Πρόεδρος ή Βοναπάρτης, Λαός ή έθνος*

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

1. Γιατί το ζήτημα των αυξημένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Σύνταγμα του 1975 προκάλεσε την έντονη αντίδραση σύσσωμης της αντιπολίτευσης, οδηγώντας ουσιαστικά στην ψήφιση του καταστατικού χάρτη μόνο από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας; Δεν ήταν εύλογο να υπάρχει ενισχυμένος ΠτΔ αφενός ως αντίβαρο στην εκτελεστική εξουσία, αφετέρου μετά τόσα χρόνια βασιλευόμενης δημοκρατίας;

Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας στο Σύνταγμα του 1975 υπήρξε ένα μείζον δημοκρατικό διακύβευμα. Η πλειοψηφία της ΝΔ σχεδίασε ένα δυαδικό κοινοβουλευτικό σύστημα, όπου αφενός η κυβέρνηση προσλάμβανε θεσμικοπολιτική προτεραιότητα έναντι της Βουλής, αφετέρου ο ΠτΔ μπορούσε να παρέμβει ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, αν το κομματικό σύστημα έχανε τα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά του, οι λεγόμενες «υπερεξουσίες» του αρχηγού του κράτους άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο της ανάμειξής του στην κοινοβουλευτική και πολιτική ζωή: εφόσον από τις εκλογές δεν αναδεικνυόταν αυτοδύναμη μονοκομματική πλειοψηφία, ο Πρόεδρος διέθετε τότε την δυνατότητα, να διορίσει ακόμη και εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, εξοπλίζοντας τον συνάμα με την εξουσία να διαλύσει την Βουλή (άρθρο 37 παρ. 3 και 4 Συντ.) Οι ρυθμίσεις αυτές του επέτρεπαν να διαμορφώσει μια κυβερνητική πλειοψηφία της αρεσκείας του και, στην πράξη, να καθορίζει την γενική πολιτική.

Έτσι, εκτός από την προεδρική διάλυση της Βουλής (άρθρο 41 παρ. 1 Συντ.), που είχε πρόδηλο αντιπλειοψηφικό χαρακτήρα, ο ΠτΔ μπορούσε να διορίσει έμπιστό του πρωθυπουργό και να επιβάλλει την συγκρότηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας πρόθυμης να ακολουθήσει τις πολιτικές κατευθύνσεις του. Με δυο λόγια, το Σύνταγμα του 1975 επέτρεπε, σε περίπτωση καχεξίας του κομματικού συστήματος, ο Πρόεδρος να λειτουργεί ως ένα μονοπρόσωπο και ανέλεγκτο από την Βουλή κέντρο εξουσίας. Η παραπάνω προοπτική αποτελούσε μια σπουδαία απειλή για το πολίτευμα, δεδομένου ότι η καθυποταγή της Βουλής στον αρχηγό του κράτους θα υποβάθμιζε την λαϊκή εντολή και παράλληλα θα εξουδετέρωνε την δυνατότητα της αντιπολίτευσης να ελέγχει και να περιορίζει την εκτελεστική εξουσία.

Όμως, το 1974, τα κοινωνικά κινήματα και τα ευρύτερα στρώματα του ελληνικού λαού απαιτούσαν ουσιαστική και πλήρη κατοχύρωση της Δημοκρατίας. Μετά από 35 χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης και κοινωνικοπολιτικού αποκλεισμού των ηττημένων του Εμφύλιου πολέμου, κατάσταση στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο βασιλιάς και το παλάτι, ο λαός απέκρουε ένα βοναπαρτικού χαρακτήρα κυβερνητικό σύστημα, που εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα δικτατορία. Το παραπάνω αίτημα για εξάλειψη της προσωπικής εξουσίας και για κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας εκφράστηκε μέσα από τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και την αποχώρησή τους κατά την ψήφιση των σχετικών διατάξεων.

 

2. Στο άρθρο 1, παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Υπήρξε το 1975 αντιπαράθεση όσον αφορά τη χρήση των όρων «λαός» και «έθνος» και γιατί;

Τα ελληνικά Συντάγματα από το 1822 έως το 1952 προέβλεπαν πως η κυριαρχία ανήκει στο έθνος, ρύθμιση από την οποία η συνταγματική επιστήμη αντλούσε την θεμελίωση του πολιτεύματος στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Πραγματικά, το ελληνικό έθνος συγκροτήθηκε μέσα από την Επανάσταση του 1821 για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατική οργάνωση της εξουσίας, συγκροτήθηκε δηλαδή ως μια συλλογικότητα που αγωνιζόταν για να συντάξει και να διασφαλίσει τους όρους της αυτοκυβέρνησής της. Βέβαια, με την ίδρυση του κράτους, τα πράγματα άλλαξαν και ο ελληνικός εθνικισμός έχασε την δημοκρατική δυναμική του, ιδίως δε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, η έννοια του έθνους κατάληξε εργαλείο για την νόσφιση της εξουσίας από την κυβερνώσα, συντηρητική παράταξη.

