Εχέγγυα κατά της κακοδιοίκησης: Ο Bentham για την ελευθερία του Τύπου, των δημοσίων συζητήσεων και της πληροφόρησης

Φιλήμων Παιονίδης, Καθηγητής Ηθικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας ΑΠΘ
  1. Τον Οκτώβριο του 1824 δημοσιεύτηκε σε τέσσερα φύλλα των Ελληνικών Χρονικών (αρ. 80, 81, 82, 83) το δοκίμιο του Ιερεμία Μπένθαμ Περί δημοσιότητος.[1] Πρόκειται για το τρίτο κεφάλαιο ενός βιβλίου του φιλοσόφου που πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1816 (αν και η πρώτη, γραμμένη στα αγγλικά, εκδοχή του χρονολογείται από το 1791) από τον συνεργάτη του, τον Etienne Dumont (1759-1829), και φέρει τον τίτλο Τακτική των νομοθετικών συνελεύσεων, η οποία ακολουθείται από μια πραγματεία περί πολιτικών σοφισμάτων. Τη μετάφραση την είχε επιμεληθεί, κατά τα φαινόμενα ύστερα από προτροπή του Stanhope, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο οποίος στο εισαγωγικό σημείωμά του θα εξάρει τη σημασία της δημοσιότητας για το ελληνικό έθνος με το σκεπτικό ότι είναι αναγκαία για να μαθαίνει κάθε μέλος του «να εκτιμά το πολίτευμα, και τας πράξεις των δημοσίων ανθρώπων, εις όσους εμπιστεύεται την τύχην του, και από τους οποίους ελπίζει την ευδαιμονίαν του».[2] Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το δοκίμιο αυτό αποτελεί κομμάτι μιας γενικότερης φιλοσοφικής προσέγγισης του Μπένθαμ, η οποία αναπτύσσεται σε διάφορα κείμενα και σε διάφορες περιόδους της διανοητικής σταδιοδρομίας του, με αποτέλεσμα να μην είναι απολύτως κατανοητή, ιδίως για τον σημερινό αναγνώστη, η σημασία και η θέση που κατέχει στο ευρύτερο πλέγμα των ιδεών του, το οποίο είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό. Έτσι σε μια προσπάθεια ανάδειξης και σφαιρικότερης αντιμετώπισης αυτού του κειμένου θα επιχειρήσω συνοπτικά να ανασυγκροτήσω τη γενικότερη θεώρηση του φιλοσόφου για την ελευθερία του Τύπου και των δημοσίων συζητήσεων στην οποία εντάσσεται και η συγγενής συζήτηση περί της δημοσιότητας των νομοθετικών συνελεύσεων.
  1. Ως σημείο εκκίνησης της συζήτησης μπορούμε να θέσουμε το δοκίμιο της ωριμότητας του Μπένθαμ «Η ελευθερία του Τύπου και της δημόσιας συζήτησης».[3] Πρόκειται για μια σειρά τεσσάρων επιστολών που έστειλε ο φιλόσοφος στον Ισπανό φιλελεύθερο εκδότη και θαυμαστή του José Joaquin de Mora (1783-1864) στα τέλη του 1820, με σκοπό τη ματαίωση της ψήφισης ενός νομοσχεδίου της ισπανικής κυβέρνησης που φίμωνε την ελευθερία του Τύπου. Οι επιστολές έφθασαν κατόπιν εορτής, αλλά τα επιχειρήματα που διατυπώνονται σε αυτές διατηρούν την αξία τους, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις της συγγραφής τους.

Η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία της δημόσιας συζήτησης  εντάσσονται στα εχέγγυα κατά της κακοδιοίκησης[4] (securities against misrule) ή της ακραίας καταπίεσης (ultra oppression).[5] Ο όρος «κακοδιοίκηση» αναφέρεται σε κυβερνητικές ενέργειες κατά της ζωής και της ελευθερίας συγκεκριμένων πολιτών, στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, στη διεξαγωγή άδικων πολέμων, στην παρακώλυση της επικοινωνίας των πολιτών όταν αναζητούν το κοινό αγαθό, και στην εξασθένηση της άμυνας του πολιτικού σώματος ενάντια σε διάφορες  επιβουλές και κινδύνους που το απειλούν.[6] Η «ακραία καταπίεση» εννοείται ως ενδημική καταπίεση, στοιχείο της οποίας αποτελεί η «παρακώληση της διανοητικής επικοινωνίας». Αυτή περιλαμβάνει «κάθε καταπιεστικό ή κατασταλτικό μέτρο που αφορά τη δημόσια συζήτηση, ή τη χρήση της πένας ή του Τύπου, σχετικά με πολιτικά πρόσωπα και πράγματα· ή την επιστολική επικοινωνία γι’ αυτά τα ζητήματα ή την αλληλεπίδραση των προσώπων ανεξαρτήτως αριθμού».[7] Προφανώς, η κακοδιοίκηση και η παρακώλυση της διανοητικής επικοινωνίας συνιστούν δεινά που παρεμποδίζουν την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πολιτών και θα πρέπει να καταπολεμηθούν με την κατοχύρωση και τον αδιάλειπτο σεβασμό αυτών των δύο ελευθεριών.

Ξεκινώντας από την ελευθερία του Τύπου, από τα κείμενα προκύπτει ότι για τον Μπένθαμ αυτή γενικά νοείται ως η ελευθερία να στρέφεται κανείς δημόσια -και χωρίς (εκ πρώτης όψεως) την απειλή νομικών κυρώσεων- εναντίον συγκεκριμένων αξιωματούχων ή της πολιτικής που ακολουθεί μια κυβέρνηση.[8] Η ελευθερία αυτή είναι αναγκαία, στο γενικότερο πλαίσιο καταπολέμησης της κακοδιοίκησης και της ακραίας καταπίεσης για δύο βασικούς λόγους: (α) γιατί οδηγεί στη δίωξη διεφθαρμένων ή ανίκανων αξιωματούχων και (β) γιατί διευκολύνει τη δυνατότητα αντικατάστασης της κυβέρνησης, την οποία διαθέτει ο λαός σε ένα μη δεσποτικό πολίτευμα.[9] Όσον αφορά την πρώτη λειτουργία της, αυτήν της επιβολής κυρώσεων σε συγκεκριμένα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις ευθύνης, η ελευθερία του Τύπου λειτουργεί και προληπτικά, καθώς οι δημόσιοι λειτουργοί γνωρίζουν ότι οποιαδήποτε απόκλιση από την ευσυνείδητη εκτέλεση των καθηκόντων τους είναι πιθανό να γίνει αντιληπτή και να επηρεάσει αρνητικά τη σταδιοδρομία τους.

