Το Σύνταγμα με τις ρητές ρυθμίσεις του αλλά και τις σιωπηρές[1], με την ερμηνεία, την εφαρμογή ή μη των διατάξεών του βρίσκεται σε αλληλοεπίδραση με την οικονομία, την πολιτική και την κοινωνία, εφόσον «το συνταγματικό δίκαιο είναι βαθιά ενταγμένο στο θεσμικό, δογματικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο κάθε χώρας»[2] εξασφαλίζοντας τη συνέχεια της πολιτικής. Για τον Αλ. Σβώλο και τον Α. Μάνεση προσδιορίζεται ως «η νομική έκφραση και αποκρυστάλλωση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, τις οποίες το Σύνταγμα ρυθμίζει και ταυτόχρονα εκφράζει»[3]. Η αναθεωρητική διαδικασία, όπως και κάθε διαδικασία παραγωγής κανόνα δικαίου, δεν εξελίσσεται ανεξάρτητα από τις πολιτικές συγκυρίες και συγκρούσεις ως μια μορφή «εγελιανής» ιδέας, αλλά ο συνταγματικός κανόνας κατά τη διάρκεια της θέσπισης, της ερμηνείας και της εφαρμογής του συνιστά μόνιμα ένα πεδίο μάχης αντιτιθέμενων ιδεών, αξιών και κοινωνικών συμφερόντων[4]. Στον ανώτατο, συνεπώς, καταστατικό χάρτη της χώρας καταγράφεται το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό momentum της εποχής[5].
Οι κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οι αντιθέσεις, ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων, η κυρίαρχη κάθε φορά κοινωνικό-οικονομική τάξη και οι εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες αντανακλώνται, αναπόφευκτα, στα εκάστοτε συνταγματικά κείμενα. Με άλλα λόγια κάθε καταστατικός χάρτης, μεταξύ άλλων και το Σύνταγμα του 1975, εκφράζει αφενός τα κυρίαρχα κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα και αντικατοπτρίζει αφετέρου τον συσχετισμό των κοινωνικών, αλλά και πολιτικών δυνάμεων σε μία κοινωνία[6]. Το Σύνταγμα υφίσταται για να διευκολύνει την πολιτική, ιστορική και θεσμική διαδρομή της χώρας[7], ενώ η Αναθεώρηση δεν παύει να συνιστά μια πολιτική πράξη με τη «μορφή ενός νομικού γεγονότος»[8]. Μεταξύ άλλων το Σύνταγμα του 1975 είναι ένας φιλελεύθερος θεμελιώδης νόμος, που κατοχυρώνει μια δέσμη ατομικών ελευθεριών για την εξειδίκευση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ), ενώ καθίσταται σαφές πως οι διατάξεις του, που κατοχυρώνουν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, θα πρέπει να συνοδεύονται από κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα για να εφαρμοστούν στην πράξη[9].
Αν μη τι άλλο πρόκειται για ένα «οικονομικό» Σύνταγμα. Ειδικότερα, αν και κατοχυρώνει την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία στα άρθρα 5 παρ. 1 και 22 Σ, ταυτόχρονα στο άρθρο 106 Σ προβλέπει την κρατική παρέμβαση σύμφωνα με την οικονομική φιλοσοφία του κόμματος της ΝΔ, που το θέσπισε το 1975 και καθιερώνει την ελεύθερη δημοκρατική οικονομία με την ταυτόχρονη επέμβαση της Πολιτείας, όταν καθίσταται απαραίτητο για την εξισορρόπηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων[10]. Ο φιλελευθερισμός και η κοινωνική δικαιοσύνη, λοιπόν, έχουν ερείσματα στο ισχύον Σύνταγμα, στο οποίο αντανακλάται η κυρίαρχη ιδεολογία του πολιτικού κόμματος, που το θέσπισε. Το Συνταγματικό, ουσιαστικά, δίκαιο στη χώρα μας καθιερώνει τον κοινωνικό φιλελευθερισμό ως το ισχύον πολιτικό σύστημα[11]. Έκτοτε τον θεμελιώδη αυτό νόμο εφαρμόζει στην πράξη η εκάστοτε πολιτική ηγεσία από το 1975 με τις παρεκκλίσεις της τελευταίας δεκαετίας[12].
