H συνύφανση του ελέγχου της συνταγματικότητας  του νόμου με το Δίκαιο της Ένωσης κατά την εναρμονισμένη ερμηνεία του Συντάγματος με το ίδιο, στο παράδειγμα  του  άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β) Σ

Αντώνης Μανιτάκης, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Προεισαγωγικά. Το ζήτημα της  «εγκατάστασης»   πανεπιστημιακών Σχολών στη χώρα μας από κράτη-μέλη της ΕΕ και τρίτων χωρών, που έχουν υπογράψει τη συμφωνία GATS, (Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου) έφθασε στα δικαστήρια,  εκδικάστηκε πρόσφατα στο Συμβούλιο της Επικρατείας και  ανακοινώθηκε,  πριν το καλοκαίρι,το διατακτικό της απόφασης με μια συνοπτική  παρουσίαση του σκεπτικού της. Αναμένουμε από μέρα σε μέρα τη δημοσίευσή της για τον επιστημονικό σχολιασμό της.

Από το σύντομο σκεπτικό προκύπτει, πάντως, ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας -υποθέτω- των αιτούντων, με βασικό επιχείρημα την εναρμονισμένη με το ενωσιακό  δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Παραθέτουμε την Ανακοίνωση του ΣτΕ για λόγους πληρέστερης ενημέρωσης και ακρίβειας:  «Οι διατάξεις των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, ενόψει και του σκοπού τους, που συνίσταται στην παροχή υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 16, η οποία κατοχυρώνει την ελευθερία της εκπαίδευσης και την ακαδημαϊκή ελευθερία, ερμηνεύονται – σύμφωνα και με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος αλλά και επί τη βάσει των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών (αρ. 2 και 4 παρ.3 ΣΕΕ) – σε αρμονία με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ειδικότερα, οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις ερμηνεύονται ενόψει των νεότερων νομοθετικών και νομολογιακών δεδομένων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα οποία αφορούν την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης (αρ. 165 ΣΛΕΕ), την ελευθερία εγκατάστασης (αρ. 49 ΣΛΕΕ), καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό των δημοκρατικών αρχών (αρ. 14 παρ. 3 του Χάρτη). Επί τη βάσει των ανωτέρω, δεν αποκλείεται κατά το Σύνταγμα η ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ενωση ή από χώρα συμβεβλημένη στην GATS, κατά τους όρους ειδικού νόμου, με τον οποίον διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο σπουδών και προστατεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία.

Η δημοσίευση και μόνο του διατακτικού  έχει προκαλέσει ήδη  προκαταβολικές, επικρίσεις συναδέλφων, θεσμικού ή πολιτικού κυρίως περιεχομένου.

Επειδή έχω υποστηρίξει από καιρό τη συνταγματικότητα του νόμου, αναγκάζομαι να επανέλθω, προκαταλαμβάνοντας και εγώ την δημοσίευσή της,  στα ήδη γεγραμμένα,  με μερικά πρόσθετα και ανανεωμένα επιχειρήματα  με άξονα κυρίως την  εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Τη θέση αυτή θα την συνοδεύσω με την απορία, αν ο δικαστής ασκώντας κατά προτεραιότητα  έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου και επικαλούμενος,  ως κανόνα αναφοράς ή ελέγχου της συνταγματικότητάς  του, το ενωσιακό δίκαιο,  συνεργεί σιωπηρά σε μια εφαρμογή και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και αν η ερμηνεία αυτή ισοδυναμεί με  έλεγχο της συμβατότητας του νόμου με το ενωσιακό δίκαιο.  (Λάβαμε  αυτή τη φορά υπόψη μας την  διεξοδική  μελέτη των Βενιζέλου- Σκουρή για τη σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ, 5 και 8 Σ, που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Σάκκουλα  το 2024 και κυρίως τη μελέτη του Βασίλη Σκουρή.

Το κρίσιμο, άρα,  ερώτημα που περιμένουμε την απάντηση  από την υπό δημοσίευση απόφαση είναι αν ο ακυρωτικός δικαστής, προβαίνοντας σε ερμηνεία του Συντάγματος σύμφωνα με ενωσιασικό δίκαιο, άσκησε κυρίως έλεγχο συνταγματικότητας ή συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο ή συνδύασε και τα δύο; Και αν ναι με ποιο τρόπο.

Στο παρόν σημείωμα θα επικεντρωθώ κυρίως στην αντίκρουση των επιχειρημάτων αντισυνταγματικότητας  που είχαν διατυπωθεί από τους προσφεύγοντες. Είναι αυτονόητο ότι θα περιοριστώ σε νομικά, αποκλειστικά, επιχειρήματα.

