Εισαγωγή, σε: Η τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2014-2019)

Γιώργος Σωτηρέλης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η αναθεώρηση του 2019 αποτέλεσε, δυστυχώς, μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για μια γενναία και νομικοπολιτικά πρόσφορη ανανέωση των συνταγματικών μας θεσμών. Στην πραγματικότητα, αυτό που παρακολουθήσαμε στις δύο Βουλές (προτείνουσα και αναθεωρητική), που διεκπεραίωσαν την όλη διαδικασία, δεν ήταν τίποτε άλλο από το χρονικό μιας προεξαγγελθείσας  αποτυχίας: το όλο εγχείρημα ξεκίνησε σε λάθος κατεύθυνση, εξελίχθηκε με λάθος τρόπο και κατέληξε σε πενιχρά  αποτελέσματα

Στον πυρήνα δε αυτής της αποτυχίας βρίσκεται η πρόδηλη ανωριμότητα, αν όχι αναξιοπιστία, των πολιτικών μας δυνάμεων και ιδίως αυτών που μπορούσαν, κατά το Σύνταγμα, να έχουν βαρύνοντα ρόλο στην σχετική διαδικασία. Αντί να ξεκινήσουν από τις θεσμικές δυσλειτουργίες που ανέδειξε ή μεγέθυνε η κρίση –παρά την αξιοσημείωτη αντοχή του ισχύοντος Συντάγματος– και να επεκταθούν και σε κάποια άλλα χρονίζοντα προβλήματα της σύγχρονης Δημοκρατίας μας, αρχικά μεν επιδόθηκαν σε άγονους μαξιμαλισμούς ενώ στη συνέχεια  περιχαρακώθηκαν πεισματικά στις θέσεις τους, σε όλες τις φάσεις της αναθεωρητικής διαδικασίας (1). Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθούν όλες σχεδόν οι ενδιαφέρουσες προτάσεις, ένθεν κακείθεν (2), και να καταλήξουμε, εν τέλει,  σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, δηλαδή σε μια κολοβή, ανούσια και εν πολλοίς άγονη αναθεώρηση (3). Ειδικότερα:

 

1. Είναι προφανές, εν πρώτοις, ότι αμφότερα τα μεγάλα κόμματα αυτής της περιόδου (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ), που διέθεταν τον αναγκαίο αριθμό βουλευτών για να αναλάβουν αλλά και για να στηρίξουν την αναθεωρητική πρωτοβουλία, αποδείχθηκαν τελικά όχι μόνον ανέτοιμα αλλά και απρόθυμα για έναν ώριμο, απροκατάληπτο και εποικοδομητικό συνταγματικό αναστοχασμό. Αντίθετα ακολούθησαν ενσλλάξ, είτε ως κυβερνητική πλειοψηφία είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, μια στείρα, παράδοξη και λίαν αμφιλεγόμενη τακτική, με περίσσεια διχαστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, που οδηγεί είτε στην ανυποληψία είτε στην άρνηση της ουσίας της συνταγματικής πολιτικής.

Με άλλα λόγια, το μεγάλο πρόβλημα σε αυτήν την αναθεώρηση δεν ήταν τόσο η απουσία  συγκροτημένων απόψεων και επεξεργασμένων προτάσεων όσο οι ανωτέρω πολιτικές παθογένειες, οι οποίες ναι μεν είναι δομικές και διαχρονικές πλην όμως μετά την κρίση είναι γνωστό ότι είχαν παροξυνθεί. Αυτό δε οδήγησε όχι μόνον σε  πολλαπλές στρεβλώσεις του νοήματος της αναθεώρησης αλλά και στην υποταγή της σε πολιτικά αφερέγγυες και θεσμικά προβληματικές  διαδικασίες. Ας δούμε όμως συγκεκριμένα, την συνταγματική πολιτική των εν λόγω κομμάτων:

