Παράγουμε περισσότερες αναθεωρήσεις από όσες μπορούμε να «καταναλώσουμε»;

Βασιλική Χρήστου, Επίκουρη καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ

Το Σύνταγμά μας δύσκολα αναθεωρείται, καθώς απαιτεί τη σύμπραξη δύο συνεχόμενων Βουλών και αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον στη μία Βουλή. Μάλιστα, η δεύτερη Βουλή, η αναθεωρητική, μπορεί να αναθεωρήσει μόνο τις διατάξεις του Συντάγματος που έχει προτείνει η πρώτη Βουλή, η προτείνουσα, αλλά -κατά την κρατούσα αντίληψη- δεν δεσμεύεται από τις απόψεις της προτείνουσας Βουλής για την κατεύθυνση ή το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Αυτή η «ελευθερία» της αναθεωρητικής Βουλής στην πραγματικότητα καθιστά τη διαδικασία αναθεώρησης ακόμη πιο δυσχερή: Η πλειοψηφία της προτείνουσας Βουλής είναι σώφρον να προτείνει προς αναθεώρηση μόνο τις διατάξεις εκείνες που θα μπορούσε να δεχτεί να τις αναθεωρήσει και ο πολιτικός της αντίπαλος, εάν κερδίσει την πλειοψηφία στην αναθεωρητική Βουλή. Άλλωστε οι εκλογές, ακόμη και στις εποχές του κραταιού δικομματισμού, ενείχαν ένα στοιχείο αιφνιδιασμού. Στην πραγματικότητα ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος για τη σύνθεση της αναθεωρητικής Βουλής.

Με τον μηχανισμό αυτόν το Σύνταγμα αυτοπροστατεύεται: πιέζει αυτούς που έχουν την πρωτοβουλία της αναθεώρησης να θέτουν σε συζήτηση μόνο τις διατάξεις εκείνες για τις οποίες είναι δεδομένη κάποια συναίνεση σε ευρύ πολιτικό φάσμα ως προς το νέο περιεχόμενό τους. Διαφορετικά η αναθεώρηση καθίσταται ένα παιχνίδι υψηλού πολιτικού και ενδεχομένως θεσμικού ρίσκου. Με τα δεδομένα αυτά, η συχνότητα των αναθεωρήσεων, τέσσερις στο σύνολο, είναι μάλλον παράδοξη.

Η αναθεώρηση του 1986 εξέφραζε, βεβαίως, ένα πάγιο και αποκρυσταλλωμένο αίτημα της αντιπολίτευσης ήδη της Ε΄Αναθεωρητικής Βουλής του 1975, την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου. Όταν συντελέστηκε η αναθεώρησή τους, η τελεολογία των προεδρικών αρμοδιοτήτων, ενταγμένη στην πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε εξαντληθεί. Έτσι, ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος είναι έκτοτε σταθερός. Αναμφίβολα, η αναθεώρηση του 2001 υπήρξε υπόδειγμα συναινετικής διαδικασίας, το δε περιεχόμενό της είχε ζυμωθεί για χρόνια στα πολιτικά κόμματα.

Αντίθετα, η αναθεώρηση του 2008 ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και δεν άφησε θεσμικό αποτύπωμα. Τέλος, η αναθεώρηση του 2019, επίσης συναινετική -σημειωτέον η μόνη που διεξήχθη με διαφορετική κομματική πλειοψηφία μεταξύ προτείνουσας και αναθεωρητικής Βουλής- καταπιάστηκε με σημαντικά ζητήματα, όπως ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και η εκλογή των μελών των ανεξαρτήτων αρχών. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα ίδια ζητήματα απασχολούν και την τρέχουσα συζήτηση περί αναθεώρησης, δείχνει ότι δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες ούτε για την αναθεώρηση του 2019.

Η συχνή θέση ζητήματος αναθεώρησης δημιουργεί την εντύπωση ότι το Σύνταγμα μπορεί να επιλύσει πολιτικά προβλήματα ή ότι τα προκαλεί το ίδιο. Ταυτόχρονα, συνιστά μετάθεση των ευθυνών από τους πολιτικούς παίκτες προς το Σύνταγμα. Ωστόσο, για να «καταναλώσουμε» μία αναθεώρηση, να χωνευτεί δηλαδή και να αφομοιωθεί το περιεχόμενό της, πρέπει οι λύσεις να είναι κατασταλαγμένες σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Υπό αυτήν την έννοια η αναθεώρηση έχει χαρακτήρα επιβεβαίωσης και όχι πειραματισμού. Αυτό το πνεύμα απηχεί και ο μηχανισμός αναθεώρησης του Συντάγματος του 1975.

Εφημερίδα Το Βήμα, 8 Ιουνίου 2025

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

twenty − 18 =