Οι παρεμβάσεις, όμως, των ισχυρών κρατών μετά το 1990 λόγω της πτώσης των κρατικά σχεδιασμένων σοσιαλιστικών χωρών στάθηκαν ορόσημο και μετέβαλλαν τους διεθνείς συσχετισμούς των δυνάμεων υπαγορεύοντας συγκεκριμένες πολιτικές, ιδιαίτερα, στις οικονομικά ασθενείς χώρες της Ε.Ε. Η άρχουσα, λοιπόν, τάξη της διεθνούς ολιγαρχίας εκμεταλλευόμενη τις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες προέβη σε παρεμβατικές δραστηριότητες προς τις χώρες αυτές με τη μορφή της εναρμόνισης του δικαίου τους με το ενωσιακό, που υπονόμευσαν, αν όχι εκμηδένισαν, την ποιότητα του πολιτεύματος της δημοκρατίας τους[13].
Εν προκειμένω στην περίπτωση της Ελλάδας στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο 28 η ερμηνευτική δήλωση, που λειτούργησε ως θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας μας στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ με το άρθρο 80 του Συντάγματος κατοχυρώθηκε η συμμετοχή της στην ΟΝΕ[14]. Χάρη, λοιπόν στη διαδικαστική ευελιξία του ισχύοντος Συντάγματος και την προνοητικότητα του συνταγματικού νομοθέτη του 1975 και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, που καθιέρωσαν, ομολογουμένως, την άτυπη τροποποίηση του περιεχομένου του Συντάγματος με τη διαδικασία της κύρωσης των διεθνών συνθηκών[15] είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να μεταβάλλεται το πρωτογενές περιεχόμενο των διατάξεων του Συντάγματος.
Οι εν λόγω, βέβαια, συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 2 και 3 μαζί με την σχετική ερμηνευτική δήλωση της αναθεώρησης του 2001 ουδέποτε τροποποιήθηκαν στις επικείμενες αναθεωρήσεις, ούτε καν προτάθηκε η αναθεώρηση τους από τα κυβερνητικά κόμματα, που ανέλαβαν έκτοτε το βάρος των αναθεωρήσεων (Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), και ως εκ τούτου οδήγησαν στο να ψηφίζονται εύκολα και σε ολίγο χρονικό διάστημα εκτενέστατα και πολύ σοβαρά νομοθετήματα, όπως οι πολυσέλιδοι και ογκώδεις εκτελεστικοί νόμοι των μνημονίων[16] με τις γνωστές για την ελληνική κοινωνία δυσμενείς επιπτώσεις, που ως γνωστό βίωσε[17]. Για το λόγο αυτό σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως η αναθεώρηση του 2001 είναι η μόνη στην οποία επιτεύχθηκε συναίνεση ανάμεσα στα δύο κυβερνητικά κόμματα του τότε πολιτικού δικομματισμού, δηλ. της Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή και του ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη. Για την ακρίβεια 268 βουλευτές ψήφισαν την περίοδο εκείνη το ισχύον κείμενο συνταγματικού νόμου αποδεχόμενοι ως κοινό πολιτικό τους στόχο «να ετοιμάσουν» την είσοδο της χώρας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση[18].
Πέραν, ωστόσο, της σχετικής αυτής κανονιστικής διάταξης του Συντάγματος, που λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο ως κερκόπορτα για την εισβολή νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων στη χώρα μας πολύ προτού, βέβαια, της ψήφισης από τις ελληνικές κυβερνήσεις των κατεξοχήν νεοφιλελεύθερων νομοθετημάτων (μνημόνια), το δημοκρατικό πολίτευμα με το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και οι συνταγματικοί θεσμοί, αναμφισβήτητα, λειτούργησαν στην εποχή της κρίσης στη χώρα μας ομαλά χωρίς ποτέ να τεθούν θέματα αμφισβήτησης της συνταγματικής νομιμότητας. Επίσης, ποτέ δεν τέθηκε θέμα αναστολής ισχύος των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών καθώς και ποτέ δεν τέθηκε η χώρα μας σε ισχύ καθεστώτος έκτακτης ανάγκης του άρθρου 48 του Συντάγματος[19]. Ο λόγος προφανής, μιας και οφείλει η χώρα μας να εναρμονιστεί με την συνταγματική κανονικότητα του μνημονίου. Η σκοπιμότητα των μέτρων επέβαλε την λήψη των μέτρων των μνημονίων υπό τους όρους της ισχύουσας νομιμότητας[20].