 Α.   Ο κυβερνητικός τότε ΣΥΡΙΖΑ, όταν επιτέλους αποφάσισε, μετά από πολλές καθυστερήσεις, να θέσει επί τάπητος το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης,  είχε ενώπιόν του,  εναλλακτικά, δύο θεμιτές λύσεις. Αν αισθανόταν έτοιμος, με βάση τις προγραμματικές του εξαγγελίες και τις προτάσεις που είχε έως τότε επεξεργασθεί (βλ. Το Χρονικό της Αναθεώρησης), έπρεπε να ετοιμασθεί και να κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση (από 50 τουλάχιστον βουλευτές) για να επιληφθεί στη συνέχεια η Βουλή, που είναι η μόνη αρμόδια. Αν όμως έκρινε ότι οι προτάσεις αυτές δεν ήταν κατασταλαγμένες –που δεν ήταν– μπορούσε να δρομολογήσει, ως κόμμα, συγκεκριμένες ανοιχτές διαδικασίες πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου. Ωστόσο, τελικά δεν επελέγη ούτε η μία ούτε η άλλη οδός. Ο τότε πρωθυπουργός αρκέσθηκε απλώς στην εξαγγελία ορισμένων βασικών κατευθύνσεων –από τις οποίες άλλες ήταν προβληματικές, άλλες συζητήσιμες και άλλες ενδιαφέρουσες– και στη συνέχεια ανέθεσε την εξειδίκευσή τους σε μια αμφιλεγόμενη διαδικασία «κοινωνικού διαλόγου», που εκπορευόταν και κατευθυνόταν εξ ολοκλήρου από την –εντελώς αναρμόδια– κυβέρνηση. Αντί δηλαδή να κατατεθούν οι προτάσεις  αυτές στη Βουλή (από 50 τουλάχιστον βουλευτές), ώστε να συγκροτηθεί η αρμόδια Επιτροπή Αναθεώρησης, παραπέμφθηκαν στις μακρόσυρτες και εν πολλοίς ανούσιες «διαδικασίες διαλόγου» μιας εν πολλοίς ακατάλληλης Επιτροπής, της οποίας μάλιστα τα πορίσματα ελάχιστα (έως καθόλου) λήφθηκαν υπ’όψιν. Με άλλα λόγια επελέγη ο λάθος «διάλογος» και χάθηκε η ευκαιρία μιας χρονικά επαρκούς, γόνιμης και εποικοδομητικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει τόσο το διαδίκτυο (με ανοιχτή διαβούλευση) όσο και την γνώμη ειδικών επιστημόνων.

Όλα αυτά προκάλεσαν πλήρη σύγχυση ως προς την θεσμική ιδιαιτερότητα της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία μάλιστα ήρθε να προστεθεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση ως προς την ουσιαστική στόχευσή της, καθώς από την αρχή αιωρείτο η βαθύτατα λαϊκιστική λογική μιας συνολικής, εκ βάθρων και οιονεί δημοψηφισματικής αλλαγής του Συντάγματος, ερήμην τόσο των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών όσο και –ιδίως– των ορίων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα (που επιτρέπει μόνο Αναθεωρητική και όχι Συντακτική Συνέλευση αλλά και που αποκλείει συνταγματικά δημοψηφίσματα).

Οι τελικές βέβαια προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ πόρρω απείχαν από τους αρχικούς λεονταρισμούς, καθώς ήταν εμφανώς μετριοπαθέστερες. Ως εκ τούτου παρείχαν μεν –παρά την μεγάλη καθυστέρηση και την αδικαιολόγητα πολωτική  εκφορά τους– μια βάση για να ξεκινήσει η σχετική συζήτηση, πλην όμως κάθε άλλο παρά στοιχειοθετούσαν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική προοδευτική συνταγματική πολιτική, όντας εν πολλοίς αφ’ενός μεν αποσπασματικές και άτολμες αφ’ετέρου δε ελλιπείς και ανεπεξέργαστες (σε σημείο που να απορεί κανείς γιατί χρειάσθηκε τόσο μακρά κυοφορία…).

Το αποτέλεσμα ήταν το όλο εγχείρημα να υποβαθμισθεί, να ατονήσει για μεγάλο διάστημα και τελικά να «στριμωχθεί» χρονικά σε μια βεβιασμένη και πιεστική διαδικασία, στο τέλος της βουλευτικής περιόδου, που άφησε ελάχιστα περιθώρια ουσιαστικού και ώριμου διαλόγου, παρά τις ομολογουμένως αξιέπαινες προσπάθειες της Επιτροπής Αναθεώρησης της προτείνουσας Βουλής.

Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι ατυχείς επιλογές της τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας συνεχίσθηκαν και σε επίπεδο διαδικασίας. Πράγματι, ενώ επί της ουσίας θα μπορούσε, κατά τα ανωτέρω, να αναζητηθεί πλέον η επιζητούμενη από το Σύνταγμα ευρύτερη συναίνεση, αυτή υπονομεύθηκε ευθύς εξ αρχής, λόγω της πρόταξης του ζητήματος της άνευ ετέρου δεσμευτικότητας των αποφάσεων της πρώτης (δηλ. της προτείνουσας) Βουλής έναντι της δεύτερης, και μάλιστα κατά απόλυτο τρόπο, δηλαδή ακόμα και αν αυτές  λαμβάνονται με  151 ψήφους.

Το ζήτημα αυτό από θεωρητική άποψη είναι πολύ ενδιαφέρον (όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς ανατρέχοντας στον επιστημονικό διάλογο που έχει αναπτυχθεί στο  ηλεκτρονικό περιοδικό Constitutionalism του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης»). Ωστόσο, ο πολιτικός χειρισμός του ήταν κάκιστος. Αντί να αναζητηθούν ευρείες συναινέσεις (με πάνω από 180 ψήφους) για συγκεκριμένες διατάξεις και να επιδιωχθεί μια πολιτική συμφωνία («κυρίων») ότι η κατεύθυνσή τους θα γίνει σεβαστή από την επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή –όπως είναι και συνταγματικά ορθό, ώστε να μην επαναληφθεί το κάκιστο προηγούμενο του κοινοβουλευτικού ασυμβιβάστου στην αναθεώρηση του 2001– υιοθετήθηκε η ακόλουθη ακατανόητη τακτική: να διατρανωθεί, σε όλους τους τόνους, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα περάσει τις προτάσεις του ούτως ή άλλως, έστω και με 151, και ότι, ως εκ τούτου, θα δεσμεύσει έτσι την επόμενη Βουλή ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης (παρότι αυτή δεν είναι η κρατούσα άποψη στην επιστήμη, δεν ίσχυσε έως τώρα στην κοινοβουλευτική πρακτική αλλά ούτε είναι και ορθή υπό αυτήν την εκδοχή, διότι οδηγεί στο νομικοπολιτικό παράλογο να μπορούν οι 151 της μιας Βουλής να δεσμεύουν τους 180 και πάνω της επόμενης, που έχουν, μάλιστα και πιο πρόσφατη δημοκρατική νομιμοποίηση). Παράλληλα, όμως, δεν επιδείχθηκε και καμία διάθεση συναίνεσης στις αναθεωρητικές προτάσεις των άλλων κομμάτων και πολλώ μάλλον της Νέας Δημοκρατίας…

Β. Από την άλλη, βέβαια, ούτε και η ΝΔ διακρίθηκε για τη εποικοδομητική στάση της. Ενώ διακήρυττε, πριν από τις εκλογές του 2012, ότι η αναθεώρηση αποτελούσε μια από τις πρώτες της προτεραιότητες (αναγορεύοντάς την περίπου σε πανάκεια…) και παρότι έκανε κάποιες σχετικές προεργασίες αφότου κέρδισε εκείνες τις εκλογές (Βλ. Το Χρονικό της Αναθεώρησης), τελικά  δεν ανέλαβε έγκαιρα την σχετική πρωτοβουλία κατάθεσης σχετικής πρότασης στην Βουλή  (με ευθύνη και του τότε συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ). Θυμήθηκε δε την αναθεώρηση ξαφνικά,  και εντελώς προσχηματικά, μόνο λίγο πριν (και προκειμένου να αποτρέψει μέσω αυτής) τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Ούτε όμως ως αξιωματική αντιπολίτευση, μετά την ήττα της, ανέλαβε κάποια σχετική πρωτοβουλία, παρότι διέθετε τους απαραίτητους 50 βουλευτές. Όταν δε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε τελικά –κατά τα ανωτέρω– να κινήσει την αναθεωρητική  διαδικασία αρχικά μεν αντέδρασε υποκριτικά για την καθυστερημένη υποβολή της πρότασης (εμφανιζόμενη πλέον σε ρόλο τιμητή…) και στην συνέχεια οχυρώθηκε πίσω από μια άκρως προβληματική άποψη (την οποία είχε πρωτοδιατυπώσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στην αναθεώρηση του 2001).  Συγκεκριμένα πρότεινε, σαν απαράβατο όρο, να κατατεθούν όλες οι προτάσεις –ένθεν κακείθεν– και να ψηφισθούν χωρίς εξαίρεση από 180 τουλάχιστον βουλευτές, δηλαδή και από τα δύο κόμματα, ώστε να είναι αναθεωρητέες κατά το Σύνταγμα. Στην επόμενη δε Βουλή, όποιος κερδίσει να κάνει την αναθεώρηση που επιθυμεί, αφού χρειάζονται μόνον 151 βουλευτές για να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση. Κάτι σαν «πάρτα όλα», δηλαδή…

