Ο προληπτικός έλεγχος των διαταγμάτων από το ΣτΕ ως εγγύηση της ασφάλειας δικαίου

Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Τις τελευταίες δεκαετίες η καθυστέρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την εκδίκαση διαφορών που αφορούν την οικονομία της χώρας, έχει προβληθεί στο δημόσιο διάλογο ως μείζον πρόβλημα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Ως λύση έχει προταθεί, μεταξύ των άλλων, η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου με αρμοδιότητα τον προληπτικό έλεγχο των νόμων ώστε οι πολίτες να μην αιφνιδιάζονται από δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων μετά την πάροδο πολλών ετών από τη θέσπισή τους, με συνέπεια την ανατροπή πραγματικών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί λόγω της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δράση του κράτους.

Ωστόσο, για την αντιμετώπιση του προβλήματος το ισχύον Σύνταγμα έχει προβλέψει λύση την οποία ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, μπορεί να αξιοποιεί για μεγάλα τμήματα νομοθετικής ύλης που αφορούν, μεταξύ άλλων, την οικονομία, το περιβάλλον, την ιδιοκτησία και τις επενδύσεις. Ειδικότερα, το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 43 ότι η Βουλή παρέχει εξουσιοδότηση στη Διοίκηση για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων τα οποία πριν να σταλούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διαβιβάζονται υποχρεωτικά, ως σχέδια, προς έλεγχο νομιμότητας στο ΣτΕ, το οποίο σε πρακτικό διατυπώνει τις παρατηρήσεις του. Αν το ΣτΕ κρίνει διατάξεις σχεδίου διατάγματος ως αντισυνταγματικές η Διοίκηση δεν προχωρεί στην έκδοσή του και μπορεί να επανέλθει με νέες ρυθμίσεις που θεραπεύουν την διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα. Στο τέλος της διαδικασίας το π.δ. δημοσιεύεται έχοντας τύχει ενδελεχούς επεξεργασίας νομιμότητας από το ΣτΕ, γεγονός που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο κήρυξης των διατάξεων του ως αντισυνταγματικών σε περίπτωση αμφισβήτησής του στο μέλλον. Παράδειγμα η αξιοποίηση του Ελληνικού που ρυθμίστηκε με π.δ. το οποίο έτυχε επεξεργασίας από το ΣτΕ και στη συνέχεια η αίτηση ακυρώσεως κατά του π.δ. απορρίφθηκε με απόφαση της Ολομέλειας.

Ο νομοθέτης επιλέγει τη ρύθμιση θεμάτων περιβάλλοντος και οικονομίας με διατάξεις νόμων οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις τίθενται κατά παραγνώριση παγιωμένης νομολογίας του ΣτΕ, όπως πρόσφατα συνέβη με τον νέο οικοδομικό κανονισμό ο οποίος κρίθηκε αντισυνταγματικός. Η επιλογή αυτή οφείλεται στο ότι η Πολιτεία δεν προκρίνει, όπως έχει φανεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, τον προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας εκ μέρους του ΣτΕ διότι γνωρίζει ότι προτεινόμενες διατάξεις, που αποβλέπουν πρωτίστως στην ικανοποίηση αιτημάτων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων ή τοπικών συμφερόντων, θα κριθούν, με βάση τη νομολογία του, ως αντισυνταγματικές. Όμως, στην πραγματικότητα με την επιλογή αυτή η Πολιτεία προκαλεί την έκδοση ατομικών πράξεων και τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων που είναι βέβαιο ότι το ΣτΕ, με βάση την παγιωμένη νομολογία του, θα τις κρίνει στο μέλλον ως αντισυνταγματικές. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι το ΣτΕ που έχει την ευθύνη για την έλλειψη ασφάλειας δικαίου στους πολίτες.

Για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας είναι ανάγκη να εμπεδωθεί περιβάλλον συνεργασίας μεταξύ των τριών πολιτειακών λειτουργιών. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι Κυβέρνηση και Βουλή πρέπει να επιλέγουν ως μέθοδο νομοθέτησης για ζητήματα που αφορούν ιδίως το περιβάλλον και την οικονομία, την έκδοση π.δ. που υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του ΣτΕ. Έλεγχος που εγγυάται στον πολίτη και στις επιχειρήσεις, ημεδαπές και αλλοδαπές, προβλεψιμότητα και ασφάλεια δικαίου.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας συμβάλλει καθοριστικά στην ορθολογική διαμόρφωση των δημοσίων πολιτικών στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, μέσω του προληπτικού ελέγχου των προεδρικών διαταγμάτων. Η συμβολή αυτή υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον διασφαλίζοντας ισορροπία μεταξύ προστασίας του περιβάλλοντος και οικονομικής ανάπτυξης διότι η συνταγματική αποστολή του Δικαστηρίου συνίσταται στη διαφύλαξη της βιώσιμης ανάπτυξης και της διαγενεακής αλληλεγγύης, χωρίς εκπτώσεις υπό την πίεση βραχυπρόθεσμων ωφελειών κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων ή τοπικών συμφερόντων.

Υπό το ισχύον Σύνταγμα λύσεις υπάρχουν αρκεί τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας να ενεργοποιούν τις πρόνοιες του συνταγματικού νομοθέτη με σταθερότητα και συνέπεια και ταυτόχρονα να μην ανατρέπουν δημόσιες πολιτικές, που οικοδομούνται με μόχθο, τις παραμονές εκλογικών αναμετρήσεων. Η ορθολογική δημόσια πολιτική με βάση συνταγματικές αρχές είναι μονόδρομος για όλα τα όργανα της Πολιτείας αν θέλουμε να προστατεύσουμε τους πολίτες από τους κινδύνους της κλιματικής κρίσης και ταυτόχρονα να διασφαλίσουμε το μέλλον των επόμενων γενεών στη ζοφερή εποχή που ζούμε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

3 − two =