Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, Προσφυγές υπ’ αρ. 57665/12 και 57657/12, 07/05/2013

με σημείωμα Στυλιανής Χριστοφορίδου, φοιτήτριας ΜΠΣ Δημοσίου Δικαίου, ΑΠΘ
Λέξεις-Κλειδιά:

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Προσφυγές υπ’ αρ. 57665/12 και 57657/12

Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας

και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), που συνεδρίασε σε τμήμα στις 7 Μαΐου 2013 με την ακόλουθη σύνθεση:

IsabelleBerroLefèvre, Πρόεδρο,

MirjanaLazarovaTrajkovska,

Julia Laffranque,

Linos-Alexandre Sicilianos,

Erik Møse,

Ksenija Turković,

Dmitry Dedov, Δικαστές,

και André Wampach, αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος,

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω προσφυγέςενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 31 Αυγούστου του 2012,

Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο, εκδίδει την παρούσα απόφαση:

 

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1. Η πρώτη προσφεύγουσα, η κ. Ιωάννα Κουφάκη, είναι Ελληνίδα υπήκοος, γεννηθείσα το 1967 και κατοικεί στην Αθήνα. Εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τους κ.I. Αδαμόπουλο, Β. Χειρδάρη και Α. Αργυρό, δικηγόρους Αθήνας. Η δεύτερη προσφεύγουσα είναι η Συνδικαλιστική Οργάνωση των Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ). Εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τους κ. Μ.-Μ. Τσίπρα και [αρχικό μικρού ονόματος] Μηλιαράκη, δικηγόρους Αθήνας.

A. ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

2. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπωςεκτέθηκαν από τις προσφεύγουσες, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

3. Η πρώτη προσφεύγουσα είναι δικηγόρος Αθηνών και από τις 2 Μαρτίου 2001, μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Γραφείου του Συνηγόρου του Πολίτη της Δημοκρατίας. Από εκείνη την ημερομηνία, προσλήφθηκε με σύμβαση ιδιωτικούδικαίου για πέντε έτη αρχικά και κατόπιν ως αορίστου χρόνου.Ο μισθός της διέπεται από τους Νόμους 2477/1997 και 3205/2003 για τις «μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου».Στις 10 Απριλίου 2012, αποσπάστηκε στις κεντρικές υπηρεσίες του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, νομικούπροσώπου δημοσίου δικαίου.

4. Η δεύτερη προσφεύγουσα είναι μία συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί περισσότερες συνδικαλιστικέςοργανώσεις υπαλλήλων (μονίμων ή με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου) του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο κύριος σκοπός της είναι η προστασία των οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων της συνταξιοδότησης.

5. Στις 15 Μαρτίου 2010, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ο Ν. 3833/2010 με τίτλο «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (σκέψεις 14 και επόμενες κατωτέρω). Ο νόμος αυτόςμείωσε κατά ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 12% ως 30% τους μισθούς και τα επιδόματα εκείνων που εργάζονται στον δημόσιο τομέα -ανεξάρτητα από το είδος της σχέσης εργασίας τους-κατισχύοντας κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (άρθρο 1). Επίσης, έθεσε νέο ανώτατο όριο για τους μισθούς και τιςπρόσθετες αμοιβές όλων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (άρθρο 2) και καθιέρωσε την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης για το έτος 2010. Οι προαναφερθείσες μειώσεις έπρεπε να εφαρμοστούν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου και την 1η Μαρτίου 2010.

6. Στις 3 Μαΐου 2010, ο Υπουργός Οικονομίας και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, εκπροσωπώντας την Ελληνική Δημοκρατία, από τη μία πλευρά, και ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη πλευρά, υπέγραψανκείμενο με τον τίτλο «MemorandumofUnderstanding» (Μνημόνιο Συνεννόησης) («Μνημόνιο»). Αυτό το κείμενο καθόριζε λεπτομερώς τα μέτρατριετούς προγράμματος [που θα λαμβάνονταν] από τις ελληνικές αρχές, μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επίσης, όριζε, μεταξύ άλλων, ότι «η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογήτων εσόδων σε βιώσιμα επίπεδα είναι απαραίτητη για τη στήριξη της δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης και τη μείωση του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω του μέσου όρου στηνευρωζώνη, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση». Τέλος, επεσήμανε περαιτέρω ότι:

«Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για μια δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των οικονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση. Όσον αφορά τη μείωση των μισθών και των συντάξεων στο δημόσιο τομέα, οι χαμηλόμισθοι έχουν προστατευτεί. [Σχετικά με τις] μειώσεις συντάξεων: η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από 2.500 ευρώ μηνιαίως, με την υιοθέτηση ενός ενιαίου επιδόματος 800 ευρώ ετησίως. Η μείωση αυτή βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. Μειώσεις στους μισθούς: Η πληρωμή του 13ου και 14ου μισθού θα απαλειφθεί για όλους τους εργαζομένους. Για την προστασία των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, για όσους λαμβάνουν λιγότερο από 3.000 ευρώ μηνιαίως, θα υιοθετηθεί ένα ενιαίο επίδομα 1.000 ευρώ ετησίως ανά εργαζόμενο, το οποίο θα χρηματοδοτείται μέσω μείωσης επιδομάτων για τους υψηλόμισθους».

7. Στις 6 Μαΐου 2010, δημοσιεύθηκε ο Ν. 3845/2010 με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», ο οποίος κατ’ ουσίαν επικύρωσε το Μνημόνιο Συνεννόησης ανάμεσα στην Ελλάδα και τακράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου μείωσε περαιτέρω κατά 8% τους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 4, αύξησε το ποσοστό του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

8. Στις 8 και 10 Μαΐου 2010, ο Υπουργός Οικονομίας υπέγραψε δύο συμφωνίες με τίτλο «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφενός κρατών-μελών της ευρωζώνης και της KfW (ως Δανειστών) και της Ελληνικής Δημοκρατίας (ως Δανειολήπτη) και της Τράπεζας της Ελλάδας (ωςαντιπροσώπου του Δανειολήπτη)» και «Διακανονισμός χρηματοδότησης αμέσου ετοιμότητας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».

