Ι
Η 15η Ιανουαρίου 2025 σημειώθηκε ως το χρονικό σημείο ανακοίνωσης της πρότασης της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας για το νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το μεσημέρι αυτής της ημέρας είχε προγραμματιστεί η τακτική μηνιαία συνάντηση του Πρωθυπουργού με την Κ. Σακελλαροπούλου. Η ενημέρωσή της για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και το εξωτερικό θεωρήθηκε ότι θα συμπληρωνόταν με την επισημοποίηση της ανανέωσης της προεδρικής της θητείας. Ωστόσο, το «πολιτειακό ραντεβού» αναβλήθηκε αιφνιδίως, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Λίγο αργότερο μεταδόθηκε τηλεοπτικό μήνυμα του Κ. Μητσοτάκη, αποκλήθηκε από ορισμένους εσφαλμένα διάγγελμα, στο οποίο έκανε γνωστή την απόφασή του να προταθεί ο Κ. Τασούλας.
Ο Πρόεδρος της Βουλής περιλαμβάνονταν, από την έναρξη της σχετικής συζήτησης πριν δύο περίπου μήνες, σταθερά μεταξύ των δυνάμει επιλογών, αποτελώντας το μοναδικό πρόσωπο, ενδεχομένως λόγω της θέσης του, με προέλευση από τις τάξεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αν και τις επόμενες εβδομάδες ο κύκλος των φερόμενων υποψηφίων αρχίζει σιγά-σιγά να περιορίζεται, ο Κ. Τασούλας και ένα ακόμη πολιτικό πρόσωπο, πρώην επικεφαλής άλλοτε κόμματος εξουσίας, αναφέρονται σταθερά ως οι επικρατέστεροι. Όσο πλησιάζαμε όμως στην προγραμματισμένη συνάντηση του Πρωθυπουργού και της Προέδρου της Δημοκρατίας τα δημοσιεύματα στον Τύπο, πιθανότατα αναπαράγοντας διαρροές «γνωστών-άγνωστων κύκλων», εμφάνιζαν τον Πρόεδρο της Βουλής να αποτελεί την κυβερνητική πρόταση.
ΙΙ
Ο Κ. Μητσοτάκης στο τηλεοπτικό του μήνυμα επιβεβαίωσε τα δημοσιεύματα και προσδιόρισε τα γνωρίσματα που πρέπει να διαθέτει ο αρχηγός του κράτους. Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα, στο υψηλό κύρος, στην ευρύτερη αποδοχή και την εμπειρία, στη γνώση και τον έμπρακτο σεβασμό στους θεσμούς. Διευκρίνισε, επιπλέον, ότι ευρύτατη αποδοχή δεν σημαίνει αναγκαστικά και πρόταση προσώπου πέραν της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, επειδή «η διαφορετική προέλευση Προέδρου και Πρωθυπουργού δεν εγγυάται την πολιτειακή ισορροπία, ούτε η πολιτική τους σύμπτωση δημιουργεί εξ ορισμού θεσμικό κίνδυνο». Τέλος, σημείωσε ότι στο ταραγμένο διεθνές περιβάλλον η Ελλάδα «χρειάζεται Πρόεδρο της Δημοκρατίας με μακρά διαδρομή στα κοινά και με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά».
