Mε βάση τις ερωτοαπαντήσεις που εξέδωσε πρόσφατα το Υπουργείο Παιδείας σχετικά με την εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, προκύπτουν πεντακάθαρα τα εξής, που θα επιτρέψουν και σε εμάς να απαντήσουμε σε ορισμένα ερωτήματα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το Υπουργείο, οι τίτλοι σπουδών του ξένου πανεπιστημίου που θα εκδίδονται στην Ελλάδα θα προσδίδουν τα ίδια ακαδημαϊκά και επαγγελματικά δικαιώματα με αυτά που ισχύουν στο κράτος προέλευσης και, φυσικά, κατ’ αντιστοιχία, θα είναι ισότιμοι με τους αντίστοιχους ελληνικούς τίτλους σπουδών και ως προς τα επαγγελματικά δικαιώματα και ως προς τα ακαδημαϊκά δικαιώματα. Θα μπορούν συνεπώς να αναγνωρίζονται ως πανεπιστήμια, ενταγμένα στο πλαίσιο της ελληνικής ακαδημαϊκής λειτουργίας.
Είναι η πρώτη φορά λοιπόν που τίθεται μέχρι σήμερα το ζήτημα της λειτουργίας στην Ελλάδα ξένων πανεπιστημίων, οι τίτλοι των οποίων θα θεωρούνται απ’ ευθείας ισότιμοι των ακαδημαϊκών τίτλων των ελληνικών πανεπιστημίων και μάλιστα ανεξαρτήτως από το αν η χώρα προέλευσης είναι μέλος της ΕΕ ή όχι. Μέχρι σήμερα βάσει του δικαίου της ΕΕ επιβαλλόταν η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων του αποφοίτου ξένου πανεπιστημίου μόνο για τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα και μάλιστα μέσα από μια διαδικασία (ΣΑΕΠ, Επιμελητήρια, Επαγγελματικοί Σύλλογοι) που μπορούσε να οδηγήσει είτε στην επιβολή εξετάσεων που θα αποδείκνυαν τη γνώση π.χ. του ελληνικού δικαίου, είτε στην επιβολή χρόνου ασκήσεως στο επάγγελμα. Το ζήτημα της ακαδημαϊκής ισοτίμησης ήταν εκτός ρυθμιστικού πεδίου, καθώς, σύμφωνα και με τις συνθήκες της ΕΕ, τα εκπαιδευτικά ζητήματα τελούν εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ και μπορούν να ρυθμιστούν μόνο από την νομοθεσία των κρατών μελών. Συνεπώς η νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία η κοινοτική νομοθεσία είναι ανώτερη των συνταγμάτων των επιμέρους κρατών μελών, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να παρακαμφθούν οι σκόπελοι της ελληνικής συνταγματικής τάξης.
Και αυτοί οι σκόπελοι δεν είναι μόνο ένας, αλλά δύο. Ο ένας είναι μάλλον γνωστός: το άρθρο 16 παρ. 8 ορίζει ότι η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Ο δεύτερος όμως είναι ότι στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται πως η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Δεν μπορεί συνεπώς να λειτουργήσει στην Ελλάδα ίδρυμα εντασσόμενο στον πανεπιστημιακό τομέα της εκπαίδευσης, το οποίο να έχει άλλη μορφή. Το ρήμα παρέχεται είναι απόλυτα σαφές, δεν αφορά μόνο τη σύσταση των ιδρυμάτων, αλλά και την εν γένει λειτουργία τους. Η λειτουργία συνεπώς στην Ελλάδα πανεπιστημίων που έχουν ιδρυθεί από ιδιώτες (όπως, καλή ώρα το Yale και το ελληνιστί αποκαλούμενο Κολάμπια) και δεν αποτελούν ΝΠΔΔ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις ρητές συνταγματικές διατάξεις. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι τα εν λόγω Πανεπιστήμια είναι αμερικανικά και καθ΄όσον γνωρίζουμε δεν έχουμε ενταχθεί σε κάποια ενωσιακή τάξη με τις ΗΠΑ, που να παράγει δίκαιο ανώτερο από τις διατάξεις της ελληνικής συνταγματικής τάξης, ούτε κατά τις προβλέψεις του άρθρου 28 παρ.2 Σ. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Ελλάδα έχει υπογράψει την GATS (που επίσης δεν ρυθμίζει θέματα ακαδημαϊκών ισοτιμήσεων), με ρητή επιφύλαξη ως προς τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που οδηγούν σε κρατικώς αναγνωρισμένα διπλώματα.