Στην συνέχεια πάντως η ΝΔ μπήκε, έστω απρόθυμα και αμφίθυμα, στην επί της ουσίας συζήτηση για την αναθεώρηση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ότι πρέπει να είναι «λιτή» και διατυπώνοντας συγκεκριμένες προτάσεις. Κάποιες από αυτές ήταν ενδιαφέρουσες αλλά η συνολική εικόνα των θέσεων της ΝΔ για την αναθεώρηση ήταν μάλλον απογοητευτική και πάντως αναντίστοιχη  με τις προκλήσεις των καιρών. Όχι μόνον λόγω της έκδηλης ατολμίας της σε κρίσιμα προβλήματα (όπως π.χ. οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας) αλλά και επειδή οι προτάσεις της, εν πολλοίς, αναλώθηκαν σε τροποποιήσεις είτε ατυχείς είτε εμφανώς μονομερείς είτε συνταγματικά ανούσιες και εν τέλει περιττές. Σε κάθε δε περίπτωση είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την έλλειψη επεξεργασμένης συνταγματικής πολιτικής (και) της ΝΔ το ότι οι προτάσεις αυτές διέφεραν σε πολλά σημεία τόσο από τις προαναφερθείσες του 2014 όσο και από αυτές που υποστήριξε τελικά…

Στην Επιτροπή Αναθεώρησης της προτείνουσας Βουλής, η ΝΔ αρχικά κράτησε τα προσχήματα, αλλά οι προεκτεθέντες ατυχείς χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ της έδωσαν απλόχερα το άλλοθι που αναζητούσε για να περιχαρακωθεί και πάλι στην αρχική στείρα αντιμετώπιση. Και η στάση αυτή επιβεβαιώθηκε περίτρανα όταν απέκτησε αυτή την πλειοψηφία, με τις εκλογές του 2019, καθώς κινήθηκε πλέον στην λογική της μονομερούς επιβολής μόνον των δικών της απόψεων, αγνοώντας κατά βάσιν όλες τις άλλες προτάσεις που είχαν κριθεί αναθεωρητέες.

 

2. Συνοψίζοντας, από την μία είχαμε μια αμήχανη, αλλοπρόσαλλη συνταγματική πολιτική, με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, και από την άλλη μια παρελκυστική στάση, που συνοδευόταν από άρνηση της ουσίας της συνταγματικής πολιτικής, ως συμπύκνωσης συνειδητών και αξιακά φορτισμένων ιεραρχήσεων για την Δημοκρατία και τα Δικαιώματα. Το αποτέλεσμα δε αυτών των πολιτικών ανεπαρκειών και των συνακόλουθων μικροκομματικών και θεσμικά «μίζερων» τακτικισμών ήταν διττό:

Αφ’ενός μεν να απουσιάσουν εντελώς κρίσιμες αναθεωρητικές προτάσεις, όπως, ενδεικτικά, ο δικαστικός έλεγχος των παρεκτροπών των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου –που ήταν μια από τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης– η αναγκαία πρόσθετη θωράκιση της Δημοκρατίας μας απέναντι στον ανεχόμενο κίνδυνο του ολοκληρωτισμού αλλά και η διασφάλιση, επιτέλους, της πολυφωνίας της ΕΡΤ.

Αφ’ετέρου δε να κυριαρχήσει, σε όλες τις φάσεις της αναθεωρητικής διαδικασίας, ένα κλίμα έντονης πολιτικής καχυποψίας, με εκατέρωθεν επικρίσεις και καταλογισμό ευθυνών, που επέτρεψε τελικά σε ελάχιστες προτάσεις να τύχουν ευρύτερης συναίνεσης. Ειδικότερα:

Α. Αρκετές ενδιαφέρουσες  προτάσεις που προέρχονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ έλαβαν κατά κανόνα οριακή πλειοψηφία στην πρώτη (προτείνουσα) Βουλή, με αποτέλεσμα να απορριφθούν τελικά από την δεύτερη (αναθεωρητική) Βουλή, στην οποία κυριαρχούσε πλέον η ΝΔ. Ιδίως αναφέρω τις προταθείσες τροποποιήσεις που αφορούσαν:

