Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μια τάση υποβάθμισης της γραμματικής ερμηνείας, στο όνομα κυρίως μιας «δυναμικής» προσέγγισης του συνταγματικού κειμένου. Πολλές μάλιστα φορές δημιουργείται η εντύπωση ότι η γραμματική ερμηνεία αντιμετωπίζεται ως τυπολατρία ή σχολαστικισμός.
Η γραμματική ερμηνεία δεν αποτελεί βέβαια τη μόνη ερμηνευτική προσέγγιση ενός κανόνα δικαίου. Ωστόσο, η γραμματική διατύπωση της κάθε διάταξης αποτελεί το βασικό όριο κάθε ερμηνείας και, συνακόλουθα, της δικαιοπλαστικής λειτουργίας του δικαστή. Με άλλα λόγια, η γραμματική διατύπωση αποτελεί το «α» και το «ω», την αφετηρία και κατάληξη κάθε ερμηνείας, έστω και εάν ενδιάμεσα το νόημα της διάταξης ασφαλώς εμπλουτίζεται και με άλλες ερμηνευτικές μεθόδους. Ο ερμηνευτής αρχίζει από τη γραμματική διατύπωση, η οποία προκαλεί και οριοθετεί τις πρώτες σκέψεις ως προς το νόημα ενός κανόνα δικαίου. Στη συνέχεια, ο ερμηνευτής προβληματίζεται και με βάση τις άλλες ερμηνευτικές μεθόδους (ιστορική, συστηματική, τελολογική) και πιθανολογεί τις συνέπειες της ερμηνευτικής εκδοχής που επιλέγει. Πάντοτε όμως στο τέλος της ερμηνευτικής διαδικασίας θα πρέπει να επιβεβαιώνει ότι η επιλογή του είναι συμβατή με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Οι όροι που χρησιμοποιούνται σε ένα νομοθετικό κείμενο, πολύ περισσότερο στο συνταγματικό κείμενο, δεν είναι απλά ζήτημα «γλωσσικού στυλ» και δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ως το αποτέλεσμα τυχαίων γλωσσικών επιλογών του νομοθέτη.
Ορθώς, επομένως, έχει τονισθεί η σημασία της γραμματικής διατύπωσης του κανόνα δικαίου, υπό την έννοια ότι χαράσσει τα απώτατα, τα άκρα επιτρεπτά όρια ερμηνείας και αποκλείει ερμηνευτικές εκδοχές που αντιφάσκουν με το γράμμα της διάταξης. Ορθώς ομοίως έχει τονισθεί στην αλλοδαπή νομική θεωρία ότι ο ερμηνευτής μιας διάταξης δεν μπορεί να καταλήξει σε αποτέλεσμα που δεν βρίσκει έρεισμα στη γραμματική της διατύπωση. Δεν επιτρέπεται δηλαδή στον ερμηνευτή του δικαίου να καταλήγει σε αυτό που η Mary Ann Glendon ονομάζει «atextual outcomes»[1]. Ακόμη και ο David Strauss, ένας από τους κυριότερους θεωρητικούς του ζωντανού Συντάγματος, δέχεται ότι η γραμματική διατύπωση του Συντάγματος είναι σε πολλές περιπτώσεις «απολύτως καθοριστική» («absolutely crucial»)[2]. Αλλά και σε έννομες τάξεις όπου η νομολογία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και αποτελεί αναμφισβήτητα δικαιοπαραγωγική λειτουργία, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν αμφισβητείται ότι ο δικαστής οφείλει να σέβεται το γράμμα του νόμου[3].