Η ευρύτατη αποδοχή εδράζεται, κατά βάση, σε αριθμητικά δεδομένα και η συνδρομή της δεν μπορεί να προκύπτει μόνο δημοσκοπικά. Πρέπει να αποδεικνύεται, κατά το δυνατόν αντικειμενικά, στην πράξη και αποτυπώνεται, συνήθως, στο αποτέλεσμα ψηφοφορίας. Η υπερψήφιση της Κ. Σακελλαροπούλου τον Μάρτιο το 2020 από διακόσιους εξήντα ένα (261) βουλευτές της προσέφερε έως την επόμενη δοκιμασία τη ζητούμενη αποδοχή. Εξάλλου, τη γνώση και τον έμπρακτο σεβασμό στους θεσμούς είναι βέβαιον ότι δεν θα στερούνταν, όποιος και αν προτείνονταν για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Από τα λοιπά γνωρίσματα στον κατάλογο του Κ. Μητσοτάκη η πορεία της ως δικαστικής λειτουργού δεν της επέτρεπε να έχει διανύσει μακρά διαδρομή στα κοινά, τουλάχιστον τα σχετικά με την πολιτική, και να διαθέτει σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, προφανώς υπό την πρωθυπουργική τους θεώρηση. Η απουσία αμφότερων, πιθανότητα με την εξωγενή προσθήκη των εύθραυστων εσωκομματικών ισορροπιών στην κοινοβουλευτική ομάδα της συμπολίτευσης, φαίνεται να συνθέτουν την αιτιολόγηση της απόφασης να μην προταθεί η ανανέωση της θητείας της, πλέον απερχόμενης, Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ανεξαρτήτως του πολιτικού χώρου, στον οποίο ανήκει ή όπου κινείται ο υποψήφιος, θα ήταν πραγματικά εξόχως απογοητευτικό να μην εντοπιζόταν στη χώρα μας ικανός αριθμός προσώπων που να πληρούν τα κριτήρια του υψηλού κύρους, της ευρύτατης αποδοχής και της εμπειρίας. Γι’ αυτό, ο κατάλογος των δυνάμει επιλογών θα μπορούσε να περιλάβει και άλλες, πολύ περισσότερες από τις αναγραφείσες στον Τύπο. Ο Κ. Τασούλας εκλέχθηκε Πρόεδρος της Βουλής τρεις φορές, διαδοχικά, τον Ιούλιο του 2019, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023, συγκεντρώνοντας στις ισάριθμες ψηφοφορίες ευρύτατες πλειοψηφίες. Διαθέτει, λοιπόν, από τη θέση του κύρος, αποδοχή, εμπειρία και σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά. Έχει, επίσης, διανύσει μακρά διαδρομή στα κοινά. Ο σταθερός επί δεκαετίες και ενεργός πολιτικός δεσμός του με τη Νέα Δημοκρατία καθιστά πάντως την υποψηφιότητά του κομματική.
ΙΙΙ
Η επιλογή του Πρωθυπουργού στο πρόσωπο του Προέδρου της Βουλής αποκλείει την εκλογή της Κ. Σακελλαροπούλου σε δεύτερη θητεία, ακόμη και αν θα προτείνονταν από μία ή περισσότερες κοινοβουλευτικές ομάδες της αντιπολίτευσης. Έτσι, για πέμπτη φορά δεν θα ανανεωθεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του θητεύοντος Προέδρου της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Προηγήθηκαν ο Κ. Τσάτσος το 1980, ο Κ. Καραμανλής το 1985, ο Χρ. Σαρτζετάκης το 1990 και ο Πρ. Παυλόπουλος το 2020. Και μπορεί η κατάληξη, δηλαδή η μη επανεκλογή, να είναι για όλους κοινή, κάθε περίπτωση διατηρεί ορισμένα, ατομικά, χαρακτηριστικά, αναγόμενα ευθέως στο λόγο που την προκάλεσε.
Ο Κ. Τσάτσος, πρώτος μεταπολιτευτικά εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποχώρησε πριν συμπληρωθεί η συνταγματικά καθορισμένη θητεία του, παραχωρώντας τη θέση, πιθανότατα σε εκτέλεση άτυπης πολιτικής «συμφωνίας κυρίων», στο θητεύοντα Πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή. Εξάλλου, ο διάδοχός του παραιτήθηκε από τα προεδρικά καθήκοντα μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων του ανώτατου συλλογικού καταστατικού οργάνου και της κοινοβουλευτικής ομάδας του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος να προταθεί ως υποψήφιος ο Χρ. Σαρτζετάκης. Γι’ αυτό, δεν του επιτρεπόταν να είναι εκ νέου υποψήφιος στη διαδικασία που άνοιξε η παραίτησή του.
Εξάλλου, ο Χρ. Σαρτζετάκης ήταν υποψήφιος την Άνοιξη του 1990, στις διαδοχικές ψηφοφορίες πριν από την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής συνεπεία της αδυναμίας να συγκεντρωθεί η αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) του όλου αριθμού των βουλευτών, ως κοινή πρόταση του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος και του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην πρώτη (ψηφοφορία) και αποκλειστικά του τελευταίου στις άλλες δύο. Τέλος, ο Πρ. Παυλόπουλος δεν προτάθηκε από καμία κοινοβουλευτική ομάδα στην προεδρική εκλογή του 2020.
