Μήπως πρέπει να ανακαλύψουμε και πάλι το εργατικό δίκαιο;

Κώστας Παπαδημητρίου, Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ

Το νομοσχέδιο που πρόσφατα  τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τιτλοφορείται πανηγυρικά «Δίκαιη εργασία για όλους. Στήριξη στον εργαζόμενο. Προστασία στην πράξη». Πλην όμως, αυτός ο τίτλος δεν έχει σχέση με την πραγματική του κατεύθυνση, που είναι τελείως αντίθετη. Γίνεται πανηγυρική αναφορά στην  προστασία της εργασίας, ενώ πρόκειται για αποδόμησή της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν  υπάρχουν και κάποιες θετικές διατάξεις, αλλά αυτές δεν χαρακτηρίζουν την ουσία του νομοσχεδίου. Η ουσία του είναι η υπερπροβολή της ατομικής συμβατικής ελευθερίας, πράγμα αντίθετο στην ίδια τη λογική του εργατικού δικαίου.

Πράγματι, σε πολλές λίγες περιπτώσεις ο εργαζόμενος είναι διαπραγματευτικά τόσο ισχυρός που είναι  ουσιαστικά ελεύθερος να συμφωνήσει ή όχι σε κάθε λογής  πρόταση του εργοδότη, αξιολογώντας  το δικό του συμφέρον. Για το λόγο αυτό υπάρχει ο κανόνας της Πολιτείας, το Εργατικό Δίκαιο. Για να τον προστατεύσει. Και για να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον. Τελικά είναι σαν να γυρνάμε στον 19ο   αιώνα, όπου πριν την κατοχύρωση των κοινωνικών κανόνων, τα πάντα κινούνταν γύρω από τη συμβατική ελευθερία ενός παντοδύναμου εργοδότη και πολλών εξαθλιωμένων εργαζομένων.  Όσο και αν δεν είναι δυνατόν σήμερα να φθάσουμε εκεί, διαπιστώνουμε τάσεις, και μάλιστα όχι περιθωριακές, προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Και το προτεινόμενο νομοσχέδιο φαίνεται να κινείται ακριβώς προς τα εκεί.

Προς αιτιολόγηση των θέσεών μας, αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα τα οποία  εντάσσονται στον πυρήνα των προτεινόμενων ρυθμίσεων.

 

Πρώτον: Προβλέπεται για πρώτη φορά η δυνατότητα σχεδόν απεριόριστης κατάτμησης της ετήσιας άδειας αναψυχής. Μια τέτοια, όμως, ρύθμιση είναι πλήρως αντίθετη με τη λογική του εδώ και δεκαετίες ισχύοντος συστήματος,  το οποίο αποβλέπει  στην εξασφάλιση της ηρεμίας του εργαζομένου.

Η αρχή του αδιαίρετου της αδείας δεν είναι υπερπροστασία ούτε ελληνική εφεύρεση. Ανταποκρίνεται στην ιατρική διαπίστωση ότι ο οργανισμός του ατόμου αρχίζει να αναπαύεται ψυχικά όχι αμέσως, αλλά μετά από αρκετές  ημέρες αποχής από την εργασία. Το ξέρουμε όλοι μας αυτό από την απλή εμπειρία μας. Για το λόγο αυτό, προβλέπεται ότι  πρέπει να εξασφαλίζονται μεγάλα ενιαία διαστήματα αποχής από την εργασία.

Δεν πρόκειται, λοιπόν, για περιττή πολυτέλεια, αλλά για ανάγκη προστασίας της ψυχικής και σωματικής  υγείας του εργαζόμενου πληθυσμού, του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας. Για το λόγο αυτό οι κανόνες για την άδεια αναψυχής είναι δημοσίας τάξεως και δεν καταλείπονται στην ατομική συμβατική ελευθερία.

Τα παραπάνω αυτονόητα, λήφθηκαν άραγε υπόψη πριν προταθεί η εν λόγω ρύθμιση που δεν θέτει όρια στον αριθμό των  κατατμήσεων;

 

Δεύτερον: Προβλέπεται επίσης δυνατότητα ευρύτατης ευελιξίας του ωραρίου, η οποία σημαίνει ότι το ωράριο εργασίας μπορεί να αυξομειώνεται κατά τις ανάγκες της επιχείρησης, χωρίς να πρέπει να καταβάλλεται κάποια επί πλέον αμοιβή με σκοπό  να αποκαταστήσει την αναστάτωση  του ωραρίου του εργαζομένου (διευθέτηση). Τα πάντα επαφίενται στη ατομική συμβατική ελευθερία, δηλαδή σε συμφωνία εργοδότη-εργαζομένου.