 

 H επιταγή της συσταλτικής ερμηνείας του 16 παρ. 5 και 8 εδ. β Σ έρχεται πρώτη

Η πρώτη αιτίαση των συναδέλφων που είχαν προσφύγει και αυτών που  επικρίνουν την αδημοσίευτη ακόμη απόφαση βασίζεται στον ισχυρισμό ότι  η διάταξη είναι  ρητή και  σαφής,  τόσο ώστε δεν επιδέχεται καν ερμηνείας.  Επικαλούνται μάλιστα, για να ενισχύσουν την άποψή τους, τη λατινική ρήση in claris non fit interpretation, επί των σαφών διατάξεων δεν χωρεί ερμηνεία.   Υποστηρίζουν ακόμη ότι η γραμματική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης δεν αφήνει περιθώρια για τελολογική ή συστηματική ερμηνεία της. Η ελεύθερη με νόμο εγκατάσταση, άρα, στη χώρα μας παραρτημάτων πανεπιστημίων που έχουν ιδρυθεί σε χώρες της ΕΕ,  έστω και αν στηρίζεται στην επίκληση της ελεύθερης εγκατάστασης παραρτημάτων και παροχής πανεπιστημιακών υπηρεσιών επ’ αμοιβή, ή ακόμη και στην ακαδημαϊκή ελευθερία, που κατοχυρώνεται στη Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ισχυρίζονται οι πολέμιοι του νόμου, ότι η συνταγματική απαγόρευση της «σύστασης» Σχολών   δεν παρακάμπτεται. Το Σύνταγμα υπερέχει σε κάθε περίπτωση του Ενωσιακού Δικαίου , ακόμη και αν η απαγόρευση είναι απόλυτη και γενική και θίγει τις οικονομικές και ακαδημαϊκές ελευθερίες της ΕΕ. Κάθε απόπειρα, λένε, παραμερισμού της συνιστά  ερμηνεία contra legem, που είναι ανεπίτρεπτη.

Και όμως όσο διαυγής και αληθοφανής και αν φαίνεται η άποψη αυτή, επιδέχεται θεωρητική αντίκρουση και υπόκειται σε σοβαρή αμφισβήτηση με βάση τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ας αρχίσουμε έχοντας  ως παράδειγμα το λεκτικό ή το γράμμα της επίμαχης συνταγματικής απαγορευτικής διάταξης. Η ανάγνωσή της, και μόνο, γεννά  τις εξής ερμηνευτικές απορίες: η απαγόρευση ‘σύστασης’ περιλαμβάνει και την «εγκατάσταση παραρτημάτων» αλλοδαπών,   κρατικών ή μη, πανεπιστημίων, αν ναι, γιατί; με ποια ερμηνεία; Στον όρο  «ιδιώτες» συμπεριλαμβάνονται και τα ιδιωτικά ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα;

Η γραμματική, πάντως ερμηνεία, που υπερασπίζονται με πάθος οι πολέμιοι του νόμου, το αποκλείει. Διότι άλλο γραμματικά είναι η  σύσταση Σχολών και άλλο ή εγκατάσταση  πανεπιστημιακών παραρτημάτων, ιδρυμένων ήδη σε άλλες χώρες Σχολών, όταν μάλιστα πρόκειται για χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπονται από την ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής πανεπιστημιακών υπηρεσιών.

Άλλωστε,  δεν υπάρχει φράση γραπτή ή προφορική, που δεν υπόκειται σε ερμηνεία, που να μην είναι έμπλεη νοημάτων, τα οποία ο αναγνώστης και ερμηνευτής οφείλει να ανακαλύψει  ή να επινοήσει, ενόψει νέων κάθε φορά πραγματικών και νομικών περιστατικών.   Πόσο μάλλον το Σύνταγμα.  

Η διάταξη του άρθρου 16 παρ.8 εδ.βΣ,   «απαγορεύει», ως γνωστόν, ρητά και απερίφραστα, τη «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες». Η γραμματική και ιστορική ερμηνεία της διάταξης, όπως άλλωστε προκύπτει και από τη σχετική νομολογία και θεωρία, δεν αφήνει και πολλές αμφιβολίες, ως προς το γραμματικό νόημά της. Πρόκειται για μια γενική και απόλυτη συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης στην ελληνική επικράτεια πανεπιστημιακών Σχολών ανώτατης εκπαίδευσης ιδιωτικού χαρακτήρα.

Η παραπάνω συνταγματική απαγόρευση τελεί, εξάλλου, σε νοηματική αρμονία και με τη διάταξη του ίδιου άρθρου 16 παρ. 5, που επιτάσσει, και αυτή ρητά, «την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Οι δύο αυτές διατάξεις θα πρέπει επομένως να ερμηνεύονται συνδυαστικά, όπως άλλωστε  συμβαίνει  στην πράξη,  παγίως, από τη νομολογία και θεωρία.

Οι κρινόμενες διατάξεις ( 16 παρ. 5 και 8 εδ. β Σ) εισάγουν, χωρίς αμφιβολία, μια ρητή εξαίρεση από τον «γενικό κανόνα» της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 16 παρ.1Σ., που καθιερώνει, ως θεμελιώδη συνταγματική αρχή, «την ελευθερία της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας». Υπόκεινται άρα και πρέπει να υπόκεινται, ως εξαιρετικές,  σε σχέση με έναν γενικό επιτρεπτικό κανόνα, σε στενή ή συσταλτική ερμηνεία.

Το αντίθετο συμβαίνει, βέβαια, και πρέπει να συμβαίνει με τον συνταγματικό  κανόνα των   ελευθεριών της παιδείας, της επιστήμης, της εκπαίδευσης και διδασκαλίας, που ως θεμελιώδεις  και ανεπιφύλακτες θα πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικά. (Φ. Σπυρόπουλος, Ερμηνεία του Συντάγματος, Αντ. Σάκκουλας, 1999, σ. 91-93). Όπως ακριβώς συμβαίνει και με όλες τις συνταγματικές ελευθερίες, οι οποίες θεωρούνται και αντιμετωπίζονται και ως συνταγματικές αρχές ή αξίες με πρώτη και καλύτερη εκείνη της     συνταγματικής αρχής του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, ως ελεύθερου προσώπου και της  ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθένα, (άρθρα 2 παρ.1Σ και 5 παρ.1Σ), καθώς και με τις ελευθερίες που συνδέονται ή  προϋποθέτουν την ελεύθερη διάδοση των ιδεών (άρθρο 14Σ) και την ελευθερία της διδασκαλίας, της έρευνας και της επιστήμης (άρθρο 16 Σ).