Για να δούμε λοιπόν με βάση τα ανωτέρω τι απαντήσεις προσήκουν στις ερωτήσεις του Υπουργείου Παιδείας.
Γιατί μπορούν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων;
Δεν μπορούν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα ως Πανεπιστήμια που να οδηγούν σε ισότιμους ακαδημαϊκούς τίτλους με αυτούς των ελληνικών πανεπιστημίων, παρά μόνο ως κολλέγια μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα, τα οποία δύνανται να αναγνωριστούν για τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες.
Θέμα ερμηνείας των σχετικών συνταγματικών διατάξεων δεν τίθεται, γιατί οι διατάξεις είναι ρητές, απόλυτες και σαφείς.
Ποια είναι η νομική λογική της προτεινόμενης ρύθμισης ενόψει των δεδομένων συνταγματικών απαγορεύσεων;
Νομική λογική δεν υπάρχει. Υπάρχει η πολιτική λογική ότι το Σύνταγμα μπορεί να απαγορεύει ό,τι θέλει, ο παρών όμως συσχετισμός δυνάμεων μάς επιτρέπει να κάνουμε ό,τι μας αρέσει, καταπατώντας τις ρητές απαγορευτικές συνταγματικές διατάξεις.
Το Σύνταγμα προφανώς δεν είναι ένα απολίθωμα και οι κοινωνικές εξελίξεις επηρεάζουν την ερμηνεία των διατάξεών του. Όμως αφενός μεν συνιστά ένα πλέγμα διατάξεων που χαράζει συγκεκριμένες ερμηνευτικές κατευθύνσεις, αφετέρου δε περιέχει και μια σειρά ρητώς απαγορευτικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων μόνο ως συνταγματική εκτροπή μπορεί να χαρακτηριστεί
Αντίθετα ως απολίθωμα το αντιμετώπισαν ακριβώς εκείνες οι δικαστικές αποφάσεις που επέτρεψαν την επιβολή διδάκτρων σε εκπαιδευτικές βαθμίδες που δεν ήταν γνωστές στον συντακτικό νομοθέτη (όπως π.χ. το ΕΑΠ ή τα μεταπτυχιακά προγράμματα), με τη λογική ότι αφού δεν τις γνώριζε ο νομοθέτης, δεν τις ρύθμισε κιόλας, όταν καθιέρωνε το δικαίωμα της δημόσιας δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης!
Ποιος είναι ο κίνδυνος όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε μια ρητή συνταγματική απαγόρευση πέρα και έξω από το γράμμα της διάταξης;
Ο κίνδυνος είναι να συνηθίσουμε σε έναν αντισυνταγματικό μιθριδατισμό που θα επιτρέψει τους εκάστοτε κρατούντες να συνηθίσουν να λειτουργούν ανεξέλεγκτοι και να επεκτείνουν αυτή την πρακτική σε όλες τις ρητές απαγορευτικές διατάξεις. Όπως π.χ. (καλή ώρα) το απολύτως απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών ή η απαγόρευση της γενικής δήμευσης ή της επιβολής ποινής χωρίς νόμο ή των βασανιστηρίων.
Πρόκειται λοιπόν περί συνταγματικής εκτροπής;
Πρόκειται περί συνταγματικής εκτροπής. Το θέμα είναι εμείς πώς είμαστε διατεθειμένοι να το αντιμετωπίσουμε.