IV
Σε έναν περίπου μήνα η Βουλή θα εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας για ενδέκατη φορά στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τη θέση έχουν ως σήμερα καταλάβει επτά διαφορετικά πρόσωπα, τα πέντε προερχόμενα από το χώρο της πολιτικής, ενώ τρεις τους άσκησαν τα προεδρικά καθήκοντα σε δύο θητείες. Στη μακρά κοινοβουλευτική του πορεία ο Κ. Τασούλας εκλέγεται πάντοτε με τους συνδυασμούς της Νέας Δημοκρατίας. Η πρότασή του από την κοινοβουλευτική της ομάδα ανατρέπει, όπως υποστήριξε μερίδα της αντιπολίτευσης, την ακολουθούμενη στην προεδρική εκλογή πρακτική, σύμφωνα με την οποία ο υποψήφιος της συμπολίτευσης δεν προέρχεται από τον πολιτικό της χώρο. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που η συμπολίτευση προτείνει υποψήφιο από τις τάξεις της. Στις δύο πρώτες μεταπολιτευτικά διαδικασίες προτάθηκαν και εκλέχθηκαν, με διαφοροποιήσεις στην αυξημένη-ειδική πλειοψηφία υπερψήφισής τους, ο Κ. Τσάτσος, βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, και ο Κ. Καραμανλής, πρόεδρός της και θητεύων Πρωθυπουργός. Δηλαδή, εν ενεργεία πολιτικά πρόσωπα και αμιγώς κομματικοί υποψήφιοι. Κομματικές ήταν, επίσης, οι υποψηφιότητες του Κ. Καραμανλή στη δεύτερη θητεία του και του Στ. Δήμα -πρώην βουλευτή, Υπουργού και, τότε, εν ενεργεία Αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας- στην ατελέσφορη διαδικασία του Δεκεμβρίου του 2014. Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι τον τελευταίο είχε προτείνει και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, κυβερνητικός εταίρος στο δεύτερο μεταπολιτευτικό συναινετικό κοινοβουλευτισμό. Το ίδιο, εν πολλοίς, αλλά με αντίστροφη κομματικά και πολιτικά φορά, επαναλήφθηκε, κατά βάση, τον Φεβρουάριο του 1995. Η πρόταση της Πολιτικής Άνοιξης στο πρόσωπο του Κ. Στεφανόπουλου υιοθετήθηκε δύο ημέρες αργότερα και από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, την τότε κυβερνητική πλειοψηφία, προκειμένου να αποφευχθεί η διάλυση της Βουλής και η, ανεπιθύμητη δημοσκοπικά, προσφυγή σε πρόωρες γενικές βουλευτικές εκλογές. Στον ευρύτερο πολιτικό του χώρο κινήθηκε, τέλος, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, προτείνοντας αιφνιδιαστικά ως υποψήφιο τον Χρ. Σαρτζετάκη την Άνοιξη του 1985.
Η διάκριση μεταξύ της πρότασης υποψηφίου από τον ίδιο ή από άλλον πολιτικό χώρο δεν χωρεί στην ανανέωση της θητείας του Κ. Στεφανόπουλου το 2000 και του Κ. Παπούλια το 2010. Στις υποψηφιότητές τους συνέπεσαν, εκόντες άκοντες δεν έχει σημασία, οι δύο παραδοσιακοί πόλοι του μεταπολιτευτικού δικομματισμού που βρίσκονταν κάθε φορά στην εξουσία. Αντιθέτως, η πρόταση του Κ. Παπούλια, πρώην Υπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις υπό τον Ανδρ. Παπανδρέου, στην πρώτη θητεία του εγκαινιάζει στην ουσία της την πρακτική ο προτείνων σχηματισμός και ο προτεινόμενος υποψήφιος να ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτικούς και πάντως κομματικούς χώρους. Το ίδιο επαναλήφθηκε την Άνοιξη του 2015, όταν ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, βασικός κυβερνητικός εταίρος στο τρίτο μεταπολιτευτικό συναινετικό κοινοβουλευτισμό, πρότεινε τον Πρ. Παυλόπουλο, πρώην Υπουργό των κυβερνήσεων υπό τον Κ. Καραμανλή. Τέλος, την Άνοιξη του 2020 η Νέα Δημοκρατία προκρίνει την Κ. Σακελλαροπούλου, εν ενεργεία Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, και κινούμενη στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.