α) Την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας και την καθιέρωση πρόσθετων εγγυήσεων υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας, οι οποίες, αν και μετριοπαθείς και συμβιβαστικές,  αντιμετωπίσθηκαν με μια προσχηματική, «θρησκόληπτη» και υποτακτική έναντι της επίσημης Εκκλησίας στάση, παρότι η πραγματικότητα βοά (με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις ανεκδιήγητες αποφάσεις του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών) ότι οι ισχύουσες διατάξεις ερμηνεύονται υπό θεοκρατικό πρίσμα και άρα πρέπει επιτέλους να αναθεωρηθούν. Η στάση αυτή, η οποία χαρακτηρίζει παγίως την ΝΔ, δικαιολογεί εν τέλει την άποψη ότι ο «φιλελευθερισμός» της εξαντλείται μόνο στα οικονομικά ζητήματα…

β) Την πρόταση για διαφορετική ρύθμιση του θεσμού του δημοψηφίσματος, η οποία όντως θα μπορούσε –υπό αυστηρές πάντως εγγυήσεις και προϋποθέσεις– να ενισχύσει τα κουρασμένα αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας. Ωστόσο η πρόταση αυτή, ακόμη και υπό μετριοπαθείς και περιοριστικές εκδοχές της, συνάντησε την κάθετη άρνηση όσων κινούνται στην λογική των «τεχνικών της εξουσίας», που θεωρούν ότι για όλα τα ζητήματα δικαιούνται να ομιλούν στο όνομα του λαού αλλά ερήμην του. Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε απλόχερα επιχειρήματα στους αντιδρώντες, με το εντελώς αφερέγγυο, τόσο από θεσμική όσο και από πολιτική άποψη, δημοψήφισμα του 2015, που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμηση των θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής…

γ) Την θεσμική θωράκιση των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Οι σχετικές προτάσεις, παρά τον εμφανή –και διορθωτέο– μαξιμαλισμό τους, κινούνταν κατ’αρχήν σε σωστή κατεύθυνση, πλην αυτής που προβλέπει την απαγόρευση της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση ακόμη και των πλέον ακραίων επιπτώσεων μιας απεργίας (που αντιπαρατάσσει έναν παρωχημένο και δημαγωγικό «εργατισμό» στο ευρύτερο δημόσιο συμφέρον).

δ) Την συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές, η οποία μπορούσε να αποβεί σε όφελος τόσο της αρχής της ισότητας της ψήφου όσο και του πολιτικού μας συστήματος, υπό τον όρο όμως ότι θα αναπροσαρμοζόταν, ώστε η προτεινόμενη απόκλιση του 10% να αφορά το σύνολο των εδρών (δηλαδή να είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, η ενίσχυση του πρώτου κόμματος με 30 το πολύ έδρες από τις 300 -το 10%- ώστε να συνυπολογίζεται και το διόλου αμελητέο θέμα της κυβερνησιμότητας).

Αντίθετα, είναι λάθος η κατοχύρωση του αναλογικού συστήματος και στις δημοτικές εκλογές, διότι έχουν σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές και ως εκ τούτου πρόκειται για μια υπέρμετρη και άνευ νοήματος δέσμευση του κοινού νομοθέτη.

ε) Αξιοπρόσεκτες, τέλος, ήταν και  οι απορριφθείσες από την ΝΔ  προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (ή βουλευτών του, μαζί με άλλους) ως προς:

– τον περιορισμό των βουλευτικών θητειών σε όχι πάνω από τρεις συνεχόμενες,

– την κατοχύρωση της εκπροσώπησης του απόδημου Ελληνισμού στην Βουλή, με περιορισμένο αριθμό -μέχρι 5- βουλευτών (αυτό δεν αφορά τους εκτός επικρατείας πολίτες αλλά τους ομοεθνείς),

– την απονομή του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, για τις  αυτοδιοικητικές εκλογές, και σε αλλοδαπούς με μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα και

-την ανάθεση στον νομοθέτη της αρμοδιότητας για τον καθορισμό του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους.