Ο σεβασμός της γραμματικής διατύπωσης της συνταγματικής ή νομοθετικής διάταξης συνεπάγεται προβλεψιμότητα, ασφάλεια δικαίου και άρνηση της αυθαιρεσίας εκ μέρους της κρατικής εξουσίας. Διαφορετικά, χάνεται κάθε σημείο αναφοράς και κάθε κανονιστικότητα του νόμου, παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η ερμηνεία του μεταπίπτει σε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του νομοθέτη από τον δικαστή. Παραβιάζεται επίσης η δημοκρατική αρχή, θεμέλιο της οποίας είναι και η παραγωγή των κανόνων δικαίου από τη λαϊκή αντιπροσωπεία. Ο νόμος μετατρέπεται σε ένα «ευχολόγιο» και η τήρησή του εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εφαρμοστή του δικαίου. Εάν οι μεταβληθείσες πραγματικές ή νομικές συνθήκες συνηγορούν υπέρ μιας εκδοχής που έρχεται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η μόνη επιτρεπτή διέξοδος για την προσαρμογή του νόμου είναι η αλλαγή του, στην περίπτωση δε του Συντάγματος η αναθεώρησή του. Ενδεχομένως ο σεβασμός στο γράμμα του νόμου να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και κριτική διάθεση επειδή ταυτίζεται με μια γενικότερη συντηρητική προσέγγιση του δικαίου και της πολιτικής. Και αυτό με τη σειρά του μπορεί να οφείλεται στο ότι ο πιο γνωστός υπέρμαχος της σημασίας της γραμματικής διατύπωσης ήταν ο συντηρητικός δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Antonin Scalia[4]. Για μια όμως ακόμη αφορά οι γενικεύσεις αυτές αποδεικνύονται υπεραπλουστευτικές και εσφαλμένες, αφού υπάρχουν και πολύ αξιόλογες μελέτες που αναδεικνύουν τη σημασία του κειμένου από μια προοδευτική-φιλελεύθερη σκοπιά, όπως λ.χ. από την άποψη των κοινωνικών κινημάτων και της ισότητας των φύλων[5]. Εάν δεν έχεις μια κοινή αφετηρία συζήτησης -και αυτήν την προσφέρει κατεξοχήν το κείμενο του νόμου- και εάν ο καθένας μπορεί να υποστηρίξει το οτιδήποτε χωρίς πλαίσιο, δεν μπορεί να «εξελίξεις» το δίκαιο ούτε προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων για όλους. Και όλα αυτά πέρα βέβαια από το γεγονός ότι το γράμμα του νόμου (και ιδίως του Συντάγματος) μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε ακραίες και αναχρονιστικές κοινωνικές αντιλήψεις που όχι σπάνια αποκτούν πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, ιδίως στην εποχή της ανόδου του λαϊκισμού.
Συμπερασματικά, η γραμματική διατύπωση μιας διάταξης αποτελεί το απόλυτο όριο κάθε ερμηνείας, το οποίο ισχύει ακόμη και όταν το Σύνταγμα ή ο νόμος χρησιμοποιούν αόριστες αξιολογικές ή νομικές έννοιες[6]. Γιατί όσο γενικόλογα διατυπωμένη και εάν είναι μια νομοθετική διάταξη, πάντοτε η γραμματική της διατύπωση χαράσσει ένα πλαίσιο επιτρεπτών ερμηνευτικών εκδοχών που δεν μπορεί να υπερβεί ο ερμηνευτής. «Υπάρχει, αναμφισβήτητα, μια πραγματική κλίμακα νοηματικής απόστασης, πέρα από ένα σημείο της οποίας δεν υπάρχει πια δεσμός συνάφειας, αλλά aliud»[7]. Η παραδοχή αυτή ισχύει ακόμα και για το Σύνταγμα, οι κανόνες του οποίου είναι συχνά γενικόλογα διατυπωμένοι (βλ., λ.χ., τους όρους «Έθνος» (άρθρο 1 παρ. 3 Συντ), «αξία του ανθρώπου» (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ), «ισότητα» (άρθρο 4 Συντ), «χρηστά ήθη» (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ), «δημόσια αιδώς» (14 παρ. 3 Συντ), «τέχνη» και «επιστήμη» (16 παρ. 1 Συντ), «καταχρηστική άσκηση δικαιώματος» (άρθρο 25 παρ. 3 Συντ) και «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» (άρθρο 44 παρ. 1 Συντ). Υφίσταται, δηλαδή, ένας σημασιολογικός πυρήνας των συνταγματικών εννοιών, ο οποίος θα πρέπει να γίνεται σεβαστός σε κάθε περίπτωση. Έτσι, λ.χ., «αυτόφωρο» έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 Συντ είναι αυτό που έγινε πρόσφατα και όχι αυτό που έγινε πριν από ένα έτος, ενώ με τη λέξη «θρησκεία» στο άρθρο 13 Συντ εννοούμε τη λατρεία μιας ανώτερης υπερφυσικής δύναμης και όχι ό,τι θαυμάζουμε και αγαπάμε πολύ[8].