Η πρακτική ερείδεται στην επανάληψη, αλλά η επικράτησή της δεν εξοπλίζεται με δεσμευτικότητα, πόσο μάλλον νομική. Αν οι τρεις προτάσεις στις ισάριθμες και τελευταίες κατά τη χρονική τους εξέλιξη προεδρικές εκλογές αρκούσαν για να θεμελιωθεί πρακτική, η επιλογή του Κ. Τασούλα πράγματι έρχεται να την ανατρέψει. Ωστόσο, σε άλλες τέσσερις περιπτώσεις, στο απώτερο και το απώτατο παρελθόν, η πρόταση υπήρξε αμιγώς κομματική και στις δύο μάλιστα σε πρόσωπα ενεργά πολιτικά. Σαφής βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, με τη μορφή της ισχυρής υπόδειξης, αποτελεί η επιδίωξη ευρύτερων συναινέσεων στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Δηλαδή, η σύμπλευση περισσότερων και κατά προτίμηση των μεγαλύτερων σε αριθμό βουλευτών κοινοβουλευτικών ομάδων στο πρόσωπο υποψηφίου. Στην επίτευξή της, όταν δεν εξασφαλιζόταν αυτοτελώς από ένα κόμμα η συγκέντρωση της αυξημένης-ειδικής πλειοψηφίας των, τουλάχιστον, διακοσίων (200) ή των εκατό ογδόντα (180) βουλευτών, συνέβαλε, κατ’ άλλους την επέβαλε, η απειλή της υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής μετά την ατελέσφορη τρίτη ψηφοφορία στην Ολομέλεια. Η κατάργησή της στην τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 και ο επικρατούν σήμερα συσχετισμός δυνάμεων στη Βουλή, με την αξιωματική αντιπολίτευση να ξεπερνά μόλις τον αριθμό των τριάντα (30) βουλευτών, επέτρεψαν, ακριβέστερα διευκόλυναν, την επιστροφή στο «ξεχασμένο παρελθόν» και τις κομματικές υποψηφιότητες. Ας ελπίζουμε, αν και η πρόταση είναι κατεξοχήν πολιτική απόφαση, ότι θα αποδειχθεί παρένθεση.
V
Στις περιπτώσεις που ο υποψήφιος υπήρξε θητεύων βουλευτής ή Πρωθυπουργός, η πρότασή τους ως υποψηφίων δεν προκάλεσε και την παραίτηση από το αξίωμά τους. Αντιθέτως, το διατήρησαν καθόλη την εξέλιξη της προεδρικής εκλογής και, γι’ αυτό, συμμετείχαν στις ψηφοφορίες, εκφράζοντας την προτίμηση στο πρόσωπό τους. Βέβαια, η ψηφοφορία το 1975 και το 1980 ήταν μυστική και η ψήφος τους δεν αποδείχθηκε τελικά κρίσιμη για τη συγκέντρωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας, καθορίζοντας την εκλογή τους. Ο Κ. Τσάτσος και ο Κ. Καραμανλής παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους, αφού εκλέχθηκαν και πριν υπογράψουν το πρωτόκολλο ορκωμοσίας τους. Δηλαδή, την πράξη ανάληψης των νέων τους καθηκόντων.