Β. Επίσης,   θεωρώ ότι κακώς δεν έγιναν δεκτές, στην προτείνουσα Βουλή, κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις της ΝΔ. Ενδεικτικά αναφέρω:

α) Την δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών Πανεπιστημίων, που προσέκρουσε στις παρωχημένες ιδεολογικές εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αντί να πρωτοστατήσει στην επιβολή, από θέση ισχύος,  αυστηρών προϋποθέσεων (τόσο ως προς τον –μη κερδοσκοπικό– χαρακτήρα τους όσο και ως προς την λειτουργία τους), προτίμησε να μείνει  προσκολλημένος σε μια αδιέξοδη μάχη οπισθοφυλακών, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο, όπως ήδη αποδείχθηκε, για την επιβολή, με νομοθετικά bypass, μεταλλαγμένων ΙΕΚ, χωρίς καμία από τις ακαδημαϊκές προδιαγραφές και τις εγγυήσεις εποπτείας που θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης.

β) την καλύτερη και πλουραλιστικότερη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, ώστε να μην επαναληφθούν όσα  συνέβησαν κατά την (πρώτη, μετά από πολλά χρόνια) αδειοδότηση των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών,

γ) Την θέσπιση αυστηρών εγγυήσεων ως προς την διεξαγωγή –του ισχύοντος– δημοψηφίσματος, ώστε να μην επαναληφθούν οι θεσμικές παρεκτροπές του δημοψηφίσματος του 2015.

δ) Τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της Βουλής και την βελτίωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

ε) Την ελαφρά –έστω και άτολμη– διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να ενισχυθεί κάπως ο ρυθμιστικός του ρόλος.

στ) Την διαφορετική διαδικασία ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης ώστε να αποτραπεί η –επανειλημμένως παρατηρηθείσα…– παρείσφρηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.

ζ) Την αναβάθμιση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ώστε να καταστεί, σε κάποιον βαθμό, Συνταγματικό Δικαστήριο (το έλλειμμα του οποίου καθίσταται ολοένα και εμφανέστερο.

η) Την αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε να καταστεί κάπως ευχερέστερη, χωρίς βέβαια να αναιρείται ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος.

Όλες αυτές οι προτάσεις θα μπορούσαν, αν υπήρχε εποικοδομητικό κλίμα και διάθεση συναίνεσης, να είχαν γίνει  αποδεκτές από τον ΣΥΡΙΖΑ στην προτείνουσα Βουλή, υπό τον όρο όμως της προσθήκης συγκεκριμένων αυστηρών προϋποθέσεων. Ειδικότερα δε ως προς τα Πανεπιστήμια, η αποδοχή μιας αυστηρά οριοθετημένης μετάβασης σε πιο ανοιχτό θεσμικό πλαίσιο θα του είχε επιτρέψει να μην προκαλέσει γενική θυμηδία, προτείνοντας μεν θρησκευτική ουδετερότητα αλλά παραλείποντας επιτηδείως να συμπεριλάβει στην αναθεώρηση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας και το κρισιμότερο όλων άρθρο 16 παρ. 2, περί «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης», μόνο και μόνο για να μην κριθούν αναθεωρητέες και οι διατάξεις του άρθρου 16 για τα Πανεπιστήμια…

 

3. Παρά ταύτα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, υπήρξαν και κάποιες σημαντικές διατάξεις που εν τέλει αναθεωρήθηκαν. Αυτό όμως, δυστυχώς, είναι μόνον η μισή αλήθεια, διότι ακόμη και οι συγκεκριμένες διατάξεις αναθεωρήθηκαν εν πολλοίς με λάθος τρόπο. Ειδικότερα:

Α. Η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τις πρόωρες εκλογές είναι κατ’αρχήν ορθή. Αρκεί όμως να διασφαλισθεί με άλλους τρόπους –που έχουν προταθεί– η ευρεία δημοκρατική του νομιμοποίηση, ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την άσκηση του ρυθμιστικού του ρόλου. Ωστόσο, η λύση που επελέγη, δηλαδή να μπορεί ο Πρόεδρος να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, κινείται προδήλως στην αντίθετη κατεύθυνση, οδηγώντας εν τέλει, ελαφρά τη καρδία,  στην περαιτέρω θεσμική αποδυνάμωση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Β. Η αναθεώρηση του άρθρου 86, περί ευθύνης υπουργών, ασφαλώς και ήταν επιβεβλημένη. Ωστόσο, τα όσα συνέβησαν  στην υπόθεση Novartis αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο περιορισμός της τροποποίησης μόνο στην –ορθή– κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας είναι τεράστιο λάθος. Η Βουλή έπρεπε να απεμπλακεί συνολικά από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικό και άρα εξ ορισμού μεροληπτικό σώμα. Παρότι λοιπόν δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη –και από προσωπική πείρα– στην πολιτική δικαιοσύνη, θεωρώ ότι ένα πολυπληθές δικαστικό όργανο (πχ η Ολομέλεια Εφετών της Αθήνας) θα ήταν απείρως προτιμότερο… Όσο δε για τη Βουλή, θα έπρεπε να περιορισθεί μόνο στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, μέσω των εξεταστικών επιτροπών. Αυτό άλλωστε έπρεπε να κάνει και στην υπόθεση Novartis, ώστε να έχουν ήδη διερευνηθεί οι πολιτικές ευθύνες πριν οδηγηθεί σε αναζήτηση οποιωνδήποτε ποινικών ευθυνών…