9. Σύμφωνα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, η πρώτη προσφεύγουσα, η οποίαελάμβανε ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ύψους 3.339 Ευρώ (EUR) (που αντιστοιχεί σε 2.435,83 ευρώ καθαρέςαποδοχές), έλαβετο ειδικό της επίδομα μειωμένο κατά 20 % από την 1η Ιανουαρίου 2010, και το επίδοματου "Πάσχα" μειωμένο κατά 30% – αυτό το τελευταίο έχει στη συνέχεια καταργηθεί εντελώς, μαζί με το επίδομα των «Χριστουγέννων» και το επίδομααδείας. Ειδικότερα, οι ακαθάριστες αποδοχές της αποτελούνταν από ένα βασικό μισθό ύψους 2.311 ευρώ, το οικογενειακό επίδομα στο ποσό των 53 ευρώ, το επίδομα ανώτατης εκπαίδευσηςστο ποσό των 45 ευρώ και ένα ειδικό επίδομα στο ποσό των 752,93 ευρώ. Το τελευταίο αυτό επίδομα ορίστηκε την 1 Ιανουαρίου 2008 σε 930 ευρώ, αλλά μειώθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2010 κατά 12%, και έπειτα από την 1η Ιουνίου 2010 κατά 8% επιπλέον. Με την έναρξη ισχύος του ν. 3845/2010, τα επιδόματα για τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και την άδεια καταργήθηκαν, επειδή η συνολική αμοιβή της υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ μηνιαίως (βλ. σκέψη 16 κατωτέρω).

10. Ο νόμος 3847/2010 μείωσε το ύψος των εν λόγωεπιδομάτων για τους συνταξιούχους του δημόσιουτομέα, ενώ τα κατάργησε πλήρως για όσους είναι κάτω των 60 ετών.

11. Στις 26 Ιουλίου 2010, μαζί με άλλους, οι προσφεύγουσες προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας: η πρώτη, με αίτηση ακύρωσης της μισθοδοσίας της, η δεύτερημε αίτηση ακύρωσης κατά των συνεπειών των ανωτέρω νόμων σε βάρος της οικονομικής κατάστασης των μελών της. Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι οι παραπάνω νόμοι ήταν αντίθετοι προς το Σύνταγμα και διάφορα διεθνήκείμενα, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 1ου του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

12. Στις 20 Φεβρουαρίου 2012, το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε Ολομέλεια, απέρριψε την αίτηση ακύρωσης (απόφαση με αριθμό 668/2012, δημοσιευμένη στις 2 Μαρτίου 2012). Το Δικαστήριο εξέφρασε γνώμη καιόσον αφοράτο σχετικό ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 1 ΠΠΠ:

«(…)με τους νόμους 3833 και 3845/2010 ελήφθησαν διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περικοπή αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα […] και [η περικοπή] συνταξιοδοτικών παροχών αφ’ ενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η οποία, κατ’ αυτόν, είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της, και αφ’ ετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος[…]. Ειδικώς δε η λήψη των μέτρων του ν. 3845/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περαιτέρω περικοπή αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, […] κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη εν όψει του ότι, κατά την εκτίμησή του, τα προγενεστέρως θεσπισθέντα με τις διατάξεις του ν. 3833/2010 μέτρα απεδείχθησαν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της χώρας, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στον αποφασισθέντα από τα λοιπά, πλην της Ελλάδας, κράτη μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας […].

Η θεσπισθείσα με τους προαναφερόμενους νόμους περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών.

[…] Τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι λόγοι, κατ’ επίκληση των οποίων επιχειρείται η περικοπή των αποδοχών και των επιδομάτων […] δεν αρκούν για τη δικαιολόγηση […] και ότι με τα μέτρα αυτά επιδιώκεται αποκλειστικώς η εξυπηρέτηση των ταμειακών συμφερόντων του Δημοσίου.

[…] Και τούτο διότι η περικοπή των αποδοχών των ανωτέρω εργαζομένων και των συνταξιοδοτικών παροχών αποβλέπει κυρίως, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στον περιορισμό των δαπανών της γενικής κυβερνήσεως, ο οποίος θα συμβάλει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Στις δαπάνες δε της γενικής κυβερνήσεως περιλαμβάνονται και οι δαπάνες των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως του ότι οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν αυτοτελή, σε σχέση με το νομικό πρόσωπο του κράτους, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με οικονομική αυτοτέλεια. Εν όψει δε του ότι η περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα αποβλέπει, κατά τα προεκτεθέντα, κυρίως στον ανωτέρω σκοπό, δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς την προσφορότητα του μέτρου αυτού ή την ανάγκη λήψεώς του το αν η περικοπή των ανωτέρω αποδοχών μπορεί πράγματι να ασκήσει περαιτέρω επίδραση, όπως εκτιμά ο νομοθέτης, και στη διαμόρφωση των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων και διόρθωση της τιμής των προϊόντων και υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, σε χαμηλότερο πληθωρισμό, αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενδυνάμωση της απασχόλησης και, τελικώς, σε αύξηση του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος.

Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει προ της λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων, το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων […]. Η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης της χώρας δεν στηρίζεται μόνον στην μείωση των δαπανών μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας, στην οποία, κατ’ αρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα.

Ορισμένα από τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με διατάξεις των ίδιων νόμων 3833 και 3845/2010 (αύξηση κρατικών εσόδων μέσω της αυξήσεως των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επιβολής εκτάκτων εισφορών), ενώ με άλλους νόμους θεσπίσθηκαν μέτρα για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος συνταξιοδοτήσεως των υπαλλήλων του Δημοσίου, για την αναθεώρηση των διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου της εξελίξεως των δημοσίων οικονομικών, […] για την απελευθέρωση ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και για την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων για την αναδιάρθρωση, την εξυγίανση και την ανάπτυξη του Σιδηροδρομικού Οργανισμού της Ελλάδας […].

Εξ άλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος με ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στα επίμαχα μέτρα. […] Με το σύνολο των μέτρων, που έχει λάβει ο νομοθέτης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίμαχα, επιδιώκεται όχι μόνον η αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο βιώσιμο.

Με τα επίμαχα μέτρα […] εξασφαλίζεται, κατ’ αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, έστω και σε μειωμένα εν σχέσει με το προϊσχύον δίκαιο ποσά, σε εργαζομένους και συνταξιούχους, των οποίων, αντιστοίχως, οι αποδοχές ή η σύνταξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ή των 2.500 ευρώ […]. Εν όψει των ανωτέρω, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας […].Περαιτέρω, δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, εφ’ όσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεων και δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν η διαφοροποίηση αυτών αναλόγως με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέσπισε ως υποχρεωτική τη μείωση των επιδομάτων για όλους τους εργαζομένους και των συνταξιοδοτικών παροχών για όλους τους συνταξιούχους χωρίς να προβλέψει ευχέρεια της Διοικήσεως να κρίνει […], υπό τον έλεγχο στη συνέχεια των δικαστηρίων, αν θα εφαρμόσει ή όχι την θεσπισθείσα από το νομοθέτη ως γενικό μέτρο μείωση σε κάθε ατομική περίπτωση χωριστά – δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη. Τούτο δε προεχόντως εν όψει του σκοπού που επιδιώκεται με τα επίμαχα μέτρα, της αντιμετωπίσεως δηλαδή επείγουσας δημοσιονομικής ανάγκης (πρβλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 68). Επίσης, εν όψει του σκοπού, που επιδιώκεται με τα επίμαχα μέτρα, και της φύσεως των μέτρων αυτών, συνισταμένων, κατά τα προεκτεθέντα, σε περιορισμό και όχι στέρηση περιουσιακών δικαιωμάτων, δεν απαιτείτο η πρόβλεψη από το νομοθέτη για τον περιορισμό αυτό αποζημιώσεως (πρβλ., άλλωστε, αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α.: τέως Βασιλέας της Ελλάδας και λοιποί κατά Ελλάδας, της 23.11.2000, Νο 25701/94, σκέψη 89, Ιερές Μονές κατά Ελλάδας, της 9.12.1994, σκέψη 71, James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, σκέψη 54). […]

Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του προστατεύοντος την ανθρώπινη αξία άρθρου 2 του Συντάγματος είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, διότι η συνταγματική αυτή διάταξη, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεως, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεως […]. Οι αιτούντες, όμως, δεν προβάλλουν με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι οι επίμαχες περικοπές αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, εν όψει του ύψους τους, συνεπάγονται τέτοια διακινδύνευση είτε για τα μέλη των αιτούντων νομικών προσώπων είτε για τα συγκεκριμένα αιτούντα φυσικά πρόσωπα (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Budina κατά Ρωσίας, της 18.6.2009, Νο 45603/2003, Larioshina κατά Ρωσίας, της 23.4.2002, Νο 56869/00, Florin Huc κατά Ρουμανίας και Γερμανίας, της 1.12.2009, Νο 7269/05).

[…]»

13. Στις 28 Φεβρουαρίου 2012, μια νέα διοικητική απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του νόμου 4024/2011 (συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015), μείωσε το μισθό της προσφεύγουσας κατά το ποσό των 700 ευρώ επιπλέον, έτσι ώστε οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της να μειωθούν σε 1.885,79 ευρώ.

 

B. Σχετικό εθνικό δίκαιο και πρακτική

14. Το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 με τον τίτλο «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» αφορούσε στη μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα. Στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Ενόπλων Δυνάμεων, της Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος μειώθηκαν κατά ποσοστό 12%. Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώθηκαν κατά ποσοστό 30%.

15. Το άρθρο 2 του νόμου προέβλεπε ότι τα προαναφερόμενα επιδόματα, οι αποζημιώσεις και οι αμοιβές δεν μπορούν να υπερβαίνουν αυτές των γενικών γραμματέων των υπουργείων.

16. Το άρθρο 3 του νόμου (εισοδηματική πολιτική έτους 2010) προέβλεπε ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, απαγορεύεται η συνομολόγηση ή χορήγηση, με οποιοδήποτε πρόσχημα, αυξήσεων στις κάθε είδους αποδοχές των παραπάνω υπαλλήλων. Εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση αυτή οι αυξήσεις αποδοχών που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή τη μισθολογική ή υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων αυτών, που ήδη προβλέπονται από νόμο, οι κανονιστικές πράξεις, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι διαιτητικές αποφάσεις ή οι κανονισμοί εργασίας.

17. Η εισαγωγική έκθεση του νόμου αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Το νομοσχέδιο που κατατίθεται στη Βουλή για να ψηφιστεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος αποτελεί τη συντονισμένη δράση της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μεγαλύτερης δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία έχει κλονίσει την αξιοπιστία της χώρας, έχει υπονομεύσει την προσπάθεια για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της και απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία.

Η δεινή θέση των δημόσιων οικονομικών, λόγω του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, που έφθασαν στα υψηλότερα επίπεδα στην ιστορία των δημόσιων οικονομικών της χώρας, σε συνδυασμό με τη χρηματοπιστωτική κρίση που έχει περιορίσει τη ρευστότητα στις διεθνείς αγορές, αλλά και το έλλειμμα αξιοπιστίας που εκθέτει τη χώρας μας σε κερδοσκοπικές επιθέσεις, καθιστούν αναγκαία τη λήψη άμεσων δημοσιονομικών μέτρων, με μείωση των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φορολογικών εσόδων.

[…]

Είναι ιστορική ευθύνη και εθνικό χρέος η αντιμετώπιση της κρίσης και η έξοδος από αυτή, ώστε η Χώρα να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης και ευημερίας.

Τα μέτρα που προτείνονται επιβάλλεται να ληφθούν από το Σύνταγμα. Το κράτος δικαιούται και, υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, επιβάλλεται να αξιώσει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους τους για κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη (άρθρο 25 παρ.4). Υποχρεούται να λάβει μέτρα για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος […]. Η πραγματικότητα της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 έχει σε αδρές γραμμές ως εξής:

α) το δημοσιονομικό έλλειμμα ανέρχεται σε ύψος 12,7% του ΑΕΠ (30 δισ. ευρώ),

β) το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης υπερβαίνει το 120% του ΑΕΠ (περίπου 300 δισ. ευρώ), ενώ το χρέος της γενικής κυβέρνησης υπερβαίνει το 113% του ΑΕΠ (άνω των 270 δισ. ευρώ),

γ) οι ετήσιες δαπάνες για τόκους από 9 – 9,5 δισ. ευρώ που ήταν από το 2000 μέχρι το 2008 ξεπερνούν πλέον τα 12 δισ. ευρώ,

δ) οι πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκαν κατά τα τρία τελευταία χρόνια της προηγούμενης κυβέρνησης κατά 50% (20 δισ. ευρώ).

Η δεινή αυτή δημοσιονομική κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, με σημαντικές τομές και πρωτοβουλίες και με τήρηση των αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κάθε πολίτης καλείται να συμμετέχει στην εθνική αυτή προσπάθεια και ανάλογα με την ικανότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη.

Με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ), το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης Φεβρουαρίου 2010, η Χώρα μας δεσμεύτηκε απέναντι στους πολίτες της και τους ευρωπαίους εταίρους της να επιτύχει τη δημοσιονομική εξυγίανση με συγκεκριμένους στόχους και σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Οι ρυθμίσεις που προτείνονται με το σχέδιο νόμου υλοποιούν μέρος του σχεδιασμού που περιλαμβάνεται στο ΠΣΑ και ενισχύουν τη δυνατότητα πραγματοποίησής του.

[…]

Οι εγχώριοι παράγοντες κινδύνου, η πιθανότητα μιας μεγαλύτερης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τα συνεχώς υψηλά επιτόκια και οι πρόσθετοι κίνδυνοι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, θέτουν σε κίνδυνο την υλοποίηση των στόχων αυτών και καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να εκτελεσθεί απαρέγκλιτα το κυβερνητικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με τη λήψη πρόσθετων, αναγκαίων μέτρων.