Η ελευθερία αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά ο Μπένθαμ μεριμνά να υπάρχουν οι λιγότεροι δυνατοί δικαιολογημένοι περιορισμοί της. Εναντιώνεται πρωτίστως στην εσκεμμένη ή από μη συγγνωστή παράλειψη συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και στο να παρουσιάζει κανείς σαν αληθή, γεγονότα που είναι γνωστό ότι είναι ανυπόστατα, έχοντας την πρόθεση να εξαπατήσει. Όσον αφορά την πρώτη υποστηρίζει ότι:

«Για τη δυσφήμηση [δεν πρέπει να υπάρχει] καμία ποινή, εκτός εάν η κατηγορία είναι ψευδής και αβάσιμη. Αλλά και πάλι ο ψευδής ισχυρισμός ή ο υπαινιγμός [πρέπει] να είναι αποτέλεσμα μιας αυτόβουλης επιθυμίας ψευδολογίας, η οποία θα συνοδεύεται από τη γνώση του ανυπόστατου του περιεχομένου τους, ή θα προέρχεται από ασύγγνωστη αμέλεια [διακρίβωσής του].[10]

Από αυτό συνάγεται ότι η διαπίστωση της αλήθειας των ισχυρισμών ενός ατόμου που κατηγορείται για δυσφήμηση αξιωματούχων αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Επιπροσθέτως, ο φιλόσοφος δεν απορρίπτει μόνο την ψευδολογία που έχει δυσφημιστικό περιεχόμενο, αλλά αντιτάσσεται γενικά και στην εκφορά ψευδών ισχυρισμών με στόχο την εξαπάτηση των αποδεκτών τους.[11] Αυτό επιβεβαιώνεται και από την Εισαγωγή στις αρχές της ηθικής και της νομοθεσίας (1789) όπου εισάγει την κατηγορία των αδικημάτων που διαπράττονται δια της ψευδολογίας (offences by falsehood).[12] Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα απλά ψεύδη με το ακόλουθο σκεπτικό: «Η χρήση του λόγου (discourse) εστιάζεται στο να επηρεάζει την πεποίθηση με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνει τους άλλους να κατανοούν τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν. Τα ψεύδη, οποιασδήποτε μορφής, συγκλίνουν στο εξής: προσφέρουν στους άλλους μια κατανόηση των πραγμάτων που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα».[13] Τέλος, καταδικάζει τα εκφρασιακά ενεργήματα με τα οποία παρακινούνται τρίτοι να παρανομήσουν. «Ο καθένας θα είναι υπόλογος για την υποκίνηση άλλων στην τέλεση αδικημάτων, ανάλογα με το αδίκημα».[14] Είναι άξιο προσοχής ότι ο φιλόσοφος με το να θέτει ελάχιστους εύλογους και συγκεκριμένους περιορισμούς της ελευθερίας του Τύπου αποφεύγει τη γνωστή κριτική ότι οι ωφελιμιστές δεν αναγνωρίζουν σταθερές καθοδηγητικές αξίες (συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης) αλλά πάντα ανάγουν τις ηθικές κρίσεις σε έναν κατά περίσταση υπολογισμό κόστους και οφέλους.[15]

Σε αυτήν την υπεράσπιση μπορούν να προστεθούν ακόμα δύο επιχειρήματα, τα οποία εντοπίζονται σε ένα πρώιμο -γραμμένο στα γαλλικά- κείμενό του, την «Επιστολή ενός Άγγλου προς τον Κόμη Mirabeau αναφορικά με το ζήτημα που ετέθη υπόψη στους προκρίτους το 1788». Η μακροσκελής αυτή επιστολή, η οποία συντάχθηκε με αφορμή την επικείμενη σύγκληση της Συνέλευσης των Τριών Τάξεων, ολοκληρώνεται με μια οκτασέλιδη ενότητα για τον ελεύθερο Τύπο.[16] Εκεί γίνεται λόγος για ένα πλεονέκτημα που έχει ο γραπτός πολιτικός λόγος, ακόμα και εάν ρέπει προς την ακρότητα και την υπερβολή, κάτι που δεν ισχύει για τον αντίστοιχο προφορικό λόγο. Το κέρδος είναι ότι η ανάγνωση επιτρέπει την άσκηση μεγαλύτερου αυτοέλεγχου από τον αποδέκτη ενός μηνύματος απ’ ό,τι η έκθεσή του στον προφορικό λόγο. «Στη σιωπή του γραφείου», επισημαίνει χαρακτηριστικά, μπορεί κανείς «με τη συνδρομή του αναστοχασμού και της τάξης που επικρατεί, να προσδώσει στις απόψεις του ένα στοιχείο σταθερότητας, το οποίο επαρκεί για να τον διασφαλίσει από τις επιθέσεις μιας ύπουλης ευγλωττίας».[17]

O Μπένθαμ ήταν ένας συγγραφέας που σπάνια αναφερόταν στις οφειλές του σε άλλους ομοτέχνους του, αλλά η ομοιότητα του ανωτέρω παραθέματος με ένα από τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο Χιουμ στο δοκίμιό του «H ελευθερία του Τύπου» το 1742 είναι τόσο έντονη, ώστε μπορούμε εύλογα να κάνουμε λόγο για άμεση επιρροή.

«Ένας άνθρωπος διαβάζει ένα βιβλίο ή φυλλάδιο μόνος και ψυχρά. Δεν είναι κανείς παρών από τον οποίο μπορεί να κολλήσει το πάθος. Δεν ξεσηκώνεται από τη δύναμη και την ενέργεια της πράξης. Και εάν ποτέ δεν παρασύρεται προς μια τόσο στασιαστική διάθεση, δεν του παρουσιάζεται επίσης καμία βίαια απόφαση, με την οποία μπορεί να δώσει αμέσως διέξοδο στο πάθος του. Επομένως, η ελευθερία του Τύπου, όπως και να γίνει κατάχρησή της, σπάνια μπορεί να διεγείρει λαϊκές ταραχές ή ανταρσία.»[18]

Τέλος, δεν λείπουν από την φαρέτρα του φιλοσόφου και επιχειρήματα που αποσκοπούν στο να αναδείξουν τα δεινά της λογοκρισίας. Πρόκειται για ένα σύστημα που προάγει μόνο την υποτέλεια και τη δουλοπρέπεια, ακόμα και για τον ίδιο τον λογοκριτή, ενώ προκαλεί σοβαρότατες δυσχέρειες ακόμα και σε ανθρώπους που διάκεινται φιλικά προς τις πολιτικές αρχές. Ο λόγος είναι ότι ποτέ δεν ξέρει κανείς με ποιον έχει να κάνει, ούτε πώς θα εκληφθούν αυτά που λέει.[19]