Στην Ελλάδα πάντως ο νομοθέτης, τα δικαστήρια και τμήμα της νομικής θεωρίας δεν φαίνεται να δέχονται τη γραμματική διατύπωση ως απώτατο όριο κάθε ερμηνευτικής προσέγγισης, ιδίως στον χώρο του συνταγματικού δικαίου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ερμηνείας του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ, σύμφωνα με το οποίο «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό». Η πλειοψηφία της Ολομ ΣτΕ 2499/2012 προέβη σε μια contra constitutionem ιστορική ερμηνεία με βάση τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1975 και δέχθηκε ότι η διάταξη αυτή, παρά την απόλυτη διατύπωσή της, θεσπίσθηκε για την αποτροπή οικοπεδοποίησης των δασών και των δασικών εκτάσεων και δεν απαγορεύει τη διάθεση των αναδασωτέων εκτάσεων για σημαντικούς σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι η εγκατάσταση πάρκων αιολικής ενέργειας[9]. Χαρακτηριστική είναι περαιτέρω η συνταγματική απαγόρευση της χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 Συντ: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Το πεδίο εφαρμογής της συνταγματικής αυτής διάταξης έχει υποστεί αλλεπάλληλους και εκτεταμένους περιορισμούς, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται, έστω και με προϋποθέσεις, η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων όχι μόνο προς απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου αλλά και προς απόδειξη της ενοχής του[10]. Από το πεδίο του οργανωτικού συνταγματικού δικαίου ξεχωρίζει η προσέγγιση του άρθρου 86 παρ. 3 Συντ, η οποία υποστηρίζει ακόμα και την παράκαμψη του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης από τη Βουλή για τη διερεύνηση της διάπραξης ποινικών αδικημάτων από υπουργούς, παρά το σαφές γράμμα της συνταγματικής διάταξης[11].
Το ζήτημα της γραμματικής ερμηνείας τέθηκε με ιδιαίτερη ένταση στο πλαίσιο της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων με τις διατάξεις του ν. 5094/2024, δεδομένης της διατύπωσης των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος που ορίζουν ότι η «ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» και ότι η «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Η πλειοψηφία της Ολομ ΣτΕ 1918/2025 απάντησε ως ακολούθως στον λόγο ακύρωσης που προέβαλε ότι «ερμηνεία υπέρ της συνταγματικότητας του ν. 5094/2024 δεν θα ήταν νοητή, διότι θα προσέκρουε στο γράμμα της συνταγματικής διατάξεως, το οποίο αποτελεί όριο κάθε ερμηνείας και, μάλιστα, του Συντάγματος και ότι, επομένως, προκειμένου να ιδρυθούν παραρτήματα αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση». Κατά την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, «το Συμβούλιο της Επικρατείας, ασκώντας πλήρως, ως οφείλει, το δικαιοδοτικό του έργο, ερμηνεύει το δίκαιο και αναζητά την έννοια της ρύθμισης εν όψει του γράμματος, αλλά και του σκοπού του, όπως η εκάστοτε ρύθμιση εντάσσεται τη δεδομένη χρονική στιγμή στο σύνολο της εννόμου τάξεως, εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς, ώστε να καταστεί διά της ερμηνείας, κατά το δυνατόν, ένα συνεκτικό σύνολο». Η παραδοχή αυτή στη γενικότητά της είναι ορθή. Όπως αναπτύχθηκε και παραπάνω, ναι μεν ο ερμηνευτής του δικαίου αρχίζει από τη γραμματική διατύπωση του κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, ωστόσο η ερμηνευτική διαδικασία εμπλουτίζεται με τις άλλες μεθόδους, δηλαδή την ιστορική, τη συστηματική και την τελολογική. Στο πλαίσιο δε του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού» όπου το συνταγματικό δίκαιο υπό την ουσιαστική έννοια το συγκροτούν όχι μόνον το εθνικό Σύνταγμα αλλά και το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, είναι προφανές ότι οι εθνικές συνταγματικές διατάξεις δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως ένα κλειστό και αυτάρκες σύστημα κανόνων δικαίου αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο του διεθνοποιημένου συνταγματικού δικαίου[12].
