του Γραμματέα, στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (άρθρο 32Α παρ. 3 πρότ. 3 ΚτΒ) και Γραμματέα στην επιτροπή για τα εθνικά ή τα θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 45 παρ. 3 ΚτΒ).
Ως αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να προκαλέσει δύο (2), αντί της μιας (1), συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως (άρθρο 143 παρ. 2 εδάφ. γ΄ ΚτΒ). Βουλευτής της και ο αναπληρωματικός του ορίζονται από τον Πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας στη σύνθεση της επιτροπής που ελέγχει τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων και τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων πολιτικών προσώπων (άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. ιε΄ του ν. 3023/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 3Α παρ. 2 περίπτ. ι΄ το ν. 3213/2003, όπως ισχύουν). Αντιθέτως, διαφοροποιήσεις δεν εντοπίζονται στο χρόνο ομιλίας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ο ίδιος με εκείνον των άλλων πολιτικών αρχηγών (άρθρα 97 παρ. 2, 103 παρ. 2, 108 παρ. 5, 109 παρ. 7, 110 παρ. 5, 121 παρ. 6, 123 παρ. 4, 142 παρ. 4 και 6, 143 παρ. 4 ΚτΒ), στις συζητήσεις όμως παίρνει το λόγο, κατά περίπτωση, πριν ή μετά τον Πρωθυπουργό. Δεδομένης, τέλος, της οριακής διαφοράς που χωρίζει τη δεύτερη από την τρίτη στη σειρά κατάταξής τους κοινοβουλευτική ομάδα, δεν υπάρχουν μεταβολές στη συγκρότηση των σχηματισμών, κάθε μορφής, της Βουλής, αφού η σύνθεσή τους διαμορφώνεται αναλόγως της κοινοβουλευτικής δύναμης (άρθρα 29 παρ. 3 εδάφ. β΄, 31 παρ. 5 και 49Α παρ. 2 εδάφ. β΄ πρότ. 1 ΚτΒ).
VΙ
1. Το προεδρείο της Βουλής απαρτίζουν ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, τρεις (3) Κοσμήτορες και έξι (6) Γραμματείς (άρθρο 6 παρ. 1 ΚτΒ). Με την εξαίρεση της συμπολίτευσης από τις τάξεις της οποίας προέρχονται οι τρεις (3) πρώτοι, κατά τη σειρά, Αντιπρόεδροι, κάθε κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης εκλέγει έναν (Αντιπρόεδρο) (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 4 ΚτΒ). Έτσι, ο τέταρτος Αντιπρόεδρος, ένας Κοσμήτορας και ένας Γραμματέας προέρχονται από τη δεύτερη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 2 ΚτΒ), ένας βουλευτής της είναι μέλος της τριμελούς επιτροπής που καταμετρά τις ψήφους στη διαδικασία εκλογής (άρθρο 8 παρ. 2 πρότ. 2 ΚτΒ), ενώ από την τρίτη (κοινοβουλευτική ομάδα) προέρχονται ο πέμπτος Αντιπρόεδρος και, επίσης, ένας Γραμματέας (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 3 ΚτΒ).
Η θητεία των Αντιπροέδρων διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος (άρθρο 9 παρ. 1 πρότ. 1 ΚτΒ), διατηρούν όμως το αξίωμά τους και μετά τη λήξη της ή τη διάλυση της Βουλής και έως την έναρξη των εργασιών της νέας (άρθρο 9 παρ. 2 πρότ. 1 ΚτΒ), εκείνη των Γραμματέων και των Κοσμητόρων διαρκεί όσο η τακτική σύνοδος στην οποία εκλέχθηκαν, διατηρούν όμως το αξίωμά τους έως την έναρξη των εργασιών της νέας (συνόδου) και την εκλογή των διαδόχων τους (άρθρο 6 παρ. 2 πρότ. 2 ΚτΒ). Η θητεία όλων λήγει αυτοδικαίως, όταν απωλέσουν την ιδιότητα του μέλους της κοινοβουλευτικής ομάδας από την οποία προέρχονται (άρθρο 9 παρ. 2 εδάφ. β΄ ΚτΒ). Τέλος, οι θέσεις του προεδρείου, που χηρεύουν από οποιαδήποτε αιτία, συμπληρώνονται αμέσως με την εκλογή των νέων μελών για το υπόλοιπο της θητείας των αντικαθιστώμενων (άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚτΒ).
2. Ο Κανονισμός της Βουλής δεν ρυθμίζει την εναλλαγή κοινοβουλευτικών ομάδων στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Πρόκειται για εξέλιξη, την οποία δεν θα μπορούσε να έχει υπόψη του ο νομοθέτης. Γι’ αυτό, το κενό δεν πρέπει να προκαλεί απορίες και μπορεί να καλυφθεί ερμηνευτικά. Η νέα αξιωματική αντιπολίτευση διέθετε ήδη τον πέμπτο Αντιπρόεδρο και έναν Κοσμήτορα στις θέσεις του προεδρείου της Βουλής. Έτσι, η αναβάθμισή της επιβάλλει, εν πρώτοις, τη συμπλήρωση της εκπροσώπησής της με ένα Γραμματέα και η εκλογή του επιβάλλεται να διενεργηθεί αμέσως. Ερευνητέο παραμένει, αν θα απαιτηθεί νέα εκλογή του τέταρτου και του πέμπτου Αντιπροέδρου, προκειμένου να αντικαταστήσουν εκείνους που είχαν αναδειχθεί υπό τον προηγούμενο συσχετισμό στις δυνάμεις των δύο πρώτων κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης.