  1. Ο Μπένθαμ, ωστόσο, δεν ικανοποιείται με έναν Τύπο που απλώς θα λειτουργεί ελεύθερος από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Σε αυτόν τον Τύπο θα ανήκε δυνητικά και μια εφημερίδα που θα αναλώνεται σε κουτσομπολιά και άλλα ελαφρά μη πολιτικά ζητήματα, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, θα επέσυρε την αποδοκιμασία του φιλοσόφου. Ο Τύπος πρέπει να είναι ελεύθερος προκειμένου να επιτελέσει τις προαναφερθείσες λειτουργίες του, και γι’ αυτόν τον λόγο οφείλει να διαδραματίζει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο. Θα πρέπει να αποτελεί τον υλικό φορέα ή το όχημα ενός βασικού άτυπου θεσμού που αποκαλείται το Δικαστήριο της Κοινής Γνώμης (Public Opinion Tribunal). Στο παρακάτω απόσπασμα μάς δίδεται μια αρκετά σαφής εικόνα της σημασίας αυτού του μπενθαμιανού όρου:

«Εάν θεωρήσουμε ότι ο  συνολικός αριθμός των μελών μιας πολιτικής κοινότητας συνιστά το συνολικό σώμα, οι κυβερνητικοί λειτουργοί κάθε βαθμίδας είναι αυτοί που ενεργούν για λογαριασμό αυτού του σώματος, και  αποκτούν αυτή την ιδιότητα είτε διαμέσου της ψήφου των υπολοίπων σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία είτε λόγω καταγωγής ή περιορισμένης ψηφοφορίας σε άλλες μορφές διακυβέρνησης. Και στις δύο περιπτώσεις, όλοι αυτοί που αντιλαμβάνονται τα δημόσια ζητήματα μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκροτούν το Δικαστήριο της Κοινής Γνώμης, δηλαδή ένα είδος Επιτροπής του συνολικού σώματος, η οποία συγκροτείται όπως μια Επιτροπή της Αγγλικής Βουλής των Κοινοτήτων […]» [η έμφαση δική μου].[20]

Πώς, όμως, μπορεί να λειτουργήσει αυτό το Δικαστήριο, το οποίο έχει το μειονέκτημα ότι δεν μπορεί να συνεδριάσει λόγω του μεγέθους του, όπως συνεδριάζει ένα τακτικό δικαστήριο; Για τον Μπένθαμ ο υλικός φορέας, και μάλιστα ο μοναδικός, της λειτουργίας του είναι οι εφημερίδες. Εκεί δημοσιεύονται οι γνώμες των πολιτών για τα δημόσια ζητήματα, και μάλιστα με αμεροληψία, πράγμα που σημαίνει ότι οι εκδότες αποδίδουν (ή οφείλουν να αποδίδουν) την ίδια βαρύτητα στην καταγραφή αντιτιθέμενων απόψεων. Εκεί μπορούν να καταθέτουν οι κυβερνητικοί λειτουργοί τις θέσεις τους και να εξηγούν τα πεπραγμένα τους, ενημερώνοντας το πολιτικό σώμα. Και βέβαια η κανονικότητα και η μεγάλη συχνότητα με τις οποίες εκδίδονται, σε συνδυασμό με τη χαμηλή τιμή τους, τις καθιστούν, σε αντίθεση με τα βιβλία και άλλες δημοσιεύσεις, προσιτές σε μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού σώματος που ενδιαφέρεται για τα κοινά.[21]

Έτσι, διαμέσου των εφημερίδων, το πολιτικό σώμα ασκεί τις δύο βασικές ελεγκτικές λειτουργίας του επί της κυβέρνησης, απαιτώντας είτε την επιβολή κυρώσεων εναντίον συγκεκριμένων αξιωματούχων είτε την αλλαγή ολόκληρης της κυβέρνησης. Παράλληλα, οι αρχές λαμβάνουν από το πολιτικό σώμα τα μηνύματα που αυτό επιθυμεί να τους στείλει και (στην καλύτερη των περιπτώσεων) συμμορφώνονται με αυτά. Προφανώς, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να συμβεί, εάν οι αρχές ελέγχουν τον Τύπο εφαρμόζοντας κάποια μορφή λογοκρισίας, κάτι που μπορεί να συμβεί και στις καλύτερες των κυβερνήσεων, όπως αυτή των ΗΠΑ.[22]

Ομολογουμένως, όλα αυτά να φαντάζουν ρομαντικά και εξωπραγματικά στα μάτια ενός σύγχρονου αναγνώστη που αντιλαμβάνεται διαφορετικά τον πραγματικό ρόλο των ΜΜΕ. Αυτό είναι ίσως ένα από λίγα σημεία όπου ο φιλόσοφος αποκλίνει από τον «ανελέητο ρεαλισμό» του. Στην πραγματικότητα το Δικαστήριο αυτό θα μπορούσε να εκπληρώσει τους στόχους του, μόνο εάν ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών έγραφε στις εφημερίδες και υπήρχε ένα υπερμέγεθες αναγνωστικό κοινό που θα διέθετε τον χρόνο να διαβάσει όλο αυτό το πλήθος των απόψεων. Ωστόσο, εκείνο που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε είναι η συνειδητοποίηση από πλευράς Μπένθαμ ότι η θεσμοθετημένη γραπτή δημόσια αντιπαράθεση και ανταλλαγή απόψεων είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατία (και όχι μόνο), προκειμένου να διαμορφώσουν οι πολίτες πληροφορημένες και λελογισμένες θέσεις, οι οποίες θα μεταφράζονται σε εύλογα ή δίκαια αιτήματα προς τους φορείς της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Παράλληλα, σε μια εποχή κατά την οποία δεν υπάρχουν οργανωμένες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι απαραίτητο για τους φορείς αυτών των δύο εξουσιών να διαθέτουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με κάποιον τρόπο με το πολιτικό σώμα που ενδιαφέρεται για τα κοινά, αφενός αντλώντας χρήσιμες πληροφορίες για τις διαθέσεις του, αφετέρου κάνοντας γνωστή την πολιτική που ακολουθούν και τους λόγους που υπόκεινται αυτής. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ο ελεύθερος Τύπος φαινόταν πως μπορούσε να επιτελέσει αυτόν τον διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.

