Αναθεώρηση του Συντάγματος γίνεται για να αντιμετωπιστούν προβλήματα που διαπιστώνονται κατά τη λειτουργία του πολιτεύματος. Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα του πολιτεύματός μας. Πρώτον, η διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, με κύριο όχημα τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και με συνακόλουθα τη διαφθορά, το μαύρο πολιτικό χρήμα και τη νόθευση των κανόνων του πολιτικού ανταγωνισμού. Και, δεύτερον, η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του πρωθυπουργού, ο οποίος υπό προϋποθέσεις –χάρη σε ένα κομματικό σύστημα που ανέχεται τον πλήρη έλεγχο των κομμάτων από τον αρχηγό τους και ένα εκλογικό σύστημα που μετατρέπει εκλογικές μειοψηφίες σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία– μπορεί να φτάσει να ελέγχει όχι μόνο την κυβέρνησή του αλλά και τη βουλή, αναιρώντας την ουσία του κοινοβουλευτισμού (που είναι ο έλεγχος της κυβέρνησης από τη βουλή).
Σε προηγούμενες αναθεωρήσεις, ιδίως του 2001 και δευτερευόντως του 2019, προστέθηκαν στο Σύνταγμα διάφορες ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση επιμέρους πτυχών των παραπάνω προβλημάτων. Εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Η διαπλοκή της οικονομικής με την πολιτική εξουσία και η πρωθυπουργική παντοδυναμία παρέμειναν αλώβητες, αν δεν ενισχύθηκαν. Δεν έχει νόημα να προχωρήσουμε σε μιαν ακόμα αναθεώρηση, αν πρώτα δεν αξιολογήσουμε τις προηγούμενες, ώστε να αντιληφθούμε το λόγο της αποτυχίας.
Αντιθέτως, οι αποτυχίες των προηγούμενων αναθεωρήσεων επισώρευσαν ένα τρίτο μεγάλο πρόβλημα, αμιγώς συνταγματικό αυτό. Το Σύνταγμά μας περιέχει έναν ανησυχητικά μεγάλο αριθμό διατάξεων που έχουν μείνει κενό γράμμα: ωραία, αλλά κούφια λόγια. Η περιβόητη διάταξη για τον ‘βασικό μέτοχο’ (άρθρο 14 παρ. 9), που υποτίθεται θα έβαζε φραγμό στη μιντιακή χειραγώγηση της πολιτικής εξουσίας, κατέληξε άδοξα μετά από δεκαετή δικαστική περιπέτεια. Η διάταξη για τις εκλογικές δαπάνες (άρθρο 29 παρ. 2) συναρτά με αυστηρότατες κυρώσεις (έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα) την παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, η οποία ωστόσο εφαρμόζεται κατά τρόπο που κατ’ αποτέλεσμα αδρανοποιεί τη συνταγματική επιταγή. Η διάταξη για τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών της βουλής με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης (άρθρο 68 παρ. 2) αποδυναμώθηκε από την κοινοβουλευτική πρακτική που επιφυλάσσει στην πλειοψηφία τον έλεγχο του προεδρείου των επιτροπών και, δι’ αυτού, την εμβέλεια των ενεργειών τους. Η διάταξη για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (άρθρο 73 παρ. 6) έχει παραμείνει στα χαρτιά, καθώς πέντε χρόνια μετά τη θέσπισή της δεν έχει ακόμα εκδοθεί ο αναγκαίος εκτελεστικός νόμος. Το ίδιο, άλλωστε, και η διάταξη για την εξομοίωση της στρατιωτικής με την τακτική δικαιοσύνη (άρθρο 96 παρ. 5).
Στα παραπάνω παραδείγματα θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων τους είναι ότι η συνταγματική ρύθμιση παρέμεινε αδρανής, αναποτελεσματική ή ανολοκλήρωτη, διότι δεν συνοδεύθηκε με πρόσφορες ρυθμίσεις της κοινής νομοθεσίας. Δεν έχει νόημα να προσθέτουμε ρυθμίσεις στο Σύνταγμα, αν δεν διασφαλίζουμε παράλληλα την αποτελεσματική υλοποίηση και εφαρμογή τους στην κοινή νομοθεσία.
