Ιδιωτικά και κερδοσκοπικά (μη) Πανεπιστήμια. Οι θλιβερές επιπτώσεις μιας διάτρητης δικαστικής απόφασης

Γιωργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν ορισμένες νομικοπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες ξανάφεραν στο προσκήνιο μία υπόθεση που όχι μόνον αποτέλεσε  κόλαφο για την ελληνική Δικαιοσύνη αλλά και τραυμάτισε  ανεπανόρθωτα, ακόμη μία φορά, την αξιοπιστία των θεσμών και την δημόσια εικόνα της χώρας. Πρόκειται για την υπόθεση των ιδιωτικών –και κερδοσκοπικών παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα– «Πανεπιστημίων». Οι πομφόλυγες της κυβέρνησης κατέρρευσαν με πάταγο και αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Αντί για «παγκοσμίου φήμης Πανεπιστήμια» καταλήξαμε –με μία άκρως αμφιλεγόμενη διαδικασία (ιδίως ως προς το «Ανατόλια»…) μιας άκρως αμφιλεγόμενης Αρχής (ΕΘΑΑΕ)– σε αυτό που πολλοί είχαμε επισημάνει από την αρχή. Ειδικότερα προέκυψαν:

Τρία μεταλλαγμένα κολλέγια, που θα παριστάνουν τα Πανεπιστήμια, και ένα μέτριο κυπριακό (ιδιωτικό και κερδοσκοπικό) Πανεπιστήμιο, το οποίο μετήλθε όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να φέρει στην Ελλάδα αυτό που οι Έλληνες μαθητές το είχαν ούτως ή άλλως, αν επέλεγαν (όπως τόσοι άλλοι, έως τώρα) να φοιτήσουν στην Κύπρο…

Τρεις νέες νομικές σχολές, με προδήλως ελλειμματικό πρόγραμμα, όταν τα σημερινά κυβερνητικά στελέχη κόπτονταν, πριν από λίγα χρόνια, ότι δεν πρέπει να γίνει νέα νομική σχολή στην Πάτρα, διότι υπάρχει υπερπληθωρισμός δικηγόρων…

Και σαν να μην έφθαναν αυτά, «πρύτανης» του ενός από τα τρία Κολλέγια, συγγνώμη Πανεπιστήμια, διορίσθηκε ο πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, ο οποίος προετοίμασε την νέα του θέση με τρόπο που είναι ταυτόχρονα η πλήρης επιβεβαίωση αλλά και η επιτομή, θα λέγαμε, της διαπλοκής (θυμίζοντας έναν πρώην διοικητή του ΟΠΑΠ που προσελήφθη, αμέσως μετά την αποχώρησή του, από τον Κόκκαλη…). Το ηθικό και το νόμιμο, που λέγαμε κάποτε…

Με δεδομένο, λοιπόν αυτό το οφθαλμοφανές «ώδινεν όρος και έτεκε μυν», εύλογα αναρωτιέται κανείς:

Άξιζε άραγε τον κόπο, για τόσο λίγα και τόσο θλιβερά, να παραβιασθεί απροκάλυπτα το Σύνταγμα, λίγο πριν από την αναθεώρησή του, με δεδομένο μάλιστα ότι με βάση τις θέσεις των κομμάτων θα ήταν εύκολο να συγκεντρωθεί –με τις απαραίτητες όμως εγγυήσεις…– η απαραίτητη πλειοψηφία;

Τι από όλα αυτά δικαιολογεί τις γνωστές γνωμοδοτήσεις, που βάφτισαν το κρέας ψάρι, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι έντονες αντιδράσεις του νομικού κόσμου της χώρας και ιδίως της συντριπτικής πλειονότητας αφ’ενός μεν των εν ενεργεία καθηγητών Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου (βλ. Constitutionalism.gr, 10/2 και 29/2/2024, αντίστοιχα) που τοποθετήθηκαν δημόσια και απερίφραστα, αφ’ετέρου δε των σημαντικότερων πρώην προέδρων και αντιπροέδρων του ΣτΕ, που διεμήνυσαν με κάθε τρόπο ότι είναι αδιανόητη μία απόφαση που θα αγνοεί το Σύνταγμα;

Και το χειρότερο από όλα: γι’αυτό το γλίσχρο αποτέλεσμα  ευτελίσθηκε τόσο πολύ το Συμβούλιο Επικρατείας, κλίνοντας υποτακτικά το γόνυ στην κυβέρνηση και προδίδοντας την θεσμική του παράδοση και την ιστορία του;

Βαριές κουβέντες, θα μπορούσε να πει κανείς. Το καταλαβαίνω αλλά δυστυχώς είναι μετά λόγου γνώσεως:

Δεν θα σταθώ απλώς στο ότι η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ (η οποία έβριθε από εν ενεργεία και επίδοξους προέδρους και αντιπροέδρους…), κατέφυγε σε ανερμάτιστες και σε κάθε περίπτωση αντίθετες με το Σύνταγμα («contra constitutionem») ερμηνευτικές κατασκευές, για τις οποίες ακόμη «τραβούν τα μαλλιά τους», κατά το κοινώς λεγόμενο, όλες οι παλιές «δόξες» του Συμβουλίου Επικρατείας (με βάση αυτά που ανακοινώθηκαν, έστω και εν περιλήψει, διότι ακόμη δεν ευδόκησαν να δημοσιεύσουν πλήρη την απόφαση…). Έχω άλλωστε επιχειρηματολογήσει αναλυτικά για την αντισυνταγματικότητα της σχετικής νομοθεσίας στο Constitutionalism.gr (6.3.2024) και δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω κάτι επιπλέον, επί της ουσίας.