  1. Όσον αφορά τη δεύτερη ελευθερία για την οποία γίνεται εδώ λόγος, την ελευθερία της δημόσιας (γραπτής ή προφορικής) συζήτησης, η υποστήριξη που λαμβάνει από τον Μπένθαμ δεν είναι τόσο ένθερμη όσο η ελευθερία του Τύπου. Εκείνο που τον ανησυχεί περισσότερο σε αυτό το πλαίσιο είναι η ελευθερία να ομιλεί κανείς σε έκτακτες πολιτικού χαρακτήρα συγκεντρώσεις και συνελεύσεις, πράξη που λογίζεται ως δυνητικά επικίνδυνη και ως ανεπίδεκτη ισότιμης εφαρμογής.[23] Τι είναι, όμως, αυτό που ενοχλεί τον φιλόσοφο; Εάν εστιάσουμε την προσοχή μας στην προαναφερθείσα επιστολή στον κόμη Mirabeau, θα δούμε ότι σε αυτήν εκφράζει τον φόβο του για τα αποτελέσματα που μπορεί να παραγάγει μια συνέλευση, ανεξαρτήτως του αριθμού των μελών της, έχοντας βέβαια κατά νου την επικείμενη Συνέλευση των Τριών Τάξεων. Η εμπαθής και ακραία ρητορεία που ενδέχεται να κυριαρχήσει κατά τη διάρκεια των σχετικών συζητήσεων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία «εκείνων των ψευδαισθήσεων που οδηγούν σε σκληρούς και βίαιους νεωτερισμούς».[24] Αυτό για τον Μπένθαμ εκείνης της περιόδου είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια κυβέρνηση. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, ο γραπτός λόγος δεν έχει αυτή την άμεσα διεγερτική και υποκινητική λειτουργία, και ευνοεί τη λήψη μετριοπαθέστερων και λελογισμένων αποφάσεων.

Ωστόσο, ο Μπένθαμ, παρά τις επιφυλάξεις που έχει για την πρακτική εφαρμογή της ελευθερίας της δημόσιας συζήτησης, θα αντιταχθεί σε κάθε προσπάθεια φίμωσης και ελέγχου των πολιτικών συγκεντρώσεων και συνελεύσεων από τις κυβερνητικές αρχές.[25] Στο προαναφερθέν δοκίμιό του για την ελευθερία του Τύπου και της δημόσιας συζήτησης, θα στηλιτεύσει το νομοσχέδιο της ισπανικής κυβέρνησης για τις πολιτικές συγκεντρώσεις με το σκεπτικό ότι δίνει τόσες εξουσίες στις αρχές, ώστε να προστατεύουν επιτυχώς τα νώτα τους από κάθε κριτική και φέρνει τους Ισπανούς πολίτες στο ίδιο επίπεδο με τους κατοίκους του Μαρόκου.[26] Για τον φιλόσοφο, οι πολίτες πρέπει να είναι ελεύθεροι να «συναντώνται οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιοδήποτε μέρος, εκτός εάν τίθεται θέμα ιδιοκτησίας, προκειμένου να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους για τον χαρακτήρα και τη διαγωγή αυτών που τους κυβερνούν», συμπεριλαμβανομένων των αιρετών αντιπροσώπων τους.[27] Οι εξαιρέσεις που αναγνωρίζει αφορούν μόνο τις ιδιαιτερότητες του χώρου της συνάντησης, λ.χ. είναι εύλογο να απαγορευτεί να παρευρίσκονται σε αυτή περισσότερα άτομα από όσα χωράει η αίθουσα στην οποία θα πραγματοποιηθεί, ή τον τρόπο με τον οποίο θα προσέλθουν, λ.χ. μπορεί να μην επιτραπεί στους συγκεντρωνόμενους να φέρουν όπλα.[28]

  1. O Μπένθαμ είχε ακόμα αντιληφθεί ότι δεν αρκεί κάποιος να ομιλεί ελεύθερα, δηλαδή χωρίς τον φόβο των αρχών, για πολιτικά πρόσωπα και πράγματα. Εάν δεν έχει επαρκή και ορθή πληροφόρηση, αυτά που θα πει μπορεί να είναι εσφαλμένα, ενδεχομένως και επιβλαβή. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητο να υπάρχει και ελευθερία πληροφόρησης. Ο φιλόσοφος δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο που είναι μεταγενέστερος, αλλά ανάγει τη λογικά συγγενή αρχή της δημοσιότητας (publicity) των νομοθετικών συνελεύσεων σε θεμελιώδες εχέγγυο κατά της κακοδιοίκησης.[29] Τους λόγους που επιβάλλουν το αίτημα να έχουν οι πολίτες λεπτομερή πρόσβαση στο τι διαμείβεται στις κοινοβουλευτικές αίθουσες τούς εξηγεί διεξοδικά στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στα Ελληνικά Χρονικά.[30] Συγκεκριμένα, η δημοσιότητα των συνεδριάσεων επιβάλλεται:

α. «Για να αναγκάζονται τα μέλη της συνέλευσης να επιτελούν το καθήκον τους.»

β. «Για να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη του λαού και η συγκατάθεσή του ως προς τα μέτρα που λαμβάνει το νομοθετικό σώμα.»

γ. «Για να δίδεται η δυνατότητα στους κυβερνώντες να πληροφορούνται τις επιθυμίες των κυβερνωμένων.»

δ. «Για να δίδεται η δυνατότητα στους εκλέκτορες μιας αιρετής συνέλευσης να ενεργούν μετά λόγου γνώσεως.»

ε. «Για να προσφέρονται στη συνέλευση τα μέσα να επωφελείται από την πληροφόρηση που λαμβάνει από το κοινό.»

στ. Για την αυξημένη ικανοποίηση που αισθάνεται το έθνος από την εφαρμογή αυτού του μέτρου.[31]

Η δημοσιότητα εξασφαλίζεται με τη δημοσίευση λεπτομερών πρακτικών, τη χρήση στενογράφων που καταγράφουν τις αγορεύσεις και τις ερωταποκρίσεις, την ανοχή ως προς διάφορες ανεπίσημες δημοσιεύσεις που αναφέρονται στα πεπραγμένα των συνελεύσεων, και την παρουσία κοινού στις συνεδριάσεις.[32] Η όλη συζήτηση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο φιλόσοφος διατυπώνει ενδιαφέρουσες ιδέες σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Περιορίζομαι στην pace Μάντισον θέση του, ότι οι αιρετοί αντιπρόσωποι δεν είναι από πολιτικής απόψεως ούτε τα πλέον πεφωτισμένα ούτε τα πλέον ικανά άτομα σε ολόκληρη την επικράτεια.[33] Αυτό που τους φέρνει στο Κοινοβούλιο είναι συνήθως ο πλούτος και η αριστοκρατική καταγωγή τους. Γι’ αυτό έχουν πολλά να διδαχθούν από το πολιτικό σώμα.[34] Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η παρατήρησή του ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορεί ποτέ να αντικαταστήσει το πραγματικό κοινό ως προς την ευθυκρισία του, καθώς οι βουλευτές χωρίζονται σε αντιτιθέμενες ομάδες με τις δικές τους θέσεις και η επερχόμενη πόλωση τούς καθιστά αναξιόπιστους κριτές.[35]