Την ανθεκτικότητα του Συντάγματος και τη μη αντίσταση του στην κρίση που επέφεραν τα μνημόνια αποδέχτηκαν, μάλιστα, τόσο τα κρατικά όργανα, όσο και τα πολιτικά κόμματα με προεξέχοντα τα κόμματα εξουσίας. Στα πλαίσια της συνταγματικής κανονικότητας υιοθετήθηκε, μάλιστα, η λογική του ορθού λόγου και του κοινού δημοσίου συμφέροντος[21]. Παρόλο, λοιπόν, το γεγονός, πως καθόλου τη διάρκεια των μνημονίων μεταβλήθηκε η συνταγματική πραγματικότητα στη χώρα μας, ουδέποτε αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα. Αντίθετα, ενσωματώθηκαν στην εθνική συνταγματική τάξη λόγω δημόσιου οικονομικού συμφέροντος νομοθετήματα «μνημονιακά», τα οποία, ομολογουμένως, κρίθηκαν ως συνταγματικά κατά τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και ειδικότερα όσον αφορά την αξιολογική εκ μέρους των δικαστών στάθμιση ανάμεσα στους σκοπούς του δημοσίου συμφέροντος και της προσβολής ή βλάβης ενός δικαιώματος ή μιας ελευθερίας[22].
Οι δημοσιονομικές πολιτικές της ΕΕ, τις οποίες έμπρακτα επιδοκίμασαν όλα τα κόμματα εξουσίας την περίοδο των μνημονίων, αντιμετωπίστηκαν από την συνταγματική νομολογία ως εθνικές δημόσιες πολιτικές, όπως εξίσου και οι ευρωπαϊκοί στόχοι της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας[23]. Είναι γεγονός, πως η συντριπτική πλειοψηφία των νόμων που ψηφίστηκαν στην Ελληνική Βουλή όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ήταν στα πλαίσια της έμμεσης παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη χώρα μας μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα μέτρων και αποφάσεων που είχαν ληφθεί εντός των θεσμικών οργάνων της, αν και αμφισβητήθηκε στη θεωρία η νομιμότητας της δημοκρατικής τους λειτουργία[24]. Κοντολογίς, επιβεβαιώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης ο σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη του 1975, που ήθελε ένα συνταγματικό νόμο φιλικό στο διεθνές δίκαιο και πλήρως κατάλληλο να υλοποιήσει μέσω των διατάξεων του (άρθρο 28 παρ. 2 και 3) τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση[25].
Κοντολογίς, η ανθρωπότητα σήμερα την εποχή της νεωτερικότητας διανύει μια ζοφερή περίοδο. Μέσα από την διεθνή καθημερινή ειδησεογραφία καθίσταται προφανές, πως η κοινωνική αδικία, η βία, η ανισότητα και η καταλήστευση βρίσκονται σε έξαρση. Εξαιτίας της βαρβαρότητας, της κοινωνικής αναλγησίας, των ληστρικών πολέμων, που κυριαρχούν οι κυρίαρχες τάξεις κατευθύνονται προς την αυθαιρεσία, ενώ συχνά μένουν ατιμώρητες, αν και συστηματικά παραβιάζουν το νόμο. Αυτή όμως η βαθιά και εντεινόμενη επιδείνωση των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνιών καθιστά βέβαιη τη συνέχιση του αγώνα των λαών για την εξουσία, για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης για την απελευθέρωση, καθόσον η πάλη των τάξεων είναι σίγουρο, ότι δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Αντίθετα, ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας σκληρών αγώνων για την εξουσία με τους λαούς να αναζητούν εναγωνίως δρόμους απελευθέρωσης και χειραφέτησης[26].
[1] Βλ. Καλτσώνη Δ (2024)., Μεταπολιτευτική δημοκρατία και Σύνταγμα, περ. Τετράδια, τευχ. 88-89 (2024-2025), σελ. 147-156.
[2] Βλ. Tushnet Μ. (2013), Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Η συγκριτική άποψη, Αθήνα: Παπαζήση, σελ. 68.
[3] Βλ. Μάνεση Α. (1980), Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σελ. 16.