Δεν θα ήταν επομένως λάθος να υποστηριχθεί ότι θα πρέπει να εξαντλούνται όλα τα περιθώρια που αφήνει το συνταγματικό κείμενο για μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Θα αποτελούσε επίσης μια καθόλα θεμιτή (αν και αμφισβητούμενη) προσέγγιση να δεχθεί το Δικαστήριο ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερισχύει του εθνικού συνταγματικού δικαίου. Άλλο όμως είναι, από τη μια πλευρά, η θέση της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού συνταγματικού δικαίου όπως επίσης και το να υποστηρίζεις ότι το κείμενο του Συντάγματος αφήνει περιθώρια για μια εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίακιο ερμηνεία και άλλο είναι, από την άλλη πλευρά, να δέχεσαι ότι οι εθνικές συνταγματικές διατάξεις μπορούν να ερμηνεύονται ακόμα και αντίθετα στη σαφή γραμματική τους διατύπωση (contra constitutionem ερμηνεία) λόγω του ενωσιακού δικαίου. Γι’ αυτούς τους λόγους, δεν μπορεί να συμφωνήσει κανείς με τη θέση της πλειοψηφίας της Ολομ ΣτΕ 1918/2025, η οποία τάχθηκε υπέρ της ερμηνευτικής κάμψης ακόμα και της αδιάστικτης γραμματικής διατύπωσης των εθνικών συνταγματικών διατάξεων στο όνομα της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του Συντάγματος: «Εξάλλου, στην περίπτωση της σχέσης Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων ερμηνεύεται σε αρμονία με τους ενωσιακούς κανόνες, όπως συνέβη με την υποχώρηση της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470-1/2011, σκ. 9, υπόθεση του «βασικού μετόχου». Προς την ίδια κατεύθυνση της κάμψης αδιάστικτης γραμματικής διατύπωσης είναι και η ανωτέρω μνημονευθείσα απόφαση ΔΕΕ 11.2.2021, C-760/2018, M.B., ως προς τη σχέση μεταξύ οδηγίας για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ορισμών του άρθρου 103 παρ. 8 Σ., η οποία αξιώνει την εφαρμογή οδηγίας, «μολονότι οι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα»). Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση τηρούν, άλλωστε, και τα ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ενδεικτικά την απόφαση 198/2012 του Ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 6.11.2012, σχετικά με τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, σκ. 9-12, απόφαση, στην οποία, παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα στην Ισπανία, εν σχέσει προς το δικαίωμα σε γάμο, ορίζει στο άρθρο 32 εδ. α΄ ότι: «άνδρας και γυναίκα έχουν δικαίωμα να συνάπτουν γάμο σε καθεστώς πλήρους νομικής ισότητας», έκρινε σύμφωνη με το Σύνταγμα τροποποίηση του Αστικού Κώδικα, που καθιερώνει τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, βλ. και την προαναφερθείσα απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας 19.7.2011, 1BvR 1916/09, σκ. 68, 73-75 επ., όπου το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία contra στο γράμμα της συνταγματικής διάταξης, κατ’ εφαρμογήν του ενωσιακού δικαίου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν, ότι κατά τον χρόνο θέσπισης της συνταγματικής διάταξης τα έτη 1948/49 «η ανάπτυξη της κοινής Ευρώπης βρισκόταν στα σπάργανα … σήμερα δε αποτελεί “ένωση κρατών”»)».