Όταν   επομένως, ανακύπτει ερμηνευτική αμφιβολία, ως προς το νόημά τους ή ως προς την  έκτασης του πεδίου της εφαρμογής τους,  όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την απόλυτη απαγόρευση ίδρυσης ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος από ιδιώτες, τότε  ο συνταγματικός περιορισμός, που εισάγεται στην ελευθερία σύστασης Σχολών από ιδιώτες, ερμηνεύεται  και πρέπει να ερμηνεύεται, εν αμφιβολία, υπέρ της ελευθερίας και όχι βέβαια υπέρ της διεύρυνσης του περιορισμού. (in dubio pro libertate: Φ. Σπυρόπουλος, Ερμηνεία του Συντάγματος, σ. 172)..

Η ερμηνευτική προσέγγιση, πάντως, της κρινόμενης απαγόρευσης, που επικράτησε  στη νομολογία και θεωρία, ήταν, παραδόξως η  διασταλτική, αντί της  συσταλτικής, παρόλο που  καθιέρωνε περιορισμό. Η  παντοκρατορία της   βρέθηκε ωστόσο  αντιμέτωπη, μερικές δεκαετίες   μετά, με  τις θεμελιώδεις οικονομικές  ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την ελεύθερη εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή ακαδημαϊκών υπηρεσιών. Καθώς και  με μια συνταγματική πραγματικότητα, με ένα πραγματικό σύνταγμα,  που  διαρκώς πλάθονταν, ως προς το νόημά του, κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του τυπικού συντάγματος και από τη νομοθετική και τη συνταγματική πρακτική.  Έτσι η συνταγματική πραγματικότητα εξελισσόταν, ερήμην της απαγόρευσης του τυπικού Συντάγματος, μέσω της άδηλης και διαρκούς τροποποίησης του Συντάγματος από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και από τις αποφάσεις των νομοθετικών οργάνων της με την έκδοση οδηγιών και κανονισμών, έχοντας ενσωματώσει πχ. την κοινωνική πραγματικότητα των διάσπαρτων και πολυπληθών ιδιωτικών κολλεγίων, παρακάμπτοντας  έτσι, «νομότυπα», τη συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ή σύστασης  ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με βάση την εφαρμογή μιας Οδηγίας.

 

2 Τρία πλήγματα  στο κύρος  της συνταγματικής απαγόρευσης: τα ιδιωτικά κολλέγια, η εξελισσόμενη νομολογία του ΔΕΕ και του ΣτΕ και η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

Τρεις ήταν και είναι οι κύριες πηγές αµφισβήτησης της ισχύουσας μέχρι σήμερα ερμηνείας της συνταγματικής απαγόρευσης της ίδρυσης ή εγκατάστασης πανεπιστημιακών παραρτημάτων στη χώρα μας. α) τα ιδιωτικά κολέγια, β) η νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και γ) ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ε.Ε., που προστατεύει ρητά την ακαδηµαϊκή ελευθερία.

α) Ως προς την πρώτη πηγή διακινδύνευσης, µια πληθώρα παραρτηµάτων αλλοδαπών πανεπιστηµίων, τα επονοµαζόµενα Colleges, έχουν κατακλύσει τη χώρα και λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια, ως εταιρείες ιδιωτικές, που παρέχουν υπηρεσίες πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης επ΄αμοιβή και απονέµουν πτυχία. Σε συµµόρφωση προς την Οδηγία 2005/36/ ΕΚ και Συµβουλίου, ο νοµοθέτης (ν. 3696/2008) «νοµιµοποίησε» τους φορείς της άτυπης µεταλυκειακής εκπαίδευσης και προέβλεψε ότι τα ιδιωτικά κολέγια µπορούσαν να συνάπτουν συµβάσεις συνεργασίας, δικαιόχρησης ή πιστοποίησης, (franchising ή validation) µε ξένα πανεπιστήµια και να χορηγούν διπλώµατα σε φοιτητές, που συµπληρώνουν επιτυχώς προπτυχιακές σπουδές τριετούς τουλάχιστον διάρκειας ή και µεταπτυχιακές.

Η ελληνική νοµολογία, ακολουθώντας τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου της Ε.Ε., δέχτηκε ότι η πανεπιστηµιακή εκπαίδευση που παρέχεται από πανεπιστηµιακά «παραρτήµατα» µιας χώρας που είναι εγκατεστηµένα σε άλλη χώρα και εξοπλίζει τους πτυχιούχους µε προσόντα, που τους επιτρέπουν να ασκήσουν ένα επάγγελµα, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει τα πτυχία που χορηγούνται να θεωρούνται ισοδύναµα, επαγγελµατικά, µε αυτά της χώρας εγκατάστασης.