Ο Μπένθαμ αντιλαμβάνεται ότι η εγγενής επισφάλεια των πολιτικών πραγμάτων δεν επιτρέπει την τήρηση μιας απόλυτης στάσης στο ζήτημα της δημοσιότητας των συνελεύσεων. «Οι κανόνες θεσπίζονται για καταστάσεις όπου επικρατεί ηρεμία και ασφάλεια», γράφει χαρακτηριστικά, «δεν αφορούν τον κίνδυνο και την αναταραχή». Με αυτό το πνεύμα κρίνει ότι η μυστικότητα είναι σκόπιμη, όταν η δημοσιότητα ευνοεί τις επιδιώξεις του εχθρού, όταν μπορεί να αποδειχθεί επιβλαβής για τους αθώους και όταν μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικά αυστηρές ποινές για τους ενόχους.[36]

Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι με αυτό το κείμενο ο Μπένθαμ δεν προβάλλει απλώς μια γενική θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας των νομοθετικών συνελεύσεων, αλλά καταφέρεται και εναντίον του κανονισμού της Βουλής των Κοινοτήτων, ο οποίος επέβαλλε τη μυστικότητα των συνεδριάσεων και απαγόρευε αυστηρά οποιαδήποτε δημοσίευση των πεπραγμένων της, χωρίς προηγούμενη έγκριση.[37]

  1. Θα πρέπει καταλήγοντας να επισημάνω ότι από το γεγονός ότι η ελευθερία του Τύπου και των γραπτών ή προφορικών δημοσίων συζητήσεων αποτελούν για τον Μπένθαμ εχέγγυα ενάντια στην κακοδιοίκηση δεν συνάγεται ότι οι ελευθερίες αυτές είναι απαραίτητο να διατυπωθούν και να κατοχυρωθούν συνταγματικά με τη μορφή ατομικών δικαιωμάτων. Αυτό προκύπτει από την κριτική που άσκησε ο φιλόσοφος στο άρθρο 11 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, το οποίο έχει ως εξής:

«Η ελεύθερη κοινοποίηση σκέψεων και απόψεων αποτελεί ένα από τα πλέον πολύτιμα δικαιώματα του ανθρώπου. Επομένως, κάθε πολίτης δύναται να ομιλεί, να γράφει και να τυπώνει ελεύθερα, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι υπόλογος σε περίπτωση κατάχρησης αυτής της ελευθερίας όπως ο νόμος ορίζει.»

Στο πλέον επικριτικό για τα φυσικά δικαιώματα έργο του που πρωτοδημοσιεύτηκε σε γαλλική μετάφραση το 1816, το Ανοησίες πάνω σε πατερίτσες, ο Μπένθαμ θα απορρίψει  το εν λόγω άρθρο ως παραπλανητικό και σε, σε τελική ανάλυση, αντιφατικό.[38] Πρώτον, δεν βρίσκει καμιά εννοιολογική διαφορά μεταξύ «σκέψεων» και «απόψεων» και κατά συνέπεια φρονεί ότι η αναφορά στις «απόψεις» θα ήταν αρκετή. Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα που παρουσιάζει είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο, αφού από τη μια φαίνεται να επιτρέπει να λέγονται τα πάντα και από την άλλη αναιρεί αυτή την ελευθερία με έναν ιδιαίτερα ύπουλο τρόπο. «Τι σημαίνει κατάχρηση ελευθερίας;» θα αναρωτηθεί· «είναι η άσκηση μιας ελευθερίας, όποια κι αν είναι αυτή, την οποία δεν εγκρίνει» αυτός που την περιγράφει ως καταχρηστική.[39] Η διατύπωση αυτή, θα υποστηρίξει, δίνει στους νομοθέτες τη δυνατότητα να κρίνουν κατά το δοκούν την καταχρηστική χρήση αυτής της ελευθερίας και αυτό προφανώς δεν είναι κάτι που ευνοεί την προστασία της. Ο Μπένθαμ φαίνεται να θεωρεί πως θα ήταν προτιμότερη μια τακτική νομοθετική διάταξη, η οποία θα έθετε με σαφή τρόπο τις τρεις εξαιρέσεις που, όπως αναφέρθηκε, ο ίδιος αποδέχεται ως προς την ελευθερία της δημόσιας κοινοποίησης απόψεων, δηλαδή την ψευδολογία, την εσκεμμένη ή από μη συγγνωστή παράλειψη συκοφαντική δυσφήμιση και την υποκίνηση στην τέλεση εγκληματικών ενεργειών.

  1. Συμπερασματικά, θα ενέτασσα τη θεώρηση του Μπένθαμ στη γενικότερη «ηρωική» προσπάθεια ανάδειξης της ελευθερίας της έκφρασης που λαμβάνει χώρα κατά τον 18ο αιώνα και έχει ως στόχο αφενός -και ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες πολιτικές περιστάσεις- να πείσει αυταρχικές και δεσποτικές κυβερνήσεις να αποδεχτούν την έκφραση ενός κριτικού προς αυτές λόγου, αφετέρου να αναδείξει την αδιαπραγμάτευτη σημασία της για την εύρυθμη λειτουργία της πρωτοεμφανιζόμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την οποία ο φιλόσοφος θα υποστηρίξει ένθερμα και ανέκκλητα από το 1808 και εφεξής.[40] Εκείνο που τον ξεχωρίζει είναι η προσπάθειά του να εντάξει την ελευθερία του Τύπου και της δημόσιας συζήτησης στη δική του ωφελιμιστική πολιτική φιλοσοφία και να καταστήσει την άσκηση της πρώτης όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική μέσω του θεσμού του Δικαστηρίου της Κοινής Γνώμης. Ακόμα, του πιστώνεται ότι ανέδειξε την αναγκαία διασύνδεση μεταξύ ελευθερίας της έκφρασης και ελευθερίας της πληροφόρησης μέσω της τεκμηρίωσης της σημασίας του δημόσιου χαρακτήρα των κοινοβουλευτικών συνελεύσεων (και όχι μόνον), αμφισβητώντας την επίσημη βρετανική πρακτική. Μιλώντας από μια ιστορική προοπτική, θα έλεγε κανείς σχηματικά ότι με τον Μπένθαμ φαίνεται να κλείνει εκείνη η περίοδος στην ιστορία της εξέλιξης της έννοιας της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην προστασία του πολιτικού λόγου από τις παρεμβάσεις της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν παρήχθησαν μεταγενέστερα σημαντικά έργα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η επόμενη περίοδος έχει να επιδείξει τον διασημότερο των μαθητών του φιλοσόφου, τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος θα εδράσει την ελευθερία της σκέψης και της συζήτησης στη συνεισφορά της στην εύρεση, την τεκμηρίωση και εδραίωση της αλήθειας.[41] Το γεγονός ότι ένα κομμάτι της μπενθαμιανής θεώρησης μεταφράστηκε στα ελληνικά μόλις οκτώ χρόνια μετά την αρχική δημοσίευσή του είναι αφ’ εαυτού σημαντικό, ακόμα και αν η έλλειψη δημοσιότητας δεν φαίνεται να αποτελούσε ως επί το πλείστον πρόβλημα για τις Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. [42]