Το κάθε ένα από τα νομολογιακά παραδείγματα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ανώτατα αλλοδαπά δικαστήρια που παρατίθενται στο σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, θέτει τη δική του ιδιαίτερη προβληματική. Σε σχέση λ.χ. με την απόφαση του Ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που αφορά τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, θα μπορούσε λ.χ. να τονισθεί ότι ένα Σύνταγμα παρέχει το minimum προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ότι δεν απαγορεύεται στον κοινό νομοθέτη να επεκτείνει και σε άλλες περιπτώσεις την προστασία που παρέχεται από το συνταγματικό κείμενο. Στο γενικότερο όμως επίπεδο, όταν δύο πηγές του δικαίου είναι αντίθετες δεν μπορούν να ερμηνευθούν σε αρμονία. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο γίνεται παγίως δεκτό ότι «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων» δεν χωρεί όταν το κείμενο του νόμου είναι σαφές και δεν καταλείπει περιθώριο για ερμηνευτικές εκδοχές που θα περιέσωζαν τη συνταγματικότητα του νόμου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής υποχρεούται να δεχθεί την αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής διάταξης[13].
Υπό τα δεδομένα αυτά και σε επίπεδο αρχής είναι ορθά τα όσα παραθέτει η μειοψηφία ενός Αντιπροέδρου και επτά Συμβούλων στην Ολομ ΣτΕ 1918/2025, όσον αφορά τη σημασία της γραμματικής διατύπωσης των συνταγματικών διατάξεων και τα όρια της δυναμικής ερμηνείας: «οι κανόνες δικαίου δεν ερμηνεύονται μόνο με την έννοια που θα αποδιδόταν σε αυτούς κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς τους, αλλά αφού ληφθούν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες, κοινωνικές, ιδίως, εξελίξεις. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως για τις συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες δεν ερμηνεύονται στατικά μέσα στον χρόνο, αλλά η ερμηνεία τους προσαρμόζεται στην εξέλιξη της κοινωνικής πραγματικότητας, ιδίως όταν στο συνταγματικό κείμενο γίνεται χρήση όρων, όπως γάμος, οικογένεια (παρ. 1 του άρθρου 21) ή χρηστά ήθη (παρ. 1 του άρθρου 5), το περιεχόμενο των οποίων νοηματοδοτείται εκάστοτε σε συνάρτηση με τη μεταβολή των κοινωνικών αντιλήψεων. Υφίσταται, όμως, ένα αυτονόητο όριο: Η επιλογή του ερμηνευτή γίνεται μεταξύ περισσότερων νοηματικών εκδοχών που, για να είναι υποστηρίξιμες, απορρέουν, κατ’ αρχήν, από το γράμμα της διατάξεως ή το πλέγμα των διατάξεων, όπως αυτή επιρρωνύεται και από τις λοιπές ερμηνευτικές μεθόδους. Η ερμηνεία, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να είναι praeter, σε καμία, όμως, περίπτωση contra legem … Όπως, επομένως, συνάγεται από τα προεκτεθέντα, δεν μπορεί να επιχειρηθεί ερμηνεία του κανόνα δικαίου, και δη του συνταγματικού, η οποία να είναι αντίθετη στο σαφές και αναμφήριστο νόημα των λέξεων που τον απαρτίζουν (προς την «ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων» – Θουκυδίδης), ήτοι αντίθετη προς τον σημασιολογικό πυρήνα των περιεχομένων σε αυτόν εννοιών … Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και δυνητικά επικίνδυνη, διότι, μεταξύ άλλων, αντιτίθεται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, δομικών στοιχείων του Κράτους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, δια της ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων, λαμβάνει χώρα, κατ’ ουσίαν, συνταγματική αναθεώρηση μέσω της ψηφίσεως κοινού νόμου, η οποία επικυρώνεται από το Δικαστήριο. Η εν λόγω δε αναθεώρηση ενός αυστηρού Συντάγματος, όπως το Σύνταγμα του 1975, διενεργείται, στην περίπτωση αυτή, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 110 αυτού, και εντεύθεν πραγματοποιείται κατά παράβαση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας, που κατοχυρώνεται στην παρ. 2 του άρθρου 1, και της διακρίσεως των λειτουργιών, την οποία εγγυάται το άρθρο 26».