Γ. Μιας δε και αναφερθήκαμε στις εξεταστικές επιτροπές, πρέπει να επισημανθεί ότι ναι μεν η τροποποίηση της σχετικής διάταξης (άρθρο 68 παρ. 2), είναι θετική, καθώς επιτρέπει την σύστασή τους ακόμη και με απόφαση 120 βουλευτών, πλην όμως είναι επίσης ελλιπής. Το κρισιμότερο πρόβλημα με αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία αλλά το ότι στο τέλος κατατίθενται τόσα πορίσματα όσες και οι κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν –αναλογικά– σε αυτές. Θέτω  λοιπόν ξανά το ερώτημα: γιατί να μην προβλεφθεί ότι το πόρισμα θα το συντάσσουν προσωπικότητες υπεράνω πάσης πολιτικής υποψίας, που θα εκλέγονται από τα 3/5 της Εξεταστικής Επιτροπής; Το παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου ο πρωθυπουργός της χώρας παραπέμφθηκε σε δίκη με βάση ένα τέτοιο πόρισμα, είναι εξόχως διδακτικό…

Δ. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο  περιορισμός της πλειοψηφίας που απαιτείται στην  Διάσκεψη των Προέδρων (από 4/5 σε 3/5) για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (άρθρο 101). Τα 4/5 ήταν όντως μια υπερβολικά αυξημένη πλειοψηφία, που είχε βραχυκυκλώσει αρκετές φορές την λειτουργία τους. Ωστόσο, ήταν νομίζω απαραίτητη και μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα: η σύμπραξη, για την επίτευξη αυτής της πλειοψηφίας, τουλάχιστον τριών κοινοβουλευτικών ομάδων. Επιπλέον, βέβαια, θέτω και εδώ ξανά το ερώτημα: γιατί να μην εκλέγεται με την ίδια πλειοψηφία και η ηγεσία της ΕΡΤ, ώστε να παύσει επιτέλους να είναι φερέφωνο των εκάστοτε κυβερνήσεων;

Ε. Στα συν αυτής της αναθεώρησης θα μπορούσε να είναι και η απόφαση της πλειοψηφίας για συνταγματική «διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίβασης όλων των πολιτών». Ωστόσο, παρότι είμαι ο πρώτος που το πρότεινα  (βλ. Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα 2000), θεωρώ ατυχή και «ευνουχισμένη» την σχετική διατύπωση, διότι αντί να κατοχυρώνει ένα συνολικότερο κοινωνικό δίκτυ προστασίας, που θα καθιστά δεσμευτική την πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων,  περιορίζεται αποκλειστικά στο –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»…

ΣΤ. Θετική, κατ’αρχήν, ήταν και η απρόθυμη υιοθέτηση, την τελευταία στιγμή, από την κυβερνητική πλειοψηφία, της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, που ισχύει όχι μόνον σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο και αυτή η τροποποίηση  είναι εν τέλει προβληματική, καθώς θέτει ως προϋπόθεση την συλλογή 500.000 υπογραφών όταν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ο απαιτούμενος αριθμός είναι 1.000.000 υπογραφές…

Ζ. Και καταλήγουμε στην πλέον προβληματική –και επίσης οψιγενή– τροποποίηση, που αφορά την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών (οι οποίοι δυστυχώς αντιμετωπίσθηκαν –με επιμερισμό βέβαια ευθυνών– κατά τρόπο μικροπολιτικό, μικρόψυχο και ενίοτε προσβλητικό…). Υπό την πίεση κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση πείσθηκε τελικά όχι μόνον να εγκαταλείψει την επιστολική ψήφο, στην οποία αναφέρεται ρητά το ισχύον Σύνταγμα, αλλά και να προχωρήσει σε μια συνταγματικά ανεπίτρεπτη αναθεωρητική πρωτοβουλία: να επιβάλει πρόσθετες προϋποθέσεις (ΑΦΜ και χρόνος παραμονής), ως προς την άσκηση του  δικαιώματος του εκλέγειν, που οδηγεί σε πολίτες δύο ταχυτήτων.