Παραπλανητικά τονίζεται ότι στο νομοσχέδιο προβλέπεται  η δυνατότητα για  ρύθμιση του  συστήματος με συλλογική σύμβαση εργασίας, πράγμα που υπονοεί συλλογική διαπραγμάτευση σε ισότιμο επίπεδο. Το παραπλανητικό οφείλεται στο ότι στην προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση η συλλογική σύμβαση δεν αποτελεί, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, απαραίτητη προϋπόθεση για την  εφαρμογή της διευθέτησης του ωραρίου.

Έτσι, αν δεν υπάρχει τέτοια συλλογική ρύθμιση, πράγμα συνηθέστατο, είναι διάπλατη η οδός για  την ατομική συμβατική ελευθερία, δηλαδή τελικά για την επιβολή της βούλησης του εργοδότη. Ευλόγως, λοιπόν  κανένας “συνετός” εργοδότης δεν θα συνάψει κάποια τέτοια ρύθμιση με συνδικαλιστική οργάνωση όταν ξέρει ότι έχει στη διάθεσή του  την εύκολη οδό της ατομικής διευθέτησης.

Προς τι, λοιπόν, η έμφαση στη δυνατότητα ρύθμισης με συλλογική σύμβαση;

 

Τρίτον: Και last but not least, η ρύθμιση για δυνατότητα ημερήσιας εργασίας μέχρι 13 ώρες. Η ρύθμιση δεν είναι καθόλου αμελητέα, έστω και αν η υπέρβαση θα αφορά, τελικά,  απασχόληση  για μια μόνο  ημέρα την εβδομάδα. Η προτεινόμενη  ρύθμιση του νομοσχεδίου είναι ακραίο παράδειγμα στο δυτικό κόσμο.

Επιπλέον, σε αυτήν τη ρύθμιση εμπεριέχεται μια παραδοξότητα:  Να μπορεί κάποιος να εργάζεται 13 ώρες, να υπάρχει εκ του νόμου υποχρεωτικό διάλειμμα 0,5 ώρας και ταυτόχρονα να πρέπει να τηρείται και  υποχρεωτική ημερήσια ανάπαυση 11 ωρών, ήτοι 13+0,5+ 11= 24,5 ώρες την ημέρα! Δεν βγαίνει, λοιπόν, και  η πρόσθεση…

Και εδώ γίνεται, πάλι,  επίκληση της συμβατικής ελευθερίας για να δικαιολογηθεί  η δυνατότητα της 13ωρης εργασίας. Πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο: Αρχικά, υπήρχε η δυνατότητα  υπερωρίας μέχρι δύο ώρες (στον κλάδο των υπηρεσιών), με συγκεκριμένες μάλιστα προϋποθέσεις (έκτακτη ανάγκη κλπ). Κατόπιν προχωρήσαμε σε δυνατότητα υπερωρίας μέχρι τρεις ώρες χωρίς προϋποθέσεις. Το 2023 φτάσαμε σε 13ωρη εργασία σε δύο, όμως, εργοδότες, πράγμα που προϋπέθετε τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης εργασίας με δεύτερο εργοδότη, πράγμα μάλλον σπάνιο. Και καταλήξαμε στο προτεινόμενο 13ωρο εργασίας στον ίδιο εργοδότη που σημαίνει γενικευμένη απόλυτη ελευθερία του να αυξομειώνει το ημερήσιο ωράριο από 8 σε 13 ώρες ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης.

Αξιοσημείωτη είναι, λοιπόν,  η σταθερή τάση τα τελευταία χρόνια για αποδόμηση της προστασίας της εργασίας σε ένα πεδίο κρίσιμο και για την υγεία και την ασφάλεια του εργαζομένου, τον χρόνο εργασίας.

Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν αποδομούνται με το σαθρό επιχείρημα των υποστηρικτών του νομοσχεδίου  ότι σε αυτό αναφέρεται ότι απαγορεύεται η απόλυση του εργαζομένου ο οποίος δεν θα αποδέχεται την πρόταση του εργοδότη να κατατμήσει την άδειά του ή να εργασθεί 13 ώρες ή να αυξομειώνει το ωράριό του χωρίς καταβολή επί πλέον αμοιβής.  Υπό καθεστώς αναιτιολόγητης απόλυσης, το οποίο σήμερα ισχύει και σημαίνει ότι ο εργοδότης δεν οφείλει  να ενημερώσει τον εργαζόμενο για ποιον λόγο τον απολύει,  η εν λόγω ρύθμιση είναι μάλλον διακηρυκτικού χαρακτήρα και δεν προσθέτει τίποτα, καθώς ο απολυμένος εργαζόμενος είναι αυτός που θα πρέπει να αποδείξει ότι απολύθηκε λόγω της άρνησής του να συναινέσει στις εργοδοτικές προτάσεις.

Συμπερασματικά: Αν δεν αλλάξει η κατεύθυνση του νομοσχεδίου, πράγμα μάλλον απίθανο, ας μεταβληθεί τουλάχιστον ο τίτλος του. Έτσι για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους…

 

Δημοσιεύθηκε στο Κ Report 30/08/2025

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

19 − four =