Συμπερασματικά: Η δυναμική και η εναρμονισμένη ερμηνεία του Συντάγματος δεν θέτουν εκποδών τη σημασία της γραμματικής ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων. Το γράμμα του Συντάγματος είναι το σταθερό και διαχρονικό σημείο αναφοράς, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί αυστηρό Σύνταγμα. Και ας μη σπεύσουμε να χαρακτηρίσουμε τη στάση αυτή ως «τυπολατρική» και ως «θετικιστική εμμονή». Γιατί οι συνταγματικές διατάξεις, τόσο στο οργανωτικό μέρος όσο και στα θεμελιώδη δικαιώματα, είναι γεμάτες από τύπους και, όπως μας υπενθυμίζει διαχρονικά από το 1871 ο Ν. Ι. Σαρίπολος, «Οι τύποι σώζουσι την ουσίαν».
[1] Mary Ann Glendon, Comment, in: Antonin Scalia, A Matter of Interpretation, Federal Courts and the Law, 1997, σελ. 95 [109].
[2] David Strauss, Do we have a living Constitution?, 59 Drake Law Review 2010-2011, σελ. 973 [984].
[3] Βλ. Aileen Kavanagh, Choosing between sections 3 and 4 of the Human Rights Act 1998: judicial reasoning after Ghaidan v. Mendoza, in: Helen Fenwick / Gavin Philipson / Roger Masterman (Eds.), Judicial Reasoning and the UK Human Rights Act, 2007, σελ. 114 [122 επ.].
[4] Βλ. Δημήτριο Πολίτη (επιλογή κειμένων και μετάφραση), Άντονιν Σκαλία, Νομολογιακές σκέψεις για τα όρια της ερμηνείας και της δικαστικής εξουσίας. 2025.
[5] Reva Siegel, Text in Contest: Gender and the Constitution from a social movement perspective, 150 University of Pennsylvania Law Review (2001-2002), σελ. 297 επ.
[6] Βλ. Σπύρο Βλαχόπουλο / Ξενοφώντα Κοντιάδη, Εγχειρίδιο συνταγματικού δικαίου, 2025, σελ. 143 επ.
[7] Γιώργος Κασιμάτης, Μορφές ερμηνείας ιεραρχικής εναρμόνισης του δικαίου. Οι νέες διαστάσεις της συστηματικής ερμηνείας του δικαίου, ΤοΣ 2006, σελ. 5 [22].
[8] Για όλα τα ανωτέρω, βλ. αναλυτικά Σπύρο Βλαχόπουλο, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος. Η προσαρμογή του συνταγματικού κειμένου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, 2014, σελ. 75 επ., με περαιτέρω παραπομπές στη βιβλιογραφία. Για τη γενικότερη προβληματική, βλ. επίσης Απόστολο Γεωργιάδη, Τι είναι δίκαιο;, Η νομική επιστήμη για όλους (Πρόλογος: Προκόπιος Παυλόπουλος), 2018, σελ. 112 επ. Παύλο Σούρλα, Justi atque injusti scientia, 1995, σελ. 168 επ.