Με την αποδοχή όµως της ενωσιακής αυτής νοµολογίας, η ελληνική συνταγµατική τάξη βρέθηκε µπροστά σε ένα συνταγµατικό παράδοξο: να λειτουργεί στην Ελλάδα µια πλειάδα αλλοδαπών πανεπιστηµιακών σχολών, που παρέχει υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης υπό τον προσχηµατικό νοµικό µανδύα της δικαιόχρησης. Την ίδια στιγµή που απαγορευόταν και απαγορεύεται «συνταγµατικά» η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ως παραρτηµάτων πανεπιστηµίων της αλλοδαπής. Και µάλιστα χωρίς καµία, προηγούμενη ιδρυµατική ή τµηµατική αξιολόγηση ή εποπτεία του κράτους, όπως απαιτεί ρητά το Σύνταγμα.

Πρόκειται στη πραγματικότητα για μια αθέμιτη  προνομιακή μεταχείριση, που καλύπτεται από έναν ερμηνευτικό  συνταγματικό «στρουθοκαμηλισμό».   Και σε κάθε περίπτωση για μια μορφή καταστρατήγησης του Συντάγματος.

Το αποτέλεσμα ήταν  να βρεθεί  η επίμαχη διάταξη της απαγόρευσης ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων   αποψιλωμένη και περικυκλωμένη,  χωρίς να το καταλάβει, από μια νομολογία που σταδιακά είχε αρχίσει να χαλαρώνει τα λουριά της, καθώς  και από μια επικριτική θεωρία που σφυρηλατούσε  με καταιγιστικά πυρά την  στενόκαρδη ερμηνεία και εφαρμογή της αναχρονιστικής αυτής διάταξης,  προτείνοντας παράλληλα την επείγουσα  αναθεώρησή της (Σπύρος Βλαχόπουλος, Σύνταγμα και μη κρατικά πανεπιστήμια, ΔτΑ, 77/2018, σ. 679-683, και Πόρισμα της 29ης Οκτωβρίου 1990,   Επιστημονικής  Επιτροπής για το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα μη κρατικών πανεπιστημίων, Εφημ ΔΔΔ 2/2022, σ. 243-274. Κυρίως την πρωτοποριακή μονογραφία του Νίκου Αλιβιζάτου, με τον εύγλωττο τίτλο, ‘Πέρα από το άρθρο 16, Τα πρίν και τα μετά’, Μεταίχμιο, 2007,   στην οποία, αφού ασκείται κριτική στην  αναχρονιστική  διάταξη του άρθρου 16, αναζητείται μια ερμηνεία πέρα από την στεγνή ρύθμιση της οργάνωσης  των πανεπιστημίων με τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου).

β) Ενα δεύτερο ισχυρό πλήγµα στον διάτρητο ήδη από τα κολέγια ξύλινο κλοιό της συνταγµατικής απαγόρευσης ίδρυσης από ιδιώτες πανεπιστημιακών Σχολών ή εγκατάστασης πανεπιστηµιακών παραρτηµάτων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε επέλθει και από τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου της Ε.Ε., ήδη από την προηγούµενη δεκαετία. Επαναλήφθηκε πρόσφατα µε την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, υπόθεση C66/18 (γνωστή ως υπόθεση Soros), Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας. Και σε αυτήν διακηρύχθηκε µε τρόπο εµφατικό, «ότι η επ’ αµοιβή διοργάνωση µαθηµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης αποτελεί οικονοµική δραστηριότητα, που εµπίπτει στο κεφάλαιο της Συνθήκης το οποίο αφορά την ελευθερία εγκατάστασης, εφόσον ασκείται από υπήκοο ενός κράτους-µέλους εντός άλλου κράτους-µέλους». Στη συνέχεια επισηµάνθηκε ότι επιτρέπεται σε µια εταιρεία που έχει συσταθεί «σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του κράτους-µέλους όπου έχει την καταστατική έδρα της, να ιδρύσει υποκατάστηµα σε άλλο κράτοςµέλος». Αυτό ισχύει φυσικά και για τα παραρτήµατα πανεπιστηµίων.

 

  1. Η ελευθερία ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων ως μορφή της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

γ) Το τρίτο θανατηφόρο πλήγµα στη συνταγµατική απαγόρευση ίδρυσης και όχι απλώς εγκατάστασης παραρτηµάτων ιδιωτικών σχολών, επήλθε ευθέως από τον Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, µε την οποία κατοχυρώθηκε ρητά η ακαδηµαϊκή ελευθερία. Ετσι, στο άρθρο 14 περίοδος 2, ορίζεται ότι «[η] ακαδηµαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή». Ενώ στην περίοδο 3 του ίδιου άρθρου διακηρύσσεται ειδικότερα «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, µε σεβασµό στις δηµοκρατικές αρχές, και σύµφωνα µε τις εθνικές νοµοθεσίες που διέπουν την άσκησή της».

Στις ερµηνευτικές επεξηγήσεις, εξάλλου, που συνοδεύουν τη Χάρτα διευκρινίστηκε, ότι «[η] ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων κατοχυρώνεται ως µορφή της επιχειρηµατικής ελευθερίας».

Για το ίδιο θέµα, η ελληνική συνταγµατική θεωρία δεν έµεινε αδιάφορη. Είχε την τύχη να διαθέτει από το 2018 µια προδροµική µελέτη σχετικά µε την ακαδηµαϊκή ελευθερία και την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων στην Ελλάδα, µε ρητή αναφορά στο άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων. Συγγραφέας της, ο δρ Ιωάννης Σαρµάς, πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τέως (υπηρεσιακός) πρωθυπουργός [∆ικαιώµατα του Ανθρώπου,(∆τΑ), 2018, 647-677].