Η παραπάνω διαπίστωση έχει και μιαν αντίστροφη όψη. Πριν προχωρήσουμε σε συνταγματική αναθεώρηση για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, πρέπει να εξαντλούμε πρώτα κάθε δυνατότητα νομοθετικής αντιμετώπισής του. Δύο παραδείγματα είναι, νομίζω, ενδεικτικά. Στη δημόσια συζήτηση γίνεται συχνά λόγος για την αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη υπουργών (άρθρο 86) και για την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης (άρθρο 90 παρ. 5). Για αμφότερα τα ζητήματα υπάρχουν δυνατότητες νομοθετικών παρεμβάσεων που δεν προϋποθέτουν την αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα: Ο εκτελεστικός του άρθρου 86 νόμος περί ευθύνης υπουργών προβλέπει από το 2011 τη δυνατότητα να ανατίθεται σε γνωμοδοτικό συμβούλιο, που συγκροτείται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, ο νομικός έλεγχος και η αξιολόγηση της βασιμότητας της κατηγορίας κατά υπουργού (άρθρο 2 του ν. 3961/2011). Η δυνατότητα αυτή ουδέποτε αξιοποιήθηκε –μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε για ποιο λόγο. Θα μπορούσε κάλλιστα να προβλεφθεί με νόμο ότι η γνωμοδοτική διαδικασία καθίσταται εφεξής υποχρεωτική. Η ρύθμιση αυτή, που καθιστά δυσβάσταχτη την πολιτική ευθύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να ψηφίσει αντίθετα προς μια νομικά τεκμηριωμένη γνώμη δικαστικών λειτουργών υψηλού κύρους, μπορεί να βελτιώσει θεαματικά την εφαρμογή του άρθρου 86 όπως ισχύει σήμερα, χωρίς να χρειάζεται να αναθεωρηθεί.
Όσον αφορά το ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την κυβέρνηση: Αυτή τη στιγμή, σε κάθε ένα από τα ανώτατα δικαστήρια προβλέπονται μία θέση προέδρου και δέκα αντιπροέδρων. Σύνολο έντεκα. Δώδεκα στον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αν συνυπολογίσουμε τον εισαγγελέα και τον γενικό επίτροπο. Αυτό σημαίνει ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός συμβούλων Επικρατείας, αρεοπαγιτών και συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ευλόγως, προσβλέπουν στην προοπτική της επιλογής τους στις θέσεις αυτές, κάτι που ενδεχομένως επηρεάζει τη συμπεριφορά τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι θέσεις των αντιπροέδρων δεν προβλέπονται εκ του Συντάγματος, καθορίζονται με νόμο. Θα μπορούσε κάλλιστα να προβλεφθεί με νόμο μία μόνο θέση προέδρου και μία αντιπροέδρου σε κάθε δικαστήριο. Η ρύθμιση αυτή, που περιορίζει δραστικά την εμβέλεια της συνταγματικής αρμοδιότητας της κυβέρνησης, μπορεί επίσης να βελτιώσει θεαματικά την εφαρμογή του άρθρου 90 παρ. 5 όπως ισχύει σήμερα, χωρίς να χρειάζεται αναθεώρησή της.
Συμπερασματικά: Ενόψει της αρνητικής εμπειρίας που έχουμε από προηγούμενες αναθεωρήσεις, δεν έχει νόημα μια νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία. Το μείζον ζητούμενο αυτή τη στιγμή δεν είναι μια ακόμα αναθεώρηση του Συντάγματος. Αντιθέτως, είναι επιτακτικό ζητούμενο να διασφαλίσουμε την κανονιστικότητα και το σεβασμό του Συντάγματος που έχουμε –όσο ατελές κι αν είναι. Αυτό προϋποθέτει την ειλικρινή πολιτική βούληση να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα όποια συνταγματικά προβλήματα. Η βούληση αυτή, και η ειλικρίνειά της, μπορούν να αποδειχθούν, σε πρώτη φάση, μέσω πρόσφορων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Αφού εξαντληθεί κάθε νομοθετική δυνατότητα, μετά ας συζητήσουμε και για τη βελτίωση του Συντάγματος μέσω της αναθεώρησής του.