Υπό το Σύνταγμα του 1952 και το Παρασύνταγμα, οι επεξεργασίες των θεωρητικών της 4ης Αυγούστου εξακολουθούσαν να έχουν απήχηση και η διαίρεση σε «εθνικόφρονες» και «αντεθνικώς δρώντες ή δράσαντες» καθόριζε την απόλαυση των δικαιωμάτων και στήριξε τον αποκλεισμό σημαντικού τμήματος του λαού από τις πολιτικές διαδικασίες.

Έτσι, κατά την συντακτική διαδικασία του 1975 ήταν δημοκρατικά κρίσιμο, το έθνος να πάψει να αποτελεί καθοριστική αναφορά για την άσκηση της εξουσίας. Για τον λόγο αυτό, η αντιπαράθεση υπήρξε έντονη, είχε όμως ευτυχή κατάληξη. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Συντ., πηγή και φορέας της κυριαρχίας αναγνωρίζεται ο λαός, με την πραγματική και συγκεκριμένη κάθε φορά σύνθεσή του. Η αναφορά στο έθνος ως ενός από τους σκοπούς άσκησης της κρατικής εξουσίας δεν απομειώνει την λαϊκή κυριαρχία: είναι ο λαός που έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει τις κατευθύνσεις άσκησης της κρατικής εξουσίας και να ελέγχει όσους τις υλοποιούν χωρίς καμιά «εθνική» σκοπιμότητα να μπορεί να παρακάμψει την βούλησή του. Επομένως, ο εθνικιστικός ακτιβισμός που αποτυπώνεται σε κάποιες σχετικά πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις, έρχεται σε αντίθεση με σαφείς συνταγματικούς κανόνες και μαρτυρά άγνοια των θεμελιωδών επιλογών του συντακτικού νομοθέτη.

3. Στο Σχέδιο του Συντάγματος του 1975 υπήρχε πρόβλεψη περί απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων από Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ποια ήταν η λογική αυτής της πρόβλεψης, γιατί τελικά δεν πέρασε και σε τι βαθμό το γεγονός ότι δεν πέρασε οφείλεται στο μετεμφυλιακό και δικτατορικό παρελθόν;

 Το κυβερνητικό σχέδιο του Συντάγματος περιλάμβανε, πράγματι, διάταξη εμπνευσμένη από την «βαθεία τομή» του 1963, που προέβλεπε την δυνατότητα απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων. Παράλληλα, δηλαδή με την συνταγματική κατοχύρωση των κομμάτων και την ρύθμιση του κομματικού φαινομένου, προτάθηκε να θεσπιστεί η αρμοδιότητα του ΑΕΔ να θέτει εκτός νόμου πολιτικά κόμματα «των οποίων η δράσις τείνει εις την ανατροπήν του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφική ακεραιότητα της χώρας».

Η πρόταση διατυπώθηκε σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου τα τραύματα της μετεμφυλιακής διακυβέρνησης και της δικτατορίας δεν είχαν ακόμη επουλωθεί. Η κατάργηση του αναγκαστικού νόμου 509/1947, που επί δεκαετίες έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και περιόριζε δραστικά την πολιτική συμμετοχή των αριστερών (των κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους), ήταν εξαιρετικά πρόσφατη και ο κίνδυνος εκ νέου συρρίκνωσης του λαού, αυτή την φορά και με συνταγματικό θεμέλιο, έμοιαζε ορατός, Γι’ αυτό και η  Ε΄ «Αναθεωρητική» Βουλή, υπό την πίεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και των κομμάτων της Αριστεράς, απέρριψε την κυβερνητική πρόταση και αποφάσισε ότι η δημοκρατία μας θα πολεμά τους αντιπάλους της με τα δικά της όπλα, με την λειτουργία θεσμών που επιτρέπουν την σταθερή διεκδίκηση της ισότητας και της ελευθερίας.

Ο συντακτικός νομοθέτης δεν άφησε το πολίτευμα απροστάτευτο, αλλά σωστά έκρινε ότι η έννομη τάξη, και ειδικότερα το ποινικό δίκαιο, παρέχει επαρκή εργαλεία για την διαφύλαξη της δημοκρατικής νομιμότητας.  Έτσι, εκτός από τις ειδικότερες επιφυλάξεις που γεννά η νομοθετική ρύθμιση της απαγόρευσης συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές, η υιοθέτησή της έρχεται σε αντίθεση με μια θεμελιώδη πολιτειακή επιλογή: η πολιτική και κομματική αντιπαράθεση να μην τίθεται υπό την κηδεμονία κανενός κρατικού οργάνου και να αναπτύσσεται με εμπιστοσύνη στην χειραφετητική δυναμική της δημοκρατίας.

* Απαντήσεις στον κ. Πιερρο ΤΖανετάκο, οι οποίες στήριξαν το ομότιτλο δημοσίευμά του στην Καθημερινή της Κυριακής της 8.6.2025 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × 1 =