Στη µελέτη αυτή ο πρόεδρος Σαρµάς καταλήγει γράφοντας: «Ο Χάρτης θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατοχυρώνει στο άρθρο 14 παρ. 3 αυτού την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, καθώς δε δεν γίνεται στο άρθρο αυτό διάκριση µεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, καλύπτονται από αυτό και τα ιδρύµατα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, δηλαδή και τα πανεπιστήµια. Η εν λόγω ελευθερία είναι “µορφή της επιχειρηµατικής ελευθερίας” και εποµένως προστατεύεται από αυτήν η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις».

Αν µεταφέραµε τώρα τα νοµολογικά και θεσμικά  δεδοµένα που εξετάσαµε, εθνικά και ενωσιακά, στην περίπτωση που µας απασχολεί, θα καταλήγαµε, χωρίς δισταγµό, στη διαπίστωση ότι η εν λόγω συνταγµατική απαγόρευση βρίσκεται σε οξεία ερµηνευτική δυσαρµονία, όχι µόνο µε τις οικονοµικές ελευθερίες της Ε.Ε. αλλά και µε την ακαδηµαϊκή ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων ή παραρτηµάτων, έτσι όπως αυτή προστατεύεται από τον Χάρτη. Η αντινοµία αυτή θα µπορούσε να αρθεί µόνον αν της αποδίδαµε, επιχειρώντας μια εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία της, νόηµα συµβατό µε αυτό των οικονομικών και  ακαδηµαϊκών ελευθεριών της Ε.Ε.. όπως κατοχυρώνονται στη Ευρωπαϊκή Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Η τελευταία αποτελεί  πλέον ένα κείμενο δεσμευτικού χαρακτήρα, που περιέχει κανόνες που δικαίου, με μεγάλη ερμηνευτική σημασία. (Βασίλειος Σκουρής, πρώην Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ‘To Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων’ (Αντιφώνηση του τιμωμένου κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα Νομικής , 10-Ιουνίου 2011=constitutionalism.gr -on line)

Αν επομένως  προηγούμενη νομολογία του  Δικαστηρίου της ΕΕ μεταφερθεί στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα,   όπου υπάρχει μια συνταγματική διάταξη που απαγορεύει ρητά την άσκηση της ελευθερίας   εγκατάστασης πανεπιστημιακού ιδρύματος ή παραρτήματος από ιδιώτη στη  χώρα μας, τότε έχουμε σίγουρα περίπτωση εφαρμογής δικαίου της Ένωσης, οπότε η εθνική αυτή απαγόρευση, θα πρέπει, ανεξάρτητα αν πρόκειται για διάταξη συνταγματική, να εξεταστεί, όπως και κάθε άλλη διάταξη της εννόμου τάξεως, αν συνάδει  με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. 

Θα πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμιστεί, εν παρόδω,   ότι ο Έλληνας νομοθέτης στον πρόσφατο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση (ν.4957/2022, ΦΕΚ Α΄ 141/21-07-2022) πρόβλεψε ρητά στο άρθρο 6 τη δυνατότητα ίδρυσης παραρτημάτων ελληνικών πανεπιστημίων σε αλλοδαπή χώρα. Αν το επέτρεψε για τον εαυτό του, πως μπορεί να μην το επιτρέψει και για την χώρα όπου θα εγκατασταθεί το ελληνικό παράρτημα; Δεν πρέπει να ισχύει και το αντίστροφο; Δεν θα πρέπει να ισχύει εδώ η αρχή της αμοιβαιότητας; Τι θα κάνει η χώρα μας, αν ένα ιδιωτικό πανεπιστημιακό ίδρυμα της χώρας μας  επιδιώξει  εγκαταστήσει  ελληνικό πανεπιστημιακό παράρτημα σε χώρα τη Ένωσης;  Όπως συνέβη τελικά με την εγκατάσταση παραρτημάτων Σχολών του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Κύπρο: θα απαγορευτεί η εγκατάστασή του,  όταν μάλιστα ανέχεται συνταγματικά τα ιδιωτικά ´Κολλέγια΄ πανεπιστημίων των χωρών της Ένωσης; Δεν άνοιξε η νομοθετική αυτή διάταξη ένα παράθυρο στην εγκατάσταση ιδιωτικών αλλοδαπών παραρτημάτων πανεπιστημίων και δεν αποτελεί αυτό  υπέρβαση, εξ αντιθέτου, απαγορευτικής συνταγματικής διάταξης;

 

  1. Ο συνταγματικός γνώμονας της αρχής της αναλογικότητας ως κοινή θεμελιώδης δικανική αρχή της ελληνικής και ενωσιακής έννομης τάξης. Το νομολογιακό προγούμενο του ΄βασικού μετόχου΄

 Μένει  να εξεταστεί, αν η συνταγματική απαγόρευση  ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων αντέχει στη δοκιμασία του δικανικού γνώμονα της  αναλογικότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.1Σ. και ισχύει και  στο δίκαιο της Ένωσης, ως κοινή αρχή του δικαίου της.

Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι «οποιοσδήποτε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο αυτών των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Προκειμένου να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί επιτρέπονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων».