Ο Κ. Τασούλας θα μπορούσε να παραμείνει βουλευτής έως την εκλογή του. Βέβαια, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το, εν πολλοίς, παράδοξο, σε μια ψηφοφορία που λαμβάνει χώρα ονομαστικά να κληθεί κάθε φορά από τον προεδρεύοντα στη συνεδρίαση και να ψηφίσει τον εαυτόν του! Αν πάλι επέλεγε να το αποφύγει, θα είχε στη διάθεσή του την επιλογή της αποχής. Η απουσία του δεν θα επηρέαζε τη διαμόρφωση της πλειοψηφίας και, εντέλει, την εκλογή του, όπως πιθανολογείται, στην τέταρτη ψηφοφορία. Δηλαδή, σε εκείνη που ο υποψήφιος απαιτείται να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών για να πετύχει να εκλεγεί. Προτίμηση στο πρόσωπό του εκτιμάται ότι θα εκφράσουν λιγότεροι από εκατό εβδομήντα (170) βουλευτές. Ο αριθμός τους θα είναι ο δεύτερος μικρότερος μεταπολιτευτικά και θα ξεπεράσει μόνον εκείνον της επανεκλογής του Κ. Καραμανλή το 1990. Η αποδυναμωμένη, συγκρινόμενη και με τις επιδόσεις των προκατόχων του, πολιτική νομιμοποίηση του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας δεν φαίνεται πάντως ικανή από μόνη της να επηρεάσει τη συνταγματική θέση και το ρόλο του στη λειτουργία του πολιτεύματος. Ούτε, βέβαια, θα έχει, αναγκαστικά, ουσιαστική επίδραση στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, πρωτίστως των ρυθμιστικών, ως αρχηγού του κράτους.
Η απόφαση για τη διατήρηση ή μη της βουλευτικής ιδιότητας ανάγεται τελικά στην πολιτική δεοντολογία. Ο Κ. Τασούλας αναφέρθηκε σε «θεσμικό τακτ» και με την επίκλησή του παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα την επομένη του τηλεοπτικού μηνύματος του Πρωθυπουργού. Μοιραία απώλεσε και την ιδιότητα του Προέδρου της Βουλής. Θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση, μόνον αν είχε επιλέξει να διατηρήσει έως την εκλογή του το αξίωμα του βουλευτή. Τότε θα εγείρονταν και πάλι, τούτη όμως τη φορά μείζονα, ζητήματα πολιτικής δεοντολογίας και θα ήταν ευάλωτος στην κακόπιστη μικροκομματική κριτική ή τη μικροπολιτική εκμετάλλευση. Η αναπλήρωσή του, τουλάχιστον κατά την άσκηση όσων αρμοδιοτήτων εμπλέκονται με την προεδρική εκλογή, από τον Α΄ ή άλλον Αντιπρόεδρο της Βουλής, δεν θα απαντούσε πειστικά στους επικριτές του. Νέος Πρόεδρος της Βουλής και διάδοχος του παραιτηθέντος ανακοινώθηκε, αυθημερόν, ο Ν. Κακλαμάνης. Ο έμπειρος κοινοβουλευτικός και, κατ’ επανάληψη, μέλος του προεδρείου της απολαμβάνει ευρεία και διακομματική αποδοχή, η οποία δεν αναμένεται να πληγεί σοβαρά από την κομματική υποψηφιότητα του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
VΙ
Την πολιτική απόφαση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να μην ανανεωθεί η θητεία του Κ. Καραμανλή το 1985 συνόδευσε η πρόταση της κοινοβουλευτικής της ομάδας για την πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975. Το ενδιαφέρον της εντοπίστηκε, ως γνωστόν, στην κατάργηση των αποκαλούμενων υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έπειτα από σαράντα ακριβώς έτη η προεδρική εκλογή συνδέεται και πάλι με τη, τούτη τη φορά την πέμπτη και ήδη αναμενόμενη, συνταγματική αναθεώρηση.
Ο Πρωθυπουργός στο τηλεοπτικό του μήνυμα, επικαλούμενος την ενοποιητική αποστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, επισήμανε, πριν ακόμη ανακοινώσει τον προτεινόμενο, ότι πρέπει να ψηφίζεται για μία και μόνη εξαετή θητεία. Δεσμεύτηκε μάλιστα ότι η συμπολίτευση θα περιλάβει σχετικό ορισμό στην αναθεωρητική πρότασή της. Όπως έσπευσε να διευκρινίσει, έτσι σκοπείται η αντιμετώπιση των αντιπαραθέσεων που ανοίγει κάθε φορά η συζήτηση για την ανανέωση της παραμονής στο αξίωμα και ο προεδρικός θεσμός θα μένει μακριά από τις κομματικές σκοπιμότητες. Υπενθυμίζεται ότι η κατάργηση των δύο θητειών και η αύξηση κατά ένα έτος της διάρκειας της μίας απαντάται, το πρώτον, στο «Καινοτόμο Σύνταγμα». Δηλαδή, στο κείμενο εργασίας που είχε καταρτίσει ομάδα επιστημόνων και τεχνοκρατών πριν από μία περίπου δεκαετία. Στο σύνολο τους, με μία και μόνη εξαίρεση, βρέθηκαν ή εξακολουθούν να βρίσκονται, ιδεολογικά και πολιτικά, κοντά στη Νέα Δημοκρατία.