Δεν θα σταθώ, επίσης, ούτε στο ότι η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ αξιοποίησε μία έωλη και πολλαπλώς προσχηματική θεωρητική κατασκευή, περί «επαυξημένου Συντάγματος», που δεν είναι τίποτε άλλο από την σύγχρονη εκδοχή της άποψης για το «σύνταγμα λάστιχο», που τανύζεται («επαυξάνεται» πλέον…) κατά το δοκούν, προκειμένου να υποταχθεί στις (ποικίλες) προσωπικές  σκοπιμότητες του κάθε ερμηνευτή… Άλλωστε, η θεωρητική αυτή κατασκευή χρησιμοποιείται ευρέως τα τελευταία χρόνια, στην Ευρώπη και διεθνώς, με τον όρο «συνταγματοποίηση» («constitutionalization»), από όσους απεργάζονται την επιλεκτική απεμπλοκή από τις δεσμεύσεις και εγγυήσεις του παραδοσιακού εθνικού «συνταγματισμού» («constitutionalism”).

Το κρίσιμο σημείο, όμως, που πρέπει προεχόντως να αναδειχθεί και να αξιολογηθεί δεόντως, είναι το ότι η πλειοψηφία του ΣτΕ (όπως και οι γνωμοδοτήσαντες άλλωστε…), αφού επικαλέσθηκε σε όλους τους τόνους το ευρωενωσιακό δίκαιο, για να δικαιολογήσει την παραβίαση του Συντάγματος, στο τέλος δεν τόλμησε ούτε καν να  απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), όπως ορθότατα ζήτησε η μειοψηφία. Προτίμησε δηλαδή, για ένα θέμα συνταγματικού δικαίου, όχι μόνον να κρυφτεί  πίσω από το ευρωενωσιακό δίκαιο αλλά και να το κάνει εντελώς αυθαίρετα, περιφρονώντας κάθε έννοια «συνομιλίας» με το καθ’ύλην αρμόδιο για την ερμηνεία του δικαίου αυτού Δικαστήριο. Προφανώς διότι ήξερε καλά ότι θα εισέπραττε ένα ηχηρό και ντροπιαστικό «άδειασμα»… «Ο ερήμην λέγων δικαιούται μόνος του, ως ο αυτάρεσκος», όπως είχε πει κάποτε, τόσο εύστοχα, ο Παύλος Καλλιγάς…

Αυτή λοιπόν είναι η πιο κραυγαλέα αδυναμία της απόφασης, η οποία, σε συνδυασμό  με όλα τα προαναφερθέντα, μας παρέχει ένα διττό, σχεδόν αμάχητο, τεκμήριο:

Πρώτον, ως προς τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το ενδιαφέρον της δεν ήταν ο θεσμικός εκσυγχρονισμός, με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά η εξυπηρέτηση των πολιτικών πελατών και χορηγών της. Αν ήθελε πράγματι να βοηθήσει την Ανώτατη Παιδεία δεν θα κατέφευγε προσχηματικά –και τραυματικά για το Σύνταγμα– σε ανύπαρκτες ευρωενωσιακές δεσμεύσεις αλλά θα έφερνε στην επικείμενη αναθεώρηση μία σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για ιδιωτικά Πανεπιστήμια, με επαρκείς ακαδημαϊκές εγγυήσεις, με υποτροφίες για τους Έλληνες φοιτητές  και με προσανατολισμό στα συγκριτικά πλεονεκτήματα και στις ανάγκες της χώρας (κλασικές σπουδές, τουρισμός, ναυτιλία, αγροτική ανάπτυξη, νέες τεχνολογίες). Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μεταρρύθμιση. Η κυνική όμως και επικίνδυνη για τους θεσμούς επιλογή της δεν ήταν τίποτε άλλο από μία απροκάλυπτη και στυγνή συναλλαγή…

Το δεύτερο τεκμήριο αφορά δυστυχώς το Συμβούλιο Επικρατείας, η πλειοψηφία του οποίου, με την άρνηση ιδίως υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, όχι μόνον άνοιξε, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ,  την κερκόπορτα για κατάφωρες παραβιάσεις του Συντάγματος αλλά και δεν άφησε πολλά περιθώρια αμφιβολίας για τα κίνητρα και τις προθέσεις της. Είναι πρόδηλο ότι κινήθηκε εξ υπ’αρχής καθ’υπαγόρευσιν, στην λογική του όπερ έδει δείξαι, όχι μόνον θυσιάζοντας ανερυθρίαστα την αξιοπιστία ενός εμβληματικού Δικαστηρίου –και επιτείνοντας έτσι την ήδη σοβούσα κρίση εμπιστοσύνης προς την Δικαιοσύνη– αλλά και εγκαταλείποντας άκριτα κάθε έννοια συνταγματικού πατριωτισμού…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × 4 =