Με αυτήν ακριβώς την ερμηνευτική πρόσληψη εφαρμόστηκε στην περίφημη απόφαση του «βασικού μετόχου», που απασχόλησε επί μία δεκαετία την ελληνική συνταγματική  νομολογία και θεωρία  και αποτέλεσε μια hard case υπόθεση για τα ελληνικά νομολογιακά  δεδομένα. (βλ. Aντώνη Μανιτάκη, ‘Η Προτεραιότητα Εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου Έναντι του Συντάγματος, η Εναρμονισμένη με το Κοινοτικό Ερμηνεία του και η Τεχνική της Αναλογικότητας (με αφορμή το τέλος του «Βασικού Μετόχου»), σε ‘Το Δικαστήριο της ΕΕ Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών’, Συνέδριο προς τιμήν του Βασιλείου Σκουρή, Σάκκουλας, 2016, σ. 97-104 και  κυρίως την κριτική μελέτη για τις σχέσεις  εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου του  Αντιπροέδρου ε.τ. ΣτΕ και εισηγητή της υπόθεσης, Χρήστου Ράμμου, ‘Ό Αντώνης Μανιτάκης, η δικαστική περιπέτεια του Βασικού μετόχου και οι σχέσεις εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου’, Σάκκουλας 2019, σ.513).

Στην υπόθεση εκείνη επίδικο αντικείμενο ήταν κάτι παρόμοιο με αυτό που μας απασχολεί εδώ, με μια σημαντική και μη αμελητέα διαφορά: στην υπόθεση του ‘βασικού μετόχου’ την αντίθεση στο ενωσιακό δίκαιο της επίδικης συνταγματικής διάταξης  του άρθρου 14 παρ. 9Σ, την επικαλούνταν οι αιτούντες, οι οποίοι  είχαν υποστηρίξει την αντίθεση και της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης  στο ενωσιακό δίκαιο (η επίδική διάταξη όριζε  ότι ‘η  ιδιότητα του ιδιοκτήτη, εταίρου ή βασικού μετόχου…είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, εταίρου ή βασικού μετόχου κλπ…επιχείρησης΄ δημοσίων έργων ή προμηθευτών του δημοσίου’. Το ίδιο ίσχυε και για τα παρένθετα συγγενικά πρόσωπα  που ήταν φορείς της ίδιας  ιδιότητας’. Επί πλέον η υπόθεση είχε αχθεί με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής από το ΣτΕ στο ΔΕΕ με ερώτημα αν η σχετική ρύθμιση της εθνικής έννομης τάξης είναι αντίθετη ή αν συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο.

Η απάντηση του ΔΕΕ ήταν καταφατική, διότι η διάταξη καθιέρωνε  έναν γενικό και απόλυτο περιορισμό στην άσκηση μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας και προσέβαλε την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού με τρόπο υπέρμετρο και μη αναγκαίο χωρίς να εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, από αυτούς που είναι επιτρεπτοί και προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την απάντηση που έλαβε στα ερωτήματά του από το Δικαστήριο, προχώρησε σε μια εναρμονισμένη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του επίδικου συνταγματικού περιορισμού κρίνοντάς τον με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, την οποία  ρητά κατοχυρώνει άλλωστε και το ελληνικό Σύνταγμα. Στην πραγματικότητα ο Έλληνας δικαστής προκειμένου να παρακάμψει την δοκιμαζόμενη ερμηνευτικά διάταξη του άρθρου 14 παρ.9 του Συντάγματος, προέβη σε  μια ερμηνευτική υπέρβαση του   απόλυτου και γενικού χαρακτήρα της συνταγματικής  διάταξης, παρακάμπτοντάς την.

Αυτό είχε ως έννομη συνέπεια,  η ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης διάταξη του άρθρου 14 παρ.9Σ   να εξακολουθεί μεν τυπικά να ισχύει, ακόμη και σήμερα, να παραμένει όμως ανεφάρμοστη, κανονιστικά νεκρή, εφόσον είχε κριθεί από το ΣτΕ ότι το νόημά της, έτσι όπως είχε καθιερωθεί, βρισκόταν σε δυσαρμονία με αρχές και ελευθερίες του δικαίου της Ένωσης. ( ΣτΕ 3470/ 2011, ΣτΕ 3670/2006 και ΔΕΚ,  213/2007, υπόθεση Βασικού μετόχου, Απόφαση της 16/12/2008).

Το  νομολογιακό αυτό δεδομένο  δημιουργεί έναν στέρεο νομολογιακό προηγούμενο. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε το σκεπτικό:

«ερμηνευόμενη η επίμαχη διάταξη του άρθρου14 παρ. 9 του Συντάγματος, ως έχουσα την έννοια ότι απαγορεύει την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως σε διαγωνιζόμενο αποκλειστικώς και μόνον εκ του γεγονότος ότι στο πρόσωπο του συντρέχει μια εκ των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί αρχή τόσο της ελληνικής εννόμου τάξεως (κατοχυρούμενη, μάλιστα από το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 25 παρ. 1 τελευταία περίοδο), όσο και της κοινοτικής, η οποία κατά την ρητή βούληση του αυτού συνταγματικού νομοθέτη πρέπει να εφαρμόζεται στην εσωτερική έννομη τάξη».