[…]»

18. Το άρθρο 3 του ν. 3845/2010, με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο»ορίζει ότι τα επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των δημοσίων υπαλλήλων μειώνονται κατά ένα επιπλέον ποσοστό 8%. Τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και διακοπών πλέον ανέρχονται σε 500 ευρώ, 250 ευρώ και 250 ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται καθόσον το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου δεν υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ.

19. Το άρθρο μόνο του Ν. 3847/2010, με τίτλο «Επανακαθορισμός των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας συνταξιούχων Δημοσίου»προέβλεπε ότι τα εν λόγω επιδόματα χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του και το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξής του δεν υπερβαίνει τα 2.500 ευρώ. Εφεξής τα εν λόγω επιδόματα καθορίστηκαν σε 400 ευρώ για το επίδομα Χριστουγέννων, σε 200 ​​ευρώ για το επίδομα Πάσχα και σε 200 ​​ευρώ για το επίδομα αδείας. Εάν το μηνιαίο ποσό της σύνταξης υπερβαίνει τα 2.500 ευρώ, τα επιδόματα μειώνονται, έτσι ώστε το συνολικό ποσό να αθροίζει σε 2.500 ευρώ.

 

ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ

20. Στηριζόμενες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, οι προσφεύγουσες παραπονιούνται για τη μείωση των μισθών και των συντάξεων που επήλθαν με τους Νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3847/2010. Η δεύτερη προσφεύγουσα επικαλείται επιπλέον παραβίαση του άρθρου 6 § 1, 8, 13, 14 και 17 της Σύμβασης.

 

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

21. Οι προσφεύγουσες παραπονιούνται για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο έχει ως εξής:

«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση σε ισχύ Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων. »

 

22. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι το δικαίωμα όλων όσοι εργάζονται στις δημόσιες υπηρεσίες να λαμβάνουν τον μισθό τους αποτελεί μέρος της περιουσίας τους και εμπίπτει στην προστασία του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Υποστηρίζουν ότι η μείωση των μισθών και των συντάξεων, όπως προβλέπεται από τους νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3847/2010, οι οποίοι εισάγουν μέτρα με μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, καταργούν τα επιδόματα των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών και μειώνουν κατά 20% το ποσό των ειδικών επιδομάτων τους, συνιστά στέρηση της ιδιοκτησίας.

23. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έννοια της «δημόσιας ωφέλειας», η οποία αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δεν καλύπτει το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου, τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ή τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Η επίκληση της δημόσιας ωφέλειας προϋποθέτει εμπεριστατωμένη απόδειξη μέσω οικονομικοτεχνικής μελέτης, η οποία εξετάζει προηγουμένως όλες τις εναλλακτικές λύσεις και όλα τα ηπιότερα μέτρα σε επίπεδο συνεπειών. Η προσφυγή στην στέρηση της ιδιοκτησίας θα πρέπει να θεωρείται ως ύστατη λύση.

24. Οι προαναφερόμενοι νόμοι δεν είναι νόμοι υποδοχής κανόνων διεθνούς δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Η ρύθμιση που τέθηκε σε ισχύ είναι αντισυνταγματική επειδή είναι αντίθετη προς τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές (ισότητα στα δημόσια βάρη, αρχή αναλογικότητας) και προς τα κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Η επίκληση της συγκυρίας του δυσμενούς δημοσιονομικού κινδύνου, όπως ακριβώς και η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, υπονομεύουν την εσωτερική έννομη τάξη και κυρίως την αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος και της Συνθήκης έναντι των απλών νόμων. Η αντίθεση αυτής της ρύθμισης στο Σύνταγμα και την Συνθήκη δεν υποσκάπτει μόνο συγκεκριμένες πτυχές των προστατευόμενων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.

25. Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, αυτή υποχρεώνει το νομοθέτη να εξετάζει πριν την ψήφιση των επίδικων μέτρων εάν το αποτέλεσμά τους έχει χαρακτήρα μόνιμο ή προσωρινό, εάν η έκταση και η διάρκεια των τιθέμενων περιορισμών συνάδουν με τον επιδιωκόμενο σκοπό και εάν συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα (όπως για παράδειγμα, τη μείωση των έμμεσων και άμεσων φόρων καθώς και των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης).

26. Η πρώτη προσφεύγουσα υποστηρίζει ειδικότερα ότι παρά το γεγονός ότι ο μισθός της μειώθηκε με μόνιμο τρόπο, δεν έλαβε καμία αποζημίωση γι’ αυτή την στέρηση της ιδιοκτησίας ούτε καμία υπόσχεση προς αποζημίωση αλλά ούτε και αποζημίωση υπό άλλη μορφή – όπως για παράδειγμα μείωση του χρόνου εργασίας ή του επιτοκίου του οφειλόμενου δανείου ή του ποσού της αποπληρωμής του. Εξάλλου, δεν ελήφθη κανένα μέτρο που να της επιτρέπει να αντισταθμίσει αυτή τη στέρηση της ιδιοκτησίας – όπως θα ήταν η δυνατότητα να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου συγχρόνως με τα καθήκοντά της στην υπηρεσία του Συνηγόρου του Πολίτη. Αντιθέτως, η οικονομική της κατάσταση χειροτερεύει με την υιοθέτηση δυσβάσταχτων οικονομικών μέτρων: επαγγελματικός φόρος ύψους 753,43 ευρώ, έκτακτος φόρος ακίνητης περιουσίας, πρόσθετοι φόροι στο ποσό των 1731 ευρώ βάσει του εισοδήματος του 2012. Στα ανωτέρω προστίθεται η αύξηση των τιμών των αναγκών πρώτης ανάγκης, των καυσίμων και του κόστους των δημοσίων υπηρεσιών. Όλα αυτά τα μέτρα εισάγουν μία δραματική πτώση του επιπέδου της ζωής της.

27. Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα λάμβανε αρχικά μηνιαίο μισθό ύψους 3.339 ευρώ (οι καθαρές αποδοχές της ανέρχονταν στο ύψος των 2.435,83 ευρώ), εκ των οποίων τα 2.311 ευρώ λάμβανε ως βασικό μισθό, 53 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα, 45 ευρώ ως επίδομα ανώτατων σπουδών και 930 ευρώ ως ειδικό επίδομα. Σε αυτά προσθέτονταν το επίδομα του Πάσχα, των Χριστουγέννων και των διακοπών για ποσά που δεν αναφέρονται στην προσφυγή. Μετά την θέση σε ισχύ των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, η προσφεύγουσα είδε τις ειδικές αποδοχές της να μειώνονται από 930 σε 752,93 ευρώ και τις αποδοχές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών αρχικά να μειώνονται και έπειτα να εξαλείφονται. Επιπλέον, μετά την έκδοση των προαναφερόμενων νόμων, στις 28 Φεβρουαρίου του 2012, μία νέα υπουργική απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του νόμου 4024/2011, μείωσε τον μισθό της προσφεύγουσας επιπλέον 700 ευρώ, έτσι ώστε ο καθαρός μηνιαίος μισθός της να βρεθεί μειωμένος στο ύψος των 1885,79 ευρώ.

