Ι. Πρώτα κάποιες βασικές θεωρητικές παραδοχές: Ακόμη και αν είναι σαφές το γράμμα μιας διάταξης, η ερμηνεία της δεν περιορίζεται σε αυτό αλλά καταλαμβάνει και άλλα κριτήρια ή αξιολογήσεις που άπτονται της διάταξης και του ευρύτερου συστήματος κανόνων στο οποίο αυτή εντάσσεται. Από την άλλη, το σαφές γράμμα μιας διάταξης δεν μπορεί να είναι ερμηνευτικά αδιάφορο, ούτε επιτρέπεται να διαστρεβλώνεται ερμηνευτικά. Εξάλλου, ένα κανονιστικό κείμενο είναι φορέας ενδείξεων, συμβάσεων ή περιορισμών, που μία υπεύθυνη ερμηνευτική προσέγγιση οφείλει να σεβαστεί και να αναδείξει (βλ. και Ο.Έκο).
Τι σημαίνουν, όμως, τα παραπάνω για την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (1918/2025) για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την ερμηνεία του άρθ. 16 Συντ.;
ΙΙ. Η πλειοψηφία στην απόφαση αυτή έκρινε ότι το άρθ. 16 πρέπει να ερμηνεύεται σε «αρμονία» (ή συμφωνία) με το ενωσιακό δίκαιο και τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ), κατ’ επίκληση κυρίως των ενωσιακών ελευθεριών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών. Μία τέτοια ερμηνεία επιτρέπει την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης από νομικά πρόσωπα-παραρτήματα αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (τα γνωστά πλέον «Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης»), κατά παραμερισμό των σχετικών πολλαπλών απαγορεύσεων του άρθ. 16 (παρ. 5, 6 και 8). Η πλειοψηφία, που με τόση θέρμη αγκάλιασε το ενωσιακό δίκαιο ώστε να του προσδώσει εδώ κατ’ ουσίαν υπεροχή έναντι του Συντάγματος, έκρινε ωστόσο συγχρόνως ότι δεν ήταν απαραίτητη η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί η αυθεντική θέση της ενωσιακής έννομης τάξης. Έτσι, ακολούθησε μεν μία υπερεθνική ερμηνευτική προσέγγιση επί της ουσίας, αλλά την περιέκλεισε εντός εθνικής δικαιοδοσίας, μη εκθέτοντάς την στην κρίση του κατ’ εξοχήν αρμόδιου οργάνου της ενωσιακής έννομης τάξης. Υπενθυμίζεται δε γενικότερα ότι, όταν ένα ανώτατο εθνικό δικαστήριο (όπως το ΣτΕ) αντιμετωπίζει ζήτημα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, οφείλει να απευθυνθεί στο ΔΕΕ, προκειμένου να λάβει δεσμευτική καθοδήγηση× η διαδικασία αυτή είναι κρίσιμη, καθώς διασφαλίζει την ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα κράτη-μέλη.
Πάντως, τη θέση της πλειοψηφίας ενισχύει περισσότερο το –αναδειχθέν κυρίως στον δημόσιο διάλογο– επιχείρημα από τη νομική-θεσμική πραγματικότητα που έχει πλέον διαμορφωθεί στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Ειδικότερα, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι στα πτυχία των αποφοίτων των κολλεγίων, που συνεργάζονταν με αλλοδαπά ιδρύματα, αναγνωριζόταν ήδη επαγγελματική ισοτιμία και, έτσι, το μόνο που έλειπε μέχρι πρότινος ήταν η ακαδημαϊκή ισοτιμία× πρακτικά τούτο σήμαινε ότι οι εν λόγω απόφοιτοι εμποδίζονταν, κατά κύριο λόγο, να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές σε ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Συνεπώς, ένα σημαντικό μέρος του κανονιστικού προτάγματος του άρθ. 16 είχε ήδη υποχωρήσει ενόψει των επιταγών της ενωσιακής έννομης τάξης. Και αυτή η νομική-θεσμική πραγματικότητα –που δεν πρέπει να συγχέεται με την περίφημη κανονιστική δύναμη του πραγματικού, αλλά εννοιολογικά βρίσκεται εγγύτερα στον ερμηνευτισμό (interpretivism) του Ρόναλντ Ντουόρκιν (ερμηνεία μιας κανονιστικά διαφέρουσας θεσμικής πρακτικής κ.λπ.)– θα πρέπει να συναξιολογείται κατά την ερμηνεία του άρθ. 16.