Η μεγάλη όμως συμβολή της απόφασης ΣτΕ 3470/2011 στη νομολογία έγκειται στην καθιέρωση, ως ερμηνευτικής πρακτικής στις σχέσεις εθνικού και ενωσιακού δικαίου, εκείνης της εναρμονισμένης -και όχι της σύμφωνης, όπως θα μπορούσε να είναι σε άλλη περίπτωση- με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Πρακτική που θεμελιωνόταν και συνταγματικά στο άρθρο 28 παρ. 2 και 3 Σ και ειδικά και κυρίως στην ερμηνευτική δήλωση του ίδιου άρθρου. Έτσι κρίθηκε  ότι: «Η ερμηνεία αυτή των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, ενισχύεται άλλωστε και από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος από την οποία προκύπτει η υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που αποτελεί, και την εκπεφρασμένη βούληση του Αναθεωρητικού νομοθέτη κατά τις συζητήσεις στην Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή, τόσον επί του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος όσον και επί του άρθρου 28 αυτού (βλ. Πρακτικά Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, συνεδρίαση ΡΙΔ’ -14.2.2001 πρωί- σελ. 4851 επόμ. και ιδίως σελ. 4857 και 4859)».

 

  1. Η ερμηνεία του Συντάγματος,  όταν  συντρέχουν οι όροι της, σε αρμονία με το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι  υποχρέωση συνταγματική.

Η ερμηνεία επομένως των συνταγματικών διατάξεων σε αρμονία με το Δίκαιο της Ένωσης, αποτελεί κατά τη συνταγματική νομολογία μας υποχρέωση συνταγματική, και όχι απλώς δυνατότητα, εφόσον, όμως, συντρέχουν οι διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ. 2 και 3Σ.

Κατά συνέπεια,  αν η  γενική και απόλυτη απαγόρευση  ίδρυσης ιδιωτικού πανεπιστημίου του άρθρου 16 παρ. 5 και 8Σ  ερμηνευόταν    σε αρμονία με τις αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης προσώπων  και επιχειρήσεων και με τη ρητή κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ίδρυσης εκπαιδευτηρίων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα πανεπιστήμια,  όπως  κατοχυρώνονται στη συνθήκη της ΕΕ και στη Χάρτα των Θεμελιωδών  Δικαιωμάτων της ΕΕ, θα διαπιστώναμε  ότι η γενική και απόλυτη απαγορευτική αυτή συνταγματική  διάταξη δεν είναι συμβατή με το Δίκαιο της Ένωσης, σε ό,τι αφορά ειδικά  την απαγόρευση  εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, είτε κρατικών είτε μη κρατικών.

Χρειάζεται τέλος να υπογραμμιστεί ότι η εναρμονισμένη με το Δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του Συντάγματος δεν υποδηλώνει υπεροχή του Δικαίου της Ένωσης έναντι του Συντάγματος.  Η απόφαση μάλιστα  του ΔΕΕ στην υπόθεση του βασικού μετόχου αναφέρθηκε γενικά στην εθνική διάταξη χωρίς να κάνει διάκριση συνταγματικής ή νομοθετικής. (Βλέπε επ΄αυτού και τις κριτικές παρατηρήσεις του Χρήστου Ράμμου, ό.π., 519-535).

Με βάση  επομένως την ερμηνευτική αυτή μέθοδο  οφείλουμε να αποδώσουμε  στη σχετική απαγορευτική διάταξη    νόημα συμβατό με αυτό   των ακαδημαϊκών και οικονομικών ελευθεριών της ΕΕ, και ειδικά της ακαδημαϊκής ελευθερίας  και  της ελεύθερης παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών επ΄αμοιβή. Η επιβαλλόμενη επομένως συνταγματικά, υπό τις παρούσες συνθήκες, ερμηνεί α  της επίμαχης διάταξης άρθρου 16 παρ. 5 και  8Σ είναι να θεωρηθεί ότι η συνταγματική   απαγόρευση της σύστασης ιδιωτικών ανώτατων σχολών,  εφόσον αποκλείει με τρόπο γενικό και απόλυτο την εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια ιδιωτικών  αλλοδαπών παραρτημάτων πανεπιστημίων, είναι  ανεφάρμοστη, ως προς αυτό της το νόημα, και πρέπει να παραμεριστεί, στο μέτρο φυσικά που η εφαρμογή της εμπίπτει στο πεδίο του Δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι υπάρχει, άλλωστε, διασυνοριακός σύνδεσμος.

 

  1. Η συνύφανση του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου με την ερμηνευτική επίκληση του δικαίου της  Ένωσης, ως εκδήλωση   μεταξύ τους σχέσης συναλληλίας