28. Η δεύτερη προσφεύγουσα παραπονείται ότι η επίδικη νομοθεσία εισάγει τις ίδιες μειώσεις για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το επίπεδο των αποδοχών τους. Ειδικότερα, η μείωση των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων και η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθολογικού μήνα έπληξαν αδιακρίτως υψηλά και χαμηλά εισοδήματα. Παρομοίως, η μείωση του 13ου και 14ου συνταξιοδοτικού μήνα των συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων έπληξε με τον ίδιο τρόπο τόσο αυτούς που λαμβάνουν χαμηλές συντάξεις όσο και αυτούς που λαμβάνουν 2500 ευρώ το μήνα. Επιπλέον, αυτές οι συντάξεις καταργήθηκαν πλήρως για τους συνταξιούχους κάτω των 60 ετών.

29. Λαμβάνοντας υπόψη την συνάφεια των υποθέσεων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και το πρόβλημα του περιεχομένου που θέτουν, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την συνεκδίκασή τους και αποφασίζει να τις εξετάσει από κοινού σε μία και ενιαία απόφαση.

30. Καταρχάς, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η δεύτερη προσφεύγουσα έχει την ιδιότητα του «θύματος» σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης. Ωστόσο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαίο να τοποθετηθεί επί του ζητήματος, διότι, ακόμα και εάν υποτεθεί ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε την ιδιότητα του «θύματος», οι αντιρρήσεις της είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτες για τους λόγους που εκτίθενται παρακάτω.

31. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα Κράτη μέλη της Συνθήκης χαίρουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας σχετικά με τον καθορισμό της κοινωνικής τους πολιτικής. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την εξισορρόπηση των εσόδων και των δαπανών του Κράτους προϋποθέτουν τακτική επανεξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με ένα διεθνές δικαστήριο ώστε να επιλέξουν τα πιο κατάλληλα μέσα προς την επίτευξη του σκοπού αυτού και σέβεται τις επιλογές τους, εκτός εάν προδήλως στερούνται εύλογης αιτίας (Terrazi S.r.L κατά Ιταλίας υπ’ αρ. 27265/95, 17 Οκτωβρίου 2002, Wieczorek κατά Πολωνίας, υπ αρ. 18176/05, 8 Δεκεμβρίου 2009, Jahn κλπ κατά Γερμανίας υπ΄αρ. 46720/99, 72203/01 και 72552/01,CEDH 2005-VI, Mihaies και Sentes κατά Ρουμανίας υπ’ αρ. 44232/11, 44605/11, 6 Δεκεμβρίου 2011 και Frimu κλπ κατά Ρουμανίας υπ’ αρ. 45312/11, 45581/11, 45583/11, 45587/11, 45588/11, σκ. 40, 7 Φεβρουαρίου 2012, σκ. 42). Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών διευρύνεται περισσότερο στα επίδικα ζητήματα, τα οποία αφορούν τον καθορισμό των προτεραιοτήτων σχετικά με την κατανομή των περιορισμένων πηγών του Κράτους (OReilyκλπ κατά Ιρλανδίας υπ αρ. 54725/2000, 28 Φεβρουαρίου 2002, Pentiacova κλπ κατά Μολδαβίας υπ’ αρ. 14462/03, 4 Ιανουαρίου 2005 και Huc κατά Ρουμανίας και Γερμανίας υπ’ αρ. 7269/05, σκ 64, 1 Δεκεμβρίου 2009).

32. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αρχές που εφαρμόζονται γενικά σε υποθέσεις που αφορούν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου εφαρμόζονται και σε ζητήματα σχετικά με μισθούς και κοινωνικές παροχές (βλ. Mutatis mutandis, Stummer κατά Αυστρίας υπ’ αρ. 37452/02, σκ. 82, 7 Ιουλίου 2011). Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου απαιτεί, πριν και πάνω απ’ όλα, οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας εξουσίας στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας να είναι νόμιμη και να εξυπηρετεί το νόμιμο σκοπό της «δημόσιας ωφέλειας». Μία τέτοια επέμβαση πρέπει να είναι ανάλογη με το νόμιμο σκοπό που εξυπηρετεί, δηλαδή να ιδρύει μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Τέτοια ισορροπία δεν επιτυγχάνεται εάν το άτομο υποβάλλεται σε υπερβολική επιβάρυνση(Khoniakina κατά Γεωργίας υπ’ αρ. 17767/08, σκ. 70, 19 Ιουνίου 2012).

33. Επιπλέον, το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να αναγνωρίζει δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό σύνταξης (βλ. κυρίως Skorkiewicz κατά Πολωνίας, υπ’ αρ. 39860/98, 1η Ιουνίου 1999, Jancovic κατά Κροατίας, υπ’ αρ. 43440/98, CEDH 2000-X, Kunaκατά Γερμανίας υπ’ αρ. 52449/99, CEDH-2001. BlancoCallejas κατά Ισπανίας , υπ’ αρ. 64100/00, 18 Ιουνίου 2002, Maggio κλπ κατά Ιταλίας, υπ’ αρ. 46286/09, 52851/08, 53727/08,54486/08 και 56001/08, σκ. 55, 31 Μαίου 2011, Valkov κλπ κατά Βουλγαρίας υπ’ αρ. 2033/04, 25 Οκτωβρίου 2011, Frimu κλπ κατά Ρουμανίας, σκ. 40, όπ.αν.) ή σε ένα συγκεκριμένο ποσό αμοιβής (Panfile κατά Ρουμανίας υπ’ αρ. 13902/11, σκ. 18 , 20 Μαρτίου 2012).

34. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι περιορισμοί που εισάγονται από την επίμαχη νομοθεσία δεν πρέπει να νοηθούν ως «στέρηση της ιδιοκτησίας», όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, αλλά μάλλον ως επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Kjartan Asmmundsson κατά Ισλανδίας, υπ΄αρ. 60669/00, σκ. 40, CEDH 2004-IX, Wieczorek, όπ. π., σκ. 61, Valkov κλπ κατά Βουλγαρίας, υπ’ αρ. 2033/04, 19125/04, 19475/04, 19490/04, 19497/04, 24729/04, 171/05 και 2041/05, σκ. 88, 25 Οκτωβρίου 2011, όπ. επ., mutate smutandis, Mauriceκατά Γαλλίας υπ’ αρ. 11810/03, σκ. 67-71 και 79, CEDH 2005-IX, Draon κατά Γαλλίας υπ’ αρ. 1513/03, σκ. 70-72, 6 Οκτωβρίου 2005 και Hasani κατά Κροατίας υπ΄ αρ. 20844/09, 30 Σεπτεμβρίου 2010).

35. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο, δηλαδή από τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010.

36. Προκειμένου να εκτιμήσει τον χαρακτήρα της δημόσιας ωφέλειας των επίδικων μέτρων, το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 3833/2010 καθώς και στο σκεπτικό της απόφασης με αριθμό 668/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας.

37. Το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι η υιοθέτηση των προσβαλλόμενων μέτρων είναι δικαιολογημένη από την ύπαρξη μίας χωρίς προηγούμενο εξαιρετικής κρίσης στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση του νόμου 3833/2010, πρόκειται για «την πιο μεγάλη κρίση των δημόσιων οικονομικών της τελευταίας δεκαετίας», κρίση η οποία «έχει υπονομεύσει την αξιοπιστία της χώρας, την προσπάθεια να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πιστώσεων της και απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία». Η έκθεση αναφέρει ότι η έξοδος από την κρίση ήταν «ιστορική ευθύνη και εθνικό καθήκον» και ότι η Ελλάδα είχε δεσμευθεί στο να «επιτύχει την δημοσιονομική εξυγίανση βάσει στόχων και μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο» (βλ. ανωτ. παρ. 17).

38. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρει επίσης στην απόφασή του με αριθμό 668/2010 ότι η μείωση των αποδοχών, επιδομάτων, δώρων και συντάξεων των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες, που αποφασίσθηκε βάσει των προαναφερομένων νόμων, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, στο σύνολό του, σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει την επείγουσα ανάγκη για χρηματοδότηση της χώρας και να βελτιώσει την οικονομική και χρηματοπιστωτική της κατάσταση για το μέλλον. Οι στόχοι αυτοί είναι γενικού συμφέροντος και συμπίπτουν επίσης με αυτούς των Κρατών Μελών της ζώνης του ευρώ, λαμβάνουν υπόψη την υποχρέωση δημοσιονομικής πειθαρχίας και διατήρησης της σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ, όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη φύση τους, τα μέτρα αυτά θα συμβάλλουν στην άμεση μείωση των δημοσίων δαπανών (β. ανωτ. παρ. 12).

39. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της «δημόσιας ωφέλειας» είναι από τη φύση της ευρεία. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η έκδοση νόμων που αφορούν την εξισορρόπηση μεταξύ των εσόδων και των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού προϋποθέτει τακτική επανεξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων και ο νομοθέτης διαθέτει μεγάλα περιθώρια για να ασκήσει οικονομική και κοινωνική πολιτική. Το Δικαστήριο σέβεται ως εκ τούτου τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις απαιτήσεις της «δημόσιας ωφέλειας», εκτός εάν η απόφασή του στερείται πλήρως λογικής βάσης ( (Jahn κλπ, όπ. π. , σκ. 91, Zvolsky και Zvolska κατά Τσεχίας υπ’ αρ. 46129/99, σκ. 67 τέλος, CEDH 2002-IX και Mihaies και Sentes, βλ. αν., σκ 19). Δεδομένου ότι διακυβεύονται ζητήματα γενικής πολιτικής, πάνω στα οποία είναι λογικό να υπάρχουν έντονες αποκλίσεις μέσα σε ένα δημοκρατικό κράτος, είναι απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο ρόλο αυτού που παίρνει τις εθνικές αποφάσεις (Jamesκλπ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση 21ης Φεβρουαρίου 1986 Α αρ. 98, σελ. 32. Σκ. 46, όπ. και Valkovκλπ, όπ.π., σκ. 92).

40. Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι εκτός από τα μέτρα μισθολογικής φύσης που λήφθηκαν με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, και άλλα μέτρα εισήχθησαν από άλλους νόμους όπως, μεταξύ άλλων, για την εγκαθίδρυση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, για την αναμόρφωση του συστήματος εθνικής ασφάλισης και της συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων, την αναθεώρηση των διαδικασιών βεβαίωσης και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών, του ανοίγματος κάποιων κλειστών επαγγελμάτων και την εξυγίανση των δημοσίων επιχειρήσεων.

41. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα, το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει ότι, αποφασίζοντας τη μείωση των αποδοχών και των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, ο νομοθέτης εξυπηρετούσε λόγους δημοσίας ωφέλειας.

42. Μένει να καθορισθεί εάν διατηρήθηκε δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού δημοσίου συμφέροντος και τις επιταγές της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της πρώτης προσφεύγουσας και των μελών της δεύτερης προσφεύγουσας.

43. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο νόμος 3833/2010 μείωσε κατά 12% τις αποδοχές και τις συντάξεις όλων όσοι εργάζονται ή εργάσθηκαν στον δημόσιο τομέα. Ο νόμος 3845/2010, ο οποίος εκδόθηκε δύο μήνες αργότερα, μείωσε επιπλέον τις αποδοχές και τις συντάξεις κατά 8% και έφερε τα επιδόματα των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών στο ποσό των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, εισάγοντας την επιπλέον προϋπόθεση να μην υπερβαίνει το συνολικό λαμβανόμενο μηνιαίο εισόδημα το ποσό των 3000 ευρώ. Τα προβλεπόμενα από το νόμο 3845/2010 μέτρα κρίθηκαν αναγκαία από το νομοθέτη, με δεδομένο το γεγονός ότι τα μέτρα που λήφθηκαν με τον προηγούμενο νόμο 3833/2010 κρίθηκαν ανεπαρκή να αντιμετωπίσουν την πληγείσα οικονομική κατάσταση της χώρας.

44. Το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σκεπτικό της απόφασης της 20ης Φεβρουαρίου 2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε πολλούς προβαλλόμενους ισχυρισμούς αναφορικά με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας για τα επίδικα μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο μη προσωρινός χαρακτήρας της μείωσης των μισθών και των συντάξεων ήταν δικαιολογημένος, διότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν όχι μόνο να ανταπεξέλθει στην οξεία δημοσιονομική κρίση προς στιγμή, αλλά επίσης και να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά του κράτους με τρόπο βιώσιμο. Αναφέρθηκε, επίσης, στη νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, στη μείωση την οποία ακολούθησαν πολλά κράτη μέσα στο ίδιο πλαίσιο της γενικής οικονομικής κρίσης. Τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγουσες ενώπιον του δεν επικαλέστηκαν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ότι η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο που η ύπαρξή τους να τίθεται σε κίνδυνο.

45. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η πρώτη προσφεύγουσα παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα εισοδήματά της πριν την θέση σε ισχύ των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, μετά τη θέση σε ισχύ καθώς και έπειτα από την υπουργική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του νόμου 4024/2011. Αποδείχθηκε με αυτόν τον τρόπο ότι ο καθαρός μισθός της μετατράπηκε από 2435,83 ευρώ σε 1889,79 ευρώ (παράγραφοι 9 και 13 παραπάνω).

46. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η μείωση του μισθού της πρώτης προσφεύγουσας δεν είναι σε τέτοιο επίπεδο που να την εκθέτει σε κακουχίες ασυμβίβαστες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και το ειδικό πλαίσιο της κρίσης μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα, η επίδικη παρέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβαρύνει υπερβολικά την προσφεύγουσα.

47. Όσον αφορά την αναλογικότητα των επίδικων μέτρων σχετικά με τους μισθούς και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, μελών της δεύτερης προσφεύγουσας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναφερθεί παρά μόνο στο ίδιο το κείμενο του μνημονίου. Σύμφωνα με το κείμενο, από τη μία πλευρά, η κατάργηση του 13ου και 14ου συνταξιοδοτικού μήνα αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν κάτω από 2500 ευρώ το μήνα με τη δημιουργία ενός ενιαίου δώρου των 800 ευρώ το έτος. Από την άλλη πλευρά, αν και η καταβολή του 13ου και 14ου μισθολογικού μήνα καταργήθηκε για όλους τους μισθούς, προβλέφθηκε ένα ετήσιο δώρο των 1000 ευρώ, το οποίο χρηματοδοτείται από τη μείωση των επιδομάτων που υπολογίζονται για τους υψηλούς μισθούς. Αυτό το δώρο δημιουργήθηκε για να προστατεύσει τα στρώματα του πληθυσμού με χαμηλά εισοδήματα (τα άτομα που λαμβάνουν κάτω από 3000 ευρώ το μήνα) ( παράγραφος 6 παραπάνω).

48. Όσον αφορά τις εναλλακτικές λύσεις, η πιθανή ύπαρξή τους δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ως αδικαιολόγητη την εν λόγω νομοθεσία. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν υπερέβη τα όρια της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να πει εάν επέλεξε να μεταχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημα ή αν θα έπρεπε να διαχειριστεί την εξουσία του διαφορετικά (Jamesκλπ, οπ. π., σκ. 51 και J.A. Pye (Oxford) Ltdκατά Ηνωμένου Βασιλείου υπ’ αρ. 44302/02, σκ. 45, 15 Νοεμβρίου 2005).

49. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτίαση σχετικά με το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου είναι προδήλως αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 3 α) και 4 της Συνθήκης.

50. Όσον αφορά τις αιτιάσεις σχετικά με τα άρθρα 6,8,13,14 και 17 της Συνθήκης που τέθηκαν από την δεύτερη προσφεύγουσα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της και στο μέτρο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, το Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει καμία ένδειξη παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται σ’ αυτά τα άρθρα. Το Δικαστήριο καταλήγει επομένως στο ότι αυτό το τμήμα της προσφυγής είναι προδήλως αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 3 α) και 4 της Συνθήκης.

 

Γι΄ αυτούς τους λόγους το Δικαστήριο ομόφωνα

 

Συνενώνει τις προσφυγές

 

Κηρύσσει τις προσφυγές απαράδεκτες

 

 

AndreWampachIsabelleBerroLefevre

GreffieradjointPresidente

 

 

 

 

Μετάφραση:

Τσουκαλίδου Εύα

Χριστοφορίδου Στυλιανή

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημείωμα Χριστοφορίδου Στυλιανή:

Υπόψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τέθηκε το ζήτημα της μείωσης των μισθών και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία επήλθε με τους νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3847/2010.

Οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι οι ως άνω μειώσεις, σε συνδυασμό με την κατάργηση των επιδομάτων των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των διακοπών, συνιστούν στέρηση της ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να παραβιάζουν το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Το Δικαστήριο δεν διέκρινε μεταξύ ειδικών επιδομάτων και κύριου βασικού μισθού ή σύνταξης, αλλά τα αντιμετώπισε ως ενιαίο σύνολο. Ακολούθως, δεν τα ενέταξε στο αυστηρό προστατευτικό πλαίσιο της στέρησης της ιδιοκτησίας, αλλά θεώρησε ότι οι εν λόγω μειώσεις αποτελούν παρέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας. Μένοντας πιστό στην πάγια νομολογία του, υπενθύμισε ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε συγκεκριμένο ποσό σύνταξης ή αμοιβής. Κατόπιν, και αφού προηγουμένως αποδέχτηκε ότι οι μειώσεις γίνονται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, δεδομένης της υπάρχουσας οικονομικής συγκυρίας, προέβη σε έλεγχο αναλογικότητας και έκρινε ότι τηρήθηκε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προαναφερομένης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, έλαβε υπόψη τόσο τις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις, όσο και την απόφαση ΣτΕ 668/2012.

Είναι γεγονός ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ ήταν λίγο ή πολύ αναμενόμενη, λόγω της πάγιας θέσης που έχει αναπτύξει στο υπό κρίση πεδίο. Ωστόσο, στο σκεπτικό του θέτει δύο πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία αξίζει να μας απασχολήσουν.

Η εξεταζόμενη υπόθεση, και ιδίως με τον τρόπο που τέθηκε, απέκτησε έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Το ΕΔΔΑ, μάλιστα, αντιλαμβανόμενο τις σφοδρές εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, οι οποίες αποτυπώθηκαν ευκρινώς στους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, αισθάνθηκε την ανάγκη να τονίσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή σε ένα δημοκρατικό κράτος είναι λογικό να υπάρχουν έντονες αποκλίσεις σε ζητήματα γενικής πολιτικής.

Πιο αναλυτικά, το πολιτικό στοιχείο της υπόθεσης προκύπτει τόσο από το γεγονός ότι προσέφυγε η ΑΔΕΔΥ, συνδικαλιστική οργάνωση, εκ μέρους όλων των μελών της όσο και από το γεγονός ότι η τελευταία συμπεριέλαβε στους ισχυρισμούς της γενικές τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα ότι οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις υποσκάπτουν «το σύνολο της κοινωνικής πολιτικής του ελληνικού κράτους».