 

[1] Αναδημοσιεύεται στο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (επ.), Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η Ελληνική Επανάσταση, εισ.-επίμετρο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου και Φιλήμων Παιονίδης, μετ.-σχολ. Φιλήμων Παιονίδης, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Ανδρέας Τάκης και Γιάννης Τασόπουλος, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2012, σσ. 143-154.

[2] Αυτ., σ. 143

[3] On the Liberty of the Press, and Public Discussion, and other Legal and Political Writings for Spain and Portugal, Catherine Pease-Watkin & Philip Schoffield (επ.), Oxford University Press, Oxford 2012, σσ. 3-51.

[4] A Fragment on Government, J. H. Burns & H. L. A. Hart (επ.), Cambridge University Press, Cambridge 1988, σσ. 87-88.

[5] Securities against Misrule and other Constitutional Writings for Tripoli and Greece, Philip Schofield (επ.), Clarendon Press, Oxford 1990, σ. 119.Βλ. και Michael Quinn, Bentham, Polity, Cambridge 2022, κεφάλαιο 7.

[6] Αυτ., σσ. 26-27.

[7] Αυτ., σσ. 118-119.

[8] A Fragment, ό.π., σσ. 97-98 και σε πολλά άλλα σημεία του έργου του.

[9] On the Liberty of the Press, ό.π., σσ. 14,29.

[10] Αυτ., σ. 12. Για να κατανοήσει κανείς τη βαρύτητα και τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα αυτής τη θέσης θα πρέπει να την αντιπαραβάλει με την κρατούσα την εποχή εκείνη τοποθέτηση του πλέον έγκριτου Άγγλου νομομαθούς του 18ου αιώνα, του William Blackstone (1723-1780). Σύμφωνα με τον τελευταίο: «Κάθε ελεύθερος άνθρωπος διαθέτει το αδιαφιλονίκητο δικαίωμα να εκθέτει στο κοινό τις απόψεις που επιθυμεί. Το να απαγορεύσουμε την άσκησή του ισοδυναμεί με καταστρατήγηση της ελευθερίας του Τύπου. Ωστόσο, εάν αυτός δημοσιεύσει κάτι που είναι ανάρμοστο, φαύλο ή παράνομο θα πρέπει να υποστεί τις επιπτώσεις της απερισκεψίας του. […] Το να τιμωρούμε (όπως ορίζει τώρα ο νόμος) κάθε επικίνδυνο ή προσβλητικό κείμενο, για το οποίο, όταν κυκλοφορήσει, θα αποφασιστεί στο πλαίσιο μιας δίκαιης και αμερόληπτης δίκης ότι εκφράζει ολέθριες τάσεις, είναι κάτι το απαραίτητο για τη διατήρηση της ειρήνης, της ευταξίας, της κυβέρνησης και της θρησκείας που συνιστούν τα μοναδικά στέρεα θεμέλια της πολιτικής ελευθερίας. […] Η διάδοση ή η δημοσιοποίηση των κακών απόψεων αποτελεί αδίκημα, το οποίο η κοινωνία διορθώνει.» Sir William Blackstone, Commentaries on the Laws of England in Four Books, τόμος 4, Philadelphia 1893 [1768], σσ. 151-152. Είναι πρόδηλο πως αυτή η αντιμετώπιση της ελευθερίας του Τύπου είναι υποκριτική, καθώς στην ουσία δίνει στους κρατούντες τη δυνατότητα να ποινικοποιούν την έκφραση απόψεων που απλώς δεν τους είναι αρεστές. Ο Μπένθαμ στο Σπάραγμα περί διακυβέρνησης (1776) θα καταφερθεί εναντίον του συνολικού έργου του Blackstone με το σκεπτικό ότι απλώς περιγράφει την υπάρχουσα έννομη τάξη αντί να την αντιμετωπίζει κριτικά.

[11] Rights, Representation, and Reform: Nonsense upon Stilts and other Writings on the French Revolution, Philip Schofield, Catherine Pease-Watkin & Cyprian Blamires (επ.), Clarendon Press, Oxford 2002, σ. 363.

[12] Επίσης, στον Συνταγματικό κώδικα επισημαίνει ότι στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πρέπει να προβλέπονται εχέγγυα ενάντια στην εξαπάτηση που μπορεί να προέλθει από ψευδείς καταθέσεις.Constitutional Code, τόμος 1, F. Rosen & J. H. Burns (επ.), Oxford University Press, Oxford 1983, σ. 98.

[13] An Introduction to the Principles of Morals and Legislation, J. H. Burns & H. L. A. Hart (επ.), Oxford University Press, Oxford 1996, σ. 203. Για μια παρόμοια αντίληψη, πρβλ. John Stuart Mill, Περί ελευθερίας, μετ. Ξενοφών Μπαμιατζόγλου, ΚΕΦιΜ, Αθήνα 2020, σσ. 77-78.

[14] Securities, ό.π., σ. 81. Ως προς το ζήτημα των περιορισμών της ελευθερίας του Tύπου, ο Μπένθαμ συμπλέει σε γενικές γραμμές με τον συνεργάτη του James Mill, μόνο που ο δεύτερος προχωρεί σε μια πολύ πιο λεπτολόγο προσέγγιση των περιπτώσεων επιτρεπτής και μη επιτρεπτής δυσφήμησης. Βλ. James Μill, Political Writings, Terence Ball (επ.), Cambridge University Press, Cambridge 1992, σσ. 97-135 και Filimon Peonidis, Philosophical Perspectives on Freedom of Expression, Academia, Baden-Baden 2024, σσ. 11-18.

[15] Peter Niesen, «Speech, Truth and Liberty: Bentham to John Stuart Mill», Journal of Bentham Studies 18 (2019): 4.

[16] Rights, ό.π., σσ. 54-61.

[17] Αυτ., σ. 55.