Μένει τώρα  σε εκκρεμότητα ένα τελευταίο ερώτημα,  γιατί ο δικαστής της υπόθεση της εγκατάστασης  πανεπιστημιακών παραρτημάτων στη χώρα μας δεν προσέφυγε με προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ; Με το ζήτημα αυτό συνδέεται το ερώτημα τι είδους έλεγχο άσκησε ο δικαστής καταλήγοντας στην απόφαση του και κρίνοντας το  νόμο για τα παραρτήματα συνταγματικό: έλεγχο της συνταγματικότητας ή έλεγχο της συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο.  Είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς επιλέγοντας το ένα από το δύο και αποκλείοντας το άλλο. Το προηγούμενο του «βασικού μετόχου» είναι, πάντως, δικονομικά, τουλάχιστον, διαφορετικό. Εκεί ο δικαστής κλήθηκε από τους προσφεύγοντες να λύσει μια ευθεία αντινομία του δικαίου της Ένωσης με το Σύνταγμα και επέλεξε να προσφύγει προδικαστικά στο Δικαστήριο ζητώντας την ερμηνεία μιας διάταξης ενωσιακού δικαίου, που είχε κληθεί να εφαρμόσει ενεργώντας στην προκειμένη περίπτωση ως ενωσιακός δικαστής. Εφαρμόζοντας ενωσιακό δίκαιο ήταν υποχρεωμένος να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Φρόντισε ωστόσο στην απόφαση εκείνη που εξέδωσε να αναφερθεί στην αρχής της αναλογικότητας όπως αυτή κατοχυρώνεται και στο Ελληνικό Σύνταγμα. Ενήργησε πάντως κατά προτεραιότητα έλεγχο συμβατότητας,  ως δικαστής  και του Δικαίου της Ένωσης.

Στην υπόθεση που μας απασχολεί ο εθνικός δικαστής δεν κλήθηκε να λύσει αντινομία με το ενωσιακό δίκαιο ούτε χρειάστηκε να ερμηνεύσει το ενωσιακό δικαιο, όταν το επικαλέστηκε ερμηνεύοντας το  Σύνταγμα. Η ερμηνεία της ενωσιακής ελευθερίας ήταν δεδομένη. Δεν προέκυπτε επί πλέον αντινομία του νόμου με το ενωσιακό δίκαιο για να καταφύγει με προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ασκώντας έτσι κατά προτεραιότητα έλεγχο της συνταγματικότητας. Εκείνο που φαίνεται  πάντως από τη δημοσίευση του ελάσσονος σκεπτικού είναι ότι ο δικαστής εξετάζοντας τους λόγους αντισυνταγματικότητας του κρινόμενου νόμου, θα πρέπει να έχει ξεκινήσει δικονομικά από τον έλεγχο της συνταγματικότητας, αφού κύριος και βασικός προβαλλόμενος λόγος ήταν η αντισυνταγματικότητα του. Η ερμηνεία της επίμαχης απαγορευτικής διάταξης σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ερχόταν  ως λογική συνέπεια και κατάληξη της ερμηνευτικής διαδικασίας του άρθρου, με την επίκληση κυρίως της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε συνδυασμό βέβαια και με την οικονομική ελευθερία  εγκατάστασης και της παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Η  επίκληση του ενωσιακού κανόνα  λειτούργησε στην προκειμένη περίπτωση ως κανόνας αναφοράς για τον έλεγχο  της συνταγματικότητας της επίδικης νομοθετικής διάταξης.

Η ερμηνευτική κατά συνέπεια αναγωγή στο ενωσιακό δίκαιο για την  επίλυση της ερμηνευτικής απορίας που δημιουργούσε η απαγορευτική διάταξη, καθιστούσε την προδικαστική παραπομπή στο δικαστήριο περιττή, αφού ο δικαστής δεν είχε αμφιβολία ως προς το νόημα του εφαρμοζόμενου κανόνα του ενωσιαού δικαίου και δεν είχε ερώτημα  να υποβάλει προδικαστικά στο Δικαστήριο σχετικά με  ενδεχόμενη αντινομία  συνταγματικού και ενωσιακού κανόνα. (Βλέπε σχετικά Βασίλη Σκουρή, Έλεγχος συνταγματικότητας ή και έλεγχος αντίθεσης  προς το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο; Ποια η σχέση μεταξύ τους και τι μπορεί ή οφείλει  να επιλέξει ο δικαστής και με ποια σειρά,  σε: ‘Το Σύνταγμα εν εξελίξει. Τιμητικός Τόμος για την Αντώνη Μανιτάκη’ , Σάκκουλας, 2019, σ. 499-512)

Άλλωστε στην συγκεκριμένη περίπτωση ο νομοθέτης ενήργησε σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, και επικαλέστηκε την εφαρμογή του για να δικαιολογήσει τον νόμο, γι αυτό  και θα ήταν τραγελαφικό   να εγκαλείται  για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου από τους αιτούντες, αφού την αντισυνταματικότητά του πρόβαλαν κατά πρώτο και κύριο. Άρα θεωρώ ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχαμε να λύσουμε δικαστική διαφορά  ερμηνειας ενωσιακού δικαίου,  ούτε προέκυψε αντινομία και δεν  τέθηκε ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους ενωσιακού κανόνα. Το πρόβλημα που ανέκυψε κατά την ερμηνεία του Συντάγματος  λύθηκε με την ερμηνευτική επίκληση των κρίσιμων για την υπόθεση ενωσιακών ελευθερίων, της ακαδημαϊκής και της ελευθερίας εγκατάστασης. Οι ελευθερίες αυτές λειτούργησαν  ως κανόνας αναφοράς ή ελέγχου της συνταγματικότητας  του νόμου. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας του επίδικου νόμου  συντελέστηκε, όταν συναντήθηκε με την ερμηνευτική επίκληση του ενωσιακού δικαίου.   Δεν είχαμε μεταξύ των δύο σχέση ιεραρχίας ή υπεροχής του ενός απέναντι στο άλλο,  αλλά, παραστατικά μιλώντας, μια  σχέση συναλληλίας, και για την ακρίβεια,    μια αρμονική ερμηνευτική συνύφανση.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

3 × one =