[9] Αντίθετα., η μειοψηφία εννέα Συμβούλων της απόφασης ανέδειξε τη σημασία του συνταγματικού κειμένου ως ορίου κάθε ερμηνείας : Η «αδιάστικτη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος έχει ως συνέπεια ότι δεν είναι αυτή δεκτική ερμηνείας. Πράγματι, τόσο ο απαγορευτικός της χαρακτήρας όσο και η συστηματική της τοποθέτηση σε ιδιαίτερο άρθρο και κεφάλαιο του Συντάγματος, διαφορετικό εκείνου που περιέχει το άρθρο 24 αυτού, το οποίο ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις κατ΄ εξαίρεση επιτρεπτές μεταβολές του προορισμού μόνο των δασών και των δασικών εκτάσεων, μαρτυρούν τη σαφή βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να αποκλείσει εντελώς κάθε ενδεχόμενο διασταλτικής ή τελολογικής ερμηνείας της διατάξεως αυτής προς την κατεύθυνση της δυνατότητας μεταβολής του προορισμού του διαφορετικού είδους εδαφών που ρυθμίζει, δηλαδή των αναδασωτέων εκτάσεων. Eξ άλλου, η ερμηνεία μιας διατάξεως εναντίον του γράμματός της, και αν ακόμα γίνεται κατ’ εξαίρεση και κατ’ οικονομία δεκτή προκειμένου για διάταξη κοινού νόμου ώστε να επιτευχθεί η συμφωνία της με το υπέρτερης αυτής τυπικής ισχύος Σύνταγμα και η καλύτερη εναρμόνισή της προς το όλο πλέγμα της εννόμου τάξεως, δεν είναι πάντως νοητή προκειμένου για συνταγματική διάταξη, κατά μείζονα δε λόγο όταν αυτή θεσπίζει ρητή και απόλυτη απαγόρευση ώστε να εναρμονισθεί προς διάταξη κοινού νόμου, κατώτερης δηλαδή αυτής τυπικής ισχύος. Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο κοινός νομοθέτης δύναται, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να θεσπίζει εξαιρέσεις από ρητή και απόλυτη συνταγματική απαγόρευση, όπως η του άρθρου 117 παρ. 3, καθιστά αυτήν ανίσχυρη και ισοδυναμεί πράγματι με ανεπίτρεπτη άσκηση αναθεωρητικής εξουσίας».
[10] Βλ. αναλυτικά Γρηγόρη Λαζαράκο, Ο ιδιωτικός βίος, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και το απόρρητο της επικοινωνίας, σε: Σπύρο Βλαχόπουλο, Θεμελιώδη δικαιώματα, 2η έκδ., 2022, σελ, 215 [246 επ.].
[11] Άρθρο 86 παρ. 3 Συντ: « … Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης… ». Βλ. σχετικά Νίκο Αλιβιζάτο, Ενστάσεων αντίκρουση, σε: https://www.kathimerini.gr/politics/563523082/arthro-nikoy-alivizatoy-stin-k-enstaseon-antikroysi/, και Βαγγέλη Βενιζέλο, Οι ποινικές διατάξεις του Συντάγματος και το κράτος δικαίου, σε: https://www.evenizelos.gr/mme/articlesinthepress.html.
[12] Βλ. λ.χ. Σπύρο Βλαχόπουλο, Η σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος, σε: Χαράλαμπος. Ανθόπουλος/ Αικατερίνη Ηλιάδου / Λίνα Παπαδοπούλου / Νικόλαος Παπαχρήστος / Κώστας Χρυσόγονος, Η θεωρία της συνταγματικής πράξης. Μελέτες διαλόγου με το έργο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Τόμος Ανταποδοτικός, 2024, σελ. 39 επ.
[13] Βλ. λ.χ. Βαρβάρα Μποκουβάλα, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, 2018, Κώστα Χρυσόγονο, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε Δημήτρης Τσάτσος (επιμ.), Η ερμηνεία του Συντάγματος (με τη συνδρομή Δημήτρη Μέλισσα), 1995, σελ. 385 επ.