[18] David Hume, Δοκίμια: Φιλολογικά-ηθικά- πολιτικά, εισ.-μετ.-σχολ. Ε. Π. Παπανούτσου, Εστία, Αθήνα χ.χ., σ. 246.

[19] Rights, ό.π., σ. 56.

[20] Securities, ό.π., σ. 28. Βλ. σχετικά Philip Schofield, Utility and Democracy: The Political Thought of Jeremy Bentham, Oxford University Press, Oxford 2006, σσ. 259-263 και James E. Crimmins, Utilitarian Philosophy and Politics: Bentham’s Later Years, Continuum, London 2011, σσ. 152-156.

[21] Αυτ., σσ. 44-50.

[22] Constitutional Code, ό.π., σσ. 86-87. Ο Μπένθαμ αναφέρεται στους περιοριστικούς  της ελευθερίας του Τύπου νόμους, γνωστούς ως Νόμους  περί Αλλοδαπών και Εξέγερσης, τους οποίους θέσπισε το 1798 ο Πρόεδρος Adams και κατάργησε ο Πρόεδρος Jefferson, όταν ανήλθε στην εξουσία. Εκεί διαβάζουμε ότι απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο κοινοποίηση «ψευδών, σκανδαλωδών και κακόβουλων κειμένων, τα οποία στρέφονται εναντίον της κυβέρνησης των ΗΠΑ ή εναντίον οποιουδήποτε εκ των δύο σωμάτων του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Προέδρου των ΗΠΑ, με πρόθεση τη δυσφήμηση όλων αυτών ή του καθενός ξεχωριστά, ή την απαξίωση ή τη μείωση της υπόληψής τους». Για τον Μπένθαμ, όπως προαναφέρθηκε, τα «σκανδαλώδη και κακόβουλα» κείμενα εναντίον των αρχών είναι απολύτως αποδεκτά υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιέχουν ψευδείς ισχυρισμούς.

[23] On the Liberty of the Press, ό.π., σ. 14.

[24] Αυτ., σ. 55.

[25] Παρατηρώντας το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα σε σχέση με αυτό το ζήτημα στη Βρετανία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Μπένθαμ ήταν με τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Από το 1758 έως το 1834  καταγράφεται μια κατακόρυφη αύξηση των δημόσιων «εριστικών συγκεντρώσεων» (contentious gatherings), η οποία συνέβαλε τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό αυτής της χώρας. Charles Tilly, «The Rise of the Public Meeting in Great Britain 1758-1834», Social Science History 34 (2010): 291-299.

[26] Αυτ., σ. 24 κ.ε.

[27] Αυτ., σσ. 16-17.

[28] Securities, ό.π., σ. 83.

[29] Αυτ., σ. 25. Το αίτημα δημοσιότητας δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στα πεπραγμένα των πολιτικών συνελεύσεων. Όπως επισημαίνει ο Postema: «Ο Μπένθαμ επιχείρησε να υπαγάγει κάθε είδους κυβερνητική δράση -νομοθετική, διοικητική, εφαρμοστική, δικαστική- κάτω από την ομπρέλα της δημοσιότητας» και «για την εκπλήρωση αυτού του στόχου επιστράτευσε κάθε είδους επινόηση και υποδομή.» Gerald J. Postema, «The Soul of Justice: Bentham on Publicity, Law, and the Rule of Law» στο Xiaobo Zhai & Michael Quinn (επ.), Bentham’s Theory of Law and Public Opinion, Cambridge University Press, Cambridge 2014, σ. 46.

[30] Oι παραπομπές γίνονται από την έκδοση των Απάντων του Μπένθαμ, η οποία βασίζεται στην αγγλική έκδοση του εν λόγω κειμένου του 1843 που επιμελήθηκε ο Richard Smith και είναι γνωστή με τον τίτλο Πολιτική τακτική. Political Tactics, Michael James, Cyprian Blamires & Catherine Pease-Watkin (επ.), Oxford University Press, Oxford 1999, σσ. 29-44.

[31] Αυτ., σσ. 29-34.

[32] Αυτ., σσ. 38-40.

[33] «Ο Locke, o Νεύτωνας, ο Hume, o Adam Smith και πολλές άλλες ιδιοφυΐες δεν είχαν ποτέ έδρα στο Κοινοβούλιο» θα γράψει χαρακτηριστικά (αυτ., σ. 33).

[34] Αυτ., σ. 33.

[35] Αυτ., σ. 30. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ειδικά στην Αγγλία των τελών του 18ου αιώνα, οι αντιτιθέμενες πολιτικές ομάδες που δημιουργούνταν στην Βουλή των Κοινοτήτων δεν συνεπέφεραν αναγκαστικά και τον χωρισμό της πλειονότητας του πολιτικού σώματος σε αντίστοιχες πολιτικές συσσωματώσεις, όπως συμβαίνει με τα σύγχρονα κόμματα. Για τις διαφορετικές από το σήμερα νοηματοδοτήσεις και αξιoλογικές προσεγγίσεις του όρου «κόμμα» (party) στη Βρετανία του 18ου αιώνα, βλ. Max Skjönsberg, The Persistence of Party: Ideas of Harmonious Discord in Eighteenth-Century Britain, Cambridge University Press, Cambridge 2021, σσ. 12-39.

[36] Αυτ., σ. 39. Να σημειωθεί ότι το έργο αυτό πυροδότησε συζητήσεις που υπερβαίνουν τα όρια της ιστορίας των πολιτικών ιδεών και θεσμών. Χαρακτηριστικά αναφέρω τη μελέτη του Jon Elster, Securities Against Misrule: Juries, Assemblies, Elections [Cambridge University Press, Cambridge 2013] στην οποία, με αφετηρία τις θέσεις του Μπένθαμ, εξετάζονται οι παράγοντες που διαστρεβλώνουν τις αποφάσεις των μελών των πολιτικών συνελεύσεων, των ενόρκων και των εκλογέων. Ως προς το ζήτημα των εξαιρέσεων που επιδέχεται η αρχή της δημοσιότητας, ο Elster μάς καλεί να αναλογιστούμε ότι η δημοσιότητα ειδικά των συντακτικών συνελεύσεων ενδέχεται να οδηγήσει τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες να λαμβάνουν αποφάσεις όχι με κριτήριο το ορθό και το δίκαιο αλλά τον φόβο να υποστούν την αποδοκιμασία ή την επιθυμία να απολαύσουν την επιδοκιμασία ενός πιεστικού και παρεμβατικού κοινού (αυτ., σσ. 228-232).