[4] Βλ. τη σχετική τοποθέτηση του Γ. Κατρούγκαλου ως Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του 2019, Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Βουλή, Προεδρία Ν. Βούτση, 2016, σελ. 9.
[5] Βλ. Βλαχόπουλο Σ.(2024), Οι ιδεολογικές αρχές της ΝΔ στο Σύνταγμα του 1975, στο: Παναγιωτόπουλος Β.-Βούλγαρης Γ.-Ριζάς Σ. (επιμ.), Νέα Δημοκρατία 1974-2024, Η Κεντροδεξιά της Μεταπολίτευσης, εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», σελ. 38.
[6] Βλ. Καλτσώνη Δ., Μαριόλη Θ., Παπουλή Κ. (2017), Μετωπικό φαινόμενο διεξόδου από την κρίση, Αθήνα: Κοροντζή, σελ. 255.
[7] Βλ. την Εισήγηση του Γενικού Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας κ. Κων/νου Τασούλα, Έκθεση της επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, 2019, σελ. 58, στο:
https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-f24dce6a27c8/%CE%88%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B71_1.pdf/ πρόσβαση 22.8.2025, εκτενέστερα για το Σύνταγμα και τις αναθεωρήσεις του όσον αφορά το κόμμα της ΝΔ βλ. Κριτσίκη Α. (2025), Η ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία της ΝΔ όπως καταγράφηκε στις αναθεωρήσεις του Συντάγματος στη Μεταπολίτευση, Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις, σελ. 172-178, 211 επ.
[8] βλ. Δρόσο Γ. (2013), «Συνταγματικός λόγος, πολιτειακή κρίση και αριστερά» στο: Ακριβοπούλου Χ., Παπαχρίστος Ν. (επιμ.), Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, σελ. 239.
[9] Βλ. Βλαχόπουλο Σ. (2024), ο.π. σελ 41.
[10] Βλ. Βλαχόπουλο Σ. (2024), ο.π. σελ. 45-47.
[11] Βλ. Μπακογιάννη Π., Φιλελεύθερη ιδεολογία και πράξη, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.1.1988.
[12] Βλ. Παραρά Π. (2019), Οικονομική Ελευθερία, άρθρο 5 παρ. 1 Σ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, σελ. 493.
[13] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2024), ο.π. σελ. 71-73, ομοίως διεξοδικότερα βλ. Καλτσώνη Δ. (2014), Δίκαιο, Οικονομική κρίση και Δημοκρατία, Αθήνα: Τόπος, σελ. 164 επ.
[14] Βλ. για το ζήτημα αυτό εκτενέστερα Καλτσώνη Δ (2011)., Ευρωπαϊκή Ένωση και εθνική πολιτική κυριαρχία: Η επικαιρότητα της λενινιστικής προσέγγισης, περ. Ουτοπία, τευχ. 96, σελ. 89 επ.
[15] Βλ. Μανιτάκη Α. (2004), Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλας, σελ. 377 επ.
[16] Βλ. Μανιτάκη Α. (2020), Το λυκόφως της Μεταπολίτευσης πριν, κατά και μετά το Μνημόνιο, Αθήνα: Επίκεντρο, σελ. 486.
[17] Βλ. εκτενέστερα ως προς τις επιπτώσεις τη μελέτη του Δρόσου Γ., Η κρίση της οικονομίας και η κρίση του δικαστή, στο: ΕφημΔΔ. 2/2015. σελ. 15., επίσης βλ. Manitakis Α.(2017), The impressive resilience of the Greek Constitution in the current financial crisis in Europe, στο: Papadoulou L./Pernice I./Weiler J. (eds.), Legitimacy Issues of the European Union in the face of Crisis, Dimitris Tsatsos in Memoriam, Nomos/Hart, σελ. 217-221.
[18] Βλ. Πουλακίδα Κ. (2018), Ιστορίες Αναθεώρησης, στην εφημερίδα «Η Αυγή», στο: https://www.avgi.gr/politiki/290964_istories-anatheorisis/ προσπέλαση 27.8.2025, στο οποίο επισημαίνεται πως «Ενδεικτικό του κλίματος ήταν πως η αναθεωρητική διαδικασία ανακοινώθηκε παράλληλα με την αναστολή της δίωξης κατά του Κων/νου Μητσοτάκη και υπουργών της κυβέρνησής του, που σηματοδοτούσε ότι κλείνει ο κύκλος της οξύτητας ανάμεσα σε Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ που υπήρχε από τη δεκαετία του 1980.»