Όσα αναφέρει ο Πρωθυπουργός ως τα «κακώς κείμενα» στην ανανέωση της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορεί να «χρεωθούν», πόσο μάλλον μονοσήμαντα, στην ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση. Αν η προεδρική εκλογή προσφέρονταν σε κομματικές σκοπιμότητες, αυτές θα έπρεπε να αποδοθούν, προνομιακά και μάλλον πέραν κάθε αμφιβολίας, στη συνταγματική πρόβλεψη της υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής. Τούτο αποδείχθηκε τις δύο φορές, το 1990 και το 2014, που προκλήθηκε, εν πολλοίς μεθοδευμένα, η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, συνεπεία της αδυναμίας της να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την τρίτη ψηφοφορία. Εξάλλου, η ανανέωση της θητείας του, όποτε αποφασίστηκε μεταπολιτευτικά, υπήρξε το αποτέλεσμα της συμπόρευσης των δύο μεγαλύτερων σε αριθμό βουλευτών κοινοβουλευτικών ομάδων. Δηλαδή, συντελέστηκε με ευρύτατες συναινέσεις και δίχως κομματικές αντιπαραθέσεις. Οι τελευταίες δεν παρατηρήθηκαν, τουλάχιστον με την ένταση που θα τους επέτρεπε να χαρακτηριστούν άξιες λόγου, ούτε κατά τη δεύτερη εκλογή του Κ. Καραμανλή το 1990 στις επικρατούσες, πρωτόγνωρες και δύσκολες από κάθε άποψη, πολιτικές συνθήκες του πρώτου μεταπολιτευτικά συναινετικού κοινοβουλευτισμού.
Αλλά και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι η προεδρική εκλογή βρίσκεται κάθε φορά αντιμέτωπη με αντιπαραθέσεις και κομματικές σκοπιμότητες, αμφότερες δεν παρατηρούνται, άνευ ετέρου, μόνον, όταν υποψήφιος είναι εκ νέου ο θητεύων Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το ίδιο ισχύει, ενδεχομένως με μεγαλύτερη ένταση, στην περίπτωση της πρώτης εκλογής. H ratio της ανακοινωθείσας συνταγματικής πρωτοβουλίας θα έπρεπε, λοιπόν, να καταλάβει τη διαδικασία και υπό τις δύο εκφάνσεις της. Σε κάθε περίπτωση, διερωτάται, εύλογα, κανείς, πώς η αύξηση του χρόνου της θητείας κατά ένα έτος και, ιδίως, η απαγόρευση της ανανέωσής της αρκούν από μόνες τους για να εξασφαλιστούν τα ζητούμενα της πρωθυπουργικής αναφοράς; Η απάντηση ούτε ερμηνευτικά μπορεί πάντως να συναχθεί.
Με την ανακοίνωση της πρωθυπουργικής πρόθεσης για την εκδήλωση της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας επιχειρείται, το πιθανότερο, να αναβαθμιστεί θεσμικά η επιστροφή, έπειτα από τρεις σχεδόν δεκαετίες, στις κομματικές υποψηφιότητες. Η πρόταση αναθεώρησης της συμπολίτευσης στο συγκεκριμένο σημείο της, αν τελικά υποβληθεί, δεν αναμένεται να υπερψηφιστεί στην προτείνουσα Βουλή από την αυξημένη-ειδική πλειοψηφία, τουλάχιστον, των εκατό ογδόντα (180) βουλευτών. Εξάλλου, την τύχη της στην αναθεωρητική (Βουλή) θα καθορίσει ο συσχετισμός των δυνάμεων που θα προκύψει από τις επόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές. Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το αποτέλεσμά τους είναι ασφαλώς πρόωρη και, προεχόντως, παρακινδυνευμένη σε ένα ρευστό πολιτικά περιβάλλον και σε μια λαϊκή αντιπροσωπεία στην οποία θα συμμετέχουν, όπως εκτιμάται δημοσκοπικά, δέκα πολιτικά κόμματα.