[37] Political Tactics., ό.π., σ. 41. Οι σχετικοί κανόνες θεσπίστηκαν το 1711 και καταργήθηκαν επίσημα το 1845. Ωστόσο, από τα τέλη του 18ου αιώνα κυκλοφορούσαν ελεύθερα πολλά δημοσιεύματα σχετικά με τα κοινοβουλευτικά τεκταινόμενα, καθώς το ενδιαφέρον του κοινού για τα πολιτικά ζητήματα αυξανόταν όλο και περισσότερο. Στην επικράτηση αυτής της λογικής ατιμωρησίας των κατά νόμον υπευθύνων συνέβαλε το 1771 και ο διαβόητος ριζοσπάστης δημοσιογράφος και πολιτικός John Wilkes (1725-1797), όταν αντιτάχθηκε επιτυχώς με την ιδιότητα του αξιωματούχου του Δήμου του Λονδίνου στη σύλληψη και τη φυλάκιση τυπογράφων που δημοσίευαν κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Από το 1803 ένας μικρός αριθμός δημοσιογράφων μπορούσε επ’ αμοιβή να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις, ενώ την ίδια περίοδο ο εκδότης William Cobett άρχισε να εκδίδει ανεπίσημα Πρακτικά, τα οποία και εμπορευόταν. Η έκδοση αυτή πέρασε το 1812 στα χέρια του Thomas Hansard, το όνομα του οποίου χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως τίτλος των επίσημων Πρακτικών όχι μόνο της Βουλής των Κοινοτήτων αλλά και της Βουλής των Λόρδων. Βλ. Philip Salmon, «The House of Commons 1801-1911» στο Clyve Jones (επ.), A Short History of Parliament, The Boydell Press, Woodbridge 2009, σσ. 258-262 και Robin Eagles, «John Wilkes, Parliament and the Freedom of the Press 1771-2021» https://archives.blog.parliament.uk/2021/03/29/john-wilkes-parliament-and-the-freedom-of-the-press-1771-2021/

[38] Rights, ό.π., σσ. 361-364.

[39] Αυτ., σ. 362.

[40] Επ’ αυτού βλ. ενδεικτικά Filimon Peonidis, «Jeremy Bentham’s ‘Unusually Liberal’ Representative Democracy», History of European Ideas 37 (2011): 446-453.

[41] Περί ελευθερίας, ό.π., κεφάλαιο 2. Ωστόσο, η περίοδος αυτή είχε εγκαινιαστεί με έναν προγενέστερο του Μιλ διανοητή, τον ξεχασμένο σήμερα Samuel Bailey (1791-1870). Ο Bailey πίστευε ότι η αναζήτηση της αλήθειας συνιστά ύψιστο κοινωνικό στόχο, αλλά από τη στιγμή που κανένα άτομο, ομάδα ή τάξη δεν κατέχει την αλήθεια ή είναι περισσότερο επιρρεπές στην πλάνη, δεν θα πρέπει να υπάρχει κανενός είδους άνωθεν επιβαλλόμενος περιορισμός και αποκλεισμός από τις σχετικές με αυτήν την αναζήτηση συζητήσεις. Βλ. Samuel Bailey, Essays on the Formation and Publications of Opinions and on Other Subjects, the third edition, revised and enlarged, London 1837, σσ. 93-157 και Greg Conti, «Before – and Beyond – On Liberty: Samuel Bailey and the Nineteenth-century Theory of Free Speech» στο Robert G. Ingram, Jason Peacey & Alex W. Barber (επ.), Freedom of Speech 1500-1800, Manchester University Press, Manchester 2020, σσ. 211-235. Και στον Μπένθαμ υπάρχουν σποραδικές αναφορές στην αξία της αλήθειας, η οποία, για παράδειγμα, είναι άφθαρτη σε σχέση με τoν σύντομo βίο της πλάνης (Political Tactics, ό.π., σ. 36), και οφείλει να χαρακτηρίζει τις νομοθετικές συνελεύσεις (αυτ., σ. 19). Πρβλ. ακόμα την οιονεί «μιλιανή» θέση του για την ανάγκη διαρκούς υπεράσπισης των επωφελών θεσμών στο A Fragment, ό.π., σ. 10. Ωστόσο, βλέποντας συνολικά το έργο του, δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τον Schofield ως προς το γεγονός ότι ο φιλόσοφος «δεν βασιζόταν άμεσα σε κάποιο επιχείρημα για την ανακάλυψη ή τη διατήρηση της αλήθειας κατά τη συνηγορία του υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης». Philip Schofield, «Jeremy Bentham on Freedom of the Press, Public Opinion, and Good Government», Scandinavica 58 (2019): 52.

[42] Μόνο σε σχέση με την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου συναντάμε στοιχεία μυστικότητας ανάλογα με τα ισχύοντα στη Βουλή των Κοινοτήτων. Στο άρθρο 22 του κανονισμού λειτουργίας της αναφέρεται ότι «αι Συνελεύσεις γίνονται με κλεισμένην θύραν», ενώ στο 23 ότι «δεν επιτρέπεται εις κανένα να ανακαλύπτει όσα λέγονται εντός της Συνελεύσεως, ειμή όταν εγκριθή παρά της Συνελεύσεως η κοινοποίησις». Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας 1821-1832, τόμος 3, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 1971, σ. 18. Ωστόσο, στις Εθνοσυνελεύσεις του Άστρους και της Τροιζήνας η μυστικότητα ήταν πρακτικά ανέφικτη, καθώς διεξήχθησαν σε υπαίθριους χώρους. Επιπροσθέτως, τα επίσημα Πρακτικά και των τεσσάρων Εθνοσυνελεύσεων είδαν το φως της δημοσιότητας, αν και μπορεί να μην ήταν τόσο εκτενή όσο θα ήθελε ο Μπένθαμ. Κατά τη γνώμη μου, η δημοκρατική νομιμοποίηση και οι συνεχείς διχαστικές εσωτερικές έριδες ήταν πολύ πιο σημαντικά προβλήματα για τις Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα της Παλιγγενεσίας. Βλ. σχετικά, Φιλήμων Παιονίδης, Πόσο  δημοκρατικός ήταν ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας; : Το ζήτημα της εκλογής των μελών των τριών πρώτων Εθνικών Συνελεύσεων, Οκτώ, Αθήνα 2022. Μια εκδοχή του κειμένου αυτού παρουσιάστηκε στη διημερίδα Το 1821 στην πρώτη σελίδα: Η Ελληνική Επανάσταση στον διεθνή και εγχώριο Τύπο, Αθήνα 29-30 Ιανουαρίου 2024. Οφείλω ευχαριστίες στους Δημήτρη Κόκορη, Βαγγέλη  Σακκά και Ελπίδα Βόγλη για τις χρήσιμες υποδείξεις τους.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × three =