Τις προϋποθέσεις όμως ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν τις ρυθμίζει αποκλειστικά η παρ. 3 του άρθρου 51, που κατοχυρώνει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας και ως εκ τούτου αποκλείει κάθε άλλο προσόν, πλην της ηλικιακής ωριμότητας. Επειδή λοιπόν η διάταξη αυτή ούτε  περιλήφθηκε στις αναθεωρητέες αλλά ούτε και μπορούσε να τροποποιηθεί, διότι εξειδικεύει την –μη αναθεωρήσιμη– λαϊκή κυριαρχία του άρθρου 1 του Συντάγματος,  επελέγη ένα άλλο άρθρο, το 54, που είχε κριθεί αναθεωρητέο για διαφορετικούς λόγους (εκλογικό σύστημα και εκλογικές περιφέρειες), για να επιχειρηθεί μέσω αυτού ένα πρωτοφανές αναθεωρητικό bypass. Και αυτό βέβαια θα ελεγχθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ως Εκλογοδικείο), παρότι «προειδοποιήθηκε»,  από επίσημα και αρμόδια φευ χείλη, ότι  δεν μπορεί να διανοηθεί καν έναν τέτοιο «δικαστικό ακτιβισμό», αν η διάταξη ψηφισθεί από την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής…

Η. Αν θέλουμε λοιπόν να ακριβολογούμε, οι μόνες διατάξεις που τροποποιήθηκαν πράγματι χωρίς τρωτά σημεία είναι αυτές των άρθρων 62 (ως προς το ακαταδίωκτο των βουλευτών) και 96 παρ. 5 (ως προς τα στρατιωτικά δικαστήρια), ενώ ορθή πρέπει να κριθεί και η κατάργηση ορισμένων μεταβατικών διατάξεων. Αρκούν όμως αυτές οι αλλαγές, σε συνδυασμό με τα όποια θετικά σημεία των προηγούμενων, να στοιχειοθετήσουν μια όντως επιτυχημένη συνταγματική αναθεώρηση;

 

*****

Ευλόγως λοιπόν αναρωτιέται κανείς, μετά από αυτήν την σύντομη περιδιάβαση: άξιζε  όντως να σπαταληθεί και αυτή η ευκαιρία, όπως το 2008, για ένα πουκάμισο σχεδόν αδειανό; Η απάντηση βέβαια δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, τουλάχιστον για όποιον προτιμά μια ειλικρινή και απροκατάληπτη αποτίμηση. Από την άλλη, όμως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι συνταγματικές αλλαγές δεν γίνονται σε συνθήκες πολιτικού θερμοκηπίου. Ως εκ τούτου, με το επικρατούν πολιτικό σύστημα ήταν μάλλον ματαιοπονία να αναμένει κανείς θεαματικά αποτελέσματα. Αυτές τις πολιτικές δυνάμεις έχουμε και αυτή είναι η αναθεώρηση την οποία μπορούσαν να επιτύχουν. Ως εκ τούτου, χρήσιμη μεν η ως άνω κριτική προσέγγιση του όλου αναθεωρητικού εγχειρήματος, οι βασικές πτυχές του οποίου αναδεικνύονται ανάγλυφα στην παρούσα έκδοση, αλλά σταδιακά ο προβληματισμός μας πρέπει να εστιασθεί πλέον στο μέλλον: αφ’ενός μεν στο πως θα εξειδικευθούν νομοθετικά με το προσφορότερο τρόπο οι όποιες θετικές πλευρές των τροποποιήσεων που έγιναν αφ’ετέρου δε στο πως θα ερμηνευθούν ορθότερα οι ισχύουσες διατάξεις στο σύνολό τους, μακριά από τις σειρήνες τόσο του συνταγματικού λαϊκισμού όσο και του συνταγματικού μιθριδατισμού.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

15 − nine =