Σε μερίδα του Τύπου υποστηρίχθηκε ότι η διενέργεια εκλογής δεν είναι αναγκαία και θα αρκούσε η αναρίθμηση, δίχως πάντως να διευκρινίζεται πώς και από ποιόν, της σειράς των δύο θέσεων. Δηλαδή, να ονομαστούν ο τέταρτος Αντιπρόεδρος πέμπτος και, αντιστρόφως, ο πέμπτος τέταρτος. Στην άποψη φαίνεται να προσφέρει ανομολόγητο έρεισμα η πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής ότι η θητεία των Αντιπροέδρων διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος. Ωστόσο, η εν λόγω ρύθμιση καθορίζει το χρονικό πέρας, για την ακρίβεια τη λήξη της θητείας τους, και δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις που ανακύπτει σχετικό ζητήματα κατά τη διάρκειά της. Όταν η κατάληψη συγκεκριμένης θέσης συνδέεται με τη σειρά κατάταξης και την κοινοβουλευτική δύναμη, η ανατροπή και, αντιστοίχως, η μεταβολή της συνιστούν, ερμηνευτικά, λόγο χηρείας. Δηλαδή, λόγο που επιβάλει την κένωσή της (θέσης) και την, εκ νέου, πλήρωσής της για το υπόλοιπο της καθορισμένης θητείας. Υπό τον επικρατούντα συσχετισμό δυνάμεων, για την επιλογή του τέταρτου και του πέμπτου Αντιπροέδρου, πρέπει, λοιπόν, να διεξαχθεί νέα ψηφοφορία και μάλιστα άμεσα, ακόμη αν οι προτάσεις των δύο κοινοβουλευτικών ομάδων παραμείνουν στα ίδια πρόσωπα.
VΙΙ
Ο αριθμός των Αντιπροέδρων που συμμετέχουν στη σύνθεση του προεδρείου δεν καθορίζεται, σε αντίθεση με όσα προβλέπονται για τους Κοσμήτορες και τους Γραμματείς, στον Κανονισμό της Βουλής. Συνεπώς, δεν είναι, εκ των προτέρων, γνωστός και, πολύ περισσότερο, σταθερός. Κάθε κοινοβουλευτική ομάδα, με την εξαίρεση της συμπολίτευσης, εκλέγει έναν Αντιπρόεδρο (άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. α΄ πρότ. 4 ΚτΒ). Γι’ αυτό, ο αριθμός τους συναρτάται ευθέως προς εκείνον των κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης. Επισημαίνεται ότι οι Αντιπρόεδροι στο σύνολό τους είναι, μεταξύ άλλων, μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Δηλαδή, του συλλογικού οργάνου της, το οποίο εκλέγει, με την αυξημένη-ειδική πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) των μελών του, τις συνθέσεις των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών (άρθρο 101Α παρ. 2 προτ. 3 και 4 Συντ.).
Ο Κανονισμός της Βουλής δεν ρυθμίζει, επίσης, την αντιμετώπιση κοινοβουλευτικής ομάδας που συγκροτείται, κατά πρώτον, στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, εν γένει αλλά και ειδικά για την εκλογή σε θέση Αντιπροέδρου προερχόμενου από τις τάξεις της. Η παράλειψη θα μπορούσε να θεωρηθεί, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Πρόκειται για εξέλιξη που δεν είχε αποκτήσει μεταπολιτευτικά επικαιρότητα έως την 5η Δεκεμβρίου 2023, οπότε συγκροτήθηκε η «Νέα Αριστερά». Ο γενικός και αδιάστικτος κανόνας κάθε κοινοβουλευτική ομάδα και ένας Αντιπρόεδρος επιβάλλει την εκλογή του, ανεξαρτήτως της στιγμής που θα συγκροτηθεί και την παύση του, όταν η κοινοβουλευτική ομάδα διαλυθεί. Σε λίγες ημέρες η «Νέα Αριστερά» συμπληρώνει ένα έτος ζωής, δίχως όμως να έχει αποκτήσει ακόμη Αντιπρόεδρο. Τούτο μπορεί, ενδεχομένως, να φαίνεται δικαιολογημένο και, εν πολλοίς, επιδιωκόμενο σε όσους δεν επιθυμούν τη μεταβολή της σύνθεσης της Διάσκεψης των Προέδρων και, ιδίως, την αριθμητική αύξηση της βάσης για τον υπολογισμό της αυξημένης-ειδικής πλειοψηφίας.
Είναι όμως, τουλάχιστον, δυσεξήγητο ο δικαιούχος θέσης Αντιπρόεδρου να σιωπά και να μην τη διεκδικεί. Η επιστροφή των βουλευτών της «Νέας Αριστεράς» στην κομματική τους εστία, το «Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία» υπό τη σημαία του οποίου άλλωστε έχουν στο σύνολό τους εκλεγεί, θα μεταβάλλει, αν ή όταν συντελεστεί, ουσιωδώς τα πραγματικά και, εντέλει, τα νομικά δεδομένα. Ανεξαρτήτως των όποιων εξελίξεων, ο προβληματισμός για την εκπροσώπηση στο προεδρείο της Βουλή κοινοβουλευτικής ομάδας που συγκροτείται στη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου διατηρεί αμείωτο το θεωρητικό του ενδιαφέρον.