[19] Βλ. σχετικά τις μελέτες στον συγκριτικό τόμο Contiades X. (2013), The Global Financial Crisis and the Constitution, Contiades Χ. (ed.), Constitutions in the Global Financial Crisis. A Comparative Analysis, Ashgate, σελ. 1-5, στο: http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2298601/ προσπέλαση 26.8.2025, και ειδικά τη συνθετική μελέτη των Κοντιάδη Ξ.- Φωτιάδου Α. (2022), Η συνταγματική ανθεκτικότητα στη δοκιμασία των κρίσεων. Κρίση ασφάλειας, οικονομική κρίση, πανδημία και Σύνταγμα, στο: https://www.epoliteia.gr/e-books/2022/04/14/h-syntagmatikh-anthektikothta-sth-dokimasia-twn-krisewn-krish-asfaleias-oikonomikh-krish-pandhmia-kai-syntagma-xenofon-contiades-alkmini-fwtiadou/ πρόσβαση 23.8.2025, σελ. 100 επ., ομοίως Βλ, Χρυσόγονο Κ., Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας. μηχανισμός στήριξης της ελληνικής οικονομίας από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής, στο: Νομικό Βήμα, 2010, τ. 58, σελ. 86 επ., Μαντζούφα Π. (2014), Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλας, όπου συμπεριλαμβάνεται παρουσίαση της σχετικής νομολογίας και των εκτελεστικών των Μνημονίων νόμων μέχρι το 2014, σελ. 13-189.
[20] Βλ. την ερμηνευτική προσέγγιση του Βλαχόπουλου Σ. (2014), Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος και με τον εύγλωττο υπότιτλο, Η προσαρμογή του συνταγματικού κειμένου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, Αθήνα: Ευρασία, με σχετική αναφορά στη νομολογία της κρίσης, σελ. 101-131.
[21] Βλ. και Καραβοκύρη Γ. (2014), Το Σύνταγμα και η κρίση, Από το δίκαιο της ανάγκης στην αναγκαιότητα του δικαίου, Αθήνα, Κριτική, ιδίως σελ. 11-47, καθώς και τη βιβλιοκριτική Μανιτάκη Α. για το ίδιο, στο: Το Σύνταγμα, 2/2016, σελ. 608-617. Ομοίως, Karavokyris G. (2017) Role of Judges and Legislators in the Greek Financial Crisis: A Mater of Competence, στο: Legitimacy issues of the European Union. Lessons from the financial crisis. Dimitris Tsatsos in memoriam, Papadopoulou L. , Pernice I., Weiler J., Nomos/Hart, σελ.149-169. Επίσης βλ. σχετικά και Τασόπουλου Γ. (2018), Από την οικονομική κρίση στην κρίση του Κοινοβουλευτισμού. Η ατελής κοινωνική ολοκλήρωση και η αχρείαστη συνταγματική αναθεώρηση, στο: Αγγελίδης Μ., Σπουρδαλάκης Μ., (επιμ.), Κοινωνική και πολιτική εκπροσώπηση. Προκλήσεις και προοπτικές στη Δημοκρατία τον 21ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα 15-17 Δεκεμβρίου 2016, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, σελ. 151- 180.
[22] Βλ. Μανιτάκη Α. (2020), H εντυπωσιακή, παρά την κρίση, ανθεκτικότητα του Συντάγματος χάρη στην άδηλη μεταβολή του κανονιστικού νοήματός του, σελ. 11, στο: https://www.constitutionalism.gr/2020-05-01-manitakis-anthektikotita/ προσπέλαση 20.8.2025.
[23] Βλ. ιδίως Βλαχογιάννη Α. (2018), Το Σύνταγμα στη νέα Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση. Τάσεις και αλλοιώσεις του εθνικού συνταγματικού, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλας, σελ. 99.
[24] Βλ. Mair P. (2020), Κυβερνώντας το κενό, Αθήνα: Επίκεντρο, σελ. 156.
[25] Βλ. Βλαχόπουλο Σ. (2024), ο.π. σελ. 48-49.
[26] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2025), Η τέχνη του πολέμου για την εξουσία, Αθήνα: Τόπος, σελ. 256-257, 260.




