Θεμελιώδη δικαιώματα και οργάνωση των εξουσιών

Χ. Ανθόπουλος, Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ

Μετά την αναθεώρηση του 2001 σε συνδυασμό και με την ολοένα αυξανόμενη συνταγματική επιρροή του δικαίου της ΕΣΔΑ, έχει βελτιωθεί σημαντικά το επίπεδο της συνταγματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε σχέση με το Σύνταγμα του 1975, το οποίο δεν ήταν απαλλαγμένο από κάποια αναχρονιστικά ή μη-φιλελεύθερα στοιχεία (π.χ. η ρύθμιση των μέσων ενημέρωσης στα άρθρα 14 και 15 Συντ.).

Ωστόσο, το συνολικό επίπεδο της συνταγματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται μόνον από τις κατ’ ιδίαν ρυθμίσεις τους, αλλά και από τις ρυθμίσεις του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος που μπορούν να έχουν επιπτώσεις πάνω σε αυτά.

Έτσι, εξακολουθεί να έχει σημασία η συνειδητή σιωπή του συνταγματικού νομοθέτη ως προς τη ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και η καθόλου τυχαία «παράλειψή» του να κατοχυρώσει ρητά έστω και απλώς την αρχή της ισότητας της ψήφου, για να μην δώσει έναυσμα σε μία ευρεία ερμηνεία της που θα ενσωμάτωνε στο νόημά της σε κάποιον βαθμό και την αρχή της (πραγματικής) ισοδυναμίας της ψήφου, κατά την κατανομή των βουλευτικών εδρών στα πολιτικά κόμματα.

Η μετακύλιση μεγάλου μέρους του νομοθετικού έργου στην Κυβέρνηση (άρθρα 43 και 44 παρ. 1 Συντ.), ακόμη κι αν θεωρηθεί ως μία εξελικτική προσαρμογή του κοινοβουλευτικού συστήματος, ήρθε πάντως να επικυρώσει την πολιτική εξασθένηση της Βουλής και την οριστική κρίση του θεσμού της επιφύλαξης του τυπικού (κοινοβουλευτικού) νόμου ως στοιχειώδους εγγύησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και ενώ ήταν ακόμη νωπή η εφεκτική στάση των ελληνικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, με σκοπό την τόνωση του θεσμού του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, το κυβερνητικό σχέδιο για το Σύνταγμα του 1975 περιορίστηκε στη θέσπιση του ΑΕΔ στο οποίο ανέθεσε ως αρμοδιότητα που προσιδιάζει σε Συνταγματικό Δικαστήριο μόνον την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, ρύθμιση που στη συνέχεια αποσύρθηκε.

Ο Γενικός Εισηγητής της μειοψηφίας Δημήτρης Τσάτσος είχε επίγνωση, και ως θεωρητικός του συνταγματικού δικαίου, της αδιάσπαστης σχέσης μεταξύ του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος και του συστήματος των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και μαζί με τον Γεώργιο Μαύρο, τον Ανδρέα Παπανδρέου και άλλους εκπροσώπους της μειοψηφίας, έδωσαν μάχη, άλλοτε με σχετική επιτυχία, άλλοτε μάταια, για να εμφυσήσουν μια πιο έντονη δημοκρατική πνοή στο «Σύνταγμα των εξουσιών».

Εστίασαν όμως περισσότερο σε έναν κίνδυνο που προερχόταν από το παρελθόν, δηλαδή στον ρόλο του αρχηγού του Κράτους-τότε του Βασιλιά-ως παράγοντα συνδιαμόρφωσης ή και ανατροπής των πολιτικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών, ένα ενδεχόμενο που άφηνε ανοικτό και το Σύνταγμα του 1975, με τις αυξημένες εξουσίες που απένεμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ωστόσο, η προοπτική ενός Πρόεδρου της Δημοκρατίας που θα λειτουργούσε ως πολιτικός αρχηγός, κατά το γαλλικό ημι-προεδρικό πρότυπο, ήταν μια μη πραγματοποιήσιμη δυνατότητα, όπως αποδείχθηκε και κατά την περίοδο της «συγκατοίκησης» Καραμανλή-Παπανδρέου (1981-1985). Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα de facto πρωθυπουργοκεντρικό κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο μετά την αναθεώρηση του 1986, που κατάργησε όλα τα στοιχεία «δυαδικού κοινοβουλευτισμού» του Συντάγματος του 1975, κατοχυρώθηκε πλέον και de jure.

Η συνταγματική εξέλιξη προς τη μονοκρατία του Πρωθυπουργού ολοκληρώθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, η οποία επιτρέπει στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία τη μονοκομματική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με απόλυτη ή και μόνο σχετική πλειοψηφία, χωρίς την παρεμβολή βουλευτικών εκλογών. Κατά την περίοδο που διανύουμε η συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια του Πρωθυπουργού έφτασε στο ανώτερό της σημείο, καθιστώντας το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα ένα ακραίο παράδειγμα πρωθυπουργοκεντρικού μονισμού. Έτσι στην Ελλάδα, έχουμε έναν συνταγματισμό των δικαιωμάτων, αλλά όχι και έναν συνταγματισμό των εξουσιών, δηλαδή μία ισοστάθμισή τους, ώστε να μην συγκεντρώνεται η πολιτική εξουσία σε ένα μόνο συνταγματικό όργανο, εν προκειμένω στον Πρωθυπουργό. Ότι η συνταγματική αυτή ασυμμετρία καθιστά ευάλωτο και το σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, έχει ήδη αποδειχθεί στην πράξη.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7-8.6.2025

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

10 − 2 =