Η αγωνία της δεύτερης προσφεύγουσας για την προστασία των μελών της με χαμηλά εισοδήματα είναι εμφανής από το σύνολο της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε και σαφώς εύλογη. Η αφηρημένη τοποθέτησή της, όμως, σε συνδυασμό με τη λογική αντίφαση που περικλείει το γεγονός ότι προσέφυγε εκ μέρους όλων των μελών της, δηλαδή τόσο αυτών που έχουν υψηλά εισοδήματα όσο και αυτών που έχουν χαμηλά, μετατοπίζει το κέντρο ενδιαφέροντος από το νομικό ζητούμενο που είναι η αναζήτηση του προσβαλλόμενου δικαιώματος εξαιτίας μίας νομοθετικής ρύθμισης σε μία συγκεκριμένη υπόθεση, στο γενικότερο πολιτικό διακύβευμα, που είναι η αμφισβήτηση γενικά της νομοθετικής επιλογής αυτή καθαυτή. Το τελευταίο είχε ως περαιτέρω συνέπεια να οδηγήσει το Δικαστήριο σε «αυτοπεριορισμό», διότι διαφορετικά θα έπρεπε να ελέγξει το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων και τις επιπτώσεις τους στο σύνολο των προσώπων που απευθύνονται με κίνδυνο να υποκαταστήσει το νομοθέτη στις πολιτικές του επιλογές.

Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι ο καθορισμός της κοινωνικής πολιτικής και των προτεραιοτήτων σχετικά με την κατανομή των περιορισμένων δημόσιων πόρων ανήκει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Κράτους Μέλους, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι το ίδιο δεν δικαιούται να ελέγξει τις νομοθετικές αυτές επιλογές. Αν και δεν δικαιούται να προχωρήσει σε αφηρημένο έλεγχο των κυβερνητικών επιλογών σε σχέση με τις διατάξεις τις Συνθήκης και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων, είναι πάντως αρμόδιο να ελέγξει εάν οι επιλογές αυτές υποβάλλουν «το άτομο σε υπερβολική επιβάρυνση». Η θέση του Δικαστηρίου για in concreto εξέταση των σχετικών ζητημάτων προκύπτει και από την τελευταία πρόταση της σκέψης με αρ. 44. Αναφερόμενο και στις δύο προσφεύγουσες και αποδεχόμενο την άποψη του ΣτΕ, λέει ότι «δεν επικαλέστηκαν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ότι η κατάστασή τους έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο που η ύπαρξή τους να τίθεται σε κίνδυνο». Η επίκληση σαφούς και ορισμένου τρόπου, ο οποίος επιπροσθέτως θέτει υπό διακινδύνευση το θύμα, θα διευκόλυνε τον έλεγχο του Δικαστηρίου και θα τον αποφόρτιζε από την πολιτική του βαρύτητα. Η τελευταία σκέψη αφορά και την πρώτη προσφεύγουσα, η οποία ομολογουμένως τοποθετήθηκε με πιο συγκεκριμένο τρόπο, και μας οδηγεί στο δεύτερο πολύ ενδιαφέρον ζήτημα.

Το δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση για το οποίο έγινε λόγος πρώτη φορά στην απόφαση ΣτΕ 668/2012, και το οποίο εμφανίζεται σε διεθνείς συνθήκες υπό τη μορφή του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, αναφορικά με την κατοχύρωση του ελάχιστου βασικού μισθού, φαίνεται ότι αναγνωρίζεται και σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα που προστατεύει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Τα περιουσιακά δικαιώματα, και ιδίως αυτό της ιδιοκτησίας, προσεγγίζονται κατά κύριο λόγο από τη φιλελεύθερη σκοπιά και έχουν το νόημα της προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας από αυθαίρετες κρατικές επεμβάσεις. Πλέον, και δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει στο αντικείμενο προστασίας του και ενοχικές αξιώσεις, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις ως κατεξοχήν μέσα βιοπορισμού, τα ως άνω δικαιώματα προσλαμβάνουν και έντονο κοινωνικό περιεχόμενο.

Αν και το Δικαστήριο τόνισε πολλές φορές ότι η κοινωνική πολιτική είναι υπόθεση των κυβερνώντων, φρόντισε να θέσει ουκ ολίγες φορές την επιταγή της μη εξαθλίωσης, θέτοντας το συγκεκριμένο ζήτημα ως απώτατο όριο της διακριτικής ευχέρειας των Κρατών Μελών. Πιο συγκεκριμένα, στη σκέψη 32 αναφέρεται σε υπερβολική επιβάρυνση, στη σκέψη 44 υιοθετεί τη θέση του ΣτΕ ότι η ύπαρξη των ατόμων δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο και τέλος, στη σκέψη 46 κάνει λόγο για «κακουχίες ασυμβίβαστες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου». Τα συγκεκριμένα obiter dicta μας επιτρέπουν να συναγάγουμε ότι, παρόλο που το δικαστήριο δεν αναγνωρίζει, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει, δικαίωμα σε ένα συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, εμμέσως υπονοεί ότι ένα μίνιμουμ ποσό ικανό να εξασφαλίσει στο άτομο το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης αποτελεί το έσχατο απαραβίαστο όριο των μειώσεων. Η σκέψη αυτή ωστόσο δεν αρθρώνεται ρητά και δεν συνοδεύεται από τα κριτήρια βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα κατέφασκε τέτοιου είδους παραβίαση.

Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι ότι από την συνδυασμένη ανάγνωση των σχετικών αποφάσεων του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ αναδύεται ένα δικαίωμα το οποίο μέχρι τώρα, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο, δεν ήταν στην πρώτη γραμμή. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης, ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, μοιάζει να είναι το ultimum refugium των ατόμων και ταυτόχρονα, το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένα τέτοιο δικαίωμα πηγάζει από το άρθρο 2 του Συντάγματος και άρα, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, έχει ως φορέα τον «καθένα» και ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης. Με μια τέτοια ερμηνεία, η θεμελιώδης αρχή της ανθρώπινης αξίας συνδέεται με και δίνει νέα πνοή στην έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης.

Εν κατακλείδι, το ΕΔΔΑ έθεσε, σιωπηρά αλλά με σαφήνεια, ως προϋπόθεση για μελλοντικές υποθέσεις την επίκληση συγκεκριμένης κατάστασης, η οποία αφενός θα του επιτρέπει να προβεί σε συγκεκριμένο έλεγχο, αφετέρου θα θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου.

One thought on “Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, Προσφυγές υπ’ αρ. 57665/12 και 57657/12, 07/05/2013

  1. Pingback: Το Μνημόνιο μεταξύ σφύρας και άκμονος: από το ΣτΕ στο ΕΔΔΑ | constitutionalism.gr

Comments are closed.