Από την άλλη πλευρά, η μειοψηφία ενέμεινε κυρίως στο γράμμα του άρθ. 16, κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι αυτό δεν επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου και ιδίως τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης, ενώ συγχρόνως έδωσε ιδιαίτερο βάρος και στο γεγονός ότι το γράμμα του Συντάγματος του 1975 το επιβεβαίωσε κατ’ επανάληψη ο μόνος αρμόδιος, κατά τη θεμελιώδη για το πολίτευμά μας δημοκρατική αρχή, αναθεωρητικός νομοθέτης. Εν τούτοις, παρά την κατ’ αρχήν προσκόλληση στο γράμμα της συνταγματικής ρύθμισης και τη σχετική προγενέστερη νομολογία του ΣτΕ, η μειοψηφία θεώρησε αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Έτσι, ενώ υιοθέτησε μία ερμηνευτική στάση μάλλον εθνοκεντρική, δεν φοβήθηκε το άνοιγμα στην υπερεθνική δικαιοδοσία.
ΙΙΙ. Κατά τη γνώμη μου, πράγματι η ερμηνευτική προσπάθεια δεν μπορεί εν προκειμένω να εξαντλείται στο γράμμα του άρθ. 16× είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη και άλλα ερμηνευτικά κριτήρια. Παράλληλα, ωστόσο, δεν μπορεί το σαφές γράμμα να απογυμνώνεται από κάθε κανονιστική ισχύ, ώστε μάλιστα να μη δικαιολογείται καν η απεύθυνση στην κρίση του ΔΕΕ ως προς την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου σε σχέση με εθνική συνταγματική ρύθμιση. Ειδικότερα, δύσκολα μπορεί να αποδεχθεί κανείς τη λογική της πλειοψηφίας, ότι δηλαδή υπάρχει τέτοιος βαθμός ερμηνευτικής βεβαιότητας προεχόντως για το αληθές κανονιστικό νόημα του ενωσιακού δικαίου και την αταλάντευτη και σαφή εφαρμογή της νομολογίας του ΔΕΕ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να αρνείται ένα ανώτατο δικαστήριο την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, τη στιγμή ιδίως που το τιθέμενο ζήτημα δεν έχει κριθεί ως τέτοιο από το τελευταίο. Επομένως, η μειοψηφία είχε (τουλάχιστον) κατ’ αποτέλεσμα δίκιο.
Συναφώς, υπάρχει εδώ ένα διακύβευμα ευρύτερο και σοβαρότερο από το ίδιο το άρθ. 16, που καθιστούσε επιτακτική μία αυθεντική κρίση του ΔΕΕ και το οποίο εθίγη και από τη μειοψηφία: Με τη μετατροπή ενός συνταγματικού «απαγορεύεται» σε ένα «επιτρέπεται» με κοινό νόμο (εδώ τον ν. 5094/2024) υπονομεύεται η εν γένει κανονιστική βαρύτητα του συνταγματικού κειμένου και η δημόσια πίστη των πολιτών στο νόημα των λέξεών του. Το Σύνταγμα πρέπει να τελεί σε κάποια αντιστοιχία με αυτό που αντιλαμβάνεται ο μέσος κοινωνός ως περιεχόμενό του, δεν μπορεί να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ζήτημα πρωτίστως ασφάλειας δικαίου.
Έπειτα, ας σκεφθούμε ότι ανάλογη με το άρθ. 16 επιχειρηματολογία θα μπορούσε να αναπτυχθεί λ.χ. αναφορικά με το άρθ. 86 Συντ. για την ποινική ευθύνη των υπουργών, επί αδικημάτων αρμοδιότητας της ευρωπαϊκής εισαγγελίας. Είμαστε πραγματικά έτοιμοι για τέτοια επόμενα βήματα αλλοίωσης του κανονιστικού παραγγέλματος του Συντάγματος, μέσω μιας (εικαζόμενης) σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας και χωρίς μάλιστα τη σχετική καθοδήγηση του ΔΕΕ; Είμαστε έτοιμοι να εκχωρήσουμε στην εκάστοτε (απλή) κοινοβουλευτική πλειοψηφία την εξουσία να προβαίνει σε, ούτως ειπείν, άτυπες αναθεωρήσεις του Συντάγματος με κοινό νόμο και άνευ ετέρου;
Τέτοιες σταθμίσεις παρίστανται, κατ’ εμέ, επιβεβλημένες για έναν ανώτατο δικαστή ο οποίος βλέπει πέρα από την εκάστοτε συγκυρία και τις όποιες πιεστικές κοινωνικές, πολιτικές ή άλλες αναγκαιότητες.
Δημοσιεύτηκε σε ελαφρώς διαφορετική μορφή στην εφημ. Τα Νέα του Σαββατοκύριακου 15-16.11